“Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ.
Σα να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.”
Το παράπονο, Οδυσσέας Ελύτης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
1) “All my problems
Loom larger than life
I can’t swallow
Another slice”
The Sound – I can’t escape my self
~~~~~~~
Τον πήρε τηλέφωνο η αδελφή του. Κλαίγοντας.
“Ο μπαμπάς έπαθε έμφραγμα”, του είπε.
Κενό. Ρούφηγμα μύτης. Η Τουρκία επιτέθηκε στους Κούρδους.
“Πώς είναι;” τη ρώτησε ο Βήτα, ενώ συνέχισε να κοιτάει τις ειδήσεις στον υπολογιστή.
Δεν είχε πεθάνει. Τον είχαν στο νοσοκομείο. Τον ρώτησε πότε θα πήγαινε.
“Είναι δέκα ώρες ταξίδι”, της είπε.
“Και λοιπόν; Άνεργος είσαι.”
“Ακριβώς. Ποιος θα πληρώσει τη βενζίνη;”
Του το ‘κλεισε. Η Τζένιφερ Άνιστον είχε φτιάξει λογαριασμό Instagram. Τον ξαναπήρε.
“Πατέρας σου είναι”, του είπε.
“Το ξέρω.”
Κενό. Ρούφηγμα μύτης. Στη Μόρια τους στοιβάζανε.
“Δεν νιώθεις τίποτα;” του είπε.
Ένα μοντέλο έφυγε απ’ τον διαγωνισμό γιατί φοβόταν τα φίδια.
“Τι εννοείς;”
Του το ‘κλεισε. Η Αλεσάντρα Αμπρόσιο μεταμορφώθηκε σε σέξι βαμπίρ. Τον πήρε ο αδελφός του.
“Έλα, ρε μαλάκα. Θα σου βάλω εγώ τις βενζίνες.”
“Δεν μου τα δίνεις να πληρώσω κάνα λογαριασμό;”
“Σε ζητάει ο πατέρας.”
Ένας μαθητής στην Αμαλιάδα μαχαίρωσε συμμαθητή του.
“Και τι θα γίνει αν έρθω;” είπε ο Βήτα.
“Θα χαρεί.”
Ένας τυφώνας ισοπέδωσε το Τόκιο.
“Δεν ξέρω. Τρέχουν πολλά.”
“Άστα να τρέχουν. Δως μου ένα λογαριασμό.”
Οι top ten ερωτικές φαντασιώσεις των γυναικών.
Του είπε τον λογαριασμό. Έκλεισε τον υπολογιστή. Πήγε να ζεστάνει το φαγητό. Είχε να δει τον πατέρα του πόσο; Οκτώ χρόνια; Δεν του έλειπε.
~
Μπήκε η γυναίκα του. Λίγο μετά κι ο γιος. Έβαλε να φάνε. Έκανε τον σταυρό του.
“Ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα”, είπε καθώς έριχνε λεμόνι στη σούπα.
“Τι;” έκανε η Δέλτα.
“Ο παππούς;” είπε ο μικρός.
“Ναι.”
Περίμεναν να πει κάτι ακόμα. Αυτός ρούφηξε τη σούπα του.
“Τι πρόβλημα έχεις;” του είπε η Δέλτα.
“Έχει Άσπεργκερ”, είπε ο μικρός.
Η Γκρέτα Τούνμπεργκ στον ΟΗΕ.
“Δεν θα πας;” τον ρώτησε η Δέλτα.
“Είναι μακριά.”
Δεν ήταν τυχαίο που είχε φύγει μακριά. Αλλά ίσως πράγματι να ήταν στο φάσμα του αυτισμού. Σχεδόν κανονικός, αλλά σχεδόν. Ίσως και λίγο λιγότερο από σχεδόν, όταν τον έπιαναν οι μαύρες του.
Σαν τέλειωσαν το φαγητό η Δέλτα τον τράβηξε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα.
“Έχεις κι εσύ παιδί”, του είπε.
“Το ξέρω.”
“Θα ‘θελες να πάθαινες κάτι και να μην έρθει να σε δει;”
“Αν ήμουν μακριά.”
