Το πρώτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2020/04/restartbuttonmusic1.html
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμένοι.”
Αντόν Τσέχωφ
“Το να είσαι ευτυχισμένος εντελώς μόνος είναι παράλογο.”
Ρότζερ Μοντολόνι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Για να επιστρέψουν πέρασαν μέσα απ’ το Βόλο. Ο Σάσα προσπαθούσε να εξηγήσει το σχέδιο του.
“Θα κάνουμε μια κατάσταση Όλιβερ Σακς”, της είπε.
“Σαν τα Ξυπνήματα; Πού θα βρεις L-Dopa;”
“Όχι αυτή την κατάσταση. Μουσικοφιλία.”
Η Αναστασία είχε διαβάσει το βιβλίο.
“Θυμάσαι το κεφάλαιο με τον πιανίστα;” είπε ο Σάσα και μετά φώναξε: “Σταμάτα εδώ!”
“Τι έγινε πάλι;”
“Θα χρειαστώ κιθάρα.”
Μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί που είχε δει. Βγήκε τρέχοντας κρατώντας μια ακουστική.
“Είναι ίδια με την πρώτη μου, γιαμάχα”, είπε και την άφησε πίσω. “Ο Σακς έλεγε για έναν γέρο πιανίστα που είχε Αλτσχάιμερ.”
“Κάτι θυμάμαι.”
“Τελείως χαμένος.”
“Σαν τον πατέρα σου. Περίμενε.”
Η Αναστασία άναψε αλάρμ και σταμάτησε σ’ ένα φαρμακείο. Επέστρεψε γρήγορα.
“Όλα καλά;” της είπε.
“Ναι, γυναικολογικά θέματα”, του είπε και ξεκίνησε.
“Ο σολίστας δεν ξέρει τι του γίνεται”, είπε ο Σάσα.
“Μέχρι που τον βάζουν μπροστά σ’ ένα πιάνο. Μήπως;” Έδειξε έναν φούρνο. Ήταν νηστικοί απ’ το πρωί.
“Σίγουρα”, έκανε ο Σάσα.
Κατέβηκαν μαζί κι αγόρασαν κάθε είδους πίτα που είχαν.
“Μόλις η ορχήστρα ξεκινάει την εισαγωγή του Μότσαρτ”, έκανε ο Σάσα.
“Ο γέρος το παίζει όλο από μνήμης”, είπε η Αναστασία μπουκωμένη με μια γαλατόπιτα.
“Ολόκληρο κοντσέρτο χωρίς να κοιτάει. Η πατσαβουρόπιτα είναι θεϊκή.”
Η Αναστασία δεν μίλησε για λίγο. Δεν σκεφτόταν, ήθελε ν’ απολαύσει το φαΐ της. Κι ήταν έξω απ’ τη βρόμα του εργοστασίου της ΑΓΕΤ όταν έθεσε τις αντιρρήσεις της.
“Μπορεί να παίξει μουσική. Καθόλου απίθανο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε αναγνωρίσει.”
Ο Σάσα δεν απάντησε. Προτίμησε να δοκιμάσει την σπανακόπιτα.
~
Βρήκαν ένα δωμάτιο στο Μαλάκι, σχεδόν απέναντι απ’ το γηροκομείο. Ο Σάσα πήρε τον αδελφό του.
“Τι έγινε;” είπε εκείνος.
“Ξέρεις να παίζεις κάποιο όργανο;”
“Βιολί παίζω. Όχι τίποτα σπουδαίο. Αυτοδίδακτος είμαι.”
“Αυτοδίδακτος στο βιολί; Πρέπει να έχεις καλό αυτί.”
“Πατέρα μουσικό έχω.”
“Έχουμε.”
Δεν τον είχε ρωτήσει πώς ήταν η ζωή με τον Αλεξέι νούμερο δύο. Ο πρώτος είχε αποτύχει παταγωδώς σε όλα. Αλλά φαινόταν ότι είχε μάθει απ’ τα λάθη του.
