Ο Ζαχαρίας γεννήθηκε στο τέλος της πλατείας Ιπποδρομίου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Είδε το νεοκλασσικό της γιαγιάς του, που ήταν απέναντι από το ανάκτορο του Γαλερίου να γκρεμίζεται από τις μπουλντόζες και τη μετέπειτα πολυκατοικία που το αντικατέστησε να πέφτει σαν χάρτινος πύργος μέσα σε λίγα λεπτά.
Το πρόγραμμά του ήταν σταθερό. Πότιζε τις γλάστρες, άνοιγε τα παράθυρα του φωταγωγού κάθε πρωί και καθάριζε τα τζάμια της εξώπορτας. Ο ψαράς και ο ράφτης από απέναντι είχαν να τον δουν από το βράδυ του σεισμού του ’78, αλλά δεν ανησυχούσαν. Ξέρανε ότι είναι κάπου μέσα στο καινούριο κτίριο, που αντικατέστησε το παλιό και ασχολείται με τις συνηθισμένες δουλειές του.
Η αγαπημένη του μέρα ήταν αυτή που μάζευε τα κοινόχρηστα. Εκείνη τη μέρα περιποιούνταν λίγο πιο σχολαστικά την πράσινη μπλούζα και το μαύρο παντελόνι που φορούσε. Ξεκινούσε πάντα από τον πρώτο όροφο και ανέβαινε μέχρι τον πέμπτο. Έπειτα έριχνε μια ματιά στην ταράτσα, ευχαριστιόταν για λίγο τον αέρα από το Θερμαϊκό και εξαφανιζόταν.
*****
“Καλημέρα κύριε Ζαχαρία μου”, είπε η κυρία Φρόσω του πρώτου ορόφου και σκέπασε γρήγορα τον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα με το ριχτάρι που ήταν αφημένο παραδίπλα.
“Καλημέρα κυρία Φρόσω, ήρθα για τα κοινόχρηστα. Μα τι παθαίνει αυτός ο σκύλος σας όποτε με βλέπει;”
Ο σκύλος από την ώρα που μπήκε ο Ζαχαρίας στο σπίτι άρχισε ένα μακρόσυρτο θρήνο.
“Πού να ξέρω; Το κάνει μόνο μ’ εσάς και την κυρία Μαρίνα στον τέταρτο.”
“Περίεργα πράγματα. Αν δεν έχετε τα λεφτά ξανάρχομαι πιο μετά.”
“Πραγματικά εδώ τα είχα γιατί σας περίμενα. Αλλά μη σας βάζω σε κόπο. Θα σας τα φέρω εγώ το απόγευμα.”
Ο Ζαχαρίας εξαφανίστηκε, όσο γρήγορα εμφανίστηκε σχεδόν κάτω από την πόρτα. Η Φρόσω έπιασε να καθαρίζει τις σκόνες που άφησε στο πέρασμά του και μετά άνοιξε μια κονσέρβα για το σκύλο.
*****
Η Μαρίνα του δευτέρου άκουσε το Ζαχαρία να ανεβαίνει τις σκάλες και να χτυπάει τα κουδούνια των από κάτω. ‘Μα γιατί κλαίει αυτό το σκυλί όποτε μας βλέπει’, μονολόγησε.
Έκατσε στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο ώστε ο ανοιξιάτικος ήλιος να της ζεσταίνει το πρόσωπο. Είχε άσπρα μαλλιά μέχρι τους ώμους και φορούσε ένα λινό φόρεμα σε μπεζ χρώμα. Μετά από τόσα χρόνια που το είχε αυτό παρέμεινε ‘αθάνατο’.
Είχε μόλις επιστρέψει από την πρωινή της βόλτα στο κέντρο της πόλης. Όπως κάθε φορά έκανε μια στάση στη στοά Μαλακοπή, στο Φραγκομαχαλά. Το ρολόι ήταν σταματημένο στις 11 και 3 λεπτά, την ώρα δηλαδή που άρχισε ο σεισμός στις 20 Ιουνίου 1978. 6,5 ρίχτερ. Στις 6,5 το απόγευμα εκείνης της ημέρας βγήκε για πρώτη και τελευταία φορά ραντεβού με το Ζαχαρία.