“Τι έχεις πάθει;” τον ρώτησε και βγήκε.
Ένιωθε στεγνός. Ξεραμένος. Ο πατέρας του μόνο μια φορά του είχε πει ότι τον αγαπούσε. Τη θυμόταν τη σκηνή. Ήταν είκοσι χρονών κι ετοιμαζόταν να φύγει ξανά. Πάντα έφευγε. Ο πατέρας του ήταν πιωμένος. Τον ρώτησε γιατί έφευγε.
“Τι σε νοιάζει;” του είχε πει ο Βήτα.
Ο πατέρας του έκανε έναν λυγμό, σαν σκυλί που κλαίει.
“Αφού σ’ αγαπάω”, του είπε.
Ο Βήτα δεν είχε απαντήσει.
Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Άκουσε τη Δέλτα να μιλάει με τον αδελφό του. Του έφερε το τηλέφωνο.
“Ο αδελφός σου”, του είπε.
“Το ξέρω.”
“Σου έβαλα τα λεφτά”, του είπε ο αδελφός του. “Πρέπει να έρθεις.”
“Το ξέρω. Θα έρθω.”
Έπρεπε να κάνει τον κανονικό.
~~
Στο δρόμο σκεφτόταν αυτό που είχε πει ο γιος του. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Η Disney θα κάνει ταινία για τον Αντετοκούνμπο.
Βρήκε το δωμάτιο. Ο πατέρας του ήταν ξαπλωμένος, με σωληνάκια στη μύτη.
“Ήρθες”, του είπε.
“Δεν γινόταν να λείπω”, είπε ο Βήτα.
Η τηλεόραση έπαιζε πάνω απ’ το κρεβάτι. Την κοίταξε. Μια γυναίκα στη Μαδρίτη ήταν νεκρή στο διαμέρισμα της για δεκαπέντε χρόνια.
Έμεινε για λίγη ώρα. Μετά τον φίλησε κι έφυγε.
~~{}~~
2) “Seems like my shadow
Mocks every stride
Can I learn to live with
What’s trapped inside?”
The Sound – I can’t escape my self
~~~~~~~~~~~
Κατέβηκε στο πάρκινγκ. Δεν θυμόταν πού είχε αφήσει το αυτοκίνητο. Έκανε μια βόλτα. Κάποιος έμπαινε σ’ ένα Yaris σαν το δικό του. Παρατήρησε τις πινακίδες. Δεν ήταν σαν το δικό του. Ήταν το δικό του.
Ο κάποιος προσπαθούσε να του κλέψει το αυτοκίνητο. Πάλευε με την πόρτα. Ο Βήτα έβλεπε μόνο την πλάτη του. Κάτι του θύμισε. Δεν όρμηξε. Ούτε φώναξε. Δεν είχε καμιά διάθεση να τσακωθεί. Απάθεια.
“Συγνώμη, νομίζω ότι είστε σε λάθος αυτοκίνητο”, του είπε.
Ο Κάποιος τον άκουσε και γύρισε. Έμειναν να κοιτιούνται. Σχεδόν ίδιοι. Του έμοιαζε σαν να ήταν ο δίδυμος αδελφός του. Ίσως μόνο λιγάκι πιο ξεκούραστος. Ή μπορεί πιο νέος.
“Πώς είναι ο γέρος;” του είπε ο Κάποιος.
“Έμφραγμα, σωληνάκια…”
“Εντάξει, θα ζήσει. Πάμε, σε περίμενα.”
Ο Κάποιος πήγε απ’ την άλλη μεριά, στην πόρτα του συνοδηγού. Περίμενε να ξεκλειδώσει ο Βήτα. Το έκανε. Έκατσαν. Έβαλε μπροστά.
“Πού πάμε;” ρώτησε ο Βήτα.
“Φύγε προς Πάτρα και θα σου πω να στρίψεις.”
Κανείς δεν ξαναμίλησε. Ο Κάποιος κοιτούσε απ’ το παράθυρο του. Ο Βήτα οδηγούσε.
“Είμαι ρομπότ;” ρώτησε ο Βήτα.
