Ένα ασθενοφόρο και ένα περιπολικό είναι σταματημένα έξω από την έπαυλη Δεληγιώργη στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Η αστυνομία διενεργεί επιτόπου έρευνα για τις συνθήκες θανάτου του 42χρονου Μάριου Χατζή, μηχανικού αυτοκινήτων και κάτοικο Κάτω Τούμπας. Οι δίδυμες αδερφές Άννα και Μαρία Δεληγιώργη, μοναδικοί ένοικοι της βίλας, δίνουν κατάθεση.
Η κατάθεση της Άννας
“Ο Μάριος χτύπησε το κουδούνι μας στις 7 ακριβώς. Στο ένα χέρι κρατούσε ομπρέλα και στο άλλο μια ανθοδέσμη λευκές μαργαρίτες. Στην τσέπη του παλτό του είχε χωμένο ένα μπουκάλι Αγιωργίτικο. Ήξερε πως λατρεύω το κόκκινο κρασί. Η αδερφή μου πάλι το απεχθάνεται. Σκέφτηκα πως θα έκανε μια εξαίρεση να πιει σήμερα που ήταν τα γενέθλια μας.
Ήρθα σε επαφή μαζί του μέσα από μια σελίδα γνωριμιών. Στην αρχή ανταλλάξαμε μηνύματα, ακολούθησαν βιντεοκλήσεις, ώσπου πριν ένα μήνα δώσαμε το πρώτο ραντεβού εδώ στο σπίτι μας.
Καθίσαμε και οι τρεις μας στην τραπεζαρία. Ανοίξαμε κουβέντα για τη βροχή, για τη δουλειά του στο βουλκανιζατέρ και για την αρρώστια της μητέρας του. Δε σήκωνε τα μάτια του από πάνω μου. Μιλούσε πάντα μ’ ένα χαμόγελο κάτω απ’ τα σκούρα μουστάκια του.
Κάνα δύο φορές σηκώθηκε και πλησίασε το κλουβί του Τσάρλι του παπαγάλου μας. Κάθε φορά ο Μάριος έδειχνε εντυπωσιασμένος με την ευφράδεια του. Ο Τσάρλι είναι ιδανική παρέα για τις δυο μας, ειδικά από τότε που οι γονείς μας έφυγαν απ’ τη ζωή.
Σερβίραμε το δείπνο γύρω στις 8. Την ετοιμασία του φαγητό ανέλαβε η Μαρία. Βλέπετε εγώ δεν τα ‘χω καλά με τη μαγειρική. Όση ώρα τρώγαμε, η Μαρία ίσιωνε τη φράντζα της. Όταν συμβαίνει αυτό, ξέρω πως κάτι την ενοχλεί. Ο Μάριος όμως με τ’ αστεία του άλλαξε κάπως την ατμόσφαιρα.
Το Αγιωργίτικο μας είχε ζαλίσει για τα καλά. Εμένα και τον Μάριο εννοώ. Η Μαρία προτίμησε το μπίτερ λέμον της.
Ο Μάριος σηκώθηκε και έβαλε ένα CD με τραγούδια. Ύστερα με πλησίασε και άπλωσε τα χέρια στα μπράτσα μου. «Άννα, χορεύουμε;», ρώτησε. Ήταν η πρώτη μου φορά. Θέλω να πω πως δε με είχε ζητήσει κανείς για χορό ως εκείνη τη στιγμή. Ξέρετε, από μικρή φανταζόμουν τον εαυτό μου μπαλαρίνα. Σ’ εκείνα τα βήματα έζησα όλα όσα ήθελα να χωρέσουν σε μια ζωή. Σαν ένας βρυχώμενος ωκεανός από όνειρα στοιβαγμένα σε μια δροσοσταλίδα.
Και όπως χορεύαμε αγκαλιασμένοι, χόρευαν μαζί και οι ορμόνες. Η Μαρία δε στέκονταν δίπλα μου, είχε εξαϋλωθεί. Θαρρείς και την είχε καταπιεί μια μαύρη τρύπα. Η ζέση της ανάσας του χάιδευε την επιδερμίδα μου. Έρωτας και μέθη δίκασαν πως ο Μάριος θα ήταν ιδανικός πατέρας των παιδιών μου.
Με ξύπνησε το χαστούκι της Μαρίας.
