“I’m a really particular person. I want it my way.”
Billie Eilish
“So you’re a tough guy
Like it really rough guy
Just can’t get enough guy
Chest always so puffed guy
I’m that bad type”
Billie Eilish
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχε τσακωθεί με τη μητέρα της και βγήκε στον δρόμο. Όλα πήγαιναν στραβά στη ζωή της. Κι ήταν ακόμα δεκάξι.
Δεν έφταιγε το σχολείο. Δεν έφταιγε μόνο το σχολείο. Όλα έφταιγαν. Όλοι την πίεζαν να είναι κάτι άλλο. Όλοι ήξεραν καλύτερα απ’ την ίδια ποιο ήταν το καλό της, όλοι ήθελαν να της πουν τι να κάνει.
Μόνο ο πατέρας της δεν έλεγε τίποτα. Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Είχε φύγει απ’ το σπίτι πέντε χρόνια πριν. Έκανε καινούρια οικογένεια, άλλα παιδιά. Ούτε που τους τηλεφωνούσε. Με την πρώην του μιλούσε μόνο μέσω δικηγόρου. Με την κόρη του ποτέ.
Όλα ήταν στραβά, όλα. Την τρέλαινε ακόμα και τ’ όνομα της. Οι γονείς ήταν ερωτευμένοι κάποτε. Ερωτευμένοι και ονειροπαρμένοι. Τη βάφτισαν Άνοιξη. Άνοιξη! Το πιο γαμημένο όνομα που θα μπορούσαν να σκεφτούν.
Γιατί άνοιξη σημαίνει λουλούδια, πεταλούδες κι άλλα αστραφτερά πραγματάκια κι όλοι να είναι χαρούμενοι. Αλλά η Άνοιξη δεν ήταν χαρούμενη. Δεν της άρεσε να χαμογελάει. Της άρεσε η θλίψη, της άρεσαν τα τραγούδια της Μπίλι Άιλις, της άρεσε να βλέπει ταινίες και να κλαίει, τρώγοντας ένα κιλό παγωτό σοκολάτα.
Δεν ήθελε να χαμογελάει, δεν ήθελε να είναι Άνοιξη. Έτσι άλλαξε το όνομα της. Είπε σε όλους τους συμμαθητές της να τη φωνάζουν Άλφα.
Μετά προσπάθησε να το μάθει και στους καθηγητές. Η Καραμανιώλα, που έκανε τα Νέα, αντέδρασε.
“Έχεις τόσο υπέροχο όνομα”, της είπε.
“Αλλά δεν το διάλεξα”, είπε η Άλφα.
“Κάποια πράγματα δεν τα διαλέγουμε”, είπε η Καραμανιώλα.
“Και ποια διαλέγουμε;”
Η Καραμανιώλα το σκέφτηκε για λίγο. Η Άλφα δεν της άφησε περιθώριο ν’ απαντήσει.
“Όνομα δε διαλέγουμε. Φύλο δε διαλέγουμε. Θρησκεία δε διαλέγουμε. Οικογένεια δε διαλέγουμε. Σχολείο δε διαλέγουμε. Χώρα δε διαλέγουμε. Πορτοφόλι δε διαλέγουμε. Τι διαλέγουμε τελικά;”
Η Καραμανιώλα την κοίταξε στα μάτια. Είδε σ’ εκείνο το κορίτσι έναν άνθρωπο που θα καιγόταν. Αλλά της άρεσε. Εκείνοι που καίγονται φωτίζουν τον κόσμο.
“Μπορείς να διαλέξεις χρώμα μαλλιών”, της είπε χαμογελώντας, σχεδόν σαν απολογία για την αποτυχία του συστήματος.
Ένα δευτερόλεπτο σκέψης. Μετά η τάξη ανατινάχτηκε. Τα παιδιά γέλασαν τόσο που ο διευθυντής πήγε να δει τι γινόταν.
“Όλα καλά, κύριε Πάντο”, είπε η Καραμανιώλα. “Λέγαμε για μαλλιά.” Και χωρίς να το θέλει έδειξε τη φαλάκρα του.