“Αύριο το πρωί έλα στη Θέα με το βιολί σου”, του είπε.
“Από πού παίρνεις;”
“Τριάντα καναρίνια, δωμάτια προς ενοικίαση. Ξέρεις πού είναι. Κι αύριο έχουμε συναυλία, αδελφέ.”
Του εξήγησε το σχέδιο του κι ήταν πολύ χαρούμενος.
~
Βγήκαν στην αυλή. Ακουγόταν ένας γκιόνης να φωνάζει τον χαμένο αδελφό του. Ανοίξανε ένα μπουκάλι κρασί. Η Αναστασία του είπε ότι έπρεπε να πάει να πουδράρει τη μύτη της. Ο Σάσα έμεινε να πίνει. Χωρίς να καταλάβει είχε αρχίσει να φτιάχνει μια λίστα, ποια τραγούδια θα έπαιζαν. Κι ήταν πολλά αυτά που είχε στο μυαλό.
Η Αναστασία γύρισε και στάθηκε μπροστά του.
“Το πήρες απόφαση ή ακόμα;” του είπε.
“Πώς το κατάλαβες;”
“Το κατάλαβα πριν από σένα.”
“Θα μείνω.”
“Όσο καιρό…”
“Ζήσει. Όσο καιρό ζήσει θα μείνω.”
Της έβαλε κρασί στο ποτήρι. Εκείνη είπε ότι δεν είχε όρεξη.
“Δεν είναι συγχώρεση πλέον”, είπε ο Σάσα.
“Τι είναι;”
“Εξιλέωση.”
“Ποιανού;”
“Δική μου.”
Τόσα χρόνια ευχόταν τον θάνατο του πατέρα του. Είχε λόγους να το κάνει, αλλά αυτή η ευχή του είχε βρομίσει την ψυχή. Θα την καθάριζε κάνοντας ‘τον χαρούμενο.
Η Αναστασία σκότωσε στον αέρα ένα εαρινό κουνούπι.
“Το ξέρεις ότι μόνο τα θηλυκά κουνούπια πίνουν αίμα;” του είπε. “Έχει να κάνει με την εγκυμοσύνη. Τ’ αρσενικά δεν ρισκάρουν τη ζωή τους. Τη βγάζουν με χυμούς δέντρων.”
“Αν μπορούσα θα τον έπαιρνα σπίτι”, είπε ο Σάσα.
“Ωραία όλ’ αυτά”, είπε η Αναστασία. “Ξέρεις τι μ’ ενοχλεί; Ο ενικός αριθμός: Θα μείνω. Θα τον έπαιρνα σπίτι. Ούτε καν με ρώτησες αν θέλω να μείνω κι εγώ.”
“Εσύ έχεις τη δουλειά σου.”
“Δικαιολογίες”, είπε η Αναστασία και σηκώθηκε.
Πήγε στο κρεβάτι.
Μετά από λίγο ξάπλωσε δίπλα της.
“Είναι κάτι που ψάχνω, καταλαβαίνεις;”
“Είσαι ηλίθιος, αυτό καταλαβαίνω.”
“Έχει να κάνει με το νόημα…”
“Που είναι ξαπλωμένο δίπλα σου” του είπε η Αναστασία.
Ο Σάσα γύρισε και την κοίταξε. Του φάνηκε σαν να λάμπει.
“Περίμενε”, της είπε.
Πήγε κι έφερε την κιθάρα. Την κούρδισε γρήγορα. Ξεκίνησε να παίζει το Kathy’s Song των Σάιμον και Γκαρφάνκελ.
“I stand alone without beliefs
The only truth I know is you”
“Το πιστεύεις αυτό;” του είπε η Αναστασία.
“Η μουσική δε λέει ψέματα.”
