Ψεύτης ήλιος

0
538
Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2707846-CJPEHINW-7.jpgΕπιτέλους, έβγαλε και λίγο ψεύτη ήλιο.
Κι είχαν αρχίσει νὰ μὲ πο­νοῦν τὰ κόκαλά μου μὲ τό­ση βρο­χή.
Δε βα­ρι­έ­σαι, ας μη μιζεριάζουμε,
αφού μπορούμε και κάνουμε ακόμα πο­δή­λα­το, κα­λὰ εἴ­μα­στε.
Λένε ότι το ποδήλατο έτσι και το μάθεις, δε το ξεχνάς ποτέ.
Χα! Ρώτα κι εμένα που κάθε φορά κάνω το σταυρό μου να φτάσω.
Ευτυχώς, πάντα φοράω τις πιάστρες για το παντελόνι,
που μου πήρες πέρσι στα γενέθλιά μου, με αντανάκλαση παρακαλώ.
Στην ηλικία μας, κάθε πτώση μπορεί να αποβεί μοιραία.
Και δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα.
Έτσι δεν έχω πλέον πρόβλημα με την αλυσίδα.
Χάδι στο πρόσωπο και στην πλάτη ο χειμωνιάτικος ήλιος.
Έτσι ήταν και τότε που γνωριστήκαμε, σ’ αυτό εδώ το παγ­κά­κι.
Θυμάσαι;
Καθόμουν ακριβώς εδώ, με το στόμα διάπλατα ανοιχτό
με την θεά που πέρναγε από μπροστά μου.
Μου έριξες μια κλεφτή ματιά και μου χαμογέλασες.
Και ίσως δεν συνέβαινε τίποτα, αν δεν ήμουν σαββατογεννημένος
κι αν δεν βρισκόταν εκείνη η πέτρα μπροστά στη ρόδα σου.
Για χρόνια είχαμε να γελάμε με την τούμπα που πήρες.
Πετάχτηκα να σε σηκώσω από τις λάσπες και σ’ έφερα να καθίσεις.
Και καθώς καθάριζα την πλάτη σου απ’ ότι μπορούσε να μαζευτεί
ένα υστερικό γέλιο μας έπιασε και τους δύο.
“Ήμουν πολύ αστεία;” με ρώτησες κάποια στιγμή.
“Αν είναι και σας βοηθάει να γελάτε, να το ξανακάνουμε”, συνέχισες.