Νέα γέλια, ατελείωτα. Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
Η Καραμανιώλα έπιασε την Άλφα απ’ το μπράτσο, την κράτησε μέχρι που βγήκαν όλοι.
“Είσαι επικίνδυνη, το ξέρεις;” της είπε.
“Γιατί;”
“Σκέφτεσαι.”
“Όλοι σκέφτονται.”
“Εσύ έχεις παρεκκλίνουσα σκέψη.”
“Τι ‘ν’ αυτό;”
“Σκέφτεσαι out of the box.”
“Δηλαδή;”
“Έλα τώρα. Ξέρεις τι λέω.”
Ήξερε. Δεν ήταν αντικοινωνική, αλλά όλοι την είχαν για τη weirdo της παρέας. Έκανε πράγματα που δεν ταίριαζαν στην ηλικία της. Άλλες φορές σαν να ήταν μικρό παιδί ακόμα, άλλες σαν να ‘ταν γριά, άλλες χωρίς ηλικία.
“Και λοιπόν; Τι πρέπει να κάνω;”
“Και να σου ‘λεγα δεν θα μ’ άκουγες, έτσι δεν είναι;”
“Έτσι.”
“Θα σου πω μόνο ένα πράγμα που δεν θέλω να κάνεις.” Της έσφιξε λίγο παραπάνω το μπράτσο, για να την προσέξει. “Μη σκοτωθείς. Κάνε ό,τι θέλεις, μόνο μην αυτοκτονήσεις. Όλα τ’ άλλα κάν’ τα.”
Και την άφησε. Η Άλφα δεν κατάλαβε γιατί της το ‘πε αυτό.
Δεν ήξερε ότι η Καραμανιώλα είχε θρηνήσει έναν μαθητή, ένα αγόρι με ταλέντο στην ποίηση, ένα αγόρι που ένιωθε κορίτσι και λάτρευε τη Σύλβια Πλαθ, έναν μαθητή που αυτοκτόνησε πριν ενηλικιωθεί, έναν ποιητή που σκοτώθηκε πριν γράψει τους πιο όμορφους στίχους του.
~~
Η Άλφα σταμάτησε σ’ ένα μαγαζί με είδη κομμωτικής πριν πάει σπίτι. Πήρε μπλε βαφή.
Όταν γύρισε η μητέρα της, η Άλφα στάθηκε μπροστά της κι έκανε: “Τα-τα!”
Η Μι κοίταξε τα μπλε -φωσφοριζέ σχεδόν- μαλλιά της.
“Τι έκανες;” τη ρώτησε προσπαθώντας να κρατηθεί.
“I’m that bad type“, είπε η Άλφα.
“Τι μαλακίες είναι αυτές;” φώναξε η Μι.
Τσακώθηκαν άγρια. Η Μι της έλεγε να τα ξαναβάψει, ότι ήταν σαν άτομο του περιθωρίου. Όταν το ανέλυσε λίγο παραπάνω της είπε ότι ήταν σαν πουτανάκι.
“Τι σχέση έχει αυτό με το μπλε μαλλί;”
“Δεν είσαι… Κανονική.”
“Ποτέ δεν ήμουν. Κι ούτε θέλω να γίνω. Θέλω να είμαι μοναδική.”
“Όλα τα παιδιά…” ξεκίνησε να λέει η Μι.
Ήθελε να πει ότι τα παιδιά είναι οι μεγαλύτεροι κομφορμιστές. Θέλουν να μοιάζουν με τους συνομήλικους του, για να είναι μέρος της ομάδας. Αλλά πάντα υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις, όπως η Άλφα.
“Δεν είμαι παιδί”, είπε στη μητέρα της πριν ξεκινήσει να τα λέει όλ’ αυτά.
“Θα είσαι πάντα το παιδί μου, μέχρι να πεθάνω. Κι όσο ζεις σ’ αυτό το σπίτι τους κανόνες…”
“Δεν θέλω να ζω σ’ αυτό το γαμόσπιτο”, ούρλιαξε η Άλφα.
Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Η μητέρα της από πάνω φώναζε το όνομα της, το παλιό της όνομα.
~~
Πήγε να βρει τον Ζεν. Δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Δεν ήξερε τίποτα για ‘κείνον. Αλλά ήταν το καταφύγιο της.
