Το διήγημα έγραψε ο Απόστολος Καλουδάς, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Μυθοπλασίας 2020
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ψάρεμα στην παραλία
Αγόρασε δόλωμα μέσα σε υγρά φύκια, τυλιγμένο σε εφημερίδα.
Περπάτησε σιγά σιγά από την Πλατεία Ελευθερίας μέχρι πέρα στο «Μακεδονία Παλλάς». Εκεί μπροστά ακούμπησε τη σακούλα του, στις πλάκες της προκυμαίας.
Κοίταξε τον ορίζοντα· γαλάζια βουνά σαν βάψιμο από χέρι ατζαμή. Απ’ τα βουνά μέχρις εδώ, στα πόδια του, θάλασσα σαν χαρμάνι που χύθηκε από γιγάντια μπετονιέρα.
Ήταν πολύ πρωί και δεν φυσούσε. Υπήρχε μια μπόχα υποφερτή.
Ο κυρ – Χρήστος, έβγαλε από τη σακούλα την πετονιά τυλιγμένη γύρω γύρω σε κομμάτι φελλό και δόλωσε τα δυο αγκίστρια. Την στριφογύρισε και πέταξε μέσα. Είδε τη μικρή αναπήδηση από το βαρίδιο καμιά εικοσαριά μέτρα πιο μέσα. Ύστερα, με το τσιγάρο στο στόμα, την κρατούσε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα, να νιώθει τα τσιμπήματα.
Πάντα το έλεγε· άμα βγει στη σύνταξη θα πηγαίνει για ψάρεμα στην παραλία, όπως στα μικράτα του. Την έφαγε την οικοδομή με το κουτάλι. Σκαλωσιές, μυστρί, φραγκόφτυαρο. Ευτυχώς, η οικοδομή δεν έφαγε αυτόν. Εκτός από τη σκεβρωμένη μέση και κάποιο πρόβλημα στο αριστερό πόδι, δεν είχε σοβαρά ντράβαλα με την υγεία του. Το τσιγάρο του έφερνε φαρυγγίτιδα, αλλά δεν σκέφτηκε ποτέ να το κόψει.
Τη μέρα τη σημερινή την ονειρευόταν καιρό. Θα έπιανε σπάρους, τσέρουλες και, αν ήταν τυχερός, καμιά λίγδα, να πιει μια ρετσίνα με τη γυναίκα του. Οι καλόγριες και οι χάνοι, που δεν κάνουν για φαΐ, θα πήγαιναν στις γάτες.
Φρέσκο αεράκι σηκώθηκε. Μύρισε αρμύρα. Η θάλασσα άρχισε να βρίσκει το χρώμα της. Πίσω του ακόμη λιγοστοί όσοι περπατούσαν.
Δεν τσιμπούσε. Μισή ώρα, για να φέρει ένα σπάρο.
Το ψάρι χτυπιόταν με χαλκοπράσινες λάμψεις. Είχε γονατίσει να βγάλει το αγκίστρι. Ένιωσε κάποιον στα δυο μέτρα. Γύρισε. Ένας νεαρός χωροφύλακας. Χαμογελούσε. Όμως ο Χρήστος ένιωσε σφίξιμο στο στήθος και το αριστερό του πόδι, απ’ το γόνατο και κάτω, άρχισε να μυρμηγκιάζει.
«Τσιμπάει;»
«Μπα, μόνο ένα σπαράκι τόσην ώρα», είπε μέσα απ’ τα δόντια.
Η μισητή στολή απομακρύνθηκε. Ο άνθρωπος που τη φορούσε, είχε βάλει τα χέρια πίσω και σιγοσφύριζε. Ο κυρ – Χρήστος ανάσανε. Το ψάρεμα επιτρεπόταν σε αυτό το σημείο. Και ήξερε ότι καμιά άλλη παρανομία δεν είχε κάνει.
Στην επόμενη ώρα έπιασε δυο τσέρουλες. Τα μάζεψε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Δεν βαριέσαι, στο εξής θα ερχόταν τακτικά να ψαρεύει.
Το πόδι τώρα τον δάγκανε. Όμως ήταν μια καλή μέρα για τέλος Φλεβάρη, ο ήλιος είχε ανέβει και κόσμος βολτάριζε.
Στην Πλατεία Αριστοτέλους έκανε προς τα πάνω και χώθηκε στο Καπάνι. Ξιδάτες ελιές, φρεσκοκομμένος καφές, ρίγανη και λογής μπαχαρικά. Πιο κει, μετά από τα κρεοπωλεία, δυνατή ψαρίλα. Τα περισσότερα ψάρια, ακριβά για την τσέπη του. Αγόρασε μισό κιλό σαρδέλες. Μύριζαν θάλασσα κι άστραφταν ασήμι.
Περιμένοντας τα ρέστα έκανε δυο τρία βήματα στο πλάι, να μην εμποδίζει. Κάτι κλώτσησε άθελα. Έσκυψε και το πήρε. Ένα πορτοφόλι. Το τσέπωσε, με πρόσωπο απαθές, λες και είχε πέσει απ’ αυτόν τον ίδιο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το δώσει στο ψαράδικο – όποιος το έχασε, μπορεί να επέστρεφε να το γυρέψει – αλλά πήρε τα ρέστα και πήγε στη στάση του αστικού. Γύρισε σπίτι, ψηλά στα κάστρα.
«Το πορτοφόλι θα το παραδώσεις, Τάκη μου», είπε η γυναίκα του. «Στον ψαρά, στο Τμήμα, δεν ξέρω. Θα το παραδώσεις. Δεν θέλω κρίματα στο σπίτι μου. Ο Θεός μας βλέπει».
Δεν ήθελε να τα βάλει με την κυρά. Αρκετά είχε υποφέρει κι αυτή. Στην εκκλησία εύρισκε την ηρεμία της.
«Εντάξει», είπε, «στο Τμήμα καλύτερα. Στον ψαρά είναι ντροπή. Θα σκεφτεί ότι το σούφρωσα και μετάνιωσα. Αλλά σε παρακαλώ να το πας, Μαρία μου. Δεν μπορώ να το κάνω. Το πόδι με σουβλίζει απ’ τη στιγμή που με ζύγωσε ο μπάτσος».
