“Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.”
Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα
~{1}~
Η Γιωταλία δεν γεννήθηκε με άσπρα μαλλιά. Αλλά κανείς δεν ήξερε πώς ήταν όταν γεννήθηκε. Ο πατέρας της την έφερε στην Θάλαττα όταν το κορίτσι είχε γίνει δώδεκα μηνών πια. Κι έμεινε για μια μέρα μαζί της, στον Φάρο.
Ο Φάρος ήταν ένας σχεδόν αληθινός φάρος. Γι’ αυτό όλοι στην περιοχή τον έλεγαν ο «Φάρος». Δεν υπήρχε άλλος εκεί κοντά. Κι αυτό ήταν απόλυτα φυσικό, αφού η Θάλαττα είναι σε υψόμετρο οκτακοσίων μέτρων.
Τον Φάρο τον είχε παραγγείλει να τον χτίσουνε ο πατέρας της Γιωταλίας, ο Καπετάνιος. Είχε όνομα αυτός κι επίθετο κι απ’ όλα. Όμως άλλον καπετάνιο δεν είχε βγάλει όλη η επαρχία της Ωλένης. Κι ακόμα τότε δεν είχαν ανέβει στα βουνά οι άλλοι καπετάνιοι, όπως ο περίφημος καπετάν Αρθούρος, ο Εβραίος κομμουνιστής. Ένας υπήρχε σε εκατό χιλιάδες στρέμματα γης. Ένας ήταν ο Καπετάνιος.
Έτσι ο μοναδικός ήθελε κι ένα μοναδικό μέρος για να μένει. Κι είπε να του φτιάξουν τον Φάρο. Ήταν αντίγραφο του διάσημου φάρου της Σαπιέντζας, στη Μεθώνη. Έτσι είπε ο Πάγκαλος, ο μάστορας που τον έφτιαξε. Ο Καπετάνιος τον κοίταξε καλά καλά.
“Πόσο ψηλός είναι;”
“Καμιά δεκαριά μέτρα”, είπε ο μάστορας.
“Πφ”, έκανε ο Καπετάνιος. “Μισαδάκι.”
Αλλά έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Ο Φάρος δεν είχε κάτοπτρα για να φωτίζει. Στο πάνω μέρος είχε φτιάξει ο Καπετάνιος το υπνοδωμάτιο του, το Μάτι. Ήταν οκταγωνικό κι όλο τζαμαρία. Εκεί κοιμόταν κι η Γιωταλία όταν την έφερε στη Θάλαττα. Αλλά τότε δεν λεγόταν ακόμα έτσι. Δεν είχε καν όνομα. Ήταν το μωρό.
~~
Ο Καπετάνιος συνέχεια έλειπε, αφού έκανε ταξίδια υπεραντλαντικά. Μα δεν μιλούσε γι’ αυτά. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος, σχεδόν μουγγός, κι ακοινώνητος. Αν τύχαινε να τον ρωτήσει κανείς από πού ερχόταν έλεγε μόνο: “Απ’ τη Θάλασσα.”
Δεν είχε καταγωγή απ’ το χωριό μου. Ήταν απ’ το Χελιδόνι, το κεφαλοχώρι της επαρχίας. Αλλά πού αλλού θα μπορούσε να μένει ένας άνθρωπος σαν κι εκείνον; Στον Φάρο της Θάλαττας.
Γυναίκα δεν είχε -ούτε και με άντρα τον είχαν δει. Έμενε μόνος στο Φάρο κι είχε μόνο μια σκύλα και μια γριά. Στη σκύλα φερόταν καλύτερα απ’ ό,τι στη γριά. Της έδινε κρέας να τρώει, ενώ η γριά έγλειφε το τηγάνι. Τη σκύλα την έπαιρνε να κοιμάται στη ζεστασιά του δωματίου του, όπου η σόμπα ποτέ δεν έσβηνε. Η γριά τυλιγόταν με κουρέλια και κοιμόταν χάμω.
Και κάθε φορά που έφευγε της έλεγε: “Πρόσεχε το σκύλο.”
Τον πρόσεχε η γριά, όχι γιατί φοβόταν, αλλά γιατί ήταν ζώο, και τα ζώα σε τίποτα δεν φταίνε. Μόνο που σαν έφευγε το αφεντικό τη μπριζόλα τη μοιράζονταν. Όπως και τη ζέστη.
~~~
Έτσι περνούσαν τα χρόνια για τον Καπετάνιο, που είχε βγάλει πια άσπρες τρίχες στο στήθος, και για τη γριά. Ο σκύλος μεγάλωνε κι εκείνος, αλλά καλοπερνούσε και δεν έλεγε να πεθάνει. Είχε φτάσει τα δεκαπέντε κι ήταν νταβραντισμένος και ξύπνιος σαν κουτάβι.