Περπάτησε την παραλία μέχρι τις Ομπρέλες. Ο Ζεν ήταν εκεί, όπως πάντα. Καθισμένος στο μεταξένιο ριχτάρι, κάτω, στο πεζόδρομο, σταυροπόδι σαν Ινδός φακίρης. Είχε το κεφάλι του ξυρισμένο. Μόνο μια πλεξούδα έπεφτε ως τους ώμους. Δεν φορούσε πορτοκαλί χιτώνα, αν και θα του ταίριαζε. Μαύρα ρούχα. Κι έπαιζε τη φλογέρα. Είχε μια μακριά φλογέρα από μπαμπού. Τα κομμάτια που έπαιζε ήταν σαν κινέζικα, κάτι τέτοιο της θύμιζαν.
Έκατσε να τον ακούσει. Ο Ζεν την είδε και της χαμογέλασε.
Συνήθως του έριχνε λεφτά, ένα ή δύο ευρώ. Δεν είχε τίποτα μαζί της, είχε φύγει χωρίς να πάρει το κινητό της. Τον πλησίασε και για πρώτη φορά του μίλησε.
“Δεν έχω τίποτα να σου ρίξω σήμερα”, του είπε.
“Δεν με νοιάζει, δεν το κάνω για τα λεφτά”, της είπε εκείνος. Είχε πολύ ευγενική φωνή, υπερβολικά ευγενική, σαν να ήταν ηθοποιός σε διαφήμιση.
“Γιατί το κάνεις;”
“Για να γνωρίζω κόσμο. Ωραία τα μαλλιά σου.”
Η Άλφα τ’ άγγιξε. Είχε ξεχάσει πως τα ‘χε βάψει, είχε ξεχάσει τη μάνα της, είχε ξεχάσει τα πάντα. Ο Ζεν το κανε αυτό, με τη μουσική του. Ήταν σαν υπνωτισμένη όση ώρα έπαιζε.
“Τα λεφτά είναι η κατάρα του κόσμου μας”, είπε ο Ζεν δείχνοντας τα κέρματα που είχε μαζέψει.
“Η κατάρα του κόσμου είναι οι άνθρωποι”, είπε η Άλφα.
Ο Ζεν συμφώνησε γελώντας.
“Θες να σε κεράσω μια σοκολάτα;” τη ρώτησε.
~~
Όση περπατούσαν έλεγαν για τις κατάρες του κόσμου. Και για εκείνα που άξιζε να ζεις. Της είπε ότι ήταν είκοσι ένα.
“Μεγάλος, αλλά όχι γέρος”, σκέφτηκε η Άλφα.
Τη ρώτησε το όνομα της. Του είπε ότι τη λένε Άλφα.
“Ωραία… Κι εμένα με λένε Δέλτα τότε.”
Νόμιζε ότι θα πήγαιναν σε καφετέρια. Ο Δέλτα άνοιξε την εξώπορτα μιας παραλιακής πολυκατοικίας.
“Μόνος μου είμαι”, της είπε.
“Εδώ μένεις; Στη Νίκης;”
“Το σπίτι της πόλης είναι αυτό.”
“Έχετε κι άλλο;”
Δεν της απάντησε. Στο ασανσέρ πάτησε το κουμπί για τον έβδομο όροφο, το ρετιρέ. Όταν μπήκαν στο σπίτι κατάλαβε γιατί δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά. Είχε πολλά.
Το διαμέρισμα ήταν τεράστιο. Παντού αντικείμενα τέχνης και αντίκες. Είχε πίνακες που έμοιαζαν αυθεντικοί, όχι αναπαραγωγές. Είδε έναν που τον γνώριζε από το βιβλίο του σχολείου.
“Αυτός είναι…”
“Ματίς”, είπε ο Δέλτα.
Οι αντίκες φαίνονταν εξίσου ακριβές, αν και πιο παλιές. Είχε πανοπλίες ιππότη και σπαθιά. Σε μια γωνιά ήταν τα γιαπωνέζικα. Άγγιξε ένα.
