Το πρώτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2020/09/giotalia.html
Ζυγώνουν καβαλάρηδες με όπλα και σκυλιά.”
Ο παλιάτσος κι ο ληστής, Δ. Σαββόπουλος
~~~~{4}~~~~
Κι έτσι συνέχισαν μαζί μέσα στον χρόνο. Η Γιωταλία μεγάλωνε, η γριά γερνούσε. Σχολείο τα παιδιά δεν πηγαίναν με το ζόρι τότε. Για τα κορίτσια ήτανε και χασούρα. Αρκεί να μάθαιναν του σπιτιού τις υποθέσεις. Και να ‘ταν καρπερές.
Έτσι κανείς δεν έψαξε να βρει τη μικρή να πάει στο σχολαρχείο. Τη μικρή που όλο μεγάλωνε κι όλο πιο όμορφη γινόταν, έχοντας πάρει σίγουρα πιο πολλά απ’ τη μάνα της, παρά απ’ τον Καπετάνιο.
Την ομορφιά της την είδαν κάποιοι κυνηγοί και κάποιοι γυρολόγοι και τη διέδωσαν στα χωριά. Σ’ ένα τέτοιο μέρος, ορεινό κι άγριο, μια γοργόνα ήταν μεγάλο θέμα, πώς αλλιώς;
Έπειτα άρχισαν να καταφθάνουν οι μνηστήρες. Πρώτα πήγαν οι νέοι απ’ τη Θάλαττα να δουν. Τους έδιωξε εύκολα η γριά, χωριατόπαιδα ήταν. Μετά πήγαν κάποιοι γιοί εμπόρων απ’ το Χελιδόνι, μαζί με γονείς και δώρα. Αυτούς πιο δύσκολα τους διαολόστειλε και τους πέταξε στο κεφάλι τα δώρα.
Αλλά όλοι είχαν μάθει πια για τη γοργόνα του Φάρου. Έτσι ο επόμενος υποψήφιος ήταν ο γιος του Καρπώφ απ’ την Πάτρα.
~~
Η Γιωταλία ήταν πια δεκάξι χρονών κι υπήρχαν μέρες που ο ήλιος τη ζήλευε. Είχε μαύρα σπαστά μαλλιά που της φτάναν ως τη μέση. Το δέρμα της γινόταν μπρούτζινο το καλοκαίρι κι έχανε λίγο απ’ το χρώμα του το χειμώνα. Τα μάτια ήταν πράσινα σαν της γάτας.
Οι άντρες που την έβλεπαν, όλοι οι περαστικοί και οι μνηστήρες, σχεδόν τρόμαζαν. Δεν έμοιαζε με τη γλυκανάλατη λευκή κόρη των ρομάντζων ούτε με τις μονοκόμματες χωριατοπούλες. Η Γιωταλία ήταν σαν πειρατίνα, άγρια αλλά μαζί και τόσο γοητευτική που θα μπορούσε να είναι Μέδουσα, όχι γοργόνα. Και παγώνανε οι άντρες σαν τη βλέπανε. Αλλά δεν πάγωσε ο Καρπώφ.
~~~
Αυτός ήταν γιος του πιο πλούσιου της Πελοποννήσου. Ο πατέρας του είχε καράβια κι έκανε εμπόριο με τους Ρώσους, αφού από κει είχε έρθει. Ο βασιλιάς της Οδησσού, έτσι τον έλεγαν όλοι. Κι ο Κωνσταντίνος Καρπώφ, ο γιος, ήταν πρίγκηπας.
Σίγουρα ήταν ξιπασμένος σαν πρίγκηπας. Έμαθε για τη γοργόνα του Φάρου, έμαθε πως έδιωχνε τους πάντες, και πήγε να την πάρει, ίσως για να την παντρευτεί, αλλά μπορεί και μόνο για να διασκεδάσει.
Έφτασε στη Θάλαττα αργά τ’ απόγεμα με τ’ άλογο του. Δεν ξεκουράστηκε. Πήρε οδηγίες και κάλπασε για τον Φάρο.
~~~~
Η Γιωταλία ήταν έξω με τη γριά και μάθαινε το ξόρκι του αμέθυστου. Η Νέδα κοιτούσε κι εκείνη, γιατί νόμιζε ότι ετοίμαζαν φαγητό.
Άκουσαν τον καλπασμό, μα δεν βιάστηκαν να τελειώσουν. Πόλεμος δεν γινόταν, ήταν καλή εποχή για τους ανθρώπους. Η γριά της ξανάδειξε πώς να τρίβει τον ταραξάκο.
Ο Καρπώφ έφτασε μπρος τους και μίλησε πάνω απ’ το άλογο.
“Ζει εδώ μια όμορφη κοπέλα;”
Την έβλεπε μπροστά του, αλλά ήθελε να επιδείξει ανωτερότητα, να παρουσιαστεί από μόνη της στον πρίγκηπα.
“Ναι, εγώ είμαι”, είπε η γριά, “και είμαι και παρθένα.”
