Οι σολομοί δεν πεθαίνουν ποτέ

0
516

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 64ef214fbc206392ffb18b63005e7bf7.jpgΚάθε φθινόπωρο, οι σολομοί του Ειρηνικού και του Ατλαντικού ωκεανού κολυμπούν μέχρι τη γενέτειρα τους για να γεννήσουν τους απογόνους τους. Με τρομακτική ακρίβεια, αφήνουν τα αυγά τους στο ίδιο ποτάμι που γεννήθηκαν οι ίδιοι. Δε γυρνάει κανένας ζωντανός, και με το θάνατο τους αναγεννούν όλη την πανίδα και τη χλωρίδα της περιοχής. Τα μωρά τους θα κάνουν ακριβώς το ίδιο, όταν μεγαλώσουν.

~~~~~~~~~~~~

4 

Όσο πλησίαζε στις όχθες τα κλάματα των μωρών υψώνονταν σε ένταση. Εκατοντάδες μικρές-μικρές σπηλιές εξέπεμπαν ένα αχνό ροζ φως που λαμπύριζε στα νερά του Μέγα Ποταμού. Μάλλον οι μανάδες τους θα τα είχαν καταχωνιάσει στις σπηλιές, να τα προφυλάξουν από τα άγρια ζώα. Βλέποντας τη σιωπηρή ατμόσφαιρα η Σαμπάχ φοβήθηκε πως είχε αργήσει περισσότερο από ότι έπρεπε. Κοίταξε πίσω της, όσο απλώνονταν ο αραιοσπαρμένος δρόμος να ακούσει πατημασιές, οποιοδήποτε σημάδι ενός τυχαίου συνταξιδιώτη, αλλά τίποτα. Στο γκριζωπό τοπίο κυριαρχούσαν τα κλάματα και,  πού και πού, ένα κουρασμένο και βραχνό μοιρολόι από ενήλικες φωνές.

Είχε πια βραδιάσει. Σκαρφάλωσε στα τυφλά, μέσα από τις ποταμίσιες τριανταφυλλιές, στη πρώτη σκοτεινή κοιλότητα που βρήκε στην πλαγιά του βουνού. Τα περισσότερα μωρά είχαν πλέον κοιμηθεί. Οι λίγες μανάδες που είχαν απομείνει καθόντουσαν στα γόνατα και έτρωγαν σιωπηλά. Οι ροζ αποχρώσεις είχαν βάψει τα αστέρια μωβ και τον ουρανό πιο σκοτεινό. Μέσα στη σπηλιά βρήκε δυο γυναίκες που έτρωγαν. Η μια φαινόταν πιο ελαφριά από την άλλη και είχε βάλει τα πόδια της μέσα στις πέτρες που έκαιγαν, να τα ζεσταίνει. Η Σαμπάχ θα κατάλαβε πως ήταν από αυτές που είχαν πεθάνει στο δρόμο. Η ζωντανή της συστήθηκε,  ήταν ένα όνομα που δεν το είχε ξανακούσει και γρήγορα το ξέχασε.

«Α καλώς την! Αργά μας ήρθες και δε σε είδαμε στο δρόμο. Από πού;», ρώτησε η νεκρή.

«Από την Θαρτάρ, δίπλα στον Ευφράτη. Μπορώ να γεννήσω εδώ;»

«Κάτσε ναι. Μη ξυπνήσεις τα μωρά μόνο.», είπε η πιο ζωηρή στο χρώμα, που κρατούσε αποστάσεις από τη φωτιά.

«Δες τα πως κοιμούνται ήρεμα. Θα αργήσω να τα ξαναδώ.», έκανε η νεκρή.

«Θα ξανάρθουν μια μέρα εδώ. Θα τα δεις τότε.», της απάντησε η κοπέλα με το ακατάληπτο όνομα.

«Ναι…θα αδειάσει η κοιλάδα όταν φύγετε.», είπε η νεκρή.