Της τα ‘χε πει από παλιά για το πόδι. Στα είκοσί του, τον είχαν πιάσει οι χωροφύλακες να βολτάρει με το ποδήλατο του ταχυδρόμου, που το ‘χε κλέψει. Η μάνα του πήγε και κλάφτηκε να μην τον στείλουν στο δικαστήριο. «Ορφανό είναι», τους είπε. Της είπαν να πάει στη δουλειά της και σε λίγη ώρα ο νεαρός θα γύριζε σπίτι. Εξάλλου, ο ταχυδρόμος δεν επιθυμούσε να κάνει μήνυση. Θα τον άφηναν μετά από κάποιες τυπικές διαδικασίες. Στολές φορούσαν, κύρος και σοβαρότητα ακτινοβολούσαν, ησύχασε κι έφυγε βιαστική για το μαγειρείο που δούλευε. Έμεινε μόνος με τρεις χωροφύλακες.
«Κωλοπαίδι», είπε ο Μαύρος, «δεν θα πας δικαστήριο, αλλά θα το θυμάσαι αυτό. Δεν θα ξαναβρίσεις χωροφύλακες, που κάνουν τη δουλειά τους».
«Έλα, ρε Μήτσο, άσ’ τον. Δεν βλέπεις; τρέμει. Μια σύσταση φτάνει», είπε ο χωροφύλακας, που καθόταν στη γωνία, και κοίταζε τον μικρό στεναχωρημένος.
«Μην ανακατεύεσαι, Λευτέρη», είπε ο άλλος «άσε να τον τρομάξει, γιατί αυτός θα γίνει διάολος».
Ο Μαύρος τον πλάκωσε στα χαστούκια και, όταν ο Χρήστος πήγε να τρέξει προς την πόρτα, του πάτησε μια κλωτσιά στο πόδι. Στο ίδιο πόδι που το τσάκισε στην πρώτη δημοτικού. Πάλευε στην αυλή του σχολείου με τον Μπούλη κι η δασκάλα κόντεψε να του ξεριζώσει τ’ αφτί.
Έτρεξε κουτσαίνοντας στη σκάλα σαν τρελός. Πίσω του ο Μαύρος φώναζε καγχάζοντας:
«Είσαι τυχερός που δεν είμαι κωλομπαράς, τσόγλανε!».
Ο Χρήστος δεν το είπε στη μάνα του, ούτε σε άλλον. Ποτέ.
Το πόδι πονούσε όποτε αγχωνόταν. Κάποτε ένας γιατρός που τον εξέτασε, είπε ότι δεν ήταν παθολογικό ούτε ορθοπεδικό πρόβλημα, αλλά ψυχοσωματικό.
«Θα πεις ότι το βρήκες εσύ στην Πλατεία Αριστοτέλους. Πού ξέρουν αυτοί;», της είπε.
Το απόγευμα η Μαρία, πήγε στο Τμήμα. Δεν ήξερε ότι ο Τάκης είχε κρατήσει ένα πεντακοσάρικο κι άφησε μέσα μόνο τα κέρματα και μια ταυτότητα.
Για χάρη της Μαρίας του μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του ένα μικρό κρίμα. Ήθελε να της πάρει ένα δαχτυλίδι με ροζ πέτρα και ψιλά ζιργκόνια γύρω γύρω. Θα έβαζε κι αυτός άλλες εκατό δραχμές. Ο ψυχίατρος τον είχε συμβουλέψει να της προσφέρει έξτρα χαρές πότε πότε.
Η Μαρία χαιρέτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας χαμηλόφωνα, παρέδωσε το πορτοφόλι κι είπε όσα την είχε συμβουλέψει ο άντρας της.
Ο ενωμοτάρχης, αφού την άκουσε, έβαλε λαστιχένια γάντια, άνοιξε το πορτοφόλι, περιεργάστηκε την ταυτότητα και σούφρωσε τα χείλη λες και θα έφτυνε. Σήκωσε τα μάτια του.
«Δεν είχε τίποτα άλλο μέσα;».
«Όχι».
«Πού βρήκατε το πορτοφόλι, είπατε;».
«Στην Αριστοτέλους, περίπου με Βασιλέως Ηρακλείου, κατεβαίνοντας δεξιά».
«Τι ώρα;».
«Θα ήταν περίπου… δέκα και μισή με έντεκα».
«Και είστε η σύζυγος του Χρήστου Ιωαννίδη», είπε παίρνοντας βαθιά ανάσα. Η εκπνοή του ακούστηκε σαν αναστεναγμός.
«Κοιτάξτε, ξέρω, είστε τίμια γυναίκα. Στην εκκλησία σας βλέπω κάθε Κυριακή. Πρώτη με χαιρετάτε. Δεν είναι για το πρόσωπό μου. Τον αστυνομικό χαιρετάτε». Σταμάτησε και γύρισε κατά την πόρτα.
«Αποστόλου!». Από δίπλα μπήκε ένας νεαρός αστυφύλακας.
«Μάλιστα, κύριε ενωμοτάρχα!».
«Πήγαινε οδός Κνωσού 6. Εδώ κοντά είναι. Στην πλατεία, γωνία με το καφενείο. Ειδοποίησε τον κύριο Χρήστο Ιωαννίδη, τον σύζυγο της κυρίας, να έλθει εδώ τώρα». Γύρισε προς το μέρος της Μαρίας.
«Πρέπει να μιλήσω και στον σύζυγό σας. Αλήθεια, γιατί δεν έρχεται στην εκκλησία ο κύριος Χρήστος», είπε με ξινό χαμόγελο, «μόνο στο καφενείο αρέσκεται να συχνάζει και στα ματς του Ηρακλή;».
Η Μαρία ξεκίνησε κάτι να πει, αλλά σταμάτησε.
«Ναι. Μιλήστε».
«Μπορεί να μην έρχεται στην εκκλησία, κύριε αστυνόμε, αλλά είναι καλός και τίμιος ο άντρας μου».
Ο αστυνόμος χτύπησε την παλάμη του χεριού του στο γραφείο:
«Το ελπίζω, για το καλό του» κι έσκυψε στα χαρτιά μπροστά του.
Στο νου της ήλθε εκείνη η κυριακάτικη βραδιά του Απρίλη, δυό μέρες μετά το πραξικόπημα, πριν από εφτά χρόνια. Κυριακή των Βαΐων, αλλά τα Τμήματα δούλευαν εντατικά. Τον είχαν καλέσει και τον Χρήστο στο Τμήμα. Γύρισε μετά από τέσσερις ώρες. Δεν ήθελε να της πει λεπτομέρειες. Μόνο ένα «μη φοβάσαι δεν θα με πειράξουν εμένα». Εκείνη όμως κατάλαβε πως είχε γυρίσει δαρμένος.