Κι ήταν να φύγει για ταξίδι ο Καπετάνιος.
“Θα ‘ρθεις την Άνοιξη;” του είπε η γριά.
“Περίπου. Αν μας αφήσει το Πέρασμα.”
Ποτέ δεν εξηγούσε τίποτα απ’ όσα έλεγε. Η γριά το ήξερε, κι έτσι δεν ρώτησε. Αλλά ο Καπετάνιος για πρώτη φορά μίλησε από μόνος του.
“Δυόμιση μίλια θάλασσα είναι. Τόσοι χάθηκαν. Λένε πως κι ο Οδυσσέας εκεί κόντεψε να πνιγεί. Αλλά τον είχαν δέσει.”
Η γριά ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει αν φοβόταν. Ο Καπετάνιος τότε φάνηκε να ξυπνάει κι έκανε μια φάτσα σαν να είχε παραφερθεί -τόσα λόγια. Δεν είπε ούτε αντίο.
~~~~
Η γριά κοιμόταν με τον σκύλο στο Μάτι και μοιραζόταν τα ξίγκια μέχρι που μπήκε ο Μάρτης. Τότε έπιασε το ανοιξιάτικο καθάρισμα. Ξεκίνησε απ’ το Μάτι. Δεν άφησε ούτε ίχνος απ’ την παρουσία της. Μετά έπιασε τον υπόλοιπο Φάρο.
Και μπήκε ο Απρίλης, έκαναν Πάσχα στο χωριό, ήρθε κι η Πρωτομαγιά, βγήκαν τα φίδια, κι ακόμα δεν είχε φανεί ο Καπετάνιος. Η γριά περίμενε, ο σκύλος περίμενε, ο χρόνος δεν περίμενε.
~~~~~
Κι είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που έφυγε ο Καπετάνιος. Η γριά είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Μάτι του Φάρου. Είχε και τον σκύλο μαζί της, που κόντευε τα είκοσι κι ακόμα στεκόταν στα τέσσερα.
Λεφτά δεν χρειαζόταν η γριά, μόνο έξυπνη έπρεπε να είναι. Γιατί ο Καπετάνιος της είχε δείξει την κρυψώνα του. Όχι μέσα στον Φάρο, έξω. Σ’ ένα πετρότοιχο, κάτω από μια φλαμουριά, είχε κρύψει το σεντούκι. Δεν ήταν μεγάλο, όπως τα πειρατικά. Αλλά είχε μέσα τέτοια χρυσά, παλιοκαιρισμένα.
Αν η γριά έκανε το λάθος και φανέρωνε έστω κι ένα κομμάτι στο χωριό θα την κλέβανε, θα τη βασανίζανε και θα τη σκοτώνανε, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά.
Αλλά η γριά ήταν έξυπνη, κι είχε προγόνους που ασχολούνταν με πράγματα καθόλου χριστιανικά. Από εκείνους είχε μάθει ότι μόνο το βασιλικό ύδωρ μπορεί να λιώσει το χρυσάφι. Κι ήξερε να το φτιάχνει. Έριχνε μέσα μερικά νομίσματα κι όταν αρχίζανε να κάνουν μπουρμπουλήθρες το άδειαζε. Το χρυσάφι γινόταν σαν να ‘χε βγει απ’ τη γη.
Αλλά κι έτσι αν το πήγαινε, ολόκληρη γκουμούτσα, θα προκαλούσε πυρετό. Γι’ αυτό έπιανε και το ‘σπαγε, όσο ήταν ακόμα φρέσκο απ’ το οξύ. Το έκανε κομμάτια, σχεδόν άμμο.
Πήγαινε αλλού κάθε φορά κι έδινε μια πρέζα χρυσού. Ο ποταμός Ενιππέας έχει χρυσάφι. Όλοι το ξέρουν. Αν κάτσεις και ψάχνεις για πενήντα χρόνια θα μαζέψεις μια χούφτα.
Έδινε χρυσό κι έπαιρνε χαρτάκια, λεφτά. Κανείς δεν υποψιαζόταν τη γριά, γιατί πρόσεχε πώς ξόδευε. Κι εκείνη έκανε κουμάντο και είδε ότι θα την έβγαζε καθαρή μέχρι να πεθάνει κι αυτή κι ο σκύλος -γιατί μερικές φορές σκεφτόταν ότι ο σκύλος θα ζούσε πιότερο από κείνη.
Καλά περνούσαν, έτρωγαν μπριζόλες και κοιμόντουσαν αγκαλιά, μέχρι που γύρισε ο Καπετάνιος. Και δεν ήταν μόνος.
