Ανάθεμά σε, Λέοναρντ Κοέν (1. Η Τρύπα)

0
1527

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι cohen_ydra_web-thumb-large.jpg

Όταν σε φαγουρίζει ο ουρανίσκος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~

“And all the people said, “What a shame that he’s dead,
But wasn’t he a most peculiar man?”
Simon & Garfunkel

Ήταν σίγουρα παράξενος τύπος. Έμενε μόνος του στον πρώτο όροφο, κάτω από μας. Το πολύ τριάντα χρονών, αλλά είχε ήδη μια αυτοκρατορική φαλάκρα στα δύο τρίτα του κρανίου του.

Φορούσε παλιομοδίτικα γυαλιά και ρούχα που θύμιζαν τη δεκαετία του εβδομήντα ή μπορεί του εξήντα. Κάτι παλιακό, αυτό έβγαζε.

Και κάτι ανώμαλο. Νομίζω ότι το πρόσωπο του θα ταίριαζε, καθόλου δεν θα ξένιζε, δίπλα στην είδηση: “Συνελήφθη παιδεραστής που ασελγούσε στην τρίχρονη ανιψιά του.”

Κανείς στην πολυκατοικία δεν ήξερε τι δουλειά έκανε, από πού ήταν. Φυσικά αυτό δεν ήταν τεκμήριο ενοχής. Αλλά ήταν ο ουρανίσκος μου.

Όποτε τον πετύχαινα στην είσοδο ανταλλάσσαμε τα ελάχιστα μηνύματα (γεια-τι γίνεται-καλό βράδυ), κι αυτά κυρίως απ’ την πλευρά μου. Εκείνος έκανε μόνο ήχους βουλωμένου νεροχύτη.

Όμως μ’ έτρωγε ο ουρανίσκος μου κάθε φορά που τον έβλεπα. Κι όλοι ξέρουν τι σημαίνει αυτό, όλοι όσοι έχουν γιαγιά μάγισσα.

~~{}~~

Προμηνύματα, σύμφωνα με τη γιαγιά Πόπη, που δεν ήταν στην κυριολεξία μάγισσα, αλλά ήξερε πολλά:

1) Αν σε τρώει η μύτη σου, θα φας ξύλο.
2) Αν παίζει το μάτι σου, κάποιον θα δεις. Αν είναι το αριστερό θα δεις κάποιον που δεν θες να δεις. Αν είναι το δεξί κάποιον που θες να δεις.
3) Αν βουίζει τ’ αυτί σου θ’ ακούσεις κάποιο νέο. (Ισχύει ο ίδιος κανόνας για το αριστερό και το δεξί.)
4) Αν σε τρώει το χέρι σου θα πάρεις-δώσεις λεφτά. Αριστερό δίνεις, δεξί παίρνεις.
5) Μυρωδιές, όταν δεν υπάρχει κάτι σχετικό τριγύρω:
Βασιλικός – Θα κερδίσεις.
Γιασεμί – Θα ερωτευτείς
Πορτοκάλια – Κάποιος σε κουτσομπολεύει.
Αρμπαρόριζα – Μεγάλη τύχη.
6) Αν ακούσεις γκιόνη λίγο πριν το ξημέρωμα, κάποιος θα πεθάνει κάπου κοντά. Αν δεις κουκουβάγια να κάθεται στη στέγη σπιτιού, εκεί θα πεθάνει αυτός ο κάποιος.
7) Αν νιώθεις νερά να τρέχουν, θα σου ‘ρθει μια ιδέα.
8) Αν σε τρώει ο κώλος σου, θα περάσεις μεγάλη ταραχή.
9) Αν σε φαγουρίζει ο ουρανίσκος, είναι κοντά ο διάβολος ή κάποιο σατανικό άτομο.

Ήταν κι άλλα πολλά, η Πόπη ζούσε σ’ έναν κόσμο γεμάτο προμηνύματα, οιωνούς και μαγεία.

Όποτε λοιπόν έβλεπα τον ΣτέλιοΠαππά Σ.Π. (αυτό το όνομα είχε στο κουδούνι του) με φαγούριζε ο ουρανίσκος μου κι έφευγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

~~{}~~

Εκείνο το απόγευμα τον πέτυχα στην είσοδο, να κοιτάει τους λογαριασμούς. Πήγα ν’ ανέβω απ’ τις σκάλες, για να μην περιμένω το ασανσέρ -ο ουρανίσκος μου με είχε τρελάνει. Αλλά μόλις άναψα το φως τον άκουσα να λέει: “Γι’ αυτούς ζούμε”.

 Αντί να τον αγνοήσω και ν’ ανέβω, κοντοστάθηκα, χαμογέλασα ψεύτικα κι είπα: “Ορίστε;”

“Γι’ αυτούς ζούμε”, είπε ξανά και κούνησε έναν φάκελο.
“Για ποιους;”

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με είχε κοιτάξει. Μιλούσα με την πλάτη του. Σαν τον ρώτησα “για-ποιούς” στράφηκε. Τα μάτια του ήταν θολά πίσω απ’ τα γυαλιά του, ψόφια ψάρια σ’ ενυδρείο.

Πίστεψα ότι θα μου ‘λεγε κάτι λογικό. Ότι ζούμε για να πληρώνουμε λογαριασμούς ή ότι ζούμε για να μας πίνει το αίμα το κράτος, κάτι τέτοιο. Αλλά ο ουρανίσκος μου με είχε τρελάνει.