Αγκαλιάστηκαν σαν να μην είχαν αγκαλιαστεί ποτέ πριν. Μετά η Αναστασία πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Να ξέρεις ένα πράγμα μόνο. Δεν πρόκειται να το πούμε Αλεξέι ή Αλεξία.”
Ο Σάσα άργησε να καταλάβει. Του ήρθαν σαν εικόνες από ταινία. Το φαρμακείο-γυναικολογικά, τα θηλυκά κουνούπια, η άρνηση για κρασί. Φίλησε την κοιλιά της Αναστασίας κλαίγοντας.
“Γαμώτο”, είπε εκείνη, “μου τη σπάνε οι άντρες που κλαίνε πιο πολύ από μένα.”
~~{}~~
Το επόμενο πρωινό, την ώρα που ξεκινούσε το επισκεπτήριο, η υπάλληλος στην υποδοχή είδε τον Νικολάι με τη θήκη του βιολιού, τον Σάσα με την κιθάρα του (δεν είχε πάρει θήκη) και την Αναστασία μ’ ένα ντέφι. Έμοιαζαν με συγκρότημα πλανόδιων μουσικών.
Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. O Νικολάι της εξήγησε τι ήθελαν να κάνουν, κι όπως φάνηκε απ’ τα χαμόγελα κάτι παιζόταν μεταξύ τους.
“Αρκεί να μην κάνετε πολύ θόρυβο”, είπε και γέλασε.
Πήρε τηλέφωνο να φέρουν τον Κάρλοφ στο σαλόνι, γιατί τον περίμενε… Κοίταξε τον Νικολάι.
“Η μπάντα του”, είπε εκείνος.
“Τον περιμένει η μπάντα του.”
Όταν τον είδε ο Σάσα απογοητεύτηκε. Ήταν εντελώς ηλιοτρόπιο, καμιά επαφή με το περιβάλλον. Κι εκείνος περίμενε να παίξει πιάνο.
“Όλιβερ Σακς”, του είπε η Αναστασία για να τον ενθαρρύνει.
“Για να δούμε.”
Πήγαν το αμαξίδιο κοντά στο πιάνο.
“Σήκωσε τον εσύ”, είπε ο Νικολάι. “Εφτά χρόνια εγώ το κάνω.”
Ο Σάσα έπιασε τον πατέρα του. Πόσο καιρό είχε να τον ακουμπήσει; Τότε ο πατέρας σήκωνε τον γιο στην αγκαλιά του, για να τον βάλει για ύπνο. Τώρα ο γιος σήκωνε τον πατέρα, για να τον ξυπνήσει απ’ τον διαρκή ύπνο.
“Είναι ελαφρύς”, είπε ο Σάσα, χωρίς να πει αυτό που πραγματικά σκέφτηκε: “Άδειος.”
Τον έβαλε να κάτσει μπροστά στο πιάνο. Ύστερα ακούμπησε τα χέρια του πατέρα του στα πλήκτρα. Ακούστηκε ένα παράφωνο ακόρντο, όπως κάτι που θα έπαιζε ο Στραβίνσκι.
“Τι θα παίξουμε;” είπε ο Νικολάι.
“Τι του άρεσε;”
“Σίγουρα ήταν της αμερικάνικης σχολής. Τελευταία, όσο είχε ακόμα μυαλό, άκουγε πολύ φολκ.”
“Ντίλαν;”
“Και Ντίλαν. Αλλά προτιμούσε τον Τζον Πράιν.”
“Μπράβο ο γέρος. Είχε γούστο.”
“Έπαιζαν μαζί λίγα χρόνια, στο Τένεσι.”
“Α, οκέι. Τον ήξερε δηλαδή.”
“Έπαιζαν μαζί.”
Ο Νικολάι του έβαλε στο κινητό ν’ ακούσει το Hello In There.
“Εύκολο”, είπε ο Σάσα. “Σολ, λα, ρε, βάζει κι ένα σι μινόρε.”