~~~~~~
Ήταν παράξενη μέρα. Η γριά το κατάλαβε γιατί το νερό δεν έβραζε. Βγήκε να δει τον ουρανό. Δεν είχε σημάδια. Ο άνεμος είχε διώξει τα σύννεφα. Σκόρπισε μερικά πέταλα να δει τι γράφουν. Τίποτα. Έψαξε και τα σκατά της μ’ ένα ξύλο. Κόκκινα απ’ τα παντζάρια. Αυτό ήταν καλό.
Γύρισε στο Φάρο ξαλαφρωμένη, ψυχικά και σωματικά. Πήγε να ρίξει τον καφέ στο μπρίκι. Το νερό ήταν κρύο ακόμα, ούτε φυσαλίδα δεν είχε κάνει. Κοίταξε τη φωτιά. Έκαιγε από κάτω.
Πρώτα το μυαλό της πήγε στο σκύλο.
“Σκύλε”, φώναξε. Μετά πάλι.
Ο σκύλος πήγε κοντά της τρέχοντας και χοροπηδώντας σαν κουτάβι. Η γριά την κοίταξε πιο κοντά. Τι έκανε εκείνο το σκυλί κι ήταν αγέραστο; Ή μήπως δεν ήταν σκυλί; Οι γιαγιάδες της είχαν πει για πνεύματα που παίρνουν τη μορφή ζώων. Και δαίμονες και άγγελοι και νύμφες κι απ’ όλα.
Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο. Απ’ έξω ακούστηκαν άνθρωποι. Η σκύλα μύρισε τον αέρα και κλαψούρισε, προτού φύγει έξω τριποδίζοντας.
“Ο Καπετάνιος!” είπε η γριά και κατάλαβε τι έλεγε η μέρα.
Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν το Μάτι. Ο Καπετάνιος θα έμπαινε και θα το έβρισκε έτσι όπως είναι.
“Καιρός να φεύγεις, Τανασία”, έκανε κοιτώντας το τζάμι.
Το είδωλο της χαμογέλασε. Είχε κρυμμένη αρκετή χρυσόσκονη για να τη βγάλει λίγο καιρό. Και μετά… Μετά έχει ο Διάολος.
Βγήκε κι εκείνη έξω, να προϋπαντήσει τον Καπετάνιο και να πάρει τις αποσκευές του. Το μόνο που κουβαλούσε ο Καπετάνιος ήταν ένας μπόγος, ένα μωρό.
“Παρ’ την!” είπε στη γριά, σαν τον Άτλαντα που ξεφορτώνεται το βάρος του κόσμου.
“Τι ‘ν’ αυτό;”
“Τι σου μοιάζει; Παιδί.”
“Ποιανού παιδί;”
“Δικό μου.”
“Πού είναι η μάνα του;”
“Τη σκότωσα.”
~~{2}~~
Ο Καπετάνιος δεν έκανε παράπονα για τη μυρωδιά της γριάς στο Μάτι. Ήταν έξυπνος άνθρωπος. Ήξερε ότι η γριά κοιμόταν στο δωμάτιο του όταν έλειπε.
Έξυπνος άνθρωπος σημαίνει πρώτα απ’ όλα να μπορείς να καταλάβεις πώς σκέφτονται οι άλλοι, γιατί κάνουν ό,τι κάνουν, να μπαίνεις στη θέση τους. Η βλακεία είναι πάντα εγωκεντρική. Οπότε ο Καπετάνιος καταλάβαινε. Έλειπε τέσσερα χρόνια. Γύρισε απρόοπτα.
Ανέβηκε κι άνοιξε και τα οκτώ παράθυρα. Φυσούσε πολύ εκείνη τη μέρα. Ήταν άνεμος που καθάριζε. Όχι μόνο τις μυρωδιές, όχι μόνο τις τρίχες του σκύλου, αλλά και τ’ αμαρτήματα.
Ο Καπετάνιος πήρε βαθιές ανάσες, να φτάσει το οξυγόνο ως το στομάχι του. Μετά πήρε χαρτί και πένα. Έκατσε στο γραφείο του να γράψει τη διαθήκη του.
Δεν ήταν να πεθάνει εκείνη τη μέρα, ούτε κι εκείνη τη χρονιά. Όμως είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Ο Θάνατος είχε φανεί, κάπου πέρα, κολλημένος στον ορίζοντα. Δεν ήταν κοντά, μα ούτε και μακριά. Έφτανε η ώρα του.
Ο Καπετάνιος ίσιωσε το χαρτί κι έβαλε μελάνι στην πένα. Δεν έγραψε. Άναψε το τσιμπούκι του κοιτώντας έξω τη θάλασσα από ελιές. Μετά ξαναβούτηξε την πένα, την τίναξε να μην κάνει λεκέ κι έγραψε καλλιγραφικά ημερομηνία και τόπο. Ξεκίνησε γράφοντας ότι είχε σώας τας φρένας.