Γελάσανε οι γυναίκες. Το πιο αστείο ήταν ότι η γριά ήταν στ’ αλήθεια παρθένα.
“Εσύ”, είπε ο Καρπώφ στη Γιωταλία, “δεν έχεις μιλιά;”
“Και μηλιά κι αχλαδιά και παπαριά, άρχοντα.”
Πάλι γέλια, πιο τρανταχτά. Η Νέδα χοροπηδούσε. Ο Καρπώφ παρεξηγήθηκε. Κατέβηκε απ’ το άλογο και τις πλησίασε.
“Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;” τους είπε. “Μπορώ να σας αγοράσω στο λεπτό.”
“Δεν αγοράζεις τίποτα, γιατί δεν πουλάμε”, είπε η γριά.
Ο Καρπώφ χαμογέλασε. Έκανε μια βόλτα τριγύρω.
“Σε ποιον ανήκει ο Φάρος;”
“Δικός μου είναι”, είπε η γριά.
“Μπα. Και πού τον έκλεψες;”
“Έχω χαρτιά. Ο γραμματικός τα έκανε. Τον πήρα με τον νόμο.”
“Ο μόνος νόμος είναι η ισχύ του δυνατού”, είπε ο Καρπώφ και ξεκίνησε να φέρνει βόλτες γύρω απ’ τη Γιωταλία, θαυμάζοντας ‘την. Τότε ήταν που μίλησε εκείνη.
“Αλήθεια νομίζεις, άρχοντα, πως μπορείς να μ’ αγοράσεις; Κι αν αγοράσεις κι αν κλέψεις όλη τη γη, νομίζεις ότι θα πάρεις κι εμένα μαζί; Κι αν με πάρεις, αν με κλέψεις, νομίζεις ότι θα γινόμουν ποτέ δική σου; Ακόμα κι αν άγγιζες ΑΥΤΑ νομίζεις πως θα γινόσουν άντρας μου ποτέ;”
Και σαν είπε την τελευταία φράση με ένταση η Γιωταλία έσχισε το πουκάμισο της κι άφησε να φανούν τα στήθη της στον ήλιο, δυο ημισφαίρια αρμονικά και τριζάτα, στιλβωμένα, με ρώγες σκούρες μαυριτανικές.
Ο Καρπώφ έκανε ένα βήμα πίσω να μη τυφλωθεί.
“Είστε μάγισσες”, είπε σαν ξαναβρήκε την ανάσα του. “Μάγισσες και πόρνες.”
Δεν υπήρχε περίπτωση να τις αφήσει έτσι. Όταν μεγαλώνεις σαν πρίγκηπας νομίζεις ότι όλοι είναι κατώτεροι σου κι έτσι θες να φέρονται, να υποκλίνονται. Κι όταν δεν το κάναν οι φτωχοί το πλήρωναν ακριβά. Και να μην το κάνουν κι οι γυναίκες, αυτό παραπήγαινε.
“Πόρνη είναι η μάνα σου”, του είπε τότε η γριά. “Γιατί παντρεύτηκε τον πατέρα σου για τα λεφτά.”
Αυτή ήταν η χειρότερη βρισιά που είχε ακούσει ποτέ ο Καρπώφ.
“Θα το μετανιώσεις αυτό που είπες, μάγισσα. Κι εσύ, πόρνη.”
Ανέβηκε στο άλογο του κι έφυγε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η Νέδα τον ακολούθησε για λίγο, αλλά γρήγορα κουράστηκε κι έπεσε να κοιμηθεί εκεί όπου είχε σταθεί.
~~~~~
Η Γιωταλία με τη γριά τον κοίταξαν να φεύγει. Μετά πήγαν κι έκατσαν αντίκρυ.
“Θα ξανάρθει”, είπε η γριά.
“Το ξέρω.”
“Και δεν θα ‘ναι μόνος. Τα δειλά σκυλιά πάνε σε αγέλες.”
“Το ξέρω, γιάγια. Τι θες; Να φύγουμε;”
Η γριά την κοίταξε άγρια.
“Δεν μ’ έδιωξαν οι Τούρκοι. Θα με διώξει αυτός ο μικροτσούτσουνος;”
Σηκώθηκε και πήγε προς τα μέσα. Της έκανε νόημα ν’ ακολουθήσει. Καθώς έμπαιναν απ’ το τελευταίο φως της μέρας στο σκοτάδι του Φάρου της είπε: “Υπάρχουν κι άλλες τέχνες, πιο σκοτεινές κι άσχημες.”
“Μαύρες;”
“Πιο μαύρες απ’ το βαθύτερο σκοτάδι.”
~~~~~{5}~~~~~
Η μαύρη μαγεία είναι γνώση και δύναμη τρομαχτική. Όποιος τη χρησιμοποιεί μπορεί να βλάψει όχι μόνο τους άλλους, μα και τον εαυτό του. Και συνήθως έτσι γίνεται.