Ξεκίνησαν να το παίζουν. Πρώτα η κιθάρα κι η φωνή, μετά το βιολί και το ντέφι, περίμεναν για το πιάνο. Ο Σάσα έφτασε στο ρεφραίν.
“You know that old trees just grow stronger
And old rivers grow wilder ev’ry day
Old people just grow lonesome
Waiting for someone to say, “Hello in there, hello”
Αλλά το πιάνο δεν έμπαινε. Κοιτούσε διαρκώς τα χέρια του πατέρα του. Καμία κίνηση. Κοιτούσε το πρόσωπο. Τίποτα, ούτε δάκρυ, ούτε κάποια σύσπαση, τίποτα. Μηδενική αντίδραση.
Το έπαιξε ολόκληρο κοιτώντας αλλού. Ο Τζον Σπάιν έγραφε ωραίους στίχους. Όταν τέλειωσε ο Αλεξέι δεν είχε παίξει ούτε μια νότα.
“Κοίτα!” είπε ο Σάσα. “Το χέρι του είναι πάνω στα πλήκτρα του σολ.”
Δεν τον πίστεψαν.
“Μάλλον χρειαζόμαστε κάτι πιο ζωντανό”, είπε η Αναστασία. “Για να ξυπνήσουμε τους νεκρούς.”
“Σόουλ;”
“Να ‘χει και πιάνο.”
“Πιάνο και σόουλ ένα πράγμα σημαίνει”, είπε ο Σάσα. “Ρέι Τσάρλς.”
“Ποιο κομμάτι;”
“Το Shake a Tail Feather, όπως το παίζουν στο Blues Brothers.”
“Θα χορέψω μ’ αυτό”, είπε η Αναστασία και χτύπησε το ντέφι στο γοφό της.
Και ξεκίνησαν να παίζουν.
Ο Σάσα γρήγορα ξεχάστηκε στην απόλαυση της μουσικής. Τραγουδούσε και γελούσε. Η Αναστασία τον σκούντηξε να του δείξει. Ο Αλεξέι κουνούσε το αριστερό χέρι. Όχι σπασμωδικά, είχε πιάσει τον ρυθμό, τα μπάσα. Το κεφάλι του συνέχιζε να είναι ριγμένο στα δεξιά, τα μάτια κλειστά, αλλά κουνιόταν ολόκληρος ακολουθώντας το χέρι. Έμοιαζε λίγο με τον Στήβι Γουόντερ, αλλά χωρίς γυαλιά -και χωρίς συνείδηση.
Ο Σάσα κι ο Νικολάι χάρηκαν. Κι ακόμα δεν είχαν δει τίποτα. Στο δεύτερο κουπλέ ο Αλεξέι έβαλε και το δεξί χέρι. Έπαιζε κανονικά πλέον. Όχι μόνο κανονικά, έπαιζε με την άνεση ενός βετεράνου που έχει περάσει απ’ το Χάρλεμ, το Τενεσί και την Νέα Ορλεάνη.
Ο Νικολάι πλεύρισε τον Σάσα.
“Μετά το ρεφραίν δως του χρόνο για σόλο.”
“Λες;”
Πράγματι, μόλις τέλειωσαν τα λόγια συνέχισαν να κρατάνε τον ρυθμό. Κι ο Αλεξέι, με κλειστά τα μάτια, έκανε το καλύτερο σόλο της ζωής του.
“Δώσε, μπαμπά!” φώναξε ο Νικολάι προσθέτοντας τελειώματα με το βιολί του.
Ο Αλεξέι πατούσε και μερικές νότες εκτός κλίμακας, αλλά τις διόρθωνε επιστρέφοντας με χρωματική στην πεντατονική μπλουζ. Δεν χρειαζόταν να σκέφτεται. Κανείς μουσικός δεν σκέφτεται τις νότες του μία μία, είναι ένα σύνολο.