“Τι πράγμα;”
“Ρομπότ, ανδροειδές, κάτι τέτοιο;”
“Πώς σου ‘ρθε;”
“Έτσι νιώθω”, είπε ο Βήτα. “Αυτόματο.”
“Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες”, είπε ο Κάποιος. “Πειράζει να καπνίσω;”
Ο Βήτα σήκωσε τους ώμους. Δεν τον ένοιαζε. Απάθεια. Η μυρωδιά του τσιγάρου του φάνηκε τόσο οικεία.
“Ντραμ-άσπρο-και-χαρτάκια-γλυκόριζας”, είπε σαν να το ζητούσε απ’ τον περιπτερά.
“Σε τρία χρόνια θα το κόψω”, είπε ο Κάποιος.
Συνέχισαν χωρίς να πουν τίποτα άλλο. Κανείς δεν πρότεινε να βάλουν μουσική. Δεν υπήρχε αμηχανία.
~~
Ο Κάποιος του είπε να στρίψει δεξιά στην επόμενη έξοδο. Βγήκαν απ’ τον αυτοκινητόδρομο σ’ ένα προάστιο της Πάτρας. Βιομηχανικό.
“Όταν δεις μια αποθήκη που γράφει πωλείται το παρόν, σταμάτα”, του είπε ο Κάποιος.
Την είδε λίγο μετά. Πωλείται το Παρόν. Ήταν ένα παλιό κτίριο, όλο τούβλο. Πάρκαρε. Υπήρχε ένα ακόμα Yaris εκεί. Και μερικά ακόμα αυτοκίνητα. Και μια μηχανή. Όλα ασημί σαν το δικό του.
Ο Κάποιος βγήκε και προχώρησε προς την αποθήκη. Ο Βήτα ακολούθησε. Παρατήρησε τη ζακέτα του Κάποιου. Είχε κι εκείνος μια ίδια στο σπίτι. Δεν την φορούσε πια.
Μπήκανε. Ήταν ένας μεγάλος ενιαίος χώρος, με κολώνες διάσπαρτες. Όλοι γύρισαν να δουν τους νεοφερμένους. Υπήρχαν πάνω από τριάντα άνθρωποι εκεί μέσα. Παιδιά, έφηβοι και νέοι. Μερικοί τριαντάρηδες, μερικοί πιο πάνω. Κάποιοι μεσήλικες, δυο γέροι κι ένας πολύ γέρος. Ήταν και μια γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό.
Τους αναγνώρισε με δισταγμό, όπως όταν ανοίγεις ένα συρτάρι, να ψάξεις για κάτι άσχετο, ένα χαρτί που θέλει η εφορία ή μπορεί κάτι ακόμα πιο ασήμαντο, ένα χαρτί που δεν θέλει κανείς, κι όπως ψάχνεις κι ανακατεύεις βρίσκεις στο βάθος του συρταριού μια παλιά φωτογραφία, και μένεις για λίγο να την κοιτάς, προσπαθώντας να καταλάβεις ποιος είναι εκείνος στη φωτογραφία, και καταλαβαίνεις ότι είσαι εσύ, όπως ήσουν τότε, αλλά συνεχίζεις να την κοιτάς, προσπαθώντας να καταλάβεις πώς ήσουν τότε, ποιος ήσουν τότε, τι σκεφτόσουν τότε, τι ονειρευόσουν τότε, τι φοβόσουν τότε.
“Και τώρα τι κάνουμε;” είπε ο έφηβος Βήτα “Θα μονομαχήσουμε μέχρι να μείνει μόνο ένας ζωντανός;”
Το μωρό Βήτα κλαψούρισε.
~~{}~~
3) “I’m sick and I’m tired
Of reasoning
Just want to break out
Shake off this skin”
The Sound – I can’t escape my self
Ο Βήτα είχε κάτσει δίπλα στον γέρο-Βήτα. Υπήρχαν άλλοι δύο γέροι, αλλά αυτός ήταν ο πιο γέρος απ’ όλους εκεί μέσα, αυτός ήταν ο Γέρος.
“Της πάει η μύτη έτσι”, είπε ο Γέρος.