Και σταμάτησε. Άναψε την πίπα. Αναρωτήθηκε αν πράγματι ήταν έλλογος. Όλα εκείνα που είχε ζήσει κι είχε δει κι είχε κάνει έβγαιναν απ’ τον κύκλο της λογικής. Κύκλος. Τους μισούσε τους κύκλους. Όλα αυτά εκείνος τα ‘χε παραδεχτεί ως αληθινά, αλλά αν τα ‘λεγε σε γιατρό θα τον θεωρούσε φρενοβλαβή.
Η Γυναίκα που χόρευε στο φτερό του καρχαρία. Τόσο γυμνή που τύφλωνε όποιον την έβλεπε. Εκείνη δεν είχε υπάρξει; Τότε πού βρέθηκε το παιδί;
“Ήσουν εκεί, ήσουν”, είπε κοιτώντας τον αέρα. “Το δέρμα σου έτριζε στον ήλιο, οι ώμοι σου αστράφταν, τα πόδια σου κι ανάμεσα τους το φύλο σου.”
Τότε, καθώς το είπε, άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η γριά.
~~
“Τι θες;” φώναξε ο Καπετάνιος, που ονειρευόταν γοργόνες κι είδε τη Γοργώ.
“Τι να το κάνω το παιδί;” του είπε εκείνη. Το κρατούσε στην αγκαλιά της, κάπως άτσαλα, τσουβαλιαστά. Εκείνο έκλαιγε.
“Ό,τι τα κάνουν.”
“Δεν ξέρω, Καπετάνιε. Δεν είχα ποτέ.”
Ο Καπετάνιος θύμωσε.
“Τάισε το, ξεσκάτισε το, πλύντο, κοίμησε το”, της φώναξε. “Αυτό θέλουν όλα τα μωρά.”
Αλλά το μωρό είχε τρομάξει απ’ τις φωνές κι ανέβασε το κλάμα αρκετούς τόνους.
“Τα ‘κανα αυτά που λες, αλλά δεν λέει να σταματήσει.”
“Το κούνησες;”
“Μέχρι που του ‘ρθε αναγούλα.”
“Το νανούρισες.”
“Δεν ακούει. Κουφό θα ‘ναι.”
“Δως το μου εδώ, γριά.”
Ο Καπετάνιος πήρε το μωρό στην αγκαλιά του. Την κούνησε και ξεκίνησε να τραγουδάει το τραγούδι που του είχε μάθει εκείνη. Το τραγούδι που τον είχε ρίξει στα βράχια της.
Το μωρό με τις πρώτες λέξεις ηρέμησε. Στην τρίτη στροφή κοιμόταν έτσι όπως κοιμούνται τα μωρά.
“Τι γλώσσα ήταν αυτή;” είπε η Γριά παίρνοντας ανάλαφρα το μωρό.
“Μακρινή”, είπε ο Καπετάνιος και της έκανε νόημα να φύγει για να συνεχίσει τη διαθήκη του.
~~~
Η γριά κατέβηκε κάτω.
“Αυτή ήταν η γλώσσα της μάνας σου, μωρό. Τι λες να ‘τανε; Αράπικα; Κινέζικα; Απ’ την Αμερική; Ή μήπως από πάνω, απ’ τους ξανθούς;”
Κοίταξε καλύτερα το μωρό. Ήταν μεσογειακό.
“Βρες λες να ‘ταν απ’ τους Βερβερίνους η μάνα σου;”
Δεν ρωτούσε για ν’ απαντήσει το μωρό, γιατί να το κάνει άλλωστε; Της άρεσε να κάνει τέτοιες ερωτήσεις, επειδή κάποιος της απαντούσε μέσα στο κεφάλι της.
“Ο πατέρας σου δεν είναι κακός άνθρωπος”, συνέχισε τη κουβέντα. “Είναι βουνάβης, αλλά δεν είναι κακός. Γιατί τη σκότωσε; Το ‘κανε στ’ αλήθεια; Ναι. Τέτοιοι άντρες δεν μιλούν έτσι. Τότε γιατί το κανε;”
Το μωρό αναστέναξε στον ύπνο του. Η γριά κατάλαβε.
“Το ‘κανε για να σώσει εσένα.”
~~~~
Ο Καπετάνιος κατέβηκε κάτω το άλλο πρωί. Δεν είχε κοιμηθεί, φαινόταν απ’ τα μάτια του. Στάθηκε απέναντι απ’ τη γριά. Εκείνη το ‘νιωσε το προμήνυμα δυστυχίας.
