Μετά από μία ολόκληρη ημέρα ταξιδιού με το τρένο, ο Τζιουζέππε Κόρτε έφτασε, ένα πρωινό του Μάρτη, στην πόλη που βρισκόταν το φημισμένο θεραπευτήριο. Είχε λίγο πυρετό, μα ήθελε και πάλι να κάνει με τα πόδια τη διαδρομή από το σταθμό στο νοσοκομείο, κρατώντας στο χέρι τη μικρή του βαλίτσα.
Η άνοιξη είχε μπει μονάχα για τα κρεμασμένα ημερολόγια πάνω από τα τραπέζια της κουζίνας των κατοίκων της πόλης και για τα τετράστιχα στην πίσω πλευρά των αποκομμάτων. Εδώ και δυο βδομάδες είχαν αρχίσει εκείνοι οι σπασμένοι δεκαπεντασύλλαβοι να υμνούν μυρωδιές και χρώματα που δεν έλεγαν να φανούν στην πόλη. Το κρύο, αν και δρούσε λυτρωτικά στα εκζέματα των ποδιών του Κόρτε, έκανε τα γυμνά του πόδια να φαίνονται ακόμη πιο παράταιρα, κάτω από τη μάλλινη ρεντιγκότα και το τσόχινο μπορσαλλίνο που κάλυπτε τα λιγοστά μαλλιά. Κληρονομιά από τον πατέρα το καπέλο… και τα λιγοστά μαλλιά. Η ρεντιγκότα αγορασμένη προ τριετίας από έναν πάγκο στην ανοιχτή αγορά της “Πλατείας των Βοτάνων”.
Ο αέρας είχε μία δυσάρεστη μυρωδιά χαλασμένου αυγού. Το είχε διαβάσει στους τουριστικούς οδηγούς που ξεφύλλισε, όταν ο γιατρός Μπιάνκι του είχε συστήσει αυτή την εξόρμηση θεραπευτικού τουρισμού. Ήτανε λέει από τo θειάφι. Οκτώ η ώρα το πρωί και οι άνθρωποι στους δρόμους κινούνταν πυρετωδώς, ανενόχλητοι από τη δυσωδία. Περισσότερο φάνηκαν κάποιοι να ενοχλούνται από την παρουσία του ξένου με τα ξεσκέπαστα πόδια. Κάποιοι απέστρεψαν το βλέμμα, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια συγκάλυψης μιας αντανακλαστικής αηδίας.
Όταν έφτασε απέναντι από το κτίριο του θεραπευτηρίου, στάθηκε για μια στιγμή πριν διασχίσει το δρόμο. Έβγαλε από τη βαθιά τσέπη του ένα σουφρωμένο μονοσέλιδο διπλωμένο στα τέσσερα. Το άνοιξε διάπλατα και σύγκρινε την εικόνα του θεραπευτηρίου στο χαρτί μ’εκείνη που ξεδιπλωνόταν μπροστά του. Απογοητεύτηκε.
Πέρασε απέναντι, άνοιξε τη μεγάλη γυάλινη πόρτα της εισόδου και στη θέα του χρώματος των ρούχων του προσωπικού, ισορρόπησε η διάθεσή του. Από μικρός, από τη μπουγάδα της μάνας στο τσιμέντο της αυλής κάτω από την καρυδιά, είχε μάθει πως το πράσινο σαπούνι -και μόνον αυτό- σημαίνει καθαριότητα και πως η καθαριότητα είναι η μόνη ασφαλής συνθήκη. Οι ποδιές των νοσηλευτών είχαν το χρώμα του πράσινου σαπουνιού. Όταν πλησίασε ένας νεαρός με τα έντυπα, ένιωσε το χρώμα να σμίγει αρμονικά με το άρωμα. Φαντάστηκε τα φορεμένα γύρω του ρούχα να βράζουν σε ένα μεγάλο καζάνι με καυτό νερό και πράσινο σαπούνι στα υπόγεια του κτιρίου. Βαθιά ανάσα αγαλλίασης. Ξέχασε και τη μυρωδιά από το χαλασμένο αυγό και τις στραβωμένες φάτσες των περαστικών. Ήταν σίγουρος και ασφαλής.
Οι τριάντα μέρες πέρασαν ανάμεσα σε καθημερινές εξετάσεις που επαναξιολογούσαν διαρκώς την κατάσταση του δέρματος, ωριαία μπάνια στις ιαματικές γούρνες και μερικά σουλάτσα στην πλατεία της μικρής πόλης αργά το απόγευμα. Προς απογοήτευσή του, δε γύρισε με κλειστά παπούτσια, παρόλο που είχε πάρει ένα ζευγάρι για την επιστροφή. Τα ξεσκέπαστα πόδια δε φάνταζαν πια τόσο αλλόκοτα κάτω από τον ουρανό που άρχισε πια να συντονίζεται με τους σπασμένους δεκαπεντασύλλαβους των ημερολογίων στα σπίτια των ανθρώπων.