Η Σαμπάχ δεν φαινόταν να τις παρακολουθεί. Το ταξίδι ήταν τόσο κουραστικό που το μόνο που έκανε ήταν να ξαπλώσει ανάσκελα στις μαλακές πέτρες. Κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσε, χάιδεψε τα μαλλιά των κοιμισμένων μωρών.

Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη δική της μαμά. Δεν την είχε δει ποτέ. Τη μοναδική άλλη φορά που βρέθηκε στο Μέγα Ποταμό, απλά ακολουθούσε όλα τα υπόλοιπα παιδιά που έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού για να σκορπίσουν σε όλες τις γωνιές του ορίζοντα λίγο μετά. Είχε δει πρόσωπα να τα αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια, που το καθένα θα μπορούσε να είναι της μαμάς της. Αλλά ήταν πολύ μικρή για να θυμάται. Τώρα την έβλεπε κρυστάλλινη πίσω από τα σκοτεινά της βλέφαρα. Ήθελε να της μιλήσει αλλά δεν το έκανε. Ίσως να σκέφτηκε πως δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Αλλά τουλάχιστον δεν ήταν μόνη.

Με κάθε λεπτό ένιωθε πιο βαριά και πιο ελαφριά ταυτόχρονα. Όσο ένιωθε τη γέννα, δε καταλάβαινε αν κρύωνε από τον χειμωνιάτικο αέρα ή αν ζεσταινόταν από τη φλόγα που σιγόκαιγε κάποια μέτρα μακριά. Χάθηκε στις ονειροπολήσεις που έκανε σαν μικρό κορίτσι, σε όλους τους έρωτες και τα αμήχανα πρώτα φιλιά και στη μοναξιά που την κατέκλυζε κάθε φορά που γνώριζε καινούριους ανθρώπους. Αναρωτήθηκε αν ο αγαπημένος της είχε ήδη σκοτωθεί στον πόλεμο.

Γέννησε ένα κοριτσάκι με ξανθές μπούκλες. Ακούμπησε τα λεπτά του δάχτυλα με τα δικά της. Και έτσι σιωπηλά, πέθανε, και συνέχιζε να ονειρεύεται πώς θα γινόταν η κόρη της όταν μεγαλώσει. Ήθελε πολύ να την ξαναδεί.

2

Τα ερειπωμένα κτίρια του σχολικού συγκροτήματος είχαν καταβροχθιστεί από τους κισσούς και τις βουκαμβίλιες. Κάθε μέρα οι κάτοικοι της Αλεντίνα ξυπνούσαν από νωρίς και κάθονταν στα σχολικά θρανία για ώρες. Δεν υπήρχε κάποιος δάσκαλος στο χωριό διότι δεν υπήρχαν και παιδιά, οπότε ήταν εντελώς αχρείαστη μια τέτοια ειδικότητα. Αλλά τα σχολικά θρανία βόλευαν, γιατί χωρούσαν όλα τα απαραίτητα σύνεργα για την εργασία τους. Λεπτά ευλύγιστα ραβδιά από μόλυβδο, κόφτες και μεσαίου μεγέθους αργυροκολλητές. Ο καθένας τους κατασκεύαζε πέντε με έξι κλουβιά για πτηνά όλων των μεγεθών, την ημέρα. Από τα κοινά σπουργίτια, μέχρι πελαργούς, πελεκάνους και αετούς, η Αλεντίνα ήταν η καινοτόμα πόλη στην κατασκευή κλουβιών.

Εκείνη τη μέρα όμως κανένας δε πήγε στο σχολείο. Είχε ξεσπάσει πάλι το χειμωνιάτικο μπουρίνι, που, ερχόμενο από το Δέλτα του Μάτζι πλημμύριζε τα ημιυπόγεια της Αλεντίνα και γκρέμιζε κάθε τόσο τις θεόρατες διαφημιστικές επιγραφές για τις βιοτεχνίες κλουβιών. Η Σαμπάχ είχε φτάσει από τους πρώτους στην πλατεία, πριν από τους περισσότερους γείτονες της. Όλοι όσοι κατέφθαναν σταδιακά φορούσαν μαύρες σακούλες σκουπιδιών για αδιάβροχο και βαριές σιδερένιες γαλότσες με σίδερο μπροστά. Τα περισσότερα αδέσποτα σκυλιά είχαν τρέξει να κρυφτούν μόλις μύρισαν την πρώτη υγρασία στον αέρα.