Τουλάχιστον δεν τον έστειλαν εξορία. Για δυο χρόνια ερχόταν ο χωροφύλακας στο σπίτι και ειδοποιούσε να παρουσιαστεί στο Τμήμα. Τον πρώτο χρόνο δυο φορές τον μήνα, τον δεύτερο χρόνο μια φορά τον μήνα. Ύστερα τον άφησαν ήσυχο.
Ο αστυνόμος διέκοψε τις σκέψεις της.
«Το ελπίζω», ξαναείπε κοιτάζοντάς την κατάματα, «γιατί αυτή τη γυναίκα τη σκότωσαν» κι έδειξε το πορτοφόλι πάνω στο γραφείο.
… … …
Ο κυρ-Χρήστος φόρεσε το κυριακάτικο κοστούμι, γραβάτα, τα καλά παπούτσια, ίδια με τα καθημερινά, αλλά λιγότερο φορεμένα. Μόνο τέτοια μυτερά μαύρα παπούτσια με κορδόνια φορούσε. Όλα τ’ άλλα έλεγε ότι δεν είναι κιμπάρικα. Και ψώνιζε από ένα μικρό παπουτσίδικο κολλημένο πάνω στο Αλκαζάρ επί δεκαετίες ολόκληρες.
Ξεκίνησε για το Τμήμα. Από πάνω του ένιωθε τα δόντια του κάστρου.
Έτσι είχε πάει στο Τμήμα και πριν από εφτά χρόνια. Τον είχε στριμώξει ένας ασφαλίτης. Θεοδώρου έμαθε έπειτα πως τον έλεγαν.
«Λέγε, ρε συ. Ποιος έσπασε τα τζάμια από τα γραφεία της ΕΔΑ κι εξαφάνισε τα πάντα από μέσα; Εσύ ήσουνα, ρε;».
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάτε, κύριε αστυνόμε».
«Υπαστυνόμος, ρε. Υπαστυνόμος, αλλά θα γίνω αστυνόμος, επειδή θα σας στείλω όλους εξορία. Παλιοκουμμούνες! Μου γίνατε όλοι καουμπόηδες. Πολύ σινεμά βλέπετε!».
Έπρεπε να γλυτώσει. Τη Μαρία και το παιδί σκέφτηκε. Δεν θα τα κατάφερναν χωρίς αυτόν.
Έφθασε στο Τμήμα. Είπε στον φρουρό ποιος είναι και γιατί ήλθε, κι εκείνος τον άφησε να ανέβει τη σκάλα.
Χαιρέτησε ξερά. Ηλεκτρικά μυρμήγκια ένιωθε στο αριστερό πόδι από τα δάχτυλα μέχρι το γόνατο. Ο αστυνομικός του έδειξε να κάτσει σε μια καρέκλα κοντά στη γυναίκα του. Ταυτόχρονα επειδή τον είδε ντυμένο σαν γαμπρό σκέφτηκε: «τα ράσα δεν κάνουν τον παππά, μάγκα μου». Όμως ο Χρήστος έτσι ντυνόταν σε κάθε επίσημη περίσταση.
«Κύριε Ιωαννίδη», είπε ήρεμα ο ενωμοτάρχης, «όπως έλεγα και στη γυναίκα σας, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα σχετικά με αυτό το πορτοφόλι. Την κάτοχό του την σκότωσαν σήμερα».
Συναγερμός στο μυαλό του Χρήστου. Όχι τέτοιο κρίμα! Σηκώθηκε, έβαλε το χέρι στην τσέπη, ακούμπησε το πεντακοσάρικο στο γραφείο.
«Το δικό μου το κρίμα ήταν μόνον αυτό. Δεν ήξερα ότι… ».
Το στόμα του αστυνομικού έκανε μια γκριμάτσα, που θύμιζε χαμόγελο.
«Τα πράγματα δεν είναι απλά. Πείτε μου στ’ αλήθεια, ποιος από τους δυο σας βρήκε το πορτοφόλι;».
Κάτι πήγε να πει η κυρά-Μαρία. Ο Χρήστος σήκωσε το χέρι και τη σταμάτησε.
«Εγώ», είπε.
Ο ενωμοτάρχης άφησε τον πληθυντικό.
«Άκου καλά. Το πεντακοσάρικο που πήγες να σουφρώσεις το επιστρέφεις, αλλά οι κατηγορίες που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσεις ίσως να είναι πολλές και βαριές».
Έπεσε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα.
«Ωραία. Θα πάρω τώρα μια πρώτη κατάθεση και από τους δυο σας. Αύριο θα έλθει ένα περιπολικό να σας πάει στη Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας. Εκεί θα γίνει ολοκληρωμένη προανακριτική διαδικασία. Περιττό να σας πω ότι, αν αποφύγετε να προσέλθετε στην Ασφάλεια, θα είναι άκρως επιβαρυντικό για εσάς».
Ο Χρήστος και η Μαρία αντάλλαξαν βλέμματα ανησυχίας.
«Αποστόλου!».
«Μάλιστα, κύριε ενωμοτάρχα!».
«Έλα να κρατήσεις πρακτικά».
Το βράδυ για να στανιάρει έπιασε Βουδαπέστη, τη «Φωνή της Αλήθειας», στο γιαπωνέζικο ραδιόφωνο, που είχε αγοράσει πριν δυο βδομάδες. Το παλιό είχε χαλάσει, το στόλισε μ’ ένα σεμεδάκι επάνω η κυρά και το έβαλαν σε μια γωνιά στο σαλόνι.
Η Μαρία άκουσε το γνώριμο σήμα: τη μουσική του δημοτικού τραγουδιού Ένας αητός καθότανε.
«Μυαλό δεν βάζεις, βρε Χρήστο μου», είπε θλιμμένη και πήγε για ύπνο.
Γιατί να βάλει μυαλό; Τουλάχιστον αυτό μπορούσε να το επιτρέψει στον εαυτό του. Πώς αλλιώς θα είχε καλή ενημέρωση.
Το επόμενο πρωί, μπήκαν στο περιπολικό, κάτω από τα βλέμματα της γειτονιάς.
Στη Βαλαωρίτου, αφού τους πήραν αποτυπώματα και τους φωτογράφισαν προφίλ και ανφάς, ο Υποδιευθυντής Ασφαλείας ο Κώστας Οικονομίδης, τους έβαλε σε δυο πολυθρόνες. Θέλησε να προσφέρει καφέ, αλλά αρνήθηκαν.