Η χρονιά του ’78 ήταν περίεργη. Από το Πάσχα και μετά η θάλασσα ήταν πάντα φουσκωμένη και για πρώτη φορά χταπόδια και σουπιές ξεβράστηκαν στο λιμάνι. Η ζέστη ήταν υπερβολική για την εποχή, ενώ αυτοί που ξέρανε να διαβάζουν τα σημάδια της γης και του ουρανού προειδοποίησαν για μια μεγάλη καταστροφή. Την Άνοιξη οι αμυγδαλιές στα δυτικά της πόλης δεν άνθισαν ενώ οι αγριοπελεκάνοι ήταν ελάχιστοι στο Δέλτα του Αξιού. Οι Θεσσαλονικείς κατάλαβαν ότι κάτι κακό τους περίμενε.
Η πόλη άρχισε να κουνιέται από το Μάιο. Γι’αυτό και όσοι μπορούσαν να φύγουν στοιβάζονταν στους σταθμούς των λεωφορείων και των τρένων προκειμένου να μείνουν σε συγγενείς και φίλους εκτός πόλης. Όσοι δε μπορούσαν να φύγουν σιγά σιγά συνήθισαν τους καθημερινούς μικροσεισμούς. Η Μαρίνα και ο Ζαχαρίας ήταν από αυτούς που έμειναν.
*****
“Γεια σας κυρία Ιωάννου, ήρθα για τα κοινόχρηστα.”
“Καλησπέρα, περάστε. Το βρήκατε εύκολα το σπίτι;”
“Ουυ πανεύκολα. Ευτυχώς είμαστε μόνο 5 όροφοι. Ο άντρας σας πού είναι κυρία Ιωάννου;”
“Ποιος άντρας μου, καλέ; Αυτός πέθανε, να’ ταν κι άλλος.”
“Πότε πρόλαβε από χθες που τον είδα;”
“Φωτογραφίες απ’ το γάμο σας έχω δείξει; Λοιπόν ήμουν μια κούκλα. Βγήκα από αυτό το διαμέρισμα νύφη θυμάστε. Τότε ήταν των γονιών μου. Ήταν 20 Ιουνίου του 1978. Απόγευμα. Χαμός έγινε κλαρίνα, τραγούδια. Θυμάστε.”
“Εμ δεν θυμάμαι; Μετά να δείτε τι χαμός έγινε.”
“Τι να σας πω, εγώ μετακόμισα εδώ 2 χρόνια μετά, όταν έχασα τους γονείς μου.”
“Θα ξαναπεράσω αύριο.”
*****
Εκείνος φορούσε μια πράσινη μπλούζα και εγώ ένα λινό μπεζ φόρεμα. Έκοψε και μου έδωσε ένα κλωνάρι γιασεμί. Πήγαμε στον κινηματογράφο και μετά περπατήσαμε στο πάρκο του Ξαρχάκου.
Γυρίσαμε λίγο πριν τις 11. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά η γειτονιά είχε φασαρία. Κόσμος καθόταν στα μπαλκόνια, παρέες συζητούσαν ή βλέπανε ποδόσφαιρο. Ο Τάσος, ο ράφτης από απέναντι καθόταν και αυτός στο μπαλκόνι του. Είχε βγάλει το μπουζούκι και δεχόταν παραγγελιές από τους δίπλα, τους απέναντι.
Όταν πλησιάσαμε στο σπίτι, ο Ζαχαρίας άφησε το χέρι μου για να μη μας δούνε. Μπήκαμε στην πολυκατοικία και κοιταχτήκαμε. Ήταν 11 και 3 λεπτά όταν έσκυψε και με φίλησε.