Αντλεί ενέργεια από μέρη ανέγγιχτα, απλησίαστα για τους ανθρώπους. Όσοι πιστεύουν ότι υπάρχουν μόνο όσα ξέρουμε είναι μικρόμυαλοι. Ξέρουμε όσα έχουμε μάθει. Και διαρκώς μαθαίνουμε περισσότερα. Μα υπάρχουν και κάποια μέρη που δεν μπορεί να πλησιάσει ο νους. Φταίει η κατασκευή μας.
Σκεφτόμαστε ανθρώπινα, γιατί είμαστε άνθρωποι. Όπως τον χρόνο, τον κατανοούμε σαν μια γραμμή, μπρος πίσω. Πώς να κατανοήσουμε τον χρόνο ως επίπεδο; Κι ακόμα περισσότερο, τον χρόνο τρισδιάστατο;
Όσα ξέρει το ψάρι για το νερό, τόσα ξέρουμε κι εμείς για το χρόνο. Και δεν είναι μόνο αυτός. Τα χρώματα, οι λέξεις, οι κινήσεις, η δύναμη κι η ενέργεια, ο θάνατος, όλα τα μαθαίνουμε έτσι όπως μπορεί να τα κατανοήσει ο νους μας.
Όμως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, προφήτες, μύστες, μάγισσες και οραματιστές, άγιοι και τρελοί, που το μυαλό τους δουλεύει αλλιώς.
Οι πιο παράξενοι σίγουρα είναι εκείνοι που το σώμα τους ολόκληρο δεν είναι ανθρώπινο.
Γιατί συμβαίνει, ελάχιστες φορές, όσο είναι το έμβρυο στη μήτρα να λεπταίνει η κρούστα ανάμεσα στους κόσμους και να γίνεται ώσμωση. Το έμβρυο μεγαλώνει με χαρακτηριστικά μη ανθρώπινα, αφού εμπλουτίζουν τη φύση του άλλοι κόσμοι.
Τις περισσότερες φορές ένα τέτοιο μωρό γεννιέται νεκρό, αφού δεν αντέχει τον κόσμο μας. Κάποιες φορές αντέχει να γεννηθεί, αλλά το σκοτώνει ο κόσμος που δεν αντέχει τα παράξενα. Κάποιες φορές γεννιέται και μοιάζει κανονικό. Αλλά μέσα του έχει συστατικά από άλλους κόσμους.
Αν θα γίνει μύστης ή τρελός εξαρτάται απ’ την εποχή που θα γεννηθεί και πολλούς ακόμα παράγοντες.
~~
Η γρια δεν είχε πάρει στοιχεία απ’ τους άλλους κόσμους. Ή μπορεί να είχε κάτι μικρό, ένα άγγιγμα.
Είχε μάθει τις παράξενες τέχνες απ’ τη νόνα της. Ήταν γητεύτρα, όχι μάγισσα. Ήξερε πώς να κάνει μερικά φάρμακα και δηλητήρια. Μπορούσε να ξεγεννάει γυναίκες ή να της βοηθάει να το ρίξουν όσο ήταν νωρίς. Ήξερε και φυτά που βοηθούσαν τους άντρες να τους σηκώνεται στα γεράματα.
Η γριά ήξερε τα πράγματα που της είχε μάθει η νόνα της. Τίποτα περισσότερο δεν μπορούσε να κάνει. Αλλά είχε κι ένα βιβλίο, που σπάνια άνοιγε.
~~~
Πήγε τη Γιωταλία στο πλυσταριό. Η Νέδα πήγε πίσω τους, χαρούμενη κι ηλίθια όπως πάντα. Εκεί μέσα μύριζε μούχλα. Δεν είχε παράθυρα, ποτέ δεν το ‘βλεπε ο ήλιος. Είχε έναν πέτρινο νεροχύτη για να πλένει. Τα βρομόνερα φεύγαν στο ρέμα.
Η γριά έσκυψε με το ζόρι κι έβγαλε ένα κατσαρόλι.
“Κλείσε τη μύτη σου”, είπε στη Γιωταλία και τ’ άνοιξε.
Μέσα είχε κάτι σαν χώμα που βρομούσε χειρότερα κι από πτώμα. Η Νέδα έφυγε έξω κλαψουρίζοντας. Η Γιωταλία, ακόμα κι αναπνέοντας απ’ το στόμα, ένιωσε πως θα ξεράσει.
“Προστασία”, είπε η γριά που μάλλον δεν είχε όσφρηση.
Μέσα απ’ το βρωμερό χώμα έβγαλε ένα πανί τυλιγμένο, σε σχήμα ορθογώνιο. Το ακούμπησε στο νεροχύτη κι έπιασε να το ξεδιπλώνει.
Έτσι όπως το είδε στην αρχή η Γιωταλία νόμιζε ότι θα είναι κάποιο βιβλίο εκατοντάδων σελίδων. Αλλά η γριά συνέχισε να ξεδιπλώνει κι οι προσδοκίες της Γιωταλίας ξεφούσκωναν.
