Τετάρτη 22 Ιουλίου, Άνω Λεχώνια Πηλίου.
Η Νεφέλη περιμένοντας σ’ ενα μικρό καφενείο την κυρία Κούλα, σπιτονοικοκυρά του δωματίου που νοίκιασε, παράγγειλε έναν διπλό ελληνικό. Ξεφύλλιζε ένα βιβλιαράκι για τα ιστορικά σημεία της περιοχής και τα μέρη που θα επισκεφτεί.
Γυρνώντας τη σελίδα 19 έπεσε σ’ έναν αστικό μύθο της περιοχής. Σχεδόν ταυτόχρονα οι δύο κύριοι στο διπλανό τραπέζι ξεκίνησαν να συζητούν για ένα περσινό συμβάν για το φημισμένο στοιχειωμένο σπίτι του χωριού.
Κάτι είχε ακούσει η Νεφέλη, αλλά δε γνώριζε την ιστορία που κρύβεται από πίσω.
Ταράχτηκε καθώς λατρεύει τέτοιες συμπτώσεις, το ‘μαθε από τη μάνα της που είναι και καμπόσο προληπτική.
Κάπως έτσι σταμάτησε να λέει τον καφέ πριν κάποια χρόνια. Το ‘κανε για πλάκα σε μια φίλη της, πως διάβασε λέει στο κουπάκι ένα δρόμο να καταλήγει σαν σε γκρεμό κι ένα ατύχημα με το αμάξι. Ευτυχώς της είχε πει θα ‘βγαιναν ζωντανοί σύμφωνα με όσα έβλεπε.
Τρεις ημέρες μετά της τηλεφώνησε η φίλη της από το νοσοκομείο. Συνέβη ό,τι της είπε το φλυτζάνι. Η Νεφέλη της το κλεισε στα μούτρα και καπνίζοντας πανικόβλητη σκέφτηκε πως δε θα το ξανακάνει.
Τη σκέψη της διέκοψε το τηλεφώνημα της κυρίας Κούλας που της είπε πως θ’ αργήσει ένα μισάωρο τουλάχιστον. Δεν την ενδιέφερε καθόλου. Είχε το νουυ της ν’ ακούσει τη συζήτηση του διπλανού τραπεζιού.
“Τελικά τι έγινε με το παλικάρι που τράκαρε στην πέρα στροφή ρε Νίκο;” ρώτησε ο ένας
“Δεν τα ‘μαθες; Παράλυτος έμεινε και λένε έχασε και τα λογικά του.Το πιο περίεργο ξέρεις ποιο είναι όμως;”
Η Νεφέλη τράβηξε μια μεγάλη τζούρα και κράτησε την αναπνοή της ν’ ακούσει καλύτερα.
“Μου είπε η Μαρία πως λένε δύο χρόνια πριν είχε έρθει ξανά στην περιοχή μας και με ένα φίλο του ένα βράδυ.”
“Μη μου πεις και εσύ ότι μπήκανε στο σπίτι του Κοντού κι αυτές τις σαχλαμάρες για στοιχειωμένα σπίτια και κατάρες.”
“Πες ό,τι θες αλλά άκου με πρώτα. Πήγανε λένε βράδυ στο σπίτι να κάνουνε πλάκα και βρήκανε ένα παιδί, το πειράζαν και το φοβέριζαν όταν ο ένας από δαύτους έπεσε μέσα από μια τρύπα στο υπόγειο και σίδερα τρυπήσαν το κορμί του. Νεκρός ο νέος. Δύο χρόνια μετά, όπως λέει η κατάρα, στο ίδιο μέρος έπαθε κι ο άλλος το ριζικό του με το μοιραίο ατύχημα. Σύμπτωση;”
Ο κύριος Τάκης ξεφύσηξε με αμφιβολία για όσα άκουγε.
Η Νεφέλη έβγαλε το τετράδιο της κι ετοίμαζε τις ερωτήσεις για τον κύριο Νίκο. Ήθελε να μάθει περισσότερα και προετοιμαζόταν. Εργαζόταν τα τελευταία χρόνια ως δημοσιογράφος σε μια ανεξάρτητη τοπική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης και παρ’όλο που ήταν σε διακοπές είχε γίνει πια στοιχείο της προσωπικότητας της το να ψάχνει συνεχώς ένα νέο θέμα.
Έτσι πήρε το θάρρος να ρωτήσει, ζητώντας συγγνώμη που κρυφάκουγε, ποιά είναι η κατάρα του σπιτιού και ποιός ο Κοντός που το έχει στην ιδιοκτησία του.
Ο κύριος Νίκος παρήγγειλε ένα τσιπουράκι κι αφού τη ρώτησε αν έρχεται πρώτη φορά στα μέρη τους και αν είναι μόνη και που θα μείνει και έκανε αυτός μια γρήγορη συνέντευξη, να έχει να λέει σε άλλους την ιστορία της μάλλον, ξεκίνησε από την αρχή.