Στα επόμενα λεπτά αέρας μας σήκωσε ψηλά. Πετούσαμε μέσα στο κτίριο, από όροφο σε όροφο, οι τοίχοι γύρω μας υποχωρούσαν αλλά εμείς στροβιλιζόμασταν αγκαλιά μέσα σε ένα σύννεφο από αστρόσκονη που κολλούσε πάνω μας.
Άκουγα τους γείτονες, που αφήναμε γύρω μας σαν αηδόνια που τραγουδούν στο πρωινό της εξοχής και το βουητό σαν από κύμα που σκάει στην ακροθαλασσιά. Σε λίγο ο αέρας έγινε εντονότερος και τότε φοβήθηκα μην τον χάσω.
Παρακάλεσα την αστρόσκονη να μην τον πάρει ποτέ μακριά μου, γιατί δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε αλλά βρεθήκαμε στα θεμέλια του κτιρίου, που ήταν βυζαντινά χαλάσματα.
Εκεί ακούγονταν άγριες φωνές και κλάματα, σπαθιά που κατέβαιναν με βία και τρεχαλητά αλόγων, λες και είχαμε μεταφερθεί στο φονικό του Ιπποδρόμου στα χρόνια του Θεοδοσίου. Τρέξαμε προς τα πάνω για να σωθούμε. Κλείσαμε την πόρτα του υπογείου πίσω μας και τότε όλα ηρέμησαν.
Κοίταξα γύρω μου το ισόγειο της πολυκατοικίας. Ήταν λίγο διαφορετική από αυτή που θυμόμουν. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στο χρώμα της ώχρας, τα τζάμια της εισόδου ήταν μεγαλύτερα και υπήρχαν μεγάλες διακοσμητικές γλάστρες δεξιά και αριστερά.
Χαμογέλασα στο Ζαχαρία ανακουφισμένη που τον έβλεπα και ανέβηκα στο διαμέρισμά μου στο τέταρτο να δω τι γίνεται. Καθώς ανέβαινα άκουσα την πόρτα στο σπίτι του Ζαχαρία στο ισόγειο να κλείνει.
*****
Ο Ζαχαρίας χτύπησε την πόρτα της Μαρίνας για τα κοινόχρηστα. Εκείνη όπως πάντα του άνοιξε χαρούμενη την πόρτα και περιεργάστηκε το πρόσωπο και τα ρούχα του που ήξερε τόσο καλά. Τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει, ενώ στο μέτωπό του διαγράφονταν μικρές αυλακιές. Τα μάτια του όμως παρέμεναν φωτεινά όπως εκείνο το βράδυ, 40 χρόνια πριν.
Του έδωσε το φάκελο με τα χρήματα και έκατσαν αντικριστά στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Μέσα σε ένα βαζάκι υπήρχε ένα κλωνάρι γιασεμί.
“Ένας Ιταλός αρχιτέκτονας είχε πει ότι οι σκάλες για το κτίριο είναι ότι και οι φλέβες και οι αρτηρίες για το σώμα. Μόνο όταν ανεβαίνω αυτά τα 80 σκαλοπάτια μέχρι το σπίτι σου νιώθω ζωντανός.”
“Είμαστε τόσο κοντά και τόσο μακριά.”
“Εμένα μου φτάνει που έστω και έτσι σε έχω κοντά μου”, είπε και της έπιασε το χέρι. “Ακόμη και αν χρειάζεται να μαζεύω τα κοινόχρηστα από τα εγγόνια της κυρίας Ιωάννου 40 χρόνια από τώρα.”
“Το ξέρεις ότι εγώ κάθε φορά θα σε περιμένω με την ίδια χαρά.”
Ο Ζαχαρίας έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη ένιωσε το ίδιο ρίγος, λες και σεισμός χτύπησε ξανά την πλατεία Ιπποδρομίου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άννα Παπάζογλου, σε μια άσκηση μαγικού ρεαλισμού, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Κι εδώ μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία ενός άλλου καταραμένου σπιτιού
Το καταραμένο σπίτι του Πηλίου