“Για τους νεκρούς”, είπε ο Σ.Π. “Γι’ αυτούς ζούμε.”
“Τους νεκρούς;”
“Ναι. Και πιο πολύ ακόμα, για εκείνους που δεν έχουν υπάρξει.”

Αμηχανία. Από τη δική μου πλευρά τουλάχιστον, ο άλλος ήταν μια χαρά, έτσι φαινόταν, σαν να μύριζε αρμπαρόριζα.

“Ενδιαφέρουσα σκέψη”, του είπα μπαίνοντας στον ρόλο του ψυχολόγου. Αυτό ήταν κάτι που το μάθαινες απ’ την πρακτική -εγώ την είχα κάνει στο Δρομοκαΐτειο. Δεν φέρνουμε εξαρχής αντιρρήσεις στους ασθενείς, για να μην τους μπλοκάρουμε.

“Αρχίδια ενδιαφέρουσα”, είπε ο Σ.Π. και ήρθε κατά πάνω μου.

Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω τσακωθεί ποτέ στη ζωή μου, εννοώ γνύξ πύξ λάξ και τα λοιπά. Αλλά καθώς τον είδα να έρχεται έκανα ένα βήμα πίσω και σήκωσα τις γροθιές μου. Πρέπει να φαινόμουν πολύ γελοίος.

Ο Σ.Π. με προσπέρασε χωρίς να μου δώσει σημασία, κι ανέβηκε τις σκάλες. Τον άκουσα να ξεκλειδώνει, να μπαίνει, να κλειδώνεται μέσα. Μετά ακούστηκε μουσική. Ήταν μια γνωστή μελωδία, κάτι κινηματογραφικό, αλλά εκείνη την ώρα δεν κατάλαβα τι άκουγα. Πήρα το ασανσέρ.

~~}~~

Σαν άνοιξα την πόρτα με περίμενε η Λίλυ, κουνώντας τη λειψή ουρά της. Χαμογελούσε, έτσι όπως χαμογελούν τα σκυλιά.

“Κανένας άλλος δεν χαίρεται που γύρισα. Μόνο εσύ, Λίλυ, μόνο εσύ.”

Της χάιδεψα τ’ αυτιά. Τότε ήρθε και το κορίτσι μου, με τη μπλούζα του μπάσκετ. Η Σουζάνα είχε μπει στη εφηβεία και ψήλωνε ακόμα σαν μπαμπού. Αυτό το είχε πάρει απ’ την οικογένεια της γυναίκας μου, εγώ είμαι Πόντιος.

“Μόνο η Λίλυ, μπαμπά;”

Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε, κι ένιωσα πάλι το ίδιο: Ακόμα κι όλα τα είχα κάνει λάθος στη ζωή μου, που δεν τα είχα κάνει, αλλά ακόμα και τότε άξιζε που είχα αυτό το υπέροχο πλάσμα. Οι μπαμπάδες τρελαίνονται με τις κόρες τους, έτσι δεν είναι; Το ίδιο παθαίνουν κι οι ψυχολόγοι-μπαμπάδες.

“Κι η μαμά σου πού είναι; Πάλι βόλτες;”
“Ναι”, έκανε η Σουζάνα μπαίνοντας στο νόημα. “Ναι”, είπε πιο δυνατά, “βρήκε κάποιον που είναι ίδιος ο Κρις Χέμσγουορθ.”
“Ποιος είν’ αυτός;”

Από την κουζίνα ακούστηκε το γέλιο της Χριστίνας. Πρόβαλλε το κεφάλι της.
“Ποιος είναι αυτός; Ο Θωρ, χρυσό μου, ο Θωρ.”
Και γέλασε. Και την αγαπούσα. Την αγαπούσα πιο πολύ όταν γελούσε.

Κάτσαμε όλοι μαζί να φάμε. Η Χριστίνα είχε φτιάξει παπουτσάκια, το αγαπημένο μου φαγητό. Ήταν απίστευτο πόση ενέργεια είχε. Δούλευε ίδιες ώρες με μένα, αλλά προλάβαινε να κάνει κι όλα τ’ άλλα, συν την υπέροχη μπεσαμέλ.

Μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου υπήρχαν πολλές στιγμές ανίας, τόσο συνηθισμένης στην οικογενειακή ζωή, αλλά συνέχιζα να είμαι ερωτευμένος μαζί της. Όχι πάντα, αλλά πολύ συχνά. Πιο συχνά απ’ τις άσχημες μέρες.

“Να πούμε προσευχή”, είπε η Σουζάνα.
Τον τελευταίο καιρό είχε παθιαστεί με τον θεό και με τον Βαν Γκογκ.
“Πες εσύ”, της είπα.
“Όχι, μπαμπά. Πες μια φορά εσύ.”
“Δεν ξέρω προσευχές.”
“Δεν χρειάζεται να ξέρεις. Πες αυτό που νιώθεις.”
Η Χριστίνα χαμογέλασε σαν τον Βούδα.
“Ωραία. Λοιπόν… Θεέ, αν υπάρχεις, κι αν νοιάζεσαι για μας, σ’ ευχαριστούμε για το φαΐ που θα φάμε, που είμαι σίγουρος ότι θα είναι υπέροχο. Σ’ ευχαριστώ που έχω εδώ τους ανθρώπους που αγαπώ. Σ’ ευχαριστώ που ζω. Σ’ ευχαριστώ για όσα έχω ζήσει. Δεν χρειάζομαι τίποτα παραπάνω, τα έχω όλα.”

Φάγαμε. Οι μελιτζάνες έλιωναν. Κι ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.