Η πλατεία γρήγορα γέμισε με κόσμο. Πολλοί δεν είχαν καν προλάβει να αμπαρώσουν τα άθλια κουφώματα τους για να προστατευτούν από την πλημμύρα που ερχόταν. Όλοι δυσφορούσαν με τη βροχή στην πλατεία, αλλά συζητούσαν μανιωδώς μεταξύ τους, με έναν άγριο ενθουσιασμό.

Η Σαμπάχ καθόταν πίσω πίσω στο πλήθος και όταν διασπάστηκε σε κομμάτια για να σαρώσει τρέχοντας όλους τους δρόμους της συνοικίας, έτρεξε και αυτή μαζί τους. Ήθελε να κρατάει τόση απόσταση ώστε να φαίνεται ότι είναι μαζί τους, αλλά να μην είναι στην πρώτη γραμμή. Γρήγορα στο βάθος ακούστηκαν τα πρώτα ουρλιαχτά ζώων. Με μια έξαλλη ένταση, σαν ο καθένας να κλωτσούσε το μπουρίνι μακριά του, σε κάθε χτύπημα που πετυχαίνοταν στα αδέσποτα, τα χειροκροτήματα τραντάζαν τα μικρά στενά και τους παραδρόμους. Κάθε ζώο που ξεψυχούσε στοιβάζονταν στο κέντρο της πλατείας, μέχρι να ολοκληρωθεί το κυνηγητό και να φορτωθούν τα κουφάρια στις πλάτες των ανθρώπων.

Έτρεχε για δυο ώρες, μέχρι που στάθηκε και αυτή στη σειρά για να κουβαλήσει πτώμα. Σε ένα μακρύ, στρατιωτικής έμπνευσης, σχηματισμό ξεκίνησε ο δρόμος προς το Δέλτα του Μάτζι. Αυτή κουβαλούσε ένα πληγιασμένο πτώμα σκυλιού, εφηβάκι, όπως της φαίνοταν. Ο άγριος αέρας την έκανε να χάνει την ισορροπία της, όσο προχωρούσε.

Η Σαμπάχ με το σκυλί μιλούσαν στη διαδρομή, χαμηλόφωνα για να καλύπτονται μέσα από τη βαβούρα του πλήθους.

«Έχει σολομούς το ποτάμι που πηγαίνουμε. Θα σου κρατάνε παρέα.», είπε η Σαμπάχ.

«Δε θέλω να με πετάξεις το ποτάμι. Πάνε με στο δάσος.», απάντησε το σκυλί.

«Δε γίνεται. Συγγνώμη…», ψιθύρισε εκείνη.

Το σκυλί γάβγιζε σιγανά, σαν να έκλαιγε.

«Ακολούθησε τους σολομούς. Θα ξεβραστείς κάποτε σε δάσος, που θέλεις.», συμπλήρωσε, πιο σίγουρα.

Άκουσε τους γείτονες της να κραυγάζουν. Είχαν φτάσει στις όχθες του ορμητικού ποταμού και τα πρώτα πτώματα των ζώων έσκαγαν και βυθίζονταν σαν τσουβάλια πάνω στα νερά.

«Όλα μέσα! Να μη μείνει κανένα!», φώναξε ο διπλανός της.

Η Σαμπάχ κοίταξε φοβισμένη γύρω της. Ένιωθε την πίεση από όλους γύρω της να αποχωριστεί το νεκρό σκυλί, το οποίο όμως δεν ήθελε να θαφτεί μέσα στα νερά. Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων μπήγονταν σαν βέλη πάνω της. Όλοι την κοιτούσαν.

«Μόνο πουλιά θέλουμε στην Αλεντίνα!»

«Αυτά τα βρωμόζωα έφεραν το μπουρίνι πάλι!»

«Πνίξτε τα, ζωντανά και νεκρά!»