Ο Τζιουζέππε Κόρτε μπήκε στο τρένο, έψαξε το τρίτο κουπέ του έβδομου βαγονιού. Γεμάτο. Χαμογέλασε στους συνταξιδιώτες. Δεν είχε διάθεση να ανταλλάξει κάτι άλλο εκτός από βουβά χαμόγελα και κάθισε στη θέση πλάι στο παράθυρο. Πήρε το χάπι του κι έκλεισε τα μάτια.
……………………………………………
Ένα χέρι χτύπησε τη γυάλινη πόρτα.
Ο ελεγκτής ξυπνούσε τους ταξιδιώτες με προορισμό τον τερματικό σταθμό. Ο Κόρτε άνοιξε τα μάτια. Κανείς άλλος δίπλα του. Σκούπισε ένα ρυάκι σάλιου που είχε τρέξει στο πηγούνι από την αριστερή άκρη των χειλιών του. Μία έντονη μυρωδιά ψόφιου ψαριού μετά από έναν μακρόσυρτο ύπνο χωρίς όνειρα και με άδεια κοιλιά που έφτασε στη μύτη του του έφερε συσπάσεις στο στομάχι και υγρή πίκρα στο λαιμό.
Κατέβηκε από το τρένο. Σε όλη τη διαδρομή, εφτά χιλιάδες τριακόσια είκοσι βήματα -μετρημένα- κατά μήκος του ποταμού από το σταθμό στο σπίτι, η ψαρίλα ακολουθούσε. Λες κι είχε κολλήσει πάνω του.
Στην τελευταία στροφή του δρόμου, στη γωνία του μπαρ Λιμπερατσιόνε, στάθηκε για λίγο. Μία πρωτόγνωρη δύσπνοια. Συνήλθε. Ξεκλείδωσε την ξύλινη πόρτα και κοίταξε με δυσπιστία τη σκάλα. Ανέβηκε με δυσκολία τρεις ορόφους. Άνοιξε την πέμπτη πόρτα του στενού διαδρόμου και μπήκε στο μικρό διαμέρισμα. Έβγαλε τα παπούτσια. Μικρή ανακούφιση. Μπήκε ξυπόλητος στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πλένοντας τα χέρια του με την πλάκα του πράσινου σαπουνιού. Πλησίασε. Είδε μια μικρή δερματική αλλοίωση από το στόμα προς το πηγούνι. Στην αριστερή πλευρά. Ένιωθε εξαντλημένος, δεν έδωσε σημασία. Σωριάστηκε στην μπλε πολυθρόνα της κουζίνας κοιτώντας από το παράθυρο τον κισσό που είχε σκαρφαλώσει στην απέναντι πολυκατοικία κι είχε προκαλέσει διαβρώσεις, αυλάκια και μπαλώματα από ξεκολλημένους σοβάδες στον τοίχο. Τον πήρε και πάλι ο ύπνος.
Ξύπνησε όταν πια ο ήλιος είχε πέσει κι είχε από ώρα ανάψει η λάμπα του δρόμου που έκανε τον κισσό να φαντάζει ακόμη πιο τρομακτικός με τις σκιές των νεύρων του να πέφτουν μεγεθυμένες διαγώνια στα γυμνά σημεία του ντουβαριού. Διαβρώσεις, αυλάκια, μπαλώματα και σκιές έκαναν την πρώτη εικόνα μετά το ξύπνημα ακόμη πιο φρικιαστική. Ανάσες κοφτές. Ο Κόρτε προσπάθησε να αναπνεύσει από το στόμα ανοιγοκλείνοντας τα χείλια του, σχηματισμένα σε σφιχτό “ο”. Υπόκοφο “Ποο, ποο, ποο, ποο… ”. Ανάσες που δε φτάναν πιο κάτω από το λαιμό. “Ποο, ποο, ποο…”
Συνήλθε. Του ήρθε και πάλι η ίδια δυσάρεστη μυρωδιά σκοτωμένου ψαριού. Είχε ιδρώσει, όπως πάντα, στο λαιμό, στην πλάτη και στις παλάμες, κληρονομιά κι αυτά τα τρία σημεία από τον πατέρα. Μπήκε στο μπάνιο να διώξει από πάνω του την κούραση του ταξιδιού, του ιδρωμένου ύπνου, της φρίκης του κισσού. Έβγαλε τα ρούχα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν ήταν σαν το έκζεμα των ποδιών, μα στα τρία σημεία άρχισαν ξαφνικά να ξεπηδούν από τους πόρους του δέρματός του μικρές ασημόχρωμες φολίδες. Πλησίασε τη μύτη του. Αηδίασε.
Πήγε στην κουζίνα, πήρε το μεγάλο μαχαίρι με την ξύλινη λαβή από το πρώτο συρτάρι κι άρχισε να απολεπίζει το δέρμα του στο νεροχύτη. Οι φολίδες ακροβολίζονταν και λέρωναν τον πάγκο σαν λέπια ψαριού. Βαθιά χαρακιά και αίμα. Φολίδες και αίμα.