Όταν άνοιξε το τελευταίο πανί αποκαλύφθηκε ένα μαύρο βιβλιαράκι, που δεν είχε ούτε δέκα φύλλα. Απέξω έγραφε: Δωδεκάτευχος.
“Αυτό είναι;” είπε η Γιωταλία, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει την απογοήτευση της.
“Τι ήθελες; Τ’ απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη;”
“Είναι μικρό.”
“Εσύ ‘σαι μικρή κι ηλίθια. Σιχτίρι. Έλα.”
~~~~
Ανέβηκαν στο Μάτι και ξάπλωσαν μπρούμυτα στο κρεβάτι, με το βιβλίο ανάμεσα, σαν να ήταν φιλενάδες που ετοιμάζονταν να γράψουν στο λεύκωμα.
“Να ξέρεις”, είπε η γριά πριν ανοίξει το βιβλίο. “Απαγορεύεται να πεις κάτι που θα διαβάσεις στη Δωδεκάτευχο. Κάθε συλλαβή, κάθε γράμμα που θα πεις λάθος μπορεί να σε εξαφανίσει, να σε κάνει να λιώσεις.”
Η Γιωταλία δεν φάνηκε να πείθεται. Χαμογέλασε. Η γριά της έσφιξε με δύναμη το χέρι.
“Πρόσεχε! Έτσι χάθηκε η νόνα και δασκάλα μου.”
“Είπε κάτι λάθος;”
“Εγώ είπα κάτι λάθος.”
Η γριά δεν ήθελε ν’ αφηγηθεί το θάνατο της δασκάλας της, γιατί προτιμούσε να μην τον θυμάται. Προτίμησε να της μιλήσει για τη μαύρη Δωδεκάτευχο.
“Θα σου πω όσα πρόλαβε να μου πει η νόνα. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρόπους. Όλοι προκαλούν κάτι κακό. Ξεκινάνε απ’ το πιο απλό, τριχόπτωση, και φτάνουν ως το χειρότερο.”
“Τον θάνατο;” έκανε η Γιωταλία. Ήταν έφηβη και τη συνάρπαζαν κάτι τέτοια.
“Ο θάνατος είναι στον ένατο τρόπο”, είπε η γριά. “Νομίζεις πως να πεθάνεις είναι το χειρότερο που μπορείς να πάθεις; Υπάρχουν αρρώστιες που σε κάνουν να εύχεσαι τον θάνατο. Κι υπάρχουν κι άλλα μετά τον θάνατο που σε κάνουν να εύχεσαι τον εκμηδενισμό. Οι τελευταίοι τρεις τρόποι είναι χειρότεροι απ’ τον θάνατο.”
Τότε η Γιωταλία ένιωσε σαν να έβλεπε μες στο μυαλό της γριάς. Κι εκείνη έβλεπε μες στο μυαλό της νόνας της. Κι η νόνα μες στο μυαλό μιας μοναχής κι η μοναχή στο μυαλό μιας ακόμα παλιότερης, κι όλο πήγαινε αντικριστά, σαν καθρέφτης απέναντι από καθρέφτη, άπειρα είδωλα, αλλά το τελευταίο ήταν η Κόλαση.
Κι η Κόλαση ήταν η χειρότερη που μπορούσε να φανταστεί κάθε άνθρωπος, αθροιστικά. Η Κόλαση ήταν οι χειρότεροι φόβοι όλων των ανθρώπων που είχαν ζήσει. Η Γιωταλία αποσύρθηκε πριν χαθεί εκεί.
Η γριά την είχε δει ν’ αναβοσβήνει, να χάνεται για λίγο. Έτσι είχε χαθεί κι η νόνα της. Αναβοσβήνοντας κι ουρλιάζοντας: Η Κόλαση!
Όμως η μικρή αναβόσβησε κι επέστρεψε. Χωρίς να ‘χει αλλάξει.
“Τι θα πούμε;” ρώτησε τη γριά.
Εκείνη κατάλαβε πιο έντονα από ποτέ, ότι είχε μαζί της μία από εκείνες τις γυναίκες που μπορούν να περνάνε ανάμεσα στους κόσμους. Και τη ζήλεψε. Γιατί η ίδια ήταν μόνο μια γητεύτρα.
Η Γιωταλία ήταν Ξένη. Η γριά λίγο ανατρίχιασε. Θυμήθηκε το όνειρο της γοργόνας με τα δόντια καρχαρία.
“Θ’ αρχίσουμε;” της είπε η Ξένη.
“Ναι, πάμε.”
~~~~~~{6}~~~~~~
Ήταν πολύ σημαντικό να καταλάβουν πόσο χρόνο είχαν. Ο πρίγκηπας Καρπώφ χρειαζόταν αγέλη. Δεν θα έβρισκε μπράβους στη Θάλαττα. Εκεί ήταν όλοι αγρότες. Το πιο γρήγορο ζωντανό ήταν το μουλάρι του Γιαννούλα. Οι υπόλοιποι είχαν γαϊδούρια. Θα ήταν γελοίος αν οργάνωνε επιδρομή επί όνων.