“Πρέπει να σου μιλήσω”, της είπε.
“Μίλα μου.”
“Δεν είναι τόσο εύκολο. Έλα να κάτσουμε έξω να μην ακούει το παιδί.”
“Το παιδί είναι μωρό, δεν ακούει.”
“Ακούει και δεν καταλαβαίνει. Όταν καταλαβαίνει θα καταλάβει τι άκουσε”, της είπε ο Καπετάνιος.
Η γριά δεν το πίστεψε αυτό, αλλά δεν ήθελε και να του φέρει αντιρρήσεις. Τον ρώτησε αν ήθελε καφέ.
“Βάλε κρασί”, της είπε ο Καπετάνιος. “Όχι! Φέρε απ’ το ρούμι το κουβανέζικο, αυτό στο ψάθα. Δυο μπουκάλια.”
Η γριά πήγε στο ντουλάπι.
“Και δυο ποτήρια”, της φώναξε.
“Πρωί είναι”, διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
“Στην Κούβα είναι βράδυ”, είπε ο Καπετάνιος και βγήκε έξω.
~~~~~
Ήπιε το μισό μπουκάλι πριν αρχίσει να μιλάει. Η Γριά είχε πιει το άλλο μισό, αλλά εκείνη καθόλου δεν την είχε πιάσει. Γιατί πριν βγει έξω είχε ανακατέψει σπαθόλαδο με ταραξάκο κι αγγινάρα. Έβαλε το πετράδι του αμέθυστου για λίγο μέσα. Μετά έσπασε κι ένα ωμό αβγό και το κατάπιε. Το συκώτι της θ’ άντεχε πέντε μπουκάλια ρούμι.
“Θα πρέπει να φύγω ξανά”, είπε ο Καπετάνιος.
“Το ξέρω.”
“Δεν ξέρεις όμως πότε θα γυρίσω.”
“Ποτέ.”
“Εντάξει, ξέρεις.”
Στούμπωσε την πίπα με καπνό. Μετά έβαλε στο τραπέζι μια πλάκα σοκολάτα, Μαροκινό χασίς πιο σκληρό κι από έβενο. Έβγαλε το μαχαίρι κι έτριψε λιγάκι, ρινίσματα. Τα ‘ριξε στην πίπα του και τ’ άναψε. Η γριά άρπαξε τη γλυκιά μυρωδιά σαν σκύλος που μυρίζει ψητό κρέας.
Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε η σκύλα τρέχοντας. Ο καπετάνιος τη χάιδεψε και ρώτησε πόσο χρονών ήταν.
“Καμιά εικοσαριά”, απάντησε η γριά, όχι ο σκύλος.
“Σαν κουτάβι κάνει.”
“Το ξέρω.”
Μόνο τότε της ήρθε της γριάς μια ιδέα. Έλεγαν πως αν έβρισκες τη σπηλιά όπου γεννήθηκε ο Δίας, στο Λύκαιον όρος, θα έβρισκες κι ένα χόρτο που φύτρωνε μόνο εκεί. Κεραυνόχορτο το λέγαν. Μέρα δεν το ξεχώριζες. Αλλά το βράδυ χωρίς φεγγάρι έβλεπες να φέγγει μες στο σκοτάδι. Όποιος το ‘τρωγε δεν πέθαινε από γηρατειά. Ή πέθαινε πολύ μετά. Η σκύλα έφευγε και χανόταν για μέρες.
“Θέλω να φροντίσεις τη μικρή”, διέκοψε τις σκέψεις της ο Καπετάνιος.
“Πώς θα το κάνω; Γριά είμαι. Φτωχή.”
“Έφτιαξα διαθήκη. Όταν φύγω θα πάω στο γραμματικό στο Χελιδόνι να την επικυρώσω.”
Η γριά ήξερε τι θ’ ακούσει, αλλά περίμενε.
“Τ’ αφήνω όλα σε σένα”, είπε ο Καπετάνιος. “Τον Φάρο και το κτήμα. Κι όσα έχω στη τράπεζα. Δεν είναι πολλά, ήμουν σπάταλος πάντα.”
“Το βλέπω”, είπε η γριά δείχνοντας τον Φάρο.
“Έχεις και το χρυσάφι. Δεν το ξόδεψες όλο.”
Η γριά ήξερε ότι δεν υπήρχε λόγος να κρύψει τίποτα. Του είπε πόσα έδωσε. Ούτε το ένα δέκατο, σε τέσσερα χρόνια. Του είπε πόσο δύσκολο ήταν να το πουλάει, πως την κλέβανε στο ζύγι.