«Άντε ρε σιχαμένη! Θα σε πετάξουμε και σένα μέσα!»

Και χωρίς να προλάβει να απαντήσει ή να αντιδράσει, οι εξαγριωμένοι κυνηγοί ξεκίνησαν να σπρώχνουν τη Σαμπάχ, μέχρι που με μια βίαια κλωτσιά τη βύθισαν μέσα στο ποτάμι. Είχε σφίξει το νεκρό σκυλί στην αγκαλιά της. Ο χείμαρρος του ποταμιού την παρέσυρε βίαια και γρήγορα απομακρύνθηκε πολύ από το μπουλούκι των συμπατριωτών της.

3

Όταν ήταν μικρότερη, της έκανε εντύπωση πως όλα τα ποτάμια του κόσμου επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Όσο μεγάλωνε, της φαινόταν όλο και πιο λογικό, παρόλο που δε θυμόταν το δρόμο που είχε ακολουθήσει από το Μέγα Ποταμό για να καταλήξει στη λίμνη Θαρτάρ, που έβρεχε το βορειοανατολικό κομμάτι της Αλεντίνα. Εκείνη τη στιγμή, που κουτρουβαλιόταν στα βράχια του ποταμού, χωρίς να ξέρει την κατεύθυνση του, μπορεί και να σκέφτηκε πως δε θα σταματήσει ποτέ να επιπλέει.

Το νεκρό σκυλί είχε γραπωθεί στην αγκαλιά της.

“Ξέρεις που πάμε;”, τη ρώτησε.

“Δεν έχω ιδέα ούτε που είμαστε.”, του απάντησε.

Κοίταξε με δυσπιστία το τοπίο γύρω της. Ήταν ξερό και άγονο, σαν έρημος που ο χειμώνας την ποτίζει με χιόνι, αλλά δε φυτρώνει τίποτα ποτέ.

“Δε μπορώ να γυρίσω πίσω. Πρέπει να πάω να γεννήσω.”, μονολόγησε.

Το σκυλί δεν απάντησε, μάλλον όχι από αδιαφορία, αλλά επειδή δε μπορούσε να τη βοηθήσει. Μετά από μια παύση, της πρότεινε διστακτικά.

“Έλα μαζί μου, μόλις βρούμε ένα βαθύ δάσος. Έλα να γεννήσεις εκεί και βλέπουμε.”

“Δε γίνεται. Πρέπει να πάω στο Μέγα Ποταμό. Εκεί που γεννήθηκα και εγώ. Έτσι κάνουμε εμείς.”

Μιλούσε με μεγαλύτερη σιγουριά από αυτήν που είχε, στην πραγματικότητα. Τόσα χρόνια της ζωής της, τα είχε περάσει στο ίδιο σπίτι, στην ίδια γειτονιά της Αλεντίνα και δεν είχε ιδέα όχι μόνο πού, αλλά και πώς ήταν ο Μέγας Ποταμός.

“Δε μπορώ να έρθω μέχρι εκεί. Είναι μακριά μάλλον το τόσο κολύμπι.”, της είπε το σκυλί.

Είχε αφήσει το σκυλί από την αγκαλιά της και κολυμπούσαν δίπλα – δίπλα. Οι παγωμένοι χειμωνιάτικοι χείμαρροι είχαν ηρεμήσει, όταν είδαν μια μικρή τετράγωνη λίμνη με θάμνους σπαρμένους τριγύρω της. Σίγουρα θα ήταν αλλόκοτο θέαμα, μια σταλιά πρασινάδας μέσα στην άγονη γη.

“Νάτοι! Τους βλέπεις; Αυτοί είναι οι σολομοί!”, φώναξε με ενθουσιασμό η Σαμπάχ.

Εκατοντάδες κατακόκκινα ψάρια έσκαβαν στο βυθό της λίμνης και έθαβαν ό,τι κουβαλούσαν στο στόμα. Δε σταματούσαν να κολυμπάνε, σαν ενορχηστρωμένος χορός. Είχαν αμέτρητα μικρά ψαράκια δίπλα τους που έπαιζαν μεταξύ τους.