Δεν θα πήγαινε στο Βούναργο, που είχε βόδια. Άλογα, χωροφύλακες και παλικαράδες θα έβρισκε στο Χελιδόνι.
“Μέχρι εκεί και πίσω, ακόμα κι αν το σκάσει το άλογο, δεν προλαβαίνει πριν απ’ αύριο”, είπε η γριά.
“Άντε, ν’ ανοίξουμε το βιβλίο”, έκανε η Γιωταλία, που κάτι την τραβούσε εκεί μέσα πιο πολύ απ’ τον έξω κόσμο.
“Κρατήσου, μωρή.”
“Τι;”
Η γριά κοίταξε την κόρη της, γιατί έτσι ένιωθε τη Γιωταλία, πιο κόρη απ’ όλες τις κόρες του κόσμου.
“Φοβάμαι”, της είπε.
“Το βιβλίο;”
“Εσένα με το βιβλίο.”
Η Γιωταλία κοίταξε αλλού. Γιατί δεν ήθελε να φανεί αυτό που έκαιγε πίσω απ’ τα μάτια της.
“Τι ξέρεις;” της είπε η γριά. Μπορεί να μην ήταν μάγισσα, αλλά ήταν γυναίκα που είχε περάσει πολλά. Ήξερε να νιώθει τους άλλους.
“Τίποτα”, είπε κι Γιωταλία. Κι είχε μιλήσει την αλήθεια.
“Αλλά κάτι σε τραβάει;”
“Δεν έχει να κάνει με ξέρω και δεν ξέρω. Το νιώθω στο αίμα μου. Αυτό το βιβλίο είναι…”
Έκανε μια μικρή παύση.
Μετά είπε με απορία: “Είναι μικρό;”
“Πάλι τα ίδια λες;”
“Όχι. Του λείπουν σελίδες. Κομμάτια. “
“Πού το ξέρεις; Κλείσε τα μάτια.”
Η γριά άνοιξε το βιβλίο και το φυλλομέτρησε.
“Καλά το ‘νιωσες.”
“Τι λείπει;”
“Αυτά μετά τον θάνατο.”
“Ποιος τις πήρε;”
“Ο Καπετάνιος; Δεν ήξερε.”
“Ποιος ήξερε;” είπε η Γιωταλία.
“Μόνο εγώ.”
“Τότε εσύ τις έκοψες. Το έκανες στον ύπνο σου, για να με προφυλάξεις. Μα άφησες τον τρόπο του θανάτου.
Εκείνη το άνοιξε προσεκτικά.
~~
Η Μαύρη Δωδεκάτευχος ήταν αντιγραφή του πρώτου βιβλίου μαγείας που είχε γραφτεί. Πολύ πριν το Corpus Hermeticum.
Ήταν έργο των Πελασγών ιερέων, στην αρχαιότερη πόλη του κόσμου, όπως λέει ο Παυσανίας, τη Λυκόσουρα της Αρκαδίας.
Η μεταγραφή ήταν με ελληνικούς χαρακτήρες, φωνητική απόδοση, γιατί δεν είχε σημασία τι διάβαζες, αλλά τι έλεγες. Ο λόγος δημιουργεί, όπως ο Γιαχβέ είπε γενηθήτω φως. Οι σκέψεις, όσο μένουν στο μυαλό είναι αδρανείς. Οι λέξεις αλλάζουν τον κόσμο.
“Τι θα δούμε;” είπε η Γιωταλία.
“Τους τρόπους που τους κάνουν να μένουν.”
“Τι ‘ν’ αυτό;”
“Θα τους σταματήσει.”
“Μόνο αυτό;”
“Μόνο αυτό. Δεν θέλουμε να τους σκοτώσουμε.”
“Γιατί όχι;”
“Γιατί ο θάνατος δίνει θάνατο.”
“Πάλι με γρίφους μιλάς, γιάγια.”
Αλλά η γριά δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Άνοιξε τη Δωδεκάτευχο στον τρίτο δρόμο. Θα κατουριόντουσαν πάνω τους, θα λιποθυμούσαν, θα έκλαιγαν σαν μωρά, αλλά μετά θα γυρνούσαν στις οικογένειες τους.
“Άκου τις λέξεις, αλλά πρώτα δίπλωσε τα δάκτυλα σου”, είπε στη Γιωταλία.
Το δίπλωμα των δακτύλων, δείκτης με μέσο, εμπόδιζε το ξόρκι να βγει. Η γριά το είπε μια φορά. Η Γιωταλία το επανέλαβε αμέσως, παρότι δεν ήταν λέξεις γνωστές. Αλλά είχε ταλέντο.
~~~
Ώρες μετά η γριά πήγε για ύπνο. Είχε νυχτώσει και θα περνούσαν δύσκολη μέρα. Έκανε το λάθος ν’ αφήσει τη Γιωταλία μόνη με το βιβλίο.