~~{}~~

Λίγο αργότερα, καθώς πλέναμε όλοι μαζί τα πιάτα, είπα στη Σουζάνα ότι της είχα μια έκπληξη, προκαταβολή δώρου για τα γενέθλια της. Την έστειλα να ψάξει στην τσάντα μου. Γύρισε πετώντας.

Κρατούσε τρία εισιτήρια για τη μεγάλη έκθεση του (θεού) Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Πρόβαλλαν τα έργα του στους τοίχους, σε κάποιο περίπτερο της ΔΕΘ. Εμένα μου φαινόταν λίγο πομπώδες, αλλά άρεσε στη Σουζάνα μου. Με φίλησε ρουφηχτά και συνέχισε να σκουπίζει τα πιάτα.

Μετά ήταν η σειρά της Χριστίνας που θυμήθηκε ότι ήθελε να της κάνω μια χάρη.

Ο αδελφός της μητέρας της Χριστίνας ήταν ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Η πολυκατοικία ήταν απ’ αυτές που λέμε “οικογενειακές”. Παλιά υπήρχε ένα ωραιότατο νεοκλασικό εκεί, στην Οδό Ανθέων 8. Επί Χούντας το έδωσαν σ’ έναν εργολάβο, το γκρέμισε, έχτισε και τους έδωσε γι’ αντάλλαγμα τέσσερα διαμερίσματα κι ένα μαγαζί. Στον πρώτο ήταν του θείου της.

Εκείνος έμενε σ’ ένα χωριό του Πηλίου, το Ανήλιο, και δεν ασχολιόταν. Ποια ήταν η χάρη; Ήθελε να πάει κάποιος στον πρώτο, να πάρει το νοίκι απ’ τον νοικάρη και να δώσει τα λεφτά στο ΕΦΚΑ.

“Και δεν μπορεί να το κάνει με e-banking; Πού ζει;”
“Στο Ανήλιο. Εκτός από ήλιο δεν έχει ούτε ίντερνετ.”
“Κι εγώ τι φταίω;”
“Έλα τώρα, για μένα καν’ το.”

Με κοίταξε μ’ εκείνα τα μεγάλα μάτια της και με λύγισε. Πάντα το κατάφερνε.

“Δηλαδή πρέπει να πάω στον ανώμαλο;”
“Μην το λες έτσι. Προκαταβάλλεσαι χωρίς βάση. Δεν ξέρεις αν…”
“Με τρώει ο ουρανίσκος μου όταν τον βλέπω.”
Η Σουζάνα λύθηκε στα γέλια.
“Μπαμπά, είσαι σίγουρος ότι είσαι ψυχολόγος;”
“Ναι, μίλησε κι η γενιά των meme.”

Σηκώθηκα κι έψαξα για τα παπούτσια μου.
“Κάτω απ’ την καρέκλα της κουζίνας τ’ άφησες. Αλλά δεν τα χρειάζεσαι. Πήγαινε με τις παντόφλες, από κάτω είναι.”
“Ποτέ δεν ξέρεις”, της είπα καθώς τα φορούσα. “Ίσως χρειαστεί να τρέξω. Μόλις θα βρω τον Χάνιμπαλ.”

Άτμισα λίγο το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο, να χαλαρώσω. Άνοιξα την πόρτα και τους φώναξα: “Αν αργήσω πολύ καλέστε το FBI, την Κλαρίς Στάρλινγκ.”

Η Λίλυ γάβγιζε, πολύ ανήσυχη. Τα σκυλιά καταλαβαίνουν περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε. Ακούνε τους σεισμούς και τους οιωνούς.

“Θα σε βγάλω βόλτα όταν γυρίσω, Λίλυ”.

Έτσι της είπα. Αλλά δεν θα γύριζα. Όχι πριν περάσουν δεκάξι χρόνια.