Ο Καπετάνιος της έγραψε ένα όνομα και μια διεύθυνση στο λιμάνι του Κατάκολου. Όποτε χρειαζόταν λεφτά θα πήγαινε εκεί, με τα νομίσματα ολόκληρα, άλιωτα. Δεν θα την κορόιδευε, ήταν φίλος αδελφικός, παλιός συνάδελφος και συνεργός.
“Συνεργός σε τι;” είπε η γριά, που ήταν περίεργη.
“Αυτό σου ‘μεινε;”
Γέμισε το ποτήρι του. Μιλούσε πολύ, έλεγε περισσότερα απ’ όσα ήθελε. Κι η γριά έπιανε τις λέξεις στον αέρα. Δάγκωσε το λεμόνο, έφαγε αλάτι, κι ήπιε ρούμι.
“Έχω κάνει άσχημα πράγματα”, παραδέχτηκε μετά.
“Σε κυνηγάει η χωροφυλακή;”
“Η χωροφυλακή;”
Ο Καπετάνιος ξεκίνησε να γελάει. Το σκυλί σηκώθηκε στα δυο του πόδια, νόμιζε ότι θα παίξουν. Η γριά έκανε νόημα στον Καπετάνιο να χαμηλώσει, μην ξυπνήσει το παιδί.
Εκείνος έσκυψε και ψιθύρισε συνωμοτικά:
“Τα τέρατα.”
Η γριά δεν κατάλαβε.
“Τα τέρατα”, της είπε ξανά. “Ό,τι παράξενο κι ανώμαλο βγάζει ο διάολος.”
“Τι τα κάνετε;”
Ο Καπετάνιος δεν απάντησε με λόγια. Γύρισε στο σκυλί που στεκόταν στο πλάι του περιμένοντας χάδι. Του έτριψε τη μουσούδα, του τράβηξε τ’ αυτιά. Μετά του έπιασε το κεφάλι με τα δύο χέρια, το σήκωσε ψηλά και σφήνωσε το σώμα του σκύλου ανάμεσα στα πόδια του. Γύρισε το κεφάλι απότομα, εκατόν ογδόντα μοίρες. Το σκυλί δεν πρόλαβε ούτε να κλαψουρίσει.
Το άφησε κάτω και κοίταξε τη Γριά, που είχε σταματήσει ν’ αναπνέει. Εκείνη χαιρόταν που δεν του είχε μιλήσει για τις τέχνες που ήξερε.
“Πάω να ετοιμάσω τα πράγματα μου”, είπε ο Καπετάνιος και λίγο τρέκλισε όταν σηκώθηκε. Πριν μπει μέσα κοίταξε τη γριά και της είπε: “Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα.”
~~~~~~
Ο Καπετάνιος έφυγε εκείνη τη μέρα, πριν καν να ξεμεθύσει. Δεν είπε τίποτα άλλο στη γριά για τέρατα.
Το τελευταίο που έκανε ήταν να θάψει το σκύλο. Τον παράχωσε πίσω απ’ το Φάρο. Έπειτα έχωσε ένα μήλο στο φρέσκο χώμα, ολόκληρο.
“Να το ποτίζεις”, είπε στη Γριά. “Κάθε θάνατος δίνει ζωή.”
“Τη μικρή τι να την κάνω, τι να της πω;”
Ο Καπετάνιος έφερε και της έδωσε ένα μακρόστενο κουτί, που ήταν το καπάκι φιλντισένιο κι είχε στο κέντρο την εικόνα από ένα δαγκωμένο μήλο.
“Εδώ μέσα έχει όσα πρέπει να ξέρει.”
“Να της τα δώσω όταν γίνει δεκάξι;”
“Δεκάξι; Γιατί δεκάξι;”
“Πότε;”
“Ξέρω ‘γω. Όποτε σου ‘ρθει.”
Σήκωσε το σάκο του κι έκανε δυο βήματα. Η Γριά με το μωρό στην αγκαλιά τον κοιτούσαν. Εκείνος σταμάτησε. Στράφηκε και κοίταξε τον Φάρο. Αναστέναξε.
Μετά μίλησε στη γριά και για πρώτη φορά της είπε:
“Σ’ ευχαριστώ.”
Εκείνη ξαφνιάστηκε τόσο μ’ αυτό που άκουσε που δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει. Ο Καπετάνιος γύρισε κι απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, γιατί είχε το βάρος στον έναν ώμο.
Τον κοιτούσαν μέχρι που έστριψε και δεν φαινόταν.
Η γριά συνέχισε να κοιτάει, μέχρι που άκουσε λαχάνιασμα πίσω της. Πετάχτηκε. Ήταν η σκύλα. Γεμάτη χώματα, αλλά ζωντανή και ζωηρή.