~~
Το σπίτι χτίστηκε από τον Κόντο, έναν μεγαλοεπιχειρηματία πολύ πρίν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός είχε πολλά σπίτια σε όλη την Ελλάδα και καταγόταν από την Αθήνα. Αποφάσισε να μείνει εκει με την οικογένεια του, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ένα αγόρι και δύο κορίτσια.
Το σπίτι είναι διώροφο με αρκετά δωμάτια, ψηλοτάβανο και μια εσωτερική κυκλική σκάλα στη μέση. Έλεγε πως ακόμα μπορείς να δείς τις περίτεχνες γυψοσανίδες στο ταβάνι. Τώρα είναι όλο καλυμμένο από κισσό και με συρμάτινες πρόρτες κλειδωμένες που προσπαθούν να αποτρέπουν τον κόσμο από το να μπαίνει.
Λίγο καιρό έμενε η οικογένεια στο σπίτι όταν ξαφνικά το αγόρι και το κορίτσι πεθάνανε από φυματίωση. Ήταν όμως ντροπή τοτε και δε θέλανε να μαθευτεί, έτσι είπανε πως ένα σαμιαμίδι έπεσε στο φαγητό τους και δηλητηριάστηκαν.
Λίγο καιρό αργότερα η μητέρα αυτοκτόνησε. Τη βρήκανε δηλητηριασμένη στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα και έτσι ο Κοντός με τη μια κόρη γύρισαν στην Αθήνα.
Έκτοτε όποιος έμενε στο σπίτι ή πέθαινε ή έχανε τα λογικά του.
Στην κατοχή χρησιμοποιήθηκε ως Κομαντατούρα από τους Γερμανούς και γίνονταν βασανιστήρια και δολοφονίες στο υπόγειο του σπιτιού. Πριν φύγουν οι Γερμανοί σκοτώσαν ακόμα και τις υπηρέτριες που φρόντιζαν το σπίτι.
Μετά κάποιος αποφάσισε να το κατεδαφίσει και πολλοί εργάτες έπαθαν σοβαρά ατυχήματα μέχρι που ένας την ώρα που οδηγούσε την μπουλντόζα έπαθε ανακοπή. Ετσι σταμάτησαν οι διαδικασίες κι έμεινε παρατημένο το σπίτι και ήσυχα τα πνεύματα των ψυχών που χάθηκαν εκεί μέσα.
~~
“Θα ήθελα να μπω στο σπίτι και να τραβήξω μερικές φωτογραφίες. Ξέρετε πού μπορώ να απευθυνθώ;”
“Καλά δεν άκουγες τόση ώρα τι σου έλεγα για την κατάρα που το στοιχειώνει; Φύλαγε τα ρούχα του να χεις τα μισά λένε. Τόσα χρόνια μένω εδώ, ούτε μισή φορά δε τόλμησα να πλησιάσω το κατώφλι του Κοντού.”
“Θα είμαι γρήγορη και ευγενική να μην τρομάξω τους νεκρούς, θα τους πάρω και γλυκά σαν σε σωστή επίσκεψη”, είπε και φώναξε για το λογαριασμό.
“Α, ξέρεις λένε πως τους αρέσει το συκαλάκι”, λίγο γελάσανε και χαιρετηθήκανε καθώς η κυρία Κούλα είχε μόλις φανεί.
Το ίδιο απόγευμα κι αφού είχε ενημερώσει τον Μιχάλη να ετοιμάζεται για αφιέρωμα σε αστικούς μύθους της Ελλάδας ξεκίνησε με το ποδήλατο για το μεγάλο σπίτι του Κοντού στο δρόμο παρακάτω.
Ο γιος της κυρίας Κούλας, ένα παιδί γύρω στα δεκαεφτά, και κάπως στην κοσμάρα του, αλαφροίσκιωτος που λένε, προσφέρθηκε να της δείξει το δρόμο και τον τρόπο να μπει. Σώτος το όνομά του. Είχε μπει κάποιες φορές όταν ήταν πιο μικρός. Προσφέρθηκε υπό έναν όρο, να μην αναφέρει τίποτα στην μητέρα του.
Έτσι, εφτά ήταν όταν κοίταξε το ρολόι της, ξεκίνησαν. Ένα όμορφο κτίριο με έντονα τα σημάδι του χρόνου ξεπρόβαλλε μετά την μεγάλη στροφή. Η Νεφέλη στεκόταν μαγεμένη. Κοίταξε το Σώτο που περίμενε ήδη στη μεγάλη είσοδο. Της έκανε νόημα να προχωρήσει προς τα πίσω. Εκεί είχε ένα πέρασμα σε ένα γκρέμισμα τον τοίχο που έβλεπε στην πίσω αυλή. Της είπε πως θα περιμένει κάτω από το μεγάλο δέντρο που βρισκόταν στη μέση. Θα συναντούσε και μια φίλη που μεγαλώσανε μαζί.
Η Νεφέλη είχε μια περίεργη αίσθηση περισσότερο λόγω του Σώτου, δε μιλούσε πολύ και είχε ένα χαμένο βλέμμα που την τρόμαζε. Καλύτερα που δε θα έμπαινε μαζί της στο σπίτι, σκέφτηκε και έσκυψε να περάσει μέσα.