~~{}~~

  Στο σπίτι του ανώμαλου

~~~~~~~~~~~~~~~~~
“And what can I tell you my brother, my killer
What can I possibly say?”
Famous Blue Raincoat, Leonard Cohen

Είχαμε φυτέψει ένα ηλιοτρόπιο στο μπαλκόνι. Το βρήκα στον Μασούτη, στο ράφι με τα φυτά. Πάντα μου άρεσαν οι ήλιοι, μου έκανε εντύπωση πώς ένα φυτό μπορεί να βλέπει και να κινείται. Το πήρα για να το βάλει η Χριστίνα στον μικρό της κήπο.

Όταν το είδε η Σουζάνα ενθουσιάστηκε.
“Είναι σαν του Βίνσεντ” (εννοώντας τον Βαν Γκογκ).
Αλλά δεν άρεσε στη Χριστίνα.
“Τι το πήρες;” μου είπε. “Δεν κρατάει. Μαραίνεται.”
“Όλα τελειώνουν κάποτε”, της είχα πει.

Εξυπνάδες. Το νυχτολούλουδο και το γιασεμί δεν μαράθηκαν. Το ηλιοτρόπιο άντεξε μόλις δυο βδομάδες. Μετά έγινε πραγματικά σαν πίνακας του Βαν Γκογκ. Νεκρή φύση.

Αλλά αυτό είχε γίνει πριν κατέβω στον πρώτο όροφο. Δεν θα ξανάβλεπα το γιασεμί του μπαλκονιού. Ούτε την Σουζάνα.

Όταν χτύπησα το κουδούνι δεν με έτρωγε μόνο ο ουρανίσκος, αλλά κι η μύτη, ο κώλος, το αριστερό μάτι έπαιζε, το αριστερό αυτί βούιζε, το αριστερό χέρι είχε μουδιάσει.

Από μέσα ακουγόταν εκείνη η μουσική ακόμα. Τι ήταν; Μου ήρθε σε φλασάκια: Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Πωλ Νιούμαν. Ραγκτάιμ και πόκερ. Δεκαετία του είκοσι. Το Κεντρί! The Sting! Ο τύπος άκουγε όλη μέρα το ίδιο cd;

“Ποιος είναι;” με ρώτησε απ’ την πόρτα, χωρίς ν’ ανοίξει. Είδα να σκοτεινιάζει το ματάκι. Με κοιτούσε.
“Είμαι απ’ τον δεύτερο, ο ανιψιός του Μελίδη. Ήρθα για το ενοίκιο.”

Καμιά απόκριση. Μόνο το πιάνο του Σκοτ Τζόπλιν. Για μια στιγμή φαντάστηκα ότι είχαν στήσει εκεί μέσα μια χαρτοπαικτική λέσχη, κι ένα κόλπο για να ληστέψουν κάποιον πλούσιο. Αλλά το θύμα ήμουν εγώ.

Ακούστηκε η πόρτα να ξεκλειδώνει, ένας-δύο-τρεις σύρτες.  Άνοιξε αργά, ακριβώς όπως γίνεται στα θρίλερ. Περίμενα να τον δω αιματοβαμμένο απ’ την κορυφή ως τα νύχια ή ντυμένο με γυναικείο δέρμα.

Φορούσε τις πιτζάμες του. Jumbo, €11,99 το σετ.

“Τρέχει κάτι;” μου είπε.
Στεκόταν εκεί, στη μισάνοιχτη πόρτα, σαν να μην ήθελε να μπω μέσα. Αντίστροφη ψυχολογία λέγεται.

“Με στέλνει ο Μελίδης. Να πάρω το ενοίκιο. Κι αν είναι όλα καλά, αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα.”
“Υπάρχει η τρύπα”, είπε ο Σ.Π.
“Η τρύπα;”
“Ναι, η τρύπα στην κρεβατοκάμαρα. Το είχα πει στην πεθερά σου. Αλλά δεν έκανε τίποτα.”
“Τι τρύπα;”
“Έλα να δεις.”

Άνοιξε και προχώρησε μπροστά. Παρατήρησα ότι φορούσε την μπλούζα ανάποδα. Μάλλον για να μην τον ματιάζουν.

“Εδώ είναι”, είπε κι έκανε άκρη για να δω.

Πράγματι, στη μέση της κρεβατοκάμαρας, στο ξύλινο πάτωμα μπροστά απ’ το κρεβάτι, υπήρχε μια τρύπα. Μια πολύ παράξενη τρύπα.

Είχε διάμετρο γύρω στο ένα μέτρο. Ήταν τεράστια, σε σχέση με τα πενήντα τετραγωνικά που νοίκιαζε. Έσκυψα να κοιτάξω. Δεν είδα τίποτα.

Αν έβλεπα το από κάτω μαγαζί δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα ήταν απλώς μια μεγάλη τρύπα στο πάτωμα. Αλλά η τρύπα ήταν πιο μαύρη απ’ την κλινική κατάθλιψη. Δεν έβλεπα τίποτα εκεί μέσα. Ούτε καν κάτι μαύρο. Κενό.

Κι είχε κάτι ακόμα πιο παράξενο: Ήταν τέλειος κύκλος. Δεν φαινόταν να ‘χει γίνει με κάποιο εργαλείο, όχι ανθρώπινο τουλάχιστον.

“Έχεις πρόβλημα”, του είπα.
“Δεν με θυμάσαι”, είπε ο Σ.Π.

Γύρισα να τον κοιτάξω ξανά. Τι έλεγε;

“Είναι αστείο”, είπε. “Μου κατέστρεψες τη ζωή, αλλά δεν με θυμάσαι.”
“Ποιος είσαι;”

Τότε ξεκίνησε να τραγουδάει φάλτσα:
“And Jesus was a sailor when he walked upon the water
And he spent a long time watching from his lonely wooden tower”.