“Προς τα πού πάτε; Έχετε χαθεί;”, ρώτησε ο πιο κόκκινος σολομός, που τους πλησίασε.

Η Σαμπάχ έκανε να μιλήσει, αλλά κατάλαβε πως δεν ακούγονταν. Έβαλε το κεφάλι μέσα στο νερό και κρατώντας την αναπνοή της, του απάντησε.

“Ψάχνουμε ένα δάσος και εγώ πηγαίνω προς το Μέγα Ποταμό. Είμαι έγκυος.”, είπε.

“Α, σωστά.”, απάντησε αφηρημένος ο σολομός και κοίταξε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Η Σαμπάχ πήρε μια ανάσα και ξαναβούτηξε μέσα. Το σκυλί φαινόταν να περιμένει υπομονετικά.

“Δεν είναι και πολύ μακριά όσα ψάχνετε. Δάσος έχει λίγα μίλια από εδώ, δεξιά στη διασταύρωση του κόλπου. Πώς σε σκότωσαν;”, συμπλήρωσε.

“Μου έσπασαν το κεφάλι. Είναι σκοτεινό το δάσος;”, ρώτησε το σκυλί.

“Ναι, νομίζω θα σου κάνει. Και τα προηγούμενα που πέρασαν από εδώ, εκεί πήγαιναν.”, έκανε ο σολομός.

Η Σαμπάχ κοίταξε με μάτια απορίας το σκυλί.

“Νομίζω μπορώ να κολυμπήσω, ξεκουράστηκα στην αγκαλιά σου πριν.”, της είπε αυτό.

“Πηγαίνει κανένας σας προς το ποτάμι;”, ρώτησε η Σαμπάχ το σολομό.

“Έχουμε μέρες που γυρίσαμε. Μπορούμε να σου πούμε το δρόμο, αν θέλεις.”, της απάντησε.

Η ησυχία του μεσημεριού τόνιζε τους ήχους του νερού και κάθε παφλασμός ανεβοκατέβαινε στα αυτιά τους σαν κύματα ραδιοφώνου.

“Είναι μακριά;”, έκανε εκείνη.

“Όχι πολύ. Τα ρέματα θα σε καθοδηγήσουν. Πέρασαν και άλλες κοπέλες πριν από εσένα, αν πας γρήγορα τις προλαβαίνεις.”, απάντησε ο σολομός.

Εκείνη πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμη, αλλά την πρόλαβε ο μονόλογος του ψαριού.

“Συνέχεια στο Μέγα Ποτάμο… Πάτε, έρχεστε, γυρνάτε οι μισοί και δε θυμάστε και το δρόμο. Είναι ζωή αυτή; ”

Δεν φαινόταν να περιμένει απάντηση. Παρόλα αυτά, η Σαμπάχ ντράπηκε και ξέχασε τί ήθελε να τον ρωτήσει. Ευχαρίστησε το ψάρι και ξεκίνησε να κολυμπάει, μαζί με το σκυλί.

Κατευθύνθηκαν προς την αντίπερα όχθη της λίμνης, εκεί που ο σολομός τους είπε πως βρίσκεται το σταυροδρόμι.

“Δεν χτύπησα κανένα ζώο. Δεν είμαι κυνηγός.”, είπε η Σαμπάχ.

Ήταν η πρώτη φορά από τη γνωριμία τους που το σκυλί γέλασε.

“Ε ναι, το φαντάστηκα. Δε νομίζω να τα έκανες όλα αυτά αν ήσουν τέτοια.”, της είπε.

Γέλασε και η Σαμπάχ με τα λόγια της.

“Να προσέχεις. Μη ξαναγυρίσεις στην Αλεντίνα. Τα ίδια θα γίνουν. Πάνε ξεκουράσου.”, του είπε.

“Το ξέρω. Να προσέχεις και εσύ.”