Η Γιωταλία το πήρε και τ’ άνοιξε. Πήγε στις τελευταίες σελίδες. Κάθε τρόπος είχε τρία μονοπάτια. Έτσι κι ο θάνατος. Υπήρχε ξόρκι για ακαριαίο θάνατο, ξόρκι για αργό βασανιστικό θάνατο και ξόρκι όπου πέθαινες και ξαναζωντάνευες -για να καταλάβεις ότι θα πεθάνεις πάλι. Κι αυτό αέναα.
Η Γιωταλία κατάλαβε τι της έλεγε η γριά. Ο θάνατος μπορεί να είναι λύτρωση. Δεν ήθελε να βασανίσει κανέναν. Έμαθε τον πρώτο τρόπο, ακαριαίος θάνατος.
~~~~
Το επόμενο πρωί η γριά σηκώθηκε πριν να βγει ο ήλιος. Δεν έφτιαξε καφέ. Στοίβαξε ξύλα γύρω απ’ τον Φάρο και μέσα. Τα μούσκεψε με λάδι κι από πάνω έβαλε μπαρούτι.
“Αν χάσουμε θα τον κάψουμε”, είπε με περισσή χαρά.
“Για να μην τον πάρουνε αυτοί;”
“Κανένας. Ο Φάρος είναι τέρας.”
Είπε αυτό κι άρχισε να γελάει, γιατί ο Καπετάνιος που κυνηγούσε τα τέρατα είχε φτιάξει ένα τέρας ο ίδιος.
“Γιάγια”, έκανε η Γιωταλία. “Δεν ξέρω τ’ όνομα σου.”
“Δως μου εσύ ένα.”
“Δεν είσαι σκυλί.”
“Μάλλον όχι.”
Η Νέδα τους άκουσε να λένε για σκυλιά και πήγε να εισπράξει χάδια.
Η Γιωταλία τότε έκανε κάτι για πρώτη φορά. Μπήκε μες στο μυαλό της γριάς, αλλά γύρισε πίσω μαζί της. Την είδε κοπέλα. Την είδε παιδί. Είδε ποια τη γέννησε.
“Είσαι τσιγγάνα”, της είπε. “Το είδα. Έχεις κι όνομα.”
“Τανασία με φωνάζουν εδώ.”
“Όχι, αυτό δεν είναι το αληθινό σου όνομα.”
“Ποιο είναι; Πες το!”
“Λάιλα Λου.”
Η γριά ξεκίνησε να γελάει. Ήταν το πιο αστείο και παράξενο όνομα που είχε ακούσει. Ποιος έδινε τέτοιο όνομα στο παιδί του; Γελούσε μέχρι που άρχισε να κλαίει.
Γιατί ναι, το ήξερε, αλλά δεν ήθελε να το ξέρει. Το είχε ακούσει όταν ήταν μωρό και δεν καταλάβαινε. Τώρα καταλάβαινε και ήξερε, μπορούσε να θυμηθεί πώς την αποκάλεσε η μάνα της την πρώτη φορά που την έβαλε στο βυζί.
“Καλώς ήρθες, Λάιλα Λου”, της είχε πει.
Η Λάιλα Λου, που μωρό δεν ήταν πια, έπεσε στην αγκαλιά της κόρης της κι έκλαψε. Χωρίς να λυπάται. Γιατί ήξερε ποια ήταν. Δεν ήταν γριά, ήταν η Λάιλα Λου.
~~~~~
Δεν είχε ανέβει ο ήλιος ένα κοντάρι στον ορίζοντα όταν η Νέδα ξεκίνησε να γαβγίζει. Το σκυλί δεν ορμούσε ούτε σε σαύρα. Το γάβγισμα σήμαινε ότι κάποιος πλησίαζε. Και μάλλον δεν ήταν ο ταχυδρόμος.
Η Λάιλα Λου κι η Γιωταλία στήθηκαν στο Μάτι για να δουν. Ήταν οκτώ καβαλάρηδες που πλησίαζαν καλπάζοντας.
“Πόσο δειλός άντρας”, είπε η Λάιλα Λου. “Μάζεψε άλλους εφτά για να επιτεθεί σε δυο γυναίκες.”
Η Νέδα γάβγισε.
“Σε τρεις γυναίκες, εντάξει.”
“Να πάρω το στιλέτο;” είπε η Γιωταλία.
“Δεν νομίζω ότι στ’ άφησε γι’ αυτό.”
“Ούτε κι εγώ.”
“Τι νιώθεις;” της είπε η Λάιλα Λου.
Δεν απάντησε. Ένιωθε ότι θα πεθάνει πολύς κόσμος, αλλά δεν το είπε. Η Λάιλα Λου κατέβηκε να προϋπαντήσει τους καβαλάρηδες. Η Γιωταλία κι η Νέδα στάθηκαν πίσω τους, αγέρωχες -κυρίως το κορίτσι, το σκυλί ήταν με τη γλώσσα έξω.