Το έλεγε τόσο παράφωνα που χρειάστηκε να φτάσει στο ρεφρέν για να καταλάβω τι τργουδούσε. Ήταν το Suzanne, του Λέοναρντ Κοέν.

“Ναι!” έκανε ο ΣτέλιοςΠαππάς Σ.Π. “Θυμήθηκες.”

Είχε μιλήσει κοιτώντας σαν λύκος, ακριβώς όπως ο Χάνιμπαλ Λέκτορ, λίγο πριν φάει τη μύτη του φύλακα.

Και είχα τρομάξει, γιατί είχα θυμηθεί.

~~{}~~

 Ποτέ μη δίνεις κιθάρα σ’ έναν τρελό

“Oh, where have you been, my blue-eyed son?
Oh, where have you been, my darling young one?”
A Hard Rain’s A Gonna Fall, Bob Dylan

Ήταν πριν δέκα χρόνια. Έκανα συμβουλευτική στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Ο ρόλος ενός ψυχολόγου στα ψυχιατρεία είναι καθαρά διακοσμητικός. Οι ψυχιάτροι ποτέ δεν μας συμπάθησαν, δεν μας θεωρούν καν επιστήμονες.

Όμως τότε επικεφαλής ήταν ο Πολιτάκος, ένας εξαιρετικά ανοιχτόμυαλος ψυχίατρος, που σχεδόν με αγαπούσε. Εκείνος είχε στείλει τη νοσηλεύτρια να με φωνάξει.

“Ο δόκτορ Πολιτάκος λέει να πάτε επειγόντως. Θέλει να δείτε μια περίπτωση.”
Αυτό το είπε λίγο πιο βαριεστημένα απ’ όσο μιλούσε συνήθως. “Περίπτωση” σήμαινε κάποιος ξεχωριστός ασθενής, κάτι για να έχουμε να μιλάμε στο μεσημεριανό.

Πήγα στο γραφείο του. Στην καρέκλα απέναντί του καθόταν ένας εικοσάχρονος. Είχε μακριά μαλλιά και καταχθόνια ομορφιά, σαν ναρκομανής ροκ σταρ, γοητευτικός λίγο πριν πεθάνει από υπερβολική δόση.

Μου έριξε ένα άγριο βλέμμα, κάπως σεξουαλικό. Έγιναν οι συστάσεις. Ο “ροκ-σταρ” είχε ένα πολύ συνηθισμένο όνομα, κάτι σαν Σπύρος Παπαδόπουλος, Σ.Π.
Αλλά σαν άκουσε το όνομά του απ’ τα χείλη του Πολιτάκου δυσανασχέτησε.

“Δε με λένε έτσι”, είπε με ύφος.
“Πώς σε λένε;” τον ρώτησε ο Πολιτάκος, και μου έκανε νόημα με τα μάτια, για να προσέξω.
“Κοέν. Λέοναρντ Κοέν.”
“Σαν τον τραγουδιστή;” του είπα εγώ.
“Όχι ΣΑΝ! Εγώ είμαι ο Λέοναρντ Κοέν.”
“Δεν μοιάζεις με τις φωτογραφίες”, του είπα.

Ο νεαρός δεν είπε κάτι.
“Και γιατί είσαι είκοσι χρονών;” τον ρώτησε ο Πολιτάκος και μου ξανάκανε νόημα. “Νόμιζα ότι είσαι πιο μεγάλος.”
“Επειδή ταξίδεψα.”
“Πού ταξίδεψες;” τον ρώτησα.
“Όχι πού”, έκανε ο Πολιτάκος. “Το θέμα είναι πώς ταξίδεψες.”

Ο νεαρός έσφιξε τα δόντια.
“Σας το είπα. Γιατί να λέω τα ίδια; Για να το ακούσει κι αυτός;”
Έδειξε εμένα με τον αντίχειρα.
“Ναι. Ο Ευγενίδης είναι εξαιρετικός επιστήμονας. Ίσως σε βοηθήσει”, είπε ο Πολιτάκος.
“Δεν θέλω βοήθεια. Να μ’ αφήσετε να φύγω θέλω.”
“Γι’ αυτό μιλάμε, για να σ’ αφήσουμε. Θέλεις να μας πεις πώς ταξίδεψες;”

Σήκωσε το πρόσωπο πάνω με κλειστά τα μάτια. Κούνησε το κεφάλι του. Άκουσα τους σπόνδυλους να τρίζουν. Ρώτησε αν μπορούσε να καπνίσει. Ο Πολιτάκος δεν τον άφησε. Τον πίεσε περισσότερο για να μιλήσει. Εγώ είπα ότι δεν χρειαζόταν, αν δεν ήθελε. Η κλασική ρουτίνα καλού-κακού μπάτσου.

“Έπεσα στην τρύπα”, είπε ξαφνικά.
“Στην τρύπα;”

Επειδή δεν μιλούσε παραπάνω, μου εξήγησε ο Πολιτάκος, δυνατά. Ο Σ.Π. ισχυριζόταν ότι είχε ανακαλύψει μια τρύπα, που λειτουργούσε σαν ταξίδι μέσα στον χρόνο.

“Όχι, όχι”, είπε ο Σ.Π. και πιάστηκε απ’ τα μπράτσα της καρέκλας. “Δεν την ανακάλυψα, τη δημιούργησα. Και δεν είναι ταξίδι στον χρόνο.”
“Μην αγχώνεσαι. Δεν κατάλαβα. Τι είναι; Θες να μας πεις;”

Ο Σ.Π. έκανε ένα υπερβολικό τικ με τα χείλη του. Τα πρότεινε και μετά τα ρούφηξε. Ήταν σαν ένας υπερβολικός ηθοποιός, ένας κακός ηθοποιός που έπαιζε τον ρόλο ενός τρελού. Αλλά δεν τον έπαιζε.

“Είναι μια διαστρέβλωση, αλλά όχι χρονική. Σαν σκουληκότρυπα στο χωροχρόνο και κάτι ακόμα πιο περίπλοκο. Η πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα, είναι διάτρητη. Παντού υπάρχουν τέτοιες τρύπες, αλλά χρειάζεται να τις αισθανθείς για να τις εμφανίσεις.”