«Ώστε βγήκες στη σύνταξη. Εξήντα χρονών και χωρίς προβλήματα υγείας, όπως λες, είναι μια χαρά. Καλή ιδέα το ψάρεμα.», είπε στον Χρήστο. «Δεν μου λες, έχεις συγγένεια με τον ταξίαρχο τον Ιωαννίδη;».
«Όχι».
Ο άλλος έσκασε ένα χαμόγελο. «Τι λέω. Πιο πιθανό να είχες συγγένεια με τον Μπάκακα».
Ο Χρήστος τον κοίταξε με απορία.
«Δεν ξέρεις ποιος ήταν ο Μπάκακας; Ένας άλλος Ιωαννίδης, το δεξί ή μάλλον… το αριστερό χέρι του Ζαχαριάδη. Έχεις συγγένεια;».
«Όχι».
«Καλώς. Πολύ συνηθισμένο, λοιπόν, το επώνυμο Ιωαννίδης».
Ήπιε μια γουλιά καφέ.
«Είμαι μορφωμένος άνθρωπος», είπε, «έχω πτυχίο Νομικής, όπως ο γιός σας. Και επί πλέον έχω και το πτυχίο της Θεολογικής. Ίσως έχετε ακούσει διάφορες φήμες για την Ασφάλεια. Στην πραγματικότητα είμαστε μια πολύτιμη υπηρεσία. Μας ενδιαφέρουν τρία πράγματα: η αλήθεια, το δίκαιο και η προστασία του κοινωνικού συνόλου». Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ και περίμενε λίγο. Ήθελε να απολαύσει τα ίδια του τα λόγια.
Μετά ρώτησε την Μαρία κάποια πράγματα και της είπε ότι μπορεί να πηγαίνει. Αν την χρειάζονταν, θα την ειδοποιούσαν. Με τον σύζυγό της η κουβέντα θα ήταν μεγαλύτερη.
Όταν εκείνη έφυγε, ο αστυνόμος προσέφερε τσιγάρο. Ο Χρήστος δεν δέχτηκε. Εξάλλου κάπνιζε μόνον άφιλτρα, όχι τα πούστικα, όπως έλεγε.
«Η γυναίκα, που την σκότωσαν και στην οποία ανήκε το πορτοφόλι που βρήκες, είναι κόρη του Γενικού Διευθυντή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, του Νίκου του Θεοδώρου». Έγειρε λίγο μπροστά και βύθισε τα μάτια του σαν βελόνες στα μάτια του Χρήστου.
Αυτός γύρισε αλλού το βλέμμα και για κλάσματα του δευτερολέπτου ξανάκουσε μέσα στο μυαλό του τον Θεοδώρου να του φωνάζει:
«Μίλα, ρε μαλάκα. Ποιος έσπασε τα τζάμια κι εξαφάνισε τα πάντα; Ποιοι ήσασταν στην Οργάνωση; Τι σχεδιάζετε τώρα; Και μετά βάλε την κωλοϋπογραφή σου στη δήλωση μετανοίας. Μίλα, γιατί θα σαπίσεις στην εξορία. Η γυναίκα σου θα γίνει πουτάνα».
Σιγά μη του έλεγε ότι έσπασε τα γραφεία μαζί με τον ξάδελφό του τον Αποστόλη.
«Θέλω να δω τον γιό μου. Ως δικηγόρο», είπε στον Οικονομίδη.
«Όχι ακόμα. Να τελειώσει η ανακριτική διαδικασία κι ακόμα δεν αρχίσαμε καλά καλά. Ως τώρα μιλήσαμε μόνο φιλικά», είπε και τον κοίταξε βλοσυρός.
Του αφαίρεσαν κορδόνια, γραβάτα, τσιγάρα, τσακμάκι, τσατσάρα, το στυλό που είχε πάντα μαζί του και λίγα χρήματα σε χαρτονομίσματα και σε κέρματα. Τον πήγαν στο κρατητήριο, στο υπόγειο. Ένιωσε γελοίος με το κοστούμι εκεί μέσα. Ήταν και δυό άλλοι ύποπτοι, που τον κοίταζαν ειρωνικά.
«Γιατί σε μπουζούριασαν, κύριος;».
«Μάλλον κατά λάθος», είπε ο Χρήστος.
«Κι εμείς λάθη είμαστε», είπαν και γέλασαν.
Το μεσημέρι τους έδωσαν να φάνε καραβάνα. Δεν κατέβαινε τίποτα. Το απόγευμα ο Οικονομίδης πήρε κι ένα βοηθό να δακτυλογραφεί επί τόπου.
«Θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις. Θα πεις την αλήθεια και τελειώσαμε. Αλλιώς, νίπτω τας χείρας μου και αναλαμβάνουν οι άλλοι στο δεύτερο υπόγειο, που είναι χωρίς πτυχία και ευγένειες». Τον ρώτησε τα ίδια. Απάντησε τα ίδια.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, η σκέψη του πέταξε έξω. Ο Λάζος, ο Στάθης, ο Αποστόλης μπορεί να τα έπιναν απόψε στη «Δόμνα» ή στον «Τζότζο». Μαρίδα ξανθή, σαλάτα χόρτα, πατάτα τηγανητή και ρετσίνα. Κουβέντες για τα παλιά και τα καινούρια. Σαν τη φιλία δεν έχει.
Μετά άκουγε τα πλήκτρα της γραφομηχανής στο μυαλό του και σκεφτόταν πάλι τη «γνωριμία» με τον Θεοδώρου.
«Δεν μπορώ να υπογράψω τη δήλωση, κύριε υπαστυνόμε».
«Γιατί, ρε κουλός είσαι;» και του έδωσε ένα χαστούκι με όλη του τη δύναμη.
Ένιωσε το αίμα του να βράζει. Θα μπορούσε να του δώσει μια και να τον κολλήσει χαλκομανία στον τοίχο. Η δύναμη δεν του έλειπε, αλλά ήταν σε αδύναμη θέση.
«Ή μήπως είσαι κουλός στο μυαλό, ρε!». Δεύτερο χαστούκι.
«Δεν μπορώ, γιατί αν υπογράψω θα είναι σαν να παραδέχομαι ότι είμαι μέλος».
«Αφού μπαινόβγαινες, ρε, στα γραφεία. Έχουμε τις πληροφορίες μας».
«Από περιέργεια πήγαινα».
Αρκετά χαστούκια είχε φάει εκείνο το βράδυ. Όταν τον άφησαν να γυρίσει σπίτι, απέξω στον προθάλαμο περίμεναν κι άλλοι σύντροφοι.
«Τάκη, τι έγινε;», ρώτησε ο Λάζος, παιδικός του φίλος.