“Είναι πιο θηλυκή”, είπε ο Βήτα κι έπιασε τη δική του. Μύτη Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, έτσι την έλεγε η Δέλτα.
Παρατήρησαν δυο έφηβους Βήτα που φώναζαν -χωρίς να λένε κάτι.
“Η χειρότερη ηλικία”, είπε ο Βήτα. “Και για τους άλλους, και για τον εαυτό σου.”
“Έφηβοι, αυτή η μάστιγα”, είπε ο Γέρος. Αλλά στη φωνή του δεν υπήρχε σοβαρότητα, μόνο τρυφερότητα, ακόμα και για τη μάστιγα.
Ο Βήτα τον παρατήρησε. Όταν γερνάς όλα πρήζονται. Τ’ αυτιά, η μύτη, οι φλέβες, η καρδιά. Πήγε να βάλει ένα ποτό.
~~
“Είναι το πιο παράξενο πάρτι που ‘χω πάει” είπε ο Βήτα σε κάποιον νεότερο εαυτό του.
“Είναι πάρτι ή προαναγγελία θανάτου;” του είπε εκείνος.
“Δηλαδή;”
“Δεν το ξέρεις; Λένε πώς αν συναντήσεις τον εαυτό σου πεθαίνεις.”
Μπήκε στη μέση ο Κάποιος. Είπε στον Βήτα να μη δίνει σημασία στον πιτσιρικά.
“Είναι απ’ την εποχή που είχαμε παθιαστεί με τα μυστικιστικά”, είπε ο Κάποιος.
“Ναι, Κρόουλι, Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών και τα ρέστα.” Ο Βήτα χαμογέλασε. “Το κάναμε κι αυτό.”
Κοίταξε τριγύρω τους εαυτούς του. Δεν θα την έλεγες κενή ζωή, χάσιμο χρόνου.
“Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι η γυναίκα”, είπε ο Βήτα. “Τι είναι; Συμβολικό; Η Άνιμα κι έτσι;”
“Μόνο αυτό δεν καταλαβαίνεις; Τα υπόλοιπα;” Του έδειξε με τα δυο χέρια ανοιχτά τους εαυτούς τους στην αποθήκη. “Είναι σαν σενάριο του Κάουφμαν. Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς.”
Γελάσανε κι οι δύο. Ο Βήτα ένιωσε.
~~
Το γέλιο τους διέκοψε ένας εικοσάχρονος εαυτός. Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα σκαμπό και είπε πως ήθελε να μιλήσει. Έκαναν όλοι ησυχία. Ο εικοσάχρονος άρχισε να λέει πώς θα άλλαζε με τον κόσμο. Στα αυτιά του Βήτα ακούστηκαν εντελώς ανεδαφικά όλα εκείνα που κι ο ίδιος είχε πιστέψει. Αλλά του άρεσαν. Ήταν ο πρώτος που χειροκρότησε.
“Αλίμονο στους νέους που δεν ονειρεύονται ν’ αλλάξουν τον κόσμο”, είπε.
Ο Γέρος τον διόρθωσε: “Αλίμονο στον κόσμο όπου δεν υπάρχουν νέοι που ονειρεύονται να τον αλλάξουν.”
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η βραδιά. Κάποια στιγμή ο Γέρος πρότεινε να πουν όλοι οι εαυτοί ποιο είναι εκείνο για το οποίο ντρέπονται ή μετανιώνουν ή αισθάνονται άβολα. Οι έφηβοι είπαν για τις σχέσεις με τα κορίτσια και για τα σπυράκια, ένα παιδί δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο σχολείο, κάποιος μεσήλικας αισθανόταν αποτυχημένος.
Είπαν όλοι από κάτι. Ο Βήτα δεν είχε μιλήσει. Τον κοίταξαν όλοι περιμένοντας.
“Αισθάνομαι”, είπε εκείνος τελικά. “Αισθάνομαι σαν να έχω χάσει τον εαυτό μου.”
Κοιταχτήκαν, κοιτάξανε όλους τους εαυτούς που ήταν μαζεμένοι εκεί. Και ξεκίνησαν να γελάνε. Μέχρι και το μωρό χαμογέλασε.