“Και τι γίνεται όταν πέσεις μέσα στην τρύπα;”
“Η συνείδηση σου μεταφέρεται σε άλλο σώμα.”
“Η συνείδηση σου; Ο νους εννοείς;”
“Ναι, ότι έχει να κάνει με την αυτεπίγνωση.”
“Οπότε εσύ είσαι η συνείδηση, ο νους, του Λέοναρντ Κοέν, στο σώμα του Σπύρου Παπαδόπουλου.”
“Δυστυχώς.”

Ο δρ. Πολιτάκος έγραψε κάτι σ’ ένα χαρτί που μου πάσαρε διακριτικά: “Παρανοϊκή ψύχωση αστεράτη! Ό,τι πρέπει για το βιβλίο!”

Εκείνον τον καιρό έγραφε ένα βιβλίο σε στυλ “Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ’ ένα καπέλο”. Έκανε συλλογή από εντυπωσιακές περιπτώσεις. Το κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά, αλλά ήταν πολύ βαρετό. Ο Όλιβερ Σακς, πέρα από νευρολόγος ήταν και πολύ καλός λογοτέχνης. Επιπλέον είχε ενσυναίσθηση, νοιαζόταν για τους ανθρώπους. Ο Πολιτάκος τους έβλεπε όλους σαν “περιπτώσεις”.

“Να σε ρωτήσω κάτι, Σπύρο;” του είπε.
“Λέοναρντ.”
“Πήγες λύκειο στην Γκράβα.”
“Ο Σπύρος πήγε εκεί.”
“Ήταν δύσκολα;”

Ο Σ.Π. δεν απάντησε. Χαζή ερώτηση.

“Να ρωτήσω εγώ κάτι;” τους είπα. “Μαζί με τη συνείδηση, τον νου, έχεις και τη μνήμη του Κοέν;”
“Φυσικά”, έκανε ο Σ.Π. “Αυτό είναι η συνείδηση, ο νους, αυτό είμαστε. Είμαστε οι αναμνήσεις μας, είμαστε η μνήμη. Αυτή μας δίνει ταυτότητα, χωρίς μνήμη δεν είμαστε.”

Εξαιρετική απάντηση, αλλά οι παρανοϊκοί πολύ συχνά έχουν υψηλό IQ. Συνήθως έχουν υψηλότερο IQ απ’ τον μέσο (λογικό) πολίτη.

“Πού σου ήρθε η έμπνευση για το BIRD ON A WIRE;” τον ρώτησα.
“Στην Άνδρο”, είπε ο Σ.Π. χωρίς καθόλου να το σκεφτεί. Αλλά αν είχε εμμονή για τον Κοέν θα ήξερε πολλά για εκείνον, ίσως περισσότερα από εμένα που ήμουν ένας απλός (λογικός) θαυμαστής του.

~~

Και τότε μου μια ιδέα, μου ήρθε Η ΙΔΕΑ. Μου φάνηκε τόσο καλή τότε. Άρεσε και στον Πολιτάκο τόσο πολύ. Την είχε βάλει στο βιβλίο του, χωρίς να αναφέρει το όνομα μου, έγραψε ότι ήταν δική του.
Μακάρι να ήταν, μακάρι να ήταν.

“Μπορείς να το παίξεις;” ρώτησα τον Σ.Π.
“Το Bird on a wire;”
“Ή κάποιο άλλο.”
“Φυσικά. Εγώ τα έγραψα. Αν είχα κιθάρα.”
“Κανένα πρόβλημα.”

Ήταν μοιραία σύμπτωση. Νομίζω ότι πιο πολύ ταιριάζει το αγγλικό επίθετο “fatal”. Γιατί ήταν και θανατηφόρα. Μόνο μετά από δέκα χρόνια, όταν κατέβηκα στον πρώτο όροφο να πάρω το ενοίκιο του Μελίδη, κατάλαβα ότι ήταν η χειρότερη τύχη.

Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου είχα την ακουστική μου Yamaha. Μετά τη δουλειά είχαμε πρόβα με τους “Γερόλυκους”. Μια ερασιτεχνική ροκ μπάντα, όπου εγώ ήμουν ο νεότερος κι ο Κωστής στα πενήντα ο πιο γερόλυκος.

“Περιμένετε”, είπα στον Πολιτάκο και στον Λέοναρντ. Έφυγα τρέχοντας και γελούσα στη διαδρομή.

~~{}~~

Ο μικρός δεν φάνηκε να ταράζεται σαν είδε την κιθάρα. Αλλά δεν ένιωθε απατεώνας, δεν ένιωθε τρελός, αν είχε επίγνωση της κατάστασης του δεν θα ήταν τρελός.

“Αυτή σου κάνει;” του είπα και του την έδωσα.
“Πολύ κόκκινη είναι.”
“Δεν σ’ αρέσει το κόκκινο;” ρώτησε ο Πολιτάκος.
“Μόνο στα γυναικεία εσώρουχα.”
“Θα μας παίξεις κάτι;” τον ρώτησα.
“Τι θέλετε;”
“Ό,τι θες. Δικό σου, όχι του Ντύλαν.”
“Ποτέ δεν τον συμπάθησα τον Εβραίο”, είπε ο Σ.Π.
“Κι εσύ Εβραίος δεν είσαι; Ο Κοέν εσύ, εννοώ.”
“Κανείς δεν είναι τέλειος.”

Έπιασε να κουρδίζει την κιθάρα. Απ’ τον τρόπο που την κρατούσε κατάλαβα ότι δεν ήταν έμπειρος κιθαρίστας. Μάλλον άσχετος.

“Ξεκούρδιστη είναι”, είπε μετά από λίγο.
“Έχει ενσωματωμένο κουρδιστήρι.” Του το έδειξα.