Έτριψε το σβέρκο του. Γέλασε:
«Πολύ σφαλιάρα!» κι έκρυψε στον αυτοσαρκασμό τα συναισθήματά του.
Άρχισαν καθημερινές ανακρίσεις. Είχε αναλάβει ένας άλλος. Τα ίδια και τα ίδια ρωτούσαν. Δεν τον πείραξαν όμως. Τα απογεύματα τον πήγαιναν στο γραφείο του Οικονομίδη, που σίγουρα έκανε το κουμάντο του για αργότερα. Άμα τον πλάκωναν στο ξύλο στο υπόγειο, θα εμφανιζόταν σε ρόλο καλού ασφαλίτη.
Αμολούσε διάφορες ατάκες.
«Μήπως θέλεις γύρο; Θα παραγγείλω τώρα για μένα. Πληρώνω εγώ. Θέλεις; Ο παππούς μου έλεγε: βρήκες φαΐ φάε. Βρήκες ξύλο, φύγε. Τρόπος του λέγειν βέβαια».
Και γέλασε σαν τον χάχα. Ο Χρήστος σκέφτηκε σιγά να μην πληρώνεις καραγκιόζη. Σίγουρα στην αμάκα τη βγάζεις.
«Μήπως θέλεις από τα δικά σου τα άφιλτρα; Εδώ στο συρτάρι τα έχω, μαζί με τα άλλα πράγματά σου».
«Ώστε φίλαθλος του Ηρακλή. Κι εγώ, Ηρακλάκιας πετσί. Το ματς με τον Παναθηναϊκό πριν από τρία χρόνια και το γκολ του Ζαφειρίδη… Είχες πάει κι εσύ, έτσι;».
Και πάντα κατέληγε με λίγη εθνική διαπαιδαγώγηση. «Οι Έλληνες αξιωματικοί έβαλαν τάξη. Θα πάει μπροστά το έθνος».
«Τούτος ο Ιωαννίδης ο ταξίαρχος, σεμνός. Βλέπεις στον τοίχο; Δεν είναι η δικιά του φωτογραφία εκεί, αλλά του στρατηγού Γκιζίκη. Θα δεις αυτοί θα φέρουν την αληθινή Δημοκρατία, φίλε μου. Εκλογές. Μάλιστα. Αλλά όταν έλθει η κατάλληλη ώρα».
Αληθινή Δημοκρατία, εννοείς χωρίς την αριστερά, παλιομπαγλαμά, σκεφτόταν ο Χρήστος, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Πέρασαν τρεις μέρες έτσι. Το πόδι του το πιλάτευαν χωρίς σταματημό τ΄ αόρατα μυρμήγκια.
«Αύριο θα σε πάμε στον ίδιο το Θεοδώρου», του είπε ο Οικονομίδης κάποιο απόγευμα. Έδειξε το ταβάνι, γιατί ο Θεοδώρου είχε το γραφείο του δυο πατώματα πιο πάνω. Ο αρχηγός περίμενε να βγει το πόρισμα του ιατροδικαστή και κάποια άλλα πραγματάκια, πριν σε δει. Είμαι σίγουρος ότι έχει σκεφτεί πολύ πάνω στην υπόθεση αυτές τις μέρες. Δεν του ξεφεύγει τίποτα. Σε συμβουλεύω να του τα πεις όλα χαρτί και καλαμάρι. Αλλιώς, μπορεί να αποφασίσει δεύτερο υπόγειο» κι έδειξε κάτω.
«Τι να πω; Τόσες μέρες σας τα λέω. Είναι δυνατόν να έχω σκοτώσει και να παραδώσω το πορτοφόλι στην αστυνομία;».
«Ο φάκελος σου, όμως, δείχνει ότι είχες κίνητρο. Εννοώ τα προηγούμενα με τον Θεοδώρου. Αυτός, βέβαια, τη δουλειά του είχε κάνει τότε. Ότι ήθελε η πατρίδα από αυτόν. Μπορεί όμως να τον μισείς. Δεν ξέρουμε τι περίεργες στροφές μπορεί να πάρει το μυαλό του κάθε ανθρωπάκου. Μπορεί και να μην στροφάρει καθόλου».
Το βράδυ στο κελί στριφογύριζε. Τούτοι μπορεί και να τον φάνε τζάμπα, άμα δεν βρίσκουν τον ένοχο. Με τον Παγκρατίδη αυτό δεν έκαναν; Μπάτσοι, δικαστές, στρατιωτικοί τις βρομοδουλειές τις κάνουν μαζί στο κωλοκράτος.
Την άλλη μέρα ξύπνησε πριν ξημερώσει. Έριξε μια ματιά στον καινούριο συγκρατούμενο, που κοιμόταν. Ένα στεγνό παλληκάρι που το έφεραν χθες. Σαν πρεζόνι έμοιαζε. Δεν είχε ενέργεια ούτε για να μιλήσει.
Τώρα έξω οι άνθρωποι θα ξυπνούσαν σιγά σιγά. Σε λίγο η πόλη θα ξεκινούσε τη μέρα της. Τα αρτοποιεία θα σκορπούσαν στα πεζοδρόμια μυρωδιές από φρέσκο ψωμί και ζεστά κουλούρια. Τα αστικά θα κουβαλούσαν κόσμο στις δουλειές τους. Σιγά σιγά θα ανέβαινε ο ήλιος. Τα μπουγατσατζίδικα θα υποδέχονταν τους μερακλήδες για μπουγάτσα με τυρί ή με κρέμα και κανέλα. Οι άνθρωποι θα κατέβαιναν στην αγορά, Καπάνι και Μοδιάνο, Μπεζεστένι και Φράγκων, Βενιζέλου και Δραγούμη. Σαν μελίσσια.
Αχ! Και στην παραλία κάποιοι θα άρχιζαν το ψάρεμα με τη θάλασσα μπροστά τους ανοιχτή ίσαμε πέρα τον Όλυμπο και το αεράκι θα τους φυσούσε ελεύθερο.
Του έλειπε η πόλη. Ήταν ζεστή και λαχταριστή, σαν αγκαλιά γυναίκας.
Πιο πολύ όμως του έλειπε η γυναίκα του. Η Μαρία θα έπινε τον καφέ μοναχή της σε λίγο. Τα μαύρα μάτια της, που είχαν στολίσει τη ζωή του, θα καθρέφτιζαν τώρα τη στενοχώρια της. Φοβόταν γι’ αυτήν…
Κατά τις δέκα επέτρεψαν στον γιό του να τον δει. Επιτέλους.