Τον αντίκρισα στο πάτωμα ανάσκελα με το κεφάλι του λουσμένο στο αίμα. Έσκυψα και του μίλησα, μα δεν πήρα καμία απάντηση.
Αυτή τον σκότωσε, από τη ζήλια της. Από πάντα με ζήλευε. Ο Μάριος είχε μάτια μόνο για μένα. Δεν υπήρχε τίποτα που να τον έλκυε στη Μαρία.
Το μόνο που μας ενώνει με την αδερφή μου είναι ένα νεφρό. Ένα γαμημένο νεφρό που ευχαρίστως θα το έστελνα στα τσακίδια μαζί μ’ αυτή.
Η κατάθεση της Μαρίας
“Ήταν η τρίτη επίσκεψη του εδώ στο Πανόραμα. Τον κάλεσε η Άννα για να γιορτάσουμε μαζί τα γενέθλιά μας.
Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα για τον Μάριο ήταν πολύ καλή. Ήμουν χαρούμενη που η Άννα βρήκε έναν άνθρωπο που να της ταιριάζει.
Στη δεύτερη επίσκεψη όμως, άρχισα να αμφιβάλλω για τις προθέσεις του. Θες το πονηρό του βλέμμα, θες η περίεργη οικειότητα που έδειχνε και στις δυο μας, είχα ενδοιασμούς. Δε με έπειθε το ενδιαφέρον του για την Άννα. Φοβάμαι πως κάτι άλλο είχε κατά νου.
Μπήκε στο σπίτι μουσκεμένος αν και κρατούσε ομπρέλα. Του δώσαμε μια πετσέτα να στεγνώσει το παντελόνι του. Καθώς κουβεντιάζαμε πρόσεξα πως ήταν κάπως νευρικός. Τουλάχιστον, περισσότερο απ΄τις άλλες φορές.
Η Άννα που είπε πως του άρεσε το κρέας και έτσι ετοίμασα αρνάκι φρικασέ. Ο Μάριος γέμισε το ποτήρι της με κρασί. Έκανε να γεμίσει και το δικό μου αλλά τον σταμάτησα. Ούτε να του περάσει απ’ το μυαλό πως θα έπινα την κόκκινη αηδία που κουβάλησε.
Πέρασε κάμποση ώρα στο τραπέζι. Και ενώ η αδερφή μου είχε ήδη λαλήσει απ’ το αλκοόλ, ένιωσα το ξερό του κάτω από το τραπέζι να ακουμπάει στη γάμπα μου. Μούδιασα σύγκορμη αλλά συνέχισα να παριστάνω την αδιάφορη. Δεν ήθελα να πληγώσω την Άννα. Οι διεστραμμένες ορέξεις του όμως ήταν ολοφάνερες.
Σύντομα η Άννα άρχισε να τραγουδάει. Πρόσεξα πως είχε βάλει το χέρι του στην τσέπη και τη σκάλιζε. Έπειτα έπιασε το ποτήρι της Άννας και της το έδωσε. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως έριξε μέσα υπνωτικό. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά το ότι πάνω στον χορό ένιωσα τα πόδια μου να λύνονται. Ακόμη και αν μοιράζομαι ένα νεφρό με την αδερφή μου, μόνο ένα χάπι θα μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση το σώμα μου.
Στριφογυρίσαμε στον ρυθμό του βαλς για μερικά λεπτά. Προσπαθούσα να μείνω ξύπνια δαγκώνοντας τα χείλη μου. Ένιωθα τα χνότα του στο λαιμό μου. Ήμουν όμως ανήμπορη να τον απωθήσω.
Όταν το κεφάλι της Άννας έγειρε στον ώμο του, έκανε να με φιλήσει στο στόμα. Εκείνη τη στιγμή όμως τα πόδια του μπλέχτηκαν με της Άννας. Σκόνταψε και έπεσε με τον αυχένα πάνω στο κομοδίνο. Το κηροπήγιο του έσκισε το σβέρκο. Ήταν ακαριαίος θάνατος.
Η κατάθεση του Τσάρλι
Λαβ, λαβ γουιλ τέαρ ας απάρτ αγκέν, αγκέν, αγκέν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Αλέξανδρος Ζήσης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η φωτογραφία είναι της Diane Arbus