“Μπα. Ποτέ δεν τα μπορούσα αυτά τα μηχανήματα.”

Ο Πολιτάκος σημείωσε κάτι στο τετράδιο του. Τέλειο υλικό για το βιβλίο. Χαμογελούσε ολόκληρο το μούσι του.

Ο μικρός κωλυσιεργούσε
“Θυμάσαι το Suzanne;” τον ρώτησα
“Φυσικά, εγώ το ‘γραψα.”
“Είναι ένα απ’ τ’ αγαπημένα μου. Και της γυναίκας μου. Την κόρη μας την ονομάσαμε Σουζάνα. Της το τραγουδούσα σαν νανούρισμα.”
“Πόσων χρονών είναι η Σουζάνα;”
“Τριών. Θες να το παίξεις;”
“Εντάξει.”

Πήγε να ξεκινήσει. Έβαλε τα δάκτυλα του αριστερού χεριού στη σωστή θέση. Αλλά το δεξί του ήταν σαν παράλυτο, με τίποτα δεν κατάφερνε τον αρπισμό. Προσπάθησε για λίγο, μετά τσαντίστηκε.

“Αυτή η κιθάρα είναι χαλασμένη”, είπε κρατώντας την με μίσος.
“Δεν έχει τίποτα η κιθάρα. Δως τη μου.”

Την πήρα και την κούρδισα -με το κουρδιστήρι. Μετά ξεκίνησα το Suzanne. Ο Πολιτάκος έγραφε. Ο μικρός γούρλωσε τα μάτια.

“Μια χαρά είναι η κιθάρα”, του είπα.
“Πράγματι. Φταίνε τα χέρια αυτού του σώματος. Δεν ξέρει μουσική.”
Ο Πολιτάκος μου πάσαρε ένα σημείωμα: “Ο Φέστινγκερ θα χειροκροτούσε. Άψογο παράδειγμα γνωστικής ασυμφωνίας.”
“Τους στίχους τους θυμάσαι;”
“Φυσικά. Εγώ το ‘γραψα.”
“Ωραία, πάμε.”

Έπαιξα την εισαγωγή, μετά το κουπλέ. Μετά από δυο μέτρα που τον περίμενα να ξεκινήσει, σταμάτησα.
“Έπρεπε να ‘χεις μπει.”
“Με μπερδεύεις. Το παίζεις εκτός ρυθμού.”
“Θα το ξαναπαίξω.”

Έπαιξα την εισαγωγή, μετά το κουπλέ, αλλά τραγουδούσα κι εγώ μαζί. Ο μικρός έλεγε την τελευταία λέξη κάθε στίχου, εντελώς παράφωνα. Για να αποδείξω τη θέση μου το έπαιξα ολόκληρο. Λίγο μετά τη μέση ο μικρός είχα σταματήσει να προσπαθεί. Κοιτούσε κάτι στον τοίχο κι έβγαζε καπνούς.

“Λοιπόν, Σπύρο;” του είπε ο Πολιτάκος σαν τέλειωσα.
“Λέοναρντ με λένε.”
“Και γιατί δεν μπορείς να τραγουδήσεις τα τραγούδια σου;”
“Αυτό το σώμα… Είναι τελείως άμουσος.”
“Εσύ είπες ότι έχεις τη μνήμη.”
“Θυμάμαι. Αλλά το σώμα δεν μπορεί.”
“Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής”, είπα κι άφησα την κιθάρα στο πλάι.

Ο μικρός έκανε μια παράξενη κίνηση με το κεφάλι του, σαν να ετοιμαζόταν να λιποθυμήσει -ή να επιτεθεί.

“Είσαι καλά, Σπύρο;”
“Λέοναρντ με λένε.”
“Λυπάμαι, Σπύρο, αλλά δεν είσαι ο Κοέν.”
“Δεν ξέρεις να τραγουδάς”, του είπα.

Η έκρηξη δεν ήταν καθόλου αναμενόμενη. Ο μικρός πετάχτηκε πάνω ουρλιάζοντας: “ΕΙΜΑΙ Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ! ΕΙΜΑΙ Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ!”

Ο Πολιτάκος πάτησε την κλήση βοήθειας, ενώ κόλλησε στον τοίχο. Ο μικρός ήρθε όσο πιο κοντά μου μπορούσε, χωρίς να μ’ αγγίζει.

“Νομίζεις ότι είσαι έξυπνος”, μου είπε τραβώντας τα σίγμα, συριστικά σαν φίδι. “Με τη Σουζάνα σου και την κιθάρα σου. Αλλά δεν ξέρεις τίποτα.”
“Ηρέμησε, Σπύρο”, του είπε ο Πολιτάκος ρίχνοντας κι άλλο λάδι.
“ΔΕ ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΠΥΡΟ!”
Άρπαξε την κιθάρα, που την είχα αφήσει στην καρέκλα, και την έσπασε στον τοίχο, δέκα εκατοστά απ’ το κεφάλι μου.
Τότε ακριβώς μπήκαν οι νοσοκόμοι και τον έπιασαν από δεξιά κι αριστερά. Αυτόματα, χωρίς να μεσολαβήσει έκπληξη ή φόβος, ο μικρός ηρέμησε κι άφησε να τον πάρουν.

Το τελευταίο πράγμα που είπε, πριν τον βγάλουν έξω σηκωτό, το είπε κοιτώντας μέσα στα μάτια μου:
“Θα σε βρω!”

~~}{~~       

Καλό είναι να ξέρεις μια πολεμική τέχνη 

“Well I’m as puzzled as the newborn child”
Song to the Siren, Tim Buckley
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και με είχε βρει.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια, πολλά είχαν συμβεί στη ζωή μου, πολλά είχα ξεχάσει. Κομβικό σημείο ήταν η απιστία της Χριστίνας.