«Τι κάνει η μάνα σου;», ρώτησε πρώτα.
«Στενοχωριέται, μπαμπά, τι να κάνει; Το ξέρεις. Πάντως στο κρεβάτι δεν έπεσε. Παίρνει τα χάπια της και την στηρίζω κι εγώ. Της λέω ότι θα σε αφήσουν σίγουρα».
Ο Χρήστος κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε κι έσκυψε κοιτάζοντας τα χωρίς κορδόνια παπούτσια του.
«Μπαμπά! Ο ιατροδικαστής έβγαλε πόρισμα. Την κοπέλα τη σκότωσαν στις οχτώ το πρωί περίπου. Χρειαζόμαστε άλλοθι. Κάποιον που να ξέρει ότι ψάρευες από τις εφτά ως τις δέκα».
«Ήταν ένας. Άρχισε να ψαρεύει μισή ώρα μετά από μένα, δέκα μέτρα πιο ‘κει. Φορούσε μαντήλι στο κεφάλι δεμένο αντί για καπέλο, όπως πολλοί οικοδόμοι. Κάποιος τον χαιρέτησε και τον είπε… Δάγκουλα. Παρατσούκλι σίγουρα. Ανθρωπάκι, που το πειράζουν».
«Μπράβο, μπαμπά! Άλλο κάτι θυμάσαι; Οτιδήποτε».
«Λίγο πριν έλθει αυτός ο Δάγκουλας, πέρασε ένας νεαρός μπασκίνας. Με ρώτησε αν τσιμπάει κι έφυγε».
«Πολύ ωραία, μπαμπά! Θα πάω πάνω στο γραφείο του Θεοδώρου. Θα ζητήσω να δώσεις συμπληρωματική προανακριτική κατάθεση. Μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρουμε. Ύστερα θα μας πάνε στον Ανακριτή στα δικαστήρια. Θα διατυπωθεί η κατηγορία, αλλά όταν γίνει η δίκη θα είμαστε δύο δικηγόροι. Θα πάρουμε και τον κύριο Νικηφορίδη. Πολύ έμπειρος στα ποινικά». Του έσφιξε με θέρμη το μπράτσο κι έφυγε.
Περίμενε να τον πάνε στον Θεοδώρου το απόγευμα, όπως είχε πει ο Οικονομίδης, αλλά δεν τον πήγαν. Αντί γι’ αυτό του πήραν τη συμπληρωματική προανακριτική κατάθεση.
Το βράδυ έκανε δυο ώρες να κοιμηθεί.
«Με δουλεύεις, ρε, ποια περιέργεια;», είχε πει ο Θεοδώρου.
«Εμένα ξέρετε ο πατέρας μου δεν ήταν αριστερός. Αλλά τον έχασα στα δεκαπέντε μου. Γι’ αυτό στον Εμφύλιο δεν πήγα φαντάρος. Αλλά ούτε ανακατεύθηκα πουθενά.».
«Βασιλικός ήταν ο πατέρας σου, ρε. Πατριώτης. Ντρέπεσαι να το πεις, αλλά εμείς τα ξέρουμε όλα. Και ήταν Συμμοριτοπόλεμος, τι Εμφύλιος και μπούρδες. Μόνος σου φανερώνεσαι.
Άκου να δεις. Ξέρουμε από το φάκελό σου ότι ούτε στην Κατοχή ούτε στην περίοδο του Συμμοριτοπόλεμου είχες σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και τις παραφυάδες του. Όμως, το εξήντα ένα ήσουν εκλογικός αντιπρόσωπος της ΕΔΑ, σε εκλογικό τμήμα της Άνω Πόλης.
Για χάρη της μνήμης του πατέρα σου δεν θα πας εξορία. Δεν είναι τζάμπα. Θα σε καλούμε να δίνεις το ‘’παρών’’. Αν σε πλησιάσουν κάποιοι θα μας το πεις. Θέλω πληροφορίες. Και μη τολμήσεις να συμμετάσχεις σε οιαδήποτε ενέργεια κατά της Επαναστάσεως. Παρακολουθούμε. Δεν μας ξεφεύγει τίποτα. Το κατάλαβες;».
Αργότερα έμαθε ότι δεν τους έστελναν όλους εξορία. Όποιους θεωρούσαν ότι στην εξορία θα γίνουν πιο σκληροί κομμουνιστές κοντά στους παλιούς, προτίμησαν να τους βάλουν στο καθεστώς της παρακολούθησης και της παρουσίασης στην Αστυνομία. Παράλληλα αν μπορούσαν θα τους εκμεταλλεύονταν.
Ο Χρήστος συνέχισε να πηγαίνει πότε πότε στη «Δόμνα».
Παλιά γλεντούσε εκεί πότε με τους συντρόφους, πότε οικογενειακά. Τώρα πήγαινε πάλι να πιει καμιά ρετσίνα με κανένα φίλο. Η αστυνομία σίγουρα το ήξερε ότι πηγαίνει. Αλλά φυσικό θα τους φαινόταν. Πώς αλλιώς θα τους πήγαινε πληροφορίες; Αυτός πάντως περνούσε καλά. Μάθαινε στα κρυφά και κανένα νέο. Μα όταν τον καλούσαν στην αστυνομία τίποτα δεν είχε να τους πει.
«Εγώ βλέπω μόνο αυτούς που υπέγραψαν δήλωση», τους έλεγε, «αυτοί με εμπιστεύονται, δεν πλησιάζει άλλος».
Το άλλο απόγευμα τον πήγαν στον Θεοδώρου. Μόνο ένας ακόμη ασφαλίτης ήταν παρών, αλλά μακριά σε μια γωνιά.
Ο Χρήστος τον θυμόταν τον μπάσταρδο, όπως ήταν τότε. Τώρα τον είδε αγνώριστο, εξαντλημένο λες κι είχε δουλέψει οικοδομή επί ένα εικοσιτετράωρο.
Ο αρχιασφαλίτης άρχισε να μιλάει, χωρίς να τον κοιτάζει. Δεν μιλούσε σ’ αυτόν. Μονολογούσε:
«Την κόρη μου, ρε καριόλη; Άντρας με άντρα, αν έχεις αρχίδια. Είμαι καλό παλληκάρι εγώ. Το δαχτυλάκι μου να κουνήσω σε λιώνω. Και δεν μ’ έβαλαν σ’ αυτή τη θέση μόνο, επειδή τσάκιζα κουμμούνια. Είμαι αστυνομικός. Έχω μυαλό. Τιμάω τον όρκο μου».