“Κατάνα του δεκάτου πέμπτου αιώνα, της περιόδου Μουρομάτσι” της είπε. “Αυτό είναι Μεϊτού, λίγα υπάρχουν.”
Ο Δέλτα άφησε τη φλογέρα και πήγε στην κουζίνα. Η Άλφα έμεινε να χαζεύει τον χώρο. Της έφερε μια κούπα σοκολάτα.
“Είσαι πλούσιος”, του είπε η Άλφα.
“Όσο πλούσιος χρειάζομαι.”
“Τι δουλειά κάνουν οι δικοί σου;”
Ο Δέλτα γέλασε.
“Αγρότες ήταν. Ανθρωπάκια. Ποτέ δεν με κατάλαβαν.”
“Κανείς γονιός δεν καταλαβαίνει τα παιδιά του”, είπε η Άλφα.
“Γι’ αυτό τους σκότωσα.”
Δεν ήταν αστείο. Η Άλφα σκέφτηκε να τρέξει.
“Τι θες;” τον ρώτησε.
“Να σου δώσω τα πάντα.”
“Με αντάλλαγμα;”
Δεν της απάντησε. Έκατσε σε μια πολυθρόνα.
“Θα σου πω πρώτα ποιος είμαι”, έκανε ο Δέλτα.
Η φωνή του ήταν ακόμα ευγενική. Αλλά η Άλφα μπόρεσε να διακρίνει κάτι ακόμα στον τρόπο που μιλούσε. Ένα ίχνος από ξενική προφορά και μια υποψία παλαιότητας. Μιλούσε σαν να ήταν ηθοποιός σε ασπρόμαυρη ταινία.
“Δεν είσαι είκοσι ένα”, του είπε.
“Είμαι είκοσι ένα τα τελευταία εξακόσια πενήντα δύο χρόνια.”
Δεν ήταν αστείο.
“Τι είσαι; Βρικόλακας;” τον ρώτησε η Άλφα.
“Το μισώ να με λένε έτσι”. Η φωνή του δεν ήταν καθόλου ευγενική.
“Θέλω να φύγω”, είπε η Άλφα.
“Δεν νομίζω ότι γίνεται”, έκανε ο Δέλτα κι έκατσε. “Σε χρειάζομαι.”
“Για ποιο πράγμα;”
“Μην ανησυχείς, δεν θα σου πιω το αίμα. Δεν μ’ αρέσει το αίμα. Ούτε κρέας δεν τρώω.”
Η Άλφα οπισθοχώρησε προς την πόρτα. Ο Δέλτα την άφησε.
“Παίρνω από κάποιους αυτό που οι αρχαίοι έλεγαν Τσι”, είπε ο Δέλτα. “Πεθαίνουν όταν το κάνω, αλλά δεν πειράζει, είναι πολλοί. Μην ανησυχείς, δεν θα το κάνω σε σένα.”
Η Άλφα είχε φτάσει στην πόρτα.
“Παλιότερα ήταν πιο δύσκολα να βρω… θύματα. Πες το έτσι αν θες. Τώρα είναι παιχνιδάκι. Τόσοι άνθρωποι χωρίς χαρτιά, χωρίς πατρίδα, χωρίς τίποτα. Ειδικά τα παιδιά.”
Η Άλφα δεν τον άκουγε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η απόδραση. Έκανε μια απότομη κίνηση ν’ ανοίξει την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Ξεκίνησε να φωνάζει για βοήθεια. Ο Δέλτα την πλησίασε.
“Δεν σ’ ακούνε”, της είπε. “Και να σ’ άκουγαν δεν θα ‘διναν σημασία. Κανείς δε νοιάζεται πια.”
Στάθηκε μπροστά της.
“Τι θες από μένα;” του είπε.
“Να κάνεις το παιδί μου.”
Δεν ήταν αστείο.
“Είσαι παρθένα, έτσι δεν είναι; Είσαι, το ξέρω. Είσαι και διαφορετική. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μάζα. Εσύ ξεχωρίζεις. Μην νομίζεις. Αν δεν σε έβρισκα δεν θα κατάφερνες και πολλά. Η μάζα απεχθάνεται τους παράξενους. Εκτός κι αν γίνουν καλλιτέχνες. Αλλά κι αυτοί συχνά αυτοκτονούν.”