Η Σαμπάχ, όταν είχε ξεμακρύνει πλέον, γύρισε πίσω το κεφάλι της να δει μια τελευταία φορά το σκυλί. Εκείνο κολυμπούσε ατσούμπαλα και τα αυτιά του πετάριζαν δεξιά – αριστερά. Μπροστά της ξανοίγοταν μια ευθεία διαδρομή, κάτω από τη σκιά θεόρατων δέντρων. Οι πέτρες που επέπλεαν της έγδερναν τα πόδια.  Συνέχισε το κολύμπι και η μοναξιά ήταν σαν βουβός πόνος στα πλευρά της.

1

“Τι ώρα φεύγεις αύριο;”, τον ξαναρώτησε.

“Νωρίς. Εφτά το πρωί πρέπει να είμαι στο καράβι.”, έκανε εκείνος.

Ήταν ξαπλωμένοι, πάνω σε φανταχτερές κουρελούδες. Το βερνίκι των ξύλινων τοίχων του σπιτιού έλιωνε και έσταζε, από τις πυρακτωμένες πέτρες που σιγόκαιγαν στο τζάκι. Έξω ψιλόβρεχε. Η εικοσάχρονη Σαμπάχ γύρισε πλευρό να τον κοιτάξει.

“Θα είσαι εδώ όταν έρθει το παιδί μας;”, του είπε.

Εκείνος χαμογέλασε άκεφα και κοίταξε τη φουσκωμένη της κοιλιά.

“Πόση άτυχη συγκυρία. Τώρα που θα γεννήσω πρέπει να φύγεις;”, συνέχισε εκείνη.

“Δε νομίζω. Ελπίζω να σας ξαναδώ όμως.”, απάντησε μετά από λίγο.

Τα μαλλιά της μύριζαν χώμα και νερό, σαν τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου.

“Τα μάζεψες τα πράγματα όλα;”, τον ρώτησε.

“Ρούχα, άρβυλα, κάλτσες. Το όπλο θα το ξεκλειδώσω αύριο να το φορτώσω.”, απάντησε εκείνος.

“Φοβάσαι;”, έκανε η Σαμπάχ.

“Φοβάμαι πώς θα γίνω από όσα ζήσω.”

Κόμπιασε.

“Και από όσα αναγκαστώ να κάνω.”, της είπε.

“Εγώ φοβάμαι ότι δε θα δω το παιδί μας.”, είπε μετά από σκέψη η Σαμπάχ.

“Μη το γεννήσεις εδώ. Να μη ζήσει ό,τι ζούμε εμείς.”, της είπε.

“Η μαμά μου, η γιαγιά μου, όλες τους έφυγαν μακριά και γεννήσαν στο Μέγα Ποταμό. Δε ξέρω πώς να φτάσω εκεί όμως.”, έκανε εκείνη.

Ένιωσε ότι τη γαργαλούσαν τα τραχιά του γένια.

“Θα τα καταφέρεις, Σαμπάχ μου. Δεν έχεις άλλη επιλογή.”

“Αν πεθάνεις…”, ξεκίνησε να λέει η Σαμπάχ και φοβήθηκε τη συνέχεια του λόγου της. Με δισταγμό συνέχισε.

“Αν πεθάνεις, να έρθεις να με δεις. Μη με ξεχάσεις.”

“Θα έρθω. Και εσύ μη με ξεχάσεις.”

Η Σαμπάχ σηκώθηκε και έριξε και άλλα μικρά πετραδάκια στο τζάκι, τα οποία άρπαξαν αμέσως και γέμισε το δωμάτιο μια έντονη θερμότητα. Γύρισε και ξάπλωσε δίπλα του, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του.

“Σε αναγκάζουν να πας. Δε φταις σε τίποτα εσύ.”, του είπε.

“Το ξέρω. Να προσέχεις το παιδί.”, απάντησε.

Έμειναν ξάγρυπνοι το υπόλοιπο βράδυ, όσο ακούγαν τη βροχή και το βερνίκι του σπιτιού που έσταζαν στο πάτωμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Τσαμπούλ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Ο πίνακας είναι του Ρενέ Μαγκρίτ