“Α παπα”, έκανε η γρια. “Τι διαολόσκυλο είσαι ‘συ;”
~~~{3}~~~
Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα για τα μωρά. Μετά, καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο πιο αργά γράφει τα σημάδια του. Το μωρό την επόμενη άνοιξη είχε αρχίσει να μιλάει. Και δεν έβαζε γλώσσα μέσα.
Πριν προλάβει η γριά να καταλάβει τι γινόταν η Γιωταλία είχε γίνει ολόκληρο κορίτσι και πήγαινε μαζί της στα λιβάδια.
Το όνομα της το ‘χε δώσει η γριά, ο Καπετάνιος μωρό την έλεγε.
“Τι σημαίνει τ’ όνομα μου;” την είχε ρωτήσει το κορίτσι.
“Τίποτα. Αλλά δεν ήθελα να σε πω Μαρία.”
“Εντάξει”, είπε η Γιωταλία. “Κι εγώ θα δώσω όνομα στο σκύλο.”
“Πώς θα την πεις;”
“Νέδα, σαν το ποτάμι.”
Ο γραμματικός είχε πάει τα χαρτιά, τα ‘χε υπογράψει η γριά, κι έγινε έτσι απλά ιδιοκτήτρια. Το κουτάκι δεν το άνοιξε, αν και δεν είχε κλειδαριά. Ένιωσε λίγο σαν την Πανδώρα, αλλά αντιστάθηκε. Είχε αρχές, γι’ αυτό και την εμπιστευόταν ο Καπετάνιος.
~~
Τόσα χρόνια η Γιωταλία μάθαινε τα πάντα απ’ τη γριά. Εκείνη την έμαθε να τρώει και να πίνει, να κατουράει και να χέζει. Εκείνη την έμαθε να διαβάζει και να γράφει -κι είχε ταλέντο η μικρή. Εκείνη την έμαθε τι είναι καλό και τι κακό, λέγοντας της παραμύθια, έτσι όπως της ερχόντουσαν στο μυαλό. Απλά πράγματα, μαύρο-άσπρο, σκοτάδι-φως, έτσι μαθαίνουν τα παιδιά.
Εκείνη την έμαθε και τις απόκρυφες τέχνες. Αυτές δεν ήθελε να της πει, αλλά ήταν η Γιωταλία ήταν πάντα μαζί της, έβλεπε τι έκανε, ποια βοτάνια μάζευε, πώς τα ετοίμαζε -κι είχε ταλέντο και σ’ αυτό. Κάτι παραπάνω από ταλέντο, όπως προαισθάνθηκε η γριά.
Της τα ‘μαθε όλα, μόνο για την οικογένεια της δεν της είπε. Αλλά τίποτα δεν μένει κρυφό για πάντα.
Κάποια στιγμή η μικρή έκανε την ερώτηση.
~~~
Κάθονταν στην αυλή και καθάριζαν φασολάκια. Στην αποθήκη είχε γεννήσει μια γάτα. Αλλά δεν της άρεσε το μέρος, γιατί διαρκώς πήγαινε από κει η Νέδα. Το σκυλί δεν ήταν κακό, πιο πολύ χαζό ήταν, αλλά στις γάτες δεν αρέσει η παρέα με τους σκύλους. Έτσι τα ‘πιασε ένα ένα απ’ το σβέρκο να τα πάει σε πιο άνετο σπίτι.
Η μικρή είδε τη γάτα να περνάει, με το γατάκι στο στόμα. Η γριά είδε ότι την είδε. Μετά το δεύτερο. Η Γιωταλία άφησε το μαχαίρι και τα φασολάκια. Η γριά προετοιμάστηκε.
“Δεν είσαι η μαμά μου”, είπε η Γιωταλία, “αυτό το ξέρω.”
“Δεν είμαι.”
“Η γιαγιά μου είσαι;”
“Είμαι.”
“Η κανονική;”
“Όχι.”
“Ο μπαμπάς μου;”
“Αυτός έκτισε τον Φάρο.”
Κοιτάξανε κι οι δύο προς τα πάνω.
“Πού είναι η μαμά μου;”
Η γριά δεν ήθελε να της πει κι άλλα παραμύθια. Κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή ν’ ανοίξει την κασετίνα.
“Έλα να τη δεις”, της είπε.
~~~~
Ανέβηκαν στο Μάτι. Εκεί δεν είχε κανένα έπιπλο ψηλό, κανένα πάνω από το γόνατο, για να μη κρύβει το φως. Το κρεβάτι ήταν τετράγωνο, ειδική παραγγελία, κι εγγραφόταν τέλεια αν ένωνες τις απέναντι κορυφές του οκτάγωνου.
Τετράγωνα, ευθείες, έτσι ήθελε ο Καπετάνιος να είναι ο Κόσμος. Χωρίς την απροσδιοριστία του π.