Σταμάτησε για ένα λεπτό. Ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον Χρήστο, σαν να τον πρωτόβλεπε εκείνη τη στιγμή.
Ο Χρήστος, μπροστά σε αυτό το ράκος, δεν ένιωθε ούτε μίσος ούτε λύπη.
«Είμαι αστυνομικός. Δεν μπορώ να ανεχθώ ότι θα υπάρχει κάποιο κάθαρμα που θα χασκογελάει πίσω από την πλάτη μου, επειδή τη γλύτωσε. Θέλω να τον τσακώσω τον πούστη. Εσένα τι να σε κάνω; Είσαι ένα τσουτσέκι. Θα την πληρώσεις μόνο αν είσαι άτυχος. Πες μου, ρε, ο χωροφύλακας, που σε είδε να ψαρεύεις, πώς ήταν;».
«Νέος. Ωραίος. Ψιλό μαύρο μουστάκι».
Ο Θεοδώρου τον κοίταξε, αλλά δεν τον έβλεπε.
«Σκατά περιγραφή. Αυτό μόνο;».
«Η μύτη του… είχε μύτη μποξαδόρου, με μια κρεατοελιά στο πλάι».
Ο Θεοδώρου έδειξε να αποκτά πάλι οπτική επαφή.
«Δηλαδή; Πώς την κατάλαβες τη μύτη;».
«Ήταν σπασμένο το κοκαλάκι», κι έδειξε τη ράχη της μύτης του.
«Και πού ξέρεις εσύ από πυγμάχους και μύτες, ρε;».
«Στη γειτονιά είναι δυο, ο φίλος μου ο Θωμάς ο Τακίδης, του Ηρακλή, πρωταθλητής Ελλάδος, κι ένας ακόμη».
«Πάρτε τον», είπε μαλακά στον άλλον ασφαλίτη ο Θεοδώρου.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Μπήκαν δυο και τον πήγαν ξανά στο κρατητήριο.
Την άλλη μέρα τίποτα, ούτε ανάκριση ούτε κουβέντα με τον Οικονομίδη. Ποιος ήξερε τι μαγείρευαν τα καθήκια. Μπορεί να ετοιμάζονταν να τον κατεβάσουν στο δεύτερο υπόγειο. Εκεί εκτός από ξύλο θα είχε και επιστημονικά βασανιστήρια μέχρι να πεις αυτό που θέλουν. Α! Όχι. Ότι κι αν γινόταν δεν μπορούσε να ομολογήσει κάτι που δεν έκανε.
Σκεφτόταν τη Μαρία. Τι να κάνει τώρα η φουκαριάρα;
Ήταν το στολίδι της ζωής του. Προξενιό του την έδωσαν στα τριάντα της. Ψηλόλιγνη μελαχρινή καλλονή και στην ψυχή άγγελος. Την αγάπησε πολύ. Μια αγάπη που δέθηκε με τον σταθερό δεσμό της συμπόνιας γι΄ αυτό το εύθραυστο όμορφο πλάσμα.
Εξάλλου, πάντα συναισθανόταν τις γυναίκες, μάλλον επειδή είχε μεγαλώσει ορφανός από πατέρα και έζησε τα πάθια της μάνας του και τη συμπόνεσε τη μάνα του και την αγάπησε πολύ τη μάνα του και λίγο πολύ όλες τις γυναίκες.
«Να την προσέχεις Χρήστο. Έχει μιαν ευαισθησία», του είχε πει ο πατέρας της. Και του είπε για την κατάθλιψη που πέρασε στα είκοσί της.
Είχε άλλες δυο κόρες να παντρέψει. Την έδωσε λοιπόν στον οικοδόμο. Τουλάχιστον αυτός θα την έπαιρνε στην πόλη, να μη τραβάει δουλειά και στα χωράφια, να έχει μόνο τη φροντίδα του νοικοκυριού και της οικογένειας. Την φτώχεια θα την πάλευαν όπως όλοι.
Δυστυχώς το ξανάπαθε, πριν εφτά χρόνια, μετά την περιπέτειά του, όσο κι αν αυτός θέλησε να την προστατεύσει.
Από τα μέσα του εξήντα οχτώ μέχρι αρχές εβδομήντα ήταν με ψυχοφάρμακα. Στο σπίτι ήταν ξάπλα ανήμπορη να κάνει το παραμικρό. Το κλάμα της συχνά του τσάκιζε την καρδιά. Το παιδί, ασκούμενος τότε, είχε ρέψει από τη στενοχώρια του. Για δυο μήνες χρειάστηκε να την βάλουν και σε νευρολογική κλινική.
Στο τέλος έγιανε, αλλά δεν ήταν η ίδια. Είχε πάρει κάποια κιλά. Αλλά το χειρότερο ήταν πως αν κάτι τη στενοχωρούσε ή αν κουραζόταν λίγο παραπάνω έπεφτε στο κρεβάτι για μερικές μέρες.
Πώς την έστειλε στο Τμήμα να γυρίσει το πορτοφόλι; Πολύ ελαφρά το αποφάσισε.
Τι να κάνει τώρα η φουκαριάρα; Τι γίνεται μέσα στην ψυχή της;
Κατά τις δέκα ήλθε ο γιός του. Του είπε το αναπάντεχο.
«Μπαμπά. Φεύγουμε. Τον βρήκαν. Τον βρήκαν τον ένοχο!».
«Τον βρήκαν; Ποιός ήταν;».
«Ο νεαρός ο χωροφύλακας. Είχε ραντεβού κάπου πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο μαζί της, στις οχτώ. Εκεί δούλευε η κοπέλα. Είχαν σχέση, αλλά μαλώσανε, γιατί ήθελε να τον παρατήσει. Της έδωσε μπουνιά και της έσπασε το σαγόνι. Πέθανε επειδή χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού σ’ ένα τοιχάκι.
Κανονικά έπρεπε να είχε αναφέρει ότι σε είδε. Όμως, ακόμη κι όταν ειδοποίησαν τα Τμήματα μετά τη συμπληρωματική κατάθεσή σου, αυτός δεν παρουσιάστηκε. Αλλά τον είχες περιγράψει. Δεν ήταν δύσκολο να τον βρουν και ομολόγησε αμέσως.