Ο Κόρτε ξυπνάει στην πολυθρόνα του απέναντι από την εικόνα του κισσού. Είναι πρωί κι όλα είναι ήσυχα.
Ετοιμάζεται και βγαίνει.
Η στάση του τραμ ήταν χίλια πενήντα βήματα παρακάτω. Έτρεξε να το προλάβει. Ανέβηκε. Πιάστηκε από τις χειρολαβές της οροφής. Μετά από τρεις στάσεις, οι γύρω του άρχισαν να απομακρύνονται με τσαλακωμένες μούρες, όπως εκείνο το πρωινό στην πόλη των λουτρών. Σήκωσε το βλέμμα. Τα χέρια του έφτυναν ασημένιες φολίδες. “Ποο ποο ποο….” στραμπουληγμένες ανάσες. Έβγαλε από την τσάντα τα γάντια της δουλειάς…. “Ποο ποο ποο….” . Τριάντα λεπτά, δεκατρείς στάσεις “ποο ποο ποο”…
Έφτασε. Χαιρέτησε βιαστικά τους συναδέρφους στα ταμεία και στην υποδοχή. Έτρεξε στο μπάνιο του εργαστηρίου στο υπόγειο. Τα φρύδια του έμοιαζαν με πτερύγια. Πάσχισε να στεγνώσει όλα τα σημεία εφίδρωσης. Τα σκούπισε καλά με χαρτί, με πετσέτα, με τον ηλεκτρονικό στεγνωτήρα του τοίχου… Σχεδόν επανήλθαν. Βγήκε στο εργαστήριο.
“Πώς πήγε;”
“Εντάξει. Τα τελευταία απομεινάρια. Τι έχουμε εδώ;”.
“Τα γνωστά, τα κεραμικά από το ναυάγιο.”
Έβαλε τη μάσκα και κάθισε στον πάγκο του. Οι χημικοί καθαρισμοί είχαν κριθεί ακατάλληλοι. Ράντισμα με νερό, νέφωση νερού, ατμός νερού. Είχε γάντια και μάσκα, αυτό τον καθησύχαζε. Δε σήκωσε κεφάλι όλο το οκτάωρο, παρά μονάχα για να ελέγξει μία φορά την εικόνα του. Κάτω από τη μάσκα είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τα λέπια.
Πέντε η ώρα. Σηκώθηκε, με τα γάντια, με τη μάσκα, όπως ήταν. Χαιρέτησε βιαστικά και βγήκε σχεδόν τρέχοντας. “Ποο ποο ποο”
Ξεμάκραινε. Βρήκε το ρυθμό της ανάσας του. Έβγαλε τη μάσκα. Πέντε νεαροί από την απέναντι πλευρά του δρόμου γελούσαν σπαρακτικά. Μπορεί για κάτι άσχετο, μπορεί για το τσαλακωμένο πρόσωπο. Ξεμάκραιναν και τα γέλια αντηχούσαν ακόμη. Τα δάκρυα του Κόρτε γίνονταν φολίδες που γέμιζαν το πρόσωπό του.
“Γιατί κλαις;”
Δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια τον κοιτούσαν κλεφτά πίσω από τον κάδο των σκουπιδιών.
“Τι είπες;”
“Σσσσςςς… κρύβομαι, μη με μαρτυρήσεις”. Πλησίασε η μικρή, βία δέκα χρόνων, έρποντας σχεδόν. Σηκώθηκε όρθια, έφερε το προσωπάκι της μπροστά στο δικό του, σχεδόν μοιράζονταν ανάσες.
“Εμένα μ’αρέσουν τα ψάρια. Έχουν πλάκα. Ειδικά όπως αναπνέουν. Να κοίτα ….Ποο ποο ποο…”. Ανέπνευσε ανοιγοκλείνοντας το στόμα της σε σφιχτό “ο”.
“Εεεεεεεε…. Άννα σε είδα!”, από μακριά.
“Φτου… φεύγω, ψαράκι!”.
Ο Κόρτε έμεινε να κοιτάει τη μικρή που ξεμάκραινε. Γύρισε κι εκείνη μια στιγμή να τον κοιτάξει. “Ποο ποο ποο” του έκανε από μακριά. Χαμογέλασε.
Ο Κόρτε σηκώθηκε. Χίλια τρακόσια βήματα. Το άλλο πρωί βρήκαν τα ρούχα του στην όχθη του ποταμού.
Κάπου στην άλλη άκρη της πόλης, το ίδιο μεσημέρι, μια γυναίκα βρήκε στην κοιλιά του ψαριού που ετοίμαζε για τηγάνι ένα κεραμικό όστρακο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Ειρήνη Μποζοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η πρώτη παράγραφος είναι απ’ το διήγημα “Εφτά Όροφοι”, από τη συλλογή: “Η μπουτίκ του μυστηρίου”, του Ντίνο Μπουτσάτι.