Είχε κάνει σχέση με κάποιον συνάδελφο της στο Ινστιτούτο, ποτέ δεν μου είπε ποιος ήταν. Όταν το εξομολογήθηκε δεν τη χτύπησα, δεν έσπασα πράγματα, ούτε καν φώναξα. Μόνο έφυγα απ’ το σπίτι και περπάτησα στην παραλία για μερικές ώρες. Όταν γύρισα την ρώτησα γιατί το είχε κάνει και τι σκεφτόταν να κάνει μετά. Μου είπε ότι δεν υπήρχε πλέον πάθος στη σχέση μας. Αλλά με αγαπούσε, ήθελε να προσπαθήσουμε ξανά, γιατί ήμασταν οικογένεια.
“Κι ο άλλος;”
“Αυτός τέλειωσε.”

Δέχτηκα να προσπαθήσουμε ξανά. Μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι που είχε κληρονομήσει η Χριστίνα, βρήκαμε καινούριες δουλειές. Μια νέα αρχή.

Έγιναν κι άλλα, κάποια προβλήματα ψυχικής υγείας της Σουζάνας, αλλά τα αντιμετωπίσαμε κι αυτά. Πήραμε και σκύλο, τη Λίλυ. Είχα ξεχάσει τελείως τον μικρό που νόμιζε ότι ήταν ο Λέοναρντ Κοέν.

Αλλά να! Τον είχα να στέκεται μπρος μου. Όχι τόσο μικρός πλέον ούτε γοητευτικός. Χωρίς μακριά μαλλιά, χωρίς το στυλ ροκ σταρ. Δεν ξέρω πόσο καιρό τον κράτησαν στο ψυχιατρείο, αλλά σίγουρα τα φάρμακα κι ο εγκλεισμός δεν τον είχαν κάνει καλύτερο.

“Τι θες;” τον ρώτησα, ενώ σκεφτόμουν πώς θα ξεφύγω, ν’ ανέβω επάνω να πάρω την αστυνομία. Καθόταν ανάμεσα σε μένα και στην πόρτα.
“Θα σου πάρω ό,τι θεωρείς πολυτιμότερο”, μου είπε, χωρίς θυμό, σαν να μου έλεγε ότι ήθελε μια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 105 και μια φωτοτυπία ταυτότητας.
“Αν πειράξεις τη γυναίκα μου και την κόρη μου…”
“Δεν θα τις ακουμπήσω”, είπε εκείνος. “Τι νομίζεις ότι είμαι; Κάνας ψυχοπαθής;”

Σκέφτηκα αν έπρεπε να του ορμήσω, να τον χτυπήσω. Θα βοηθούσε αν ήξερα μια πολεμική τέχνη. Έστω να ήμουν λιγάκι βίαιος τύπος. Κάποιες φορές χρειάζεται.
“Εσένα θέλω”, είπε ο Σ.Π.
“Τι θες;”
“Να καταλάβεις τι έζησα εξαιτίας σου.”

Προσπάθησα να σκεφτώ πιο διαμεσολαβητικά. Ολόκληρο τρίμηνο σεμινάριο είχα κάνει για το θέμα.

“Δεν είναι εγώ υπεύθυνος για τον εγκλεισμό σου”, του είπα.
“Εσύ έφερες την κιθάρα.”
“Εγώ είμαι ψυχολόγος. Ο ψυχίατρος αποφασίζει…”
“Εσύ έφερες την κιθάρα.”
“Ναι. Και δεν μπορούσες να παίξεις. Δεν είσαι ο Λέοναρντ Κοέν. Χρειάζεσαι βοήθεια. Άσε με να σε βοηθήσω.”

Ο Σ.Π. ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του, σαν να επεξεργαζόταν τα δεδομένα.
“Εντάξει”, είπε κι έκανε χώρο να περάσω. “Πήγαινε σπίτι σου.”

Το σκέφτηκα για μια στιγμή, περίμενα, μετά πέρασα δίπλα του. Μύρισα την ανάσα του, ήταν σαν να είχε ψοφήσει ένας γκιόνης μες στο στόμα του.

“Κάτι τελευταίο”, είπε λίγο πριν ανοίξω την πόρτα. “Ίσως να το θες αυτό.”

Έβγαλε από την τσέπη του ένα κόκκινο γυναικείο εσώρουχο. Το αναγνώρισα αμέσως. Ήταν ο δαντελένιος κορσές που φορούσε η Χριστίνα τις σπέσιαλ νύχτες μας, όταν η Σουζάνα κοιμόταν στις φίλες της. Τσαντίστηκα που το είδα στα χέρια κάποιου άλλου κι έκανα να το πάρω.

Ο Σ.Π. μου άρπαξε το χέρι, έριξε το βάρος του σώματος του προς τα πίσω και με παρέσυρε, χρησιμοποιώντας τη δική μου ορμή. Δεν ξέρω αν είχε κάνει μαθήματα τζούντο ή ζίου-ζίτσου ή κάτι παρόμοιο. Αυτό που ξέρω είναι ότι έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα με το κεφάλι στην τρύπα.

~~

Δεν συνέβη κάτι εντυπωσιακό. Ούτε χρώματα ούτε τούνελ ούτε αγγέλοι. Μόνο έπεσα. Στο κενό.

Ύστερα είδα ξανά.
Και προσπάθησα να καταλάβω πού ήμουν.
Αλλά το πιο σημαντικό ήταν…
Ποιος ήμουν;

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ένας Βίκινγκ στις Κυκλάδες
https://sanejoker.info/2020/03/godamnleonardcohennaxos.html