Το πρόσωπο του συνέχιζε να είναι ανέκφραστο, αν και είχε κοκκινίσει λιγάκι.
“Για να δούμε αν θα το πιάσει αυτό”, είπε ο Σάσα. “Ανέβα ένα ημιτόνιο.”
Ανέβηκαν ένα ημιτόνιο, όπως κάνει ο Ρόμπι Ουίλιαμς στο Mack the Knife, του Κουρτ Βάιλ, κι ο Θάνος Μικρούτσικος στο Μαχαίρι.
Ο γέρος το κατάλαβε αμέσως κι άλλαξε κλίμακα.
“Καταλαβαίνει”, φώναξε ο Σάσα. Δεν γελούσε πλέον, έκλαιγε. Αλλά δεν σταματούσε τη μουσική.
“Άλλο ένα ημιτόνιο πάνω”, φώναξε και το ανέβασε δύο. Ο γέρος δεν άκουσε τη φωνή του, άκουσε τη μουσική, ανέβηκε δυο ημιτόνια.
Και συνέχισαν να παίζουν. Ο Σάσα ένιωθε σαν τον Ιησού που μόλις ζωντάνεψε τον Λάζαρο. Αν του έδινε κι ένα σημάδι ότι ξέρει τι συμβαίνει θα ήταν ευτυχισμένος.
“Πάμε πιο γρήγορα”, είπε κι ανέβασαν τον ρυθμό. Ο γέρος ακολούθησε.
“Κι άλλο”, είπε ο Σάσα.
Το πήγαν πιο γρήγορα.
Μόνο η Αναστασία παρατήρησε ότι οι φλέβες στους κροτάφους του γέρου είχαν πρηστεί. Πλησίασε τον Σάσα και του είπε ότι πρέπει να σταματήσουν.
Αλλά τότε έγινε. Ο Αλεξέι χαμογέλασε.
Δεν ήταν ακούσιος μορφασμός, σύσπαση του προσώπου ή κάτι τέτοιο. Ήταν ένα τεράστιο πλατύ χαμόγελο που άφησε να φανούν τα λίγα δόντια που του είχαν απομείνει. Ήταν ένα χαμόγελο απόλυτης ευτυχίας, λες και μόλις έμπαινε στον Παράδεισο.
“Μη σταματάς”, φώναξε ο Σάσα στον αδελφό του.
Η Αναστασία πήγε να πει κάτι.
“Είναι χαρούμενος. Κοίτα!” της είπε ο Σάσα.
“Είναι εντάξει”, είπε ο Νικολάι.
Και τα δύο αδέλφια μαζί ανέβασαν τον ρυθμό και είπαν:
“Έλα, μπαμπά, δωσ’ τα όλα.”
Ο γέρος τους ακολούθησε γελώντας πια, με ήχο. Δεν άνοιξε τα μάτια του, αλλά γελούσε. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε. Γιατί μετά σταμάτησε να παίζει κι έπεσε με τα μούτρα στα πλήκτρα του πιάνου.
Είχε πεθάνει παίζοντας μουσική. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει εκείνη τη μέρα;
~~}{~~
Πήγαν στο Βόλο ν’ αγοράσουν ρούχα κατάλληλα για κηδεία. Μαύρα. Ο Σάσα φαγώθηκε να βρει ginger ale. Πήρε κι ένα μπουκάλι βότκα. Όταν πήρε απ’ το περίπτερο μεγάλα χαρτάκια, για τρίφυλλα τσιγάρα, η Αναστασία κατάλαβε ότι αλλού το πήγαινε.
“Τι ‘ν’ όλα αυτά;” τον ρώτησε.
“Τα χρειαζόμαστε για το τελευταίο του τραγούδι, για την Έξοδο”, είπε ο Σάσα. “Ακριβώς όπως το ήθελε ο φίλος του, ο Τζον Σπάιν. Μαζί ήπιανε, μαζί καπνίσανε, μαζί έπαιξαν μουσική, μαζί θα πάνε στον Παράδεισο.”