~~~~~~
Ο Καρπώφ είχε μαζέψει τα μεγαλύτερα αποβράσματα της περιοχής. Τα άλογα τα είχε πληρώσει εκείνος, όπως και τα όπλα τους, και τους είχε υποσχεθεί μισθό που έφτανε έξι μήνες δουλειά στα χωράφια.
Έπρεπε να ταπεινώσουν τη γριά και την κοπέλα. Οι εφτά μπάσταρδοι που ‘χε προσλάβει γελάσανε με την αποστολή. Δεν θα γελούσαν για πολύ ακόμα.
Είδαν τον Φάρο από μακριά. Μετά είδαν τις γυναίκες που στέκονταν μπρος στο κτίριο. Ήταν εγκληματίες όλοι τους, αλλά κάτι στο θέαμα τους έκανε ν’ ανακόψουν πορεία.
“Τι πάθατε, ρε;” είπε ο Καρπώφ.
“Δεν είναι κανονικές αυτές”, είπε ένας απ’ τη συμμορία, ένας που είχε σκοτώσει λοχαγό με τα χέρια του.
Τα άλογα τσινούσαν.
“Τα χρυσά που θα πάρετε είναι κανονικά”, τους είπε. Είδε ότι δεν τους έπεισε. “Διπλασιάστε τα. Θα σας δώσω τα διπλά.”
Ήταν πολλά λεφτά, δεν το σκέφτηκαν άλλο. Προχώρησαν σε σχηματισμό V με τον Καρπώφ μπροστά.
“Ήρθα να σας πω–“, ξεκίνησε να λέει ο Καρπώφ, έτοιμος να τους ανακοινώσει την απαλλοτρίωση του Φάρου και του κτήματος.
Ο γραμματικός είχε πληρωθεί να προσβάλλει τη διαθήκη, γράφοντας ότι ο Καπετάνιος δεν είχε σώας τας φρένας όταν την έγραψε.
Η Νέδα γάβγιζε και τον διέκοψε.
“Ήρθα να σας πω ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι–“
“Στο μουνί μου”, του είπε η Λάιλα Λου.
Έγινε σιγή. Δεν ήταν ακριβώς η απάντηση που περίμενε ο Καρπώφ. Η Γιωταλία κρατιόταν να μη γελάσει. Έπνιξαν το γέλιο και δύο απ’ τους παλικαράδες. Ο Καρπώφ τους κοίταξε άγρια. Γύρισε πάλι στη Λάιλα Λου.
“Αν δε συμφωνήσετε με τις προσταγές του νόμου–“
“Θα μου κλάσεις μια τρίχα απ’ το μουνί μου”, του είπε εκείνη.
Η Γιωταλία δεν άντεξε. Ξέσπασε σε γέλια. Ο Καρπώφ έγινε κόκκινος.
“Εμπρός”, είπε στους παλικαράδες. “Λιανίστε τις.”
Κατέβηκαν ταυτόχρονα κι οι εφτά σαν να είχαν κάνει εξάσκηση στη ρυθμική ιππασία. Μετά το τρίτο βήμα η Λάιλα Λου μίλησε.
Ήταν λέξεις από γλώσσα νεκρή, Πελασγική, αλλά οι ήχοι κουβαλούσαν νόημα. Έγινε ένα τρεμούλιασμα στον κόσμο, για όσους ξέρουν να βλέπουν.
Οι εφτά μπάσταρδοι έχασαν το στόχο. Έμειναν να κοιτούν γύρω, σαν γέροι με άνοια, που δεν θυμούνται γιατί μπήκαν στην κουζίνα.
Κι ο Καρπώφ επηρεάστηκε για λίγο, αλλά το ξεπέρασε αμέσως. Οι πρώτοι μαγικοί τρόποι, οι πιο απλοί -κι αναίμακτοι, βασίζονται στην αδυναμία θέλησης του μαγεμένου. Ο Καρπώφ ένιωθε ανώτερος απ’ τη Λάιλα Λου, ένιωθε ανώτερος απ’ όλους, δεν ήταν εύκολο να τον μαγέψουν, όχι με τους πρώτους μαγικούς τρόπους.
“Εμπρός, τι κάνετε;” ούρλιαξε εκείνος και σαν είδε ότι οι μπράβοι του κοιτούσαν τις μαργαρίτες όρμησε με τ’ άλογο πάνω στη Λάιλα Λου. Τη χτύπησε και την έριξε κάτω.
Μόλις εκείνη έχασε τις αισθήσεις της οι παλικαράδες συντονίστηκαν πάλι με τον πραγματικό κόσμο. Προχώρησαν απειλητικά προς τη Γιωταλία, πίσω απ’ τον πρίγκηπα που ξεκαβαλίκεψε. Η Νέδα θύμωσε. Ήταν η πρώτη φορά που αγρίευε εκείνο το σκυλί. Και χίμηξε πάνω στον Καρπώφ. Τον έπιασε απ’ το χέρι.