“Να πω κι εγώ;” είπε ο Γέρος σαν ηρέμησαν. “Νομίζω ότι δικαιούμαι να μιλήσω τελευταίος. Αφού δεν υπάρχει άλλος πιο γέρος από μένα, σημαίνει… Σημαίνει ότι είμαι κυριολεκτικά ο τελευταίος. Λίγο πριν το τέλος όλων αυτών, όλων εσάς που βρίσκεστε εδώ.”
Κάποια γέλια που είχαν ξεχαστεί στα χείλη μαράθηκαν σ’ αυτή τη σκέψη: Το τέλος όλων.
“Λοιπόν”, συνέχισε ο Γέρος, “εγώ μετανιώνω μόνο για εκείνα που δεν τόλμησα να κάνω. Ναι, όπως το είπε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ. Και ντρέπομαι μόνο επειδή υπήρξαν στιγμές που ήθελα να πεθάνω. Μην κοιτάτε κάτω, ξέρετε εσείς, εκείνες τις μέρες και τις νύχτες που λέγατε ότι δεν αξίζετε τίποτα. Ότι όλα είναι μάταια, ασήμαντα, μηδαμινά. Κανείς σας δεν μπορεί να νιώσει την ανοησία της παραίτησης όπως την καταλαβαίνω εγώ. Γιατί εσείς έχετε χρόνο. Εγώ δεν έχω τίποτα πια. Είναι η τελευταία φορά που σας βλέπω, είναι η… ανασκόπηση. Γιατί πεθαίνω.”
Χωρίς να το καταλάβουν είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω απ’ τον Γέρο.
“Εσύ μας έφερες εδώ;” είπε ο Βήτα.
“Ποιος άλλος; Το μηχάνημα δίπλα δείχνει ευθεία γραμμή. Το ακούω να βαράει. Μάλλον όπου να ‘ναι θα ‘ρθουν τρέχοντας κι οι νοσοκόμοι. Αλλά είναι το τέλος. Το ξέρω. Αν δεν ήταν δεν θα σας έβλεπα.”
Ο γυναικείος εαυτός πλησίασε τον ετοιμοθάνατο γέρο εαυτό. Τον κοίταξε στα μάτια και του χάιδεψε τα μαλλιά.
“Φοβάσαι;” τον ρώτησε.
“Ναι”, έκανε ο Γέρος.
“Έζησες καλά;” τον ρώτησε.
“Ήταν δύσκολα, αλλά ήταν όμορφα. Αγάπησα.”
“Και πόνεσες.”
“Και δείλιασα. Και φοβήθηκα. Κι άδειασα. Μαζί πάνε αυτά.”
“Αγάπησες τη ζωή;” του είπε η Γυναίκα.
“Ναι! Τόσο πολύ!”
“Τότε μη σε νοιάζει. Θ’ αγαπήσεις και τον θάνατο.”
Έτσι του είπε η Γυναίκα.
Και ήταν τυχερός, γιατί το τελευταίο πράγμα που είδε, καθώς έσβηνε η αποθήκη των ξεχασμένων εαυτών και καθώς έσβηνε η ταραχή του νοσοκομείου, καθώς έσβηνε ο Βήτα κι ο εικοσάχρονος που ήθελε ν’ αλλάξει τον κόσμο, καθώς έσβηναν τα μεθύσια με τους φίλους και τα ταξίδια χωρίς φίλους, καθώς έσβηναν οι ταινίες κι οι μουσικές και τα βιβλία, τα σύννεφα κι οι θάλασσες, καθώς έσβηνε το πρώτο φιλί στο λιμάνι, καθώς έσβηνε το πρόσωπο του γιου του όταν του είπε ότι είναι ερωτευμένος, καθώς έσβηνε το κελάηδημα κάποιου πουλιού αργά το βράδυ, καθώς έσβηνε το χρώμα του ουρανού το καλοκαίρι, καθώς έσβηνε ο ήχος της βροχής, καθώς έσβηνε ο κόσμος, καθώς αποχαιρετούσε τον κόσμο, το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν μια γυναίκα να τον κοιτάει στα μάτια.
~~