~
Στο νεκροταφείο, λίγο πριν αρχίσει η τελετή, ο Σάσα πλησίασε τον παπά.
“Ο μακαρίτης είχε ζητήσει δυο τρία πράγματα, σαν τελευταία επιθυμία”, του είπε και του έβαλε πενήντα ευρώ στο χέρι.
Άφησε να κατεβάσουν το φέρετρο στον τάφο. Εκεί μέσα ήταν νεκρός ένας άνθρωπος που είχε κάνει πολλά λάθη, μεγάλα λάθη, αλλά είχε ζήσει κι ωραία πράγματα, είχε δώσει και κάμποση αγάπη. Ένας κανονικός άνθρωπος, ξέρεις πώς πάει, ένας άνθρωπος που δεν θα έκανε άλλα λάθη.
Ο Σάσα έσκυψε κι άφησε στον τάφο τη βότκα, τα κουτάκια τζίντζερ έιλ, τα χαρτάκια για τρίφυλλα τσιγάρα και τη γιαμάχα κιθάρα. Δεν χωρούσε να του κατεβάσουν το πιάνο.
Έπειτα στάθηκε πίσω, όσο οι νεκροθάφτες σκέπαζαν τον πατέρα του, νεκρό σαν pecker-head, όπως λέει και το τραγούδι. Κι είπε στη Αναστασία να βάλει στο κινητό της ν’ ακουστεί το τραγούδι του Τζον Πράιν: “When i get to heaven.”
~~
Κι έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία. Έπαιζε ένα αστείο τραγούδι, σ’ ένα νεκροταφείο. Στέκονταν εκεί δυο ετεροθαλείς αδελφοί και μια γυναίκα.
Η γυναίκα είχε στην κοιλιά της μια ζωντανή κουκίδα, που ίσως κάποια μέρα να γινόταν άνθρωπος και να έβλεπε ταινίες, να διάβαζε βιβλία, να ερωτευόταν, να μισούσε, να τραγουδούσε, όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι όταν ζουν. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν.
Αλλά σ’ εκείνη την κηδεία κανείς δεν ήταν δυστυχισμένος. Ούτε καν ο νεκρός.
Όλοι τραγουδούσαν:
“And then I’m gonna get a cocktail
Vodka and Ginger Ale
Yeah, I’m gonna smoke a cigarette
That’s nine miles long
I’m gonna kiss that pretty girl
On the Tilt a Whirl
‘Cause this old man is going to town”
~~
Σημείωση του Συγγραφέα. Μετά το τέλος της ιστορίας.
Κάτι παράδοξο. Σύμπτωση, συγχρονικότητα, τύχη, δεν με νοιάζει. Μ’ αρέσει, συμβαίνει, οπότε τι σημασία έχει γιατί;
Έψαξα στο youtube το Kathy’s Song των Σάιμον και Γκαρφάνκελ για να το παίζει ο Σάσα στην Αναστασία, και να το βάλω στο κείμενο. Το κομμάτι αυτό είναι ένα απ ‘τ’ αγαπημένα μου κομμάτια -μ’ αρέσει να το παίζω κι εγώ στην κιθάρα.
Το βρήκα και διάβασα το πρώτο σχόλιο που έχει από κάτω:
“Tuii Πριν από 3 μήνες (τροποποιήθηκε)
played this song today at the nursery home I work at.
A lady 94 years old who never talks, began tearing up.”
(Δείτε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=ylCGvOUL938)
Και τώρα κάποιος θα πει: Είναι σύμπτωση.
Ναι, όλα σύμπτωση είναι. Κι η ζωή μας μια σύμπτωση είναι.
Ας την απολαύσουμε μέχρι να τελειώσει.
Και μετά…
And then I’m gonna get a cocktail
Vodka and Ginger Ale.