Είχε μαζί της και ένα φακό που όμως χάλασε μέσα στα πρώτα λεπτά. Κι όμως ήταν σίγουρη πως είχε μόλις βάλει καινούρια μπαταρία.
Έμπαινε ακόμα λίγο φως από τα παράθυρα. Έβγαλε τη φωτογραφική και ξεκίνησε με προσοχή να περιεργάζεται το χώρο. Τα πατώματα ήταν κατεστραμμένα με τρύπες στα σανίδια αλλά και στο ταβάνι.
“Ε, αν πάθαινε κάποιο ατύχημα δε θα ήταν τα πνεύματα, αλλά η απροσεξία της και η κατάσταση του σπιτιού”, σκέφτηκε να ηρεμήσει από τις ιστορίες του κύριου Νίκου. “Ετσι κάπως μάλλον ξεκινανε κι οι μύθοι και οι προκαταλήψεις”.
Τραβούσε φωτογραφίες καθώς ανέβαινε την γυριστή σκάλα ενθουσιασμένη από την ομορφιά της κατασκευής. Φτάνοντας στο επάνω πάτωμα είδε από το παράθυρο τον Σωτήρη να μιλάει και να χορεύει μόνος του κάτω από το δέντρο με τα χέρια ψηλά. Εκείνη την ώρα κάπου στραβοπάτησε και έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα.
Αφού ένιωσε ασφαλής, κοίταξε την οροφή που είχε κρεμασμένα σχοινιά και μερικές μωβ-ροζ κορδέλες στις άκρες. Χωρίς να σηκωθεί τράβηξε τη φωτογραφία που θα έβαζε δίπλα στον τίτλο του άρθρου. Ξαφνικά μια μελωδία άρχισε να παίζει στο κεφάλι της.
Προσπάθησε να θυμηθεί τον τίτλο του κομματιού. Θυμήθηκε το άλμπουμ, the Ghost sonata από τους Tuxedomoon. Σηκώθηκε να δει από το παράθυρο. Λίγο η ίδια εικόνα του Σώτου να χορεύει κάτω από το δέντρο, λίγο η μελωδία στο μυαλό της, ανατρίχιασε μέχρι το μεδούλι. Κατέβηκε γρήγορα κι είπε στο Σώτο να φύγουνε πριν σκοτεινιάσει.
“Δεν ήρθε η φίλη σου τελικά Σώτο;”
“Ναι, ήρθε. Με ρώτησε και αν σου άρεσαν τα κορδελάκια. Η Μαρία τα έφτιαξε έτσι να μπορεί να τα βλέπει από το δέντρο.”
“Η Μαρία; Μάλλλον θα έφυγε και δεν την είδα. Της αρέσει να κάθεται στο δέντρο;”
“Ναι, πολύ.”
~~~~
Την επόμενη μέρα στο καφενείο η Νεφέλη συνάντησε τον κύριο Νίκο και του είπε την ιστορία της επίσκεψης.
“Είδα και τον Σώτο που συνάντησε εκεί και μια φίλη του, τη Μαρία.”
Αυτός πήγε την καρέκλα λίγο πιο μακρυά της. Της διηγήθηκε τότε μια ακόμα ιστορία για το καταραμένο αυτό σπίτι.
Ο πρόεδρος του χωριού, περίπου δέκα χρόνια πριν, θέλησε να μείνει στο σπίτι και τις μέρες που το επισκέπτονταν με τα μαστόρια, η κόρη του η Μαρία ήταν συνεχώς μαζί του.
Το λάτρευε η μικρή, ειδικά το δέντρο στην πίσω αυλή. Αλλά μια μέρα γλίστρησε στον επάνω όροφο και μπλέχτηκε σε κάτι σχοινιά, κρεμάστηκε το καψερό και ξεψύχησε.
Ο πρόεδρος έφυγε απ’ το χωριό και δεν γύρισε ποτέ ξανά.
Εκείνη την ώρα πέρασε ο Σώτος με το ποδήλατο μπροστά κοιτώντας μ’ εκείνο το χαμένο βλέμμα. Του χαμογέλασε φωνάζοντας καλημέρα. Αυτός συνέχισε. Σον καρπό του ανέμιζε μια κορδέλα, σαν εκείνες του σπιτιού. Η Νεφέλη ρούφηξε το τσιγάρο της και σηκώθηκε να πληρώσει. Επόμενη στάση κάπου πιο μακρυά από τον Κοντό, την Μαρία και τον Σώτο.
“Πόσα είπες, κύριε Νίκο; Δύο χρόνια κρατάει το στοιχειό;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Κατερίνα Ασημακοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Το σπίτι του Κοντού υπάρχει στα Άνω Λεχώνια Πηλίου, ακατοίκητο (και καταραμένο;)
Διαβάστε και την ιστορία ενός άλλου καταραμένου σπιτιού, στη Θεσσαλονίκη. Η πολυκατοικία της Ιπποδρομίου https://sanejoker.info/2020/07/annahippo.html