Ο Δέλτα πήγε κι άνοιξε μια ντουλάπα. Έβγαλε από μέσα ένα λευκό μεταξένιο νυχτικό. Έμοιαζε σαν νυφικό. Το άφησε στον καναπέ που είχε μέγεθος διπλού κρεβατιού.
“Μαζί μου θα έχεις τα πάντα”, της είπε.
“Εκτός απ’ την ελευθερία μου”, έκανε η Άλφα.
“Ελευθερία;”
Ο Δέλτα γέλασε κι άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Απέξω φαινόταν ο Λευκός Πύργος κι ο Θερμαϊκός.
“Η ελευθερία σου θα ήταν μια μίζερη ζωή κι ένας καθημερινός θάνατος. Τι νομίζεις ότι ζουν όλοι αυτοί εκεί κάτω; Πεθαίνουν κάθε μέρα. Κατάθλιψη, άγχος και βάσανα. Αυτή είναι η ελευθερία που αρμόζει στην τάξη σου. Μαζί μου θα έχεις όλα όσα ονειρεύτηκες.”
“Κι αν δεν θέλω;”
“Αν δεν θέλεις… Αφήνω το μπαλκόνι ανοιχτό. Αφήνω και το νυχτικό. Πάω να ετοιμαστώ. Διάλεξε τι προτιμάς.”
Βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η Άλφα πήγε και κοίταξε κάτω. Θα σκοτωνόταν ακαριαία αν έπεφτε. Θυμήθηκε την Καραμανιώλα κι έβγαλε τα ρούχα της. Φόρεσε το νυφικό. Από δίπλα ακουγόταν ο Δέλτα να ψέλνει ύμνους, σε κάποια παράξενη γλώσσα.
~~
Ο Δέλτα γύρισε και τη βρήκε να κοιτάει έξω. Φορούσε το νυχτικό. Το φως διέγραφε τη σιλουέτα της μέσα απ’ το λεπτό ύφασμα. Τα μπλε μαλλιά της ταίριαζαν με τη θάλασσα και τον ουρανό.
“Διάλεξες σωστά”, της είπε πλησιάζοντας από πίσω.
“I’m that bad type“, είπε η Άλφα.
Έκανε μια γρήγορη στροφή. Ο Δέλτα μόλις που πρόλαβε να δει τη λάμψη απ’ το ατσάλι της περιόδου Μουρομάτσι. Το κατάνα έκοψε τον λαιμό του σαν ζεστό βούτυρο. Το κεφάλι του κατρακύλησε ως τον τοίχο. Το σώμα του έμεινε για λίγο όρθιο. Μετά κατέρρευσε.
Η Άλφα έμεινε κρατώντας το σπαθί ψηλά. Αίμα έπεσε στο λευκό νυχτικό, στο πρόσωπο της, στα μπλε μαλλιά. Χαλάρωσε. Έβγαλε το αιματοβαμμένο νυχτικό και μπήκε στη ντουζιέρα. Της άρεσε. Δεν ένιωθε τύψεις ή φόβο.
Όταν βγήκε έψαξε το σπίτι. Βρήκε μετρητά, πιο πολύ χρήμα απ’ όσα θα έβγαζε αν δούλευε όλη της τη ζωή. Άνοιξε τον υπολογιστή. Σ’ ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας υπήρχαν φωτογραφίες της. Υπήρχαν κι άλλα κορίτσια, όλα περίπου στην ηλικία της.
Υπήρχε κι ένας φάκελος που τον είχε ονομάσει “Εμείς”. Μέσα είχε διευθύνσεις και ονόματα, κόκκινες κουκκίδες στον χάρτη, μία στην Αλεξάνδρεια, μία στη Βιέννη, στη Νέα Υόρκη, στο Μπουένος Άιρες κι αλλού.
Τον επόμενο μήνα θα πήγαιναν με το σχολείο τριήμερη στη Βιέννη. Η Άλφα θα έπαιρνε και το κατάνα μαζί της. Της άρεσε το αίμα τους.
~~~~~~~~~~~