Η Γιωταλία βρήκε την ευκαιρία να κοιτάξει τη Λάιλα Λου.
“Αντέχω ακόμα”, είπε εκείνη. “Θυμάσαι τον τρίτο τρόπο;”
“Ξέρω κι εκείνον του θανάτου”, έκανε η Γιωταλία.
Η Λάιλα Λου κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε, εκλιπαρώντας την να μην το πει. Εκείνη τη στιγμή ο Καρπώφ έχωσε το μαχαίρι του στο σβέρκο της Νέδας. Το σκυλί κλαψούρισε κι έπεσε νεκρό.
“Δεν υπάρχει περίπτωση”, του είπε η Γιωταλία.
“Να είμαστε μαζί; Θα δούμε”, απάντησε εκείνος κι οι μπράβοι γελάσανε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα βιάζανε.
“Όχι! Δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσετε!”
Η Γιωταλία είπε τις εφτά λέξεις που είχε δει στη Δωδεκάτευχο, τις λέξεις του θανάτου.
Ολόκληρος ο Κόσμος έμεινε ακίνητος για μια στιγμή. Ο Καρπώφ χαμογέλασε αλαζονικά. Οι εφτά μπάσταρδοι στέκονταν πίσω του.
Η Λάιλα Λου πρόλαβε να φωνάξει: “Όχι, Γιωτ—-“
Δεν έγινε έκρηξη ούτε φάνηκε κάποια λάμψη. Ακούστηκε μόνο ένας ήχος σαν φωνή από νυχτοπούλι. Και μετά πέθανε ό,τι ήταν ζωντανό γύρω απ’ τη Γιωταλία.
Οι εφτά μπάσταρδοι κι ο πρίγκηπας. Αλλά κι η Λάιλα Λου. Και κάθετι άλλο.
Η Γιωταλία ήταν στον κέντρο μιας σφαίρας θανάτου με ακτίνα πολλά μέτρα. Τα άλογα, τα φυτά, τα έντομα, ένα πουλί που πετούσε από πάνω, όλα έπεσαν νεκρά.
~~~~~~~
Έκλαψε πολλές ώρες πάνω απ’ τη Λάιλα Λου. Σταμάτησε μόνο όταν ένιωσε κάτι υγρό στο πρόσωπο της. Ήταν η Νέδα που την έγλυφε. Ζωντανή, αλλά όχι τόσο κεφάτη. Θρηνούσε κι εκείνη για τη Λάιλα.
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, να φύγει. Ο Καρπώφ δεν θα άφηνε τον θάνατο του γιού του έτσι. Κι εκείνη δεν είχε κάτι στον Φάρο πια, μόνο θλίψη.
Θα έπαιρνε μαζί της μόνο τη Δωδεκάτευχο, το κουτί που της άφησε ο πατέρας της και το σεντούκι με το χρυσό.
Έπρεπε μόνο κάτι να τακτοποιήσει ακόμα. Τους οκτώ άντρες τους τράβηξε στον Φάρο και τους άφησε κάτω. Τη Λάιλα Λου την ανέβασε στο Μάτι και την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
Καθώς έσκυψε να πάρει το κουτί απ’ το μεγάλο ρολόι παρατήρησε τον εαυτό της στο τζάμι. Τα μαλλιά της είχαν γίνει κάτασπρα, πιο άσπρα κι από της Λάιλα Λου. Δεν ήξερε αν ήταν απ’ την στεναχώρια ή απ’ το ξόρκι.
Κατάλαβε ότι θα τη δυσκόλευε κάτι τέτοιο. Όλοι θα έβλεπαν ένα κορίτσι με άσπρα μαλλιά. Έπιασε ένα μαντήλι και τύλιξε το κεφάλι της.
Φίλησε για τελευταία φορά τη Λάιλα Λου και την ευχαρίστησε για όσα της είχε μάθει. Της ζήτησε συγνώμη -ξανά.
Μετά κατέβηκε κάτω. Άναψε ένα μικρό κερί και το ακούμπησε σ’ ένα σωρό από ξύλα και μπαρούτι. Θα λειτουργούσε σαν φυτίλι. Μόλις θα έλιωνε η φλόγα θ’ άγγιζε το εκρηκτικό.
“Πάμε, Νέδα”, φώναξε η Γιωταλία. “Πάμε να βρούμε από πού έρχομαι.”
Βγήκαν στο δρόμο κι ήταν νύχτα πια. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά όταν ακούστηκε έκρηξη πίσω τους. Ο Φάρος φώτισε τη νύχτα για μία και τελευταία φορά.
Η Γιωταλία Ντο δεν γύρισε να κοιτάξει.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Εδώ η συνέχεια Σέρλοκ Γκάτζο https://sanejoker.info/2020/09/giotalia-3-gatzo.html
Ευχαριστώ τον Όττο του Μεγάλου Χάους που μου γνωστοποίησε την ύπαρξη της Μαύρης Δωδεκάτευχου.
Η εικόνα είναι digital art της Lissa Barone