Είχε πάει σπίτι του, έβαλε πολιτικά και πέταξε το πορτοφόλι στο ψαράδικο να θολώσει τα νερά. Είχε σκουπίσει τα αποτυπώματα. Γι΄ αυτό βρήκαν μόνο τα δικά σου και της μαμάς. Αφύσικο. Ο Θεοδώρου είχε καταλάβει. Ίσως ήξερε και για τη σχέση της κόρης του. Δεν μπορεί να ήσασταν εσύ και η μαμά» και με τη λέξη μαμά η φωνή του έσπασε πνίγοντας ένα λυγμό.
«Ρε, Γιώργο, φέρνεις το πιο χαρούμενο μαντάτο, αλλά πας να κλάψεις, βρε αγόρι μου».
Δάκρυα κυλούσαν τώρα άφθονα από τα μάτια του Γιώργου. Αγκάλιασε τον πατέρα του.
«Μπαμπά, πάει η μαμά. Τη χάσαμε. Δεν το άντεξε η καρδιά της…».
Ο Χρήστος είδε το πάτωμα να γυρίζει. Γαντζώθηκε στο γιο. Κάτι τον ζεμάτισε μέσα στο στήθος και το μυαλό του το τύλιξε ομίχλη.
… … …
Το άλλο μεσημέρι ο ουρανός έκλαιγε πάνω στην άσφαλτο και τους γύρω λόφους. Οι υαλοκαθαριστήρες του Φίατ εκατόν είκοσι εφτά δούλευαν στο φουλ.
Η γειτονιά τους δέχτηκε μουλιασμένη. Τα κλαδιά από τις ακακίες σχημάτιζαν δυσοίωνα σχήματα στην άκρη του δρόμου, σαν τεράστια σκελετωμένα δάκτυλα
Σταμάτησαν μπροστά στο παλιό διώροφο. Ο γιος βγήκε ν’ ανοίξει την καγκελόπορτα της πυλωτής· κρύες σταγόνες γέμισαν τα γυαλιά του και του ράντισαν το κούτελο. Ύστερα, έβαλε σιγά σιγά το αυτοκίνητο μέσα στην πυλωτή. Ο πατέρας του κατέβηκε κι ένιωθε σαν να ερχόταν σε φυλακή να εκτίσει μια βαριά ποινή.
Μπήκαν στο μικρό διαμέρισμα. Ο Χρήστος διέσχισε το σαλόνι όπως ήταν, με τα παπούτσια, βγήκε στο μπαλκόνι και κάθισε στην άσπρη πλαστική καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. Η άδεια καρέκλα στην άλλη μεριά τον βάραινε. Η βροχή, σιγανή τώρα, ακουγόταν σαν λυγμός πάνω στα κάγκελα.
«Μπαμπά, αύριο το μεσημέρι θα σε πάρουμε σπίτι για φαγητό. Θα έλθω στη μία. Πάω τώρα», άκουσε τον Γιώργο να λέει.
Κοίταξε τη θέα. Το κάστρο παρακάτω σαν ξεχαρβαλωμένη μασέλα. Πάνω απ’ τα δόντια, μικρό κομμάτι της πόλης, μια μάζα σε μολυβένιες αποχρώσεις. Η Καλαμαριά μακριά, σκοτεινό ρύγχος, παραμόνευε ύπουλα στην άκρη μιας θάλασσας από αλουμίνιο, που απλωνόταν σαν σάβανο πάνω στον Θερμαϊκό.
Στο βάθος τα βουνά άφαντα· μόνο οι κορφές του Ολύμπου σαν ράχη τεράστιου μυθικού δράκου, φυλούσαν την ομίχλη του ορίζοντα.
Η βροχή σταμάτησε. Οι κουρτίνες της κρέμονταν τώρα μακριά, ψηλά, πάνω από την Πιερία, ανάκατες με ισχνές ακτίνες ήλιου. Μπήκε μέσα. Ξαναγύρισε με δυο δάχτυλα κονιάκ σ’ ένα μικρό ποτήρι. Η σπιρτάδα μπήκε από τη μύτη του στο μυαλό του. Ήπιε λίγο. Ένιωσε το πιοτό να μαρκάρει μ’ ένα μούδιασμα τη διαδρομή προς το στομάχι.
Ήταν η ώρα που τα κοράκια επέστρεφαν από την εξοχή. Προτού κουρνιάσουν στις φωλιές τους στα δέντρα των πάρκων μέσα στην πόλη, έκαναν στάση στις κεραίες των τηλεοράσεων που βρίσκονταν πάνω σε πλυσταριά, στέγες και ταράτσες που αλλοίωναν τη θέα. Ο αέρας γέμισε κρωξίματα.
Σήκωσε το ποτηράκι στο ύψος των ματιών· ρουμπίνι ανάμικτο με κεχριμπάρι. Ξανάπιε. Οι σκέψεις μείωναν ταχύτητα, η θλίψη έχανε βάρος.
Η πραγματικότητα όμως δεν άλλαζε στο παραμικρό.
«Αχ, Μαρία μου!» μονολόγησε δυνατά «όλα για σένα έγιναν!».
~~
Αφού έγιναν τα σαράντα της Μαρίας, πήγε πάλι για ψάρεμα στην παραλία. Αγόρασε δόλωμα μέσα σε υγρά φύκια, τυλιγμένο σε εφημερίδα. Περπάτησε μέχρι το «Μακεδονία Παλλάς». Εκεί μπροστά ακούμπησε τη σακούλα του, στην προκυμαία.
Κοίταξε τον ορίζοντα· μόνο ομίχλη. Τρία βαπόρια αρόδο στα δεξιά. Απ’ την πολλή ομίχλη δεν ήξερε αν ήταν στη θάλασσα ή στον ουρανό.
Ο κυρ – Χρήστος, έβγαλε από τη σακούλα την πετονιά, δόλωσε, τη στριφογύρισε κι έριξε μέσα. Ύστερα, με το τσιγάρο στο στόμα, την κρατούσε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα.
Σε μισή ώρα ήλθε ο Δάγκουλας, δέκα μέτρα πιο κει.
«Καλημέρα, Χρήστο», είπε, «τσιμπάει;».
«Καλώς τον Φώτη, καλώς το άλλοθί μου!». Με τίποτε δεν θα τον έλεγε Δάγκουλα.
Συνέχισαν να ψαρεύουν. Άλλαζαν και καμιά κουβέντα. Όταν ο Χρήστος έφυγε, μετά από δυό ώρες του άφησε δέκα ψάρια.
«Πάρε, Φώτη, να πιεις και μια ρετσίνα από μένα», είπε, και περπάτησε προς την Πλατεία Ελευθερίας να πάρει το αστικό για τα κάστρα.
ΤΕΛΟΣ