Η Γιωταλία μπήκε στο Μάτι κι έκανε αυτό που έκανε πάντα. Ξεκίνησε να τρέχει γύρω γελώντας μέχρι που συμπλήρωσε έναν κύκλο. Μετά κι άλλον. Αν την έβλεπε ο Καπετάνιος μπορεί και να της έσπαζε το σβέρκο.
“Τι κάνεις πάλι;” είπε η γριά.
“Γελάω και γυρνάω.”
“Γιατί;”
“Είναι ωραία.”
Η γριά δεν θυμόταν πότε γέλασε τελευταία φορά.
“Καλά, έλα να δούμε τη μάνα σου.”
Πήγε στο μόνο ψηλό έπιπλο του δωματίου. Ήταν ένα ρολόι με εκκρεμές. Έψαξε μια κρύπτη πίσω κι έβγαλε το κουτί. Το άνοιξαν.
Μέσα υπήρχε η φωτογραφία μιας όμορφης γυναίκας. Λάθος. Το “όμορφη” είναι λέξη ανθρώπινη, που ταιριάζει στα πλάσματα που συναντάμε γύρω μας. Εκείνη η γυναίκα δεν ήταν του κόσμου μας.
Της γριάς και της Γιωταλίας τους κόπηκε η ανάσα. Κυριολεκτικά. Μόνο κοιτούσαν.
~~~~~
Η γριά δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ούτε είχε μπλέξει με άντρες, γιατί της άρεσαν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να το πει και να το δείξει στο χωριό. Αν πήγαινε σε κάποια μεγάλη πολιτεία θα ‘ταν αλλιώς. Αλλά ποτέ δεν έφυγε από τη Θάλαττα.
Σαν είδε τη φωτογραφία της μητέρας της Γιωταλίας, ένιωσε την ψυχή της να σχίζεται στα δύο. Θα ήθελε να φιλήσει αυτή τη γυναίκα, θα ήθελε να την αγκαλιάσει, να ζήσει μαζί της, να πεθάνει μαζί της. Την ερωτεύτηκε από τη φωτογραφία.
Αλλά δεν θα τη γνώριζε ποτέ, δεν θα τη φιλούσε, δεν θα ζούσε μαζί της. Γιατί ήταν νεκρή.
Το ίδιο γοητεύτηκε κι η Γιωταλία. Κι ένιωσε περήφανη που είχε τόσο ωραία μάνα.
“Τι έχει από κάτω;” είπε στη γριά.
Κοίταξε. Υπήρχε ένας χάρτης φτιαγμένος με το χέρι. Ένα μενταγιόν ασημένιο και μέσα μια πέτρα.
“Φεγγαρόπετρα”, είπε η γριά που ήξερε.
Υπήρχε κι ένα στιλέτο. Και μια σελίδα με πεντάγραμμο. Πάνω σ’ αυτή ήταν σημειωμένο το κλειδί του Σολ. Και μια νότα σημειωμένη.
Πάνω στο χαρτί, κάτω απ’ τη νότα έγραφε ⵉⵙⵎ-ⵉⵏⵓ
“Ξέρεις να το διαβάζεις;” είπε η Γιωταλία.
“Των βερβερίνων είναι, τα ‘ξερε η νόνα μου.”
“Τι λέει;”
“Αυτό είναι το όνομα σου.”
“Ποιο;”
“Η νότα.”
Η νότα που ήταν σημειωμένη στο πεντάγραμμο.
“Ντο”, είπε η γριά. “Αυτό είναι το όνομα σου. Γιωταλία Ντο.”
“Και το στιλέτο τι το θέλω;”
“Δεν ξέρω.”
“Κι ο χάρτης τι δείχνει;”
“Δεν ξέρω.”
“Τίποτα δεν ξέρεις.”
~~~~~~
Η Γιωταλία κοιμόταν με τη φωτογραφία αγκαλιά. Η γριά δίπλα της ονειρευόταν.
Στο όνειρο της ήταν νέα ξανά. Κρατούσε στην αγκαλιά της τη γυναίκα της φωτογραφίας. Αλλά έβλεπε μόνο τα μαλλιά της. Την άγγιξε για να γυρίσει και να τη φιλήσει. Η γυναίκα γύρισε. Άνοιξε τα χείλη της. Κι είχε δόντια καρχαρία.
Η γριά πετάχτηκε.
“Πώς έμπλεξα έτσι;” είπε.
Η φωνή μες στο κεφάλι της δεν απάντησε αυτή τη φορά.
Η συνέχεια εδώ 2. Λάιλα Λου https://sanejoker.info/2020/09/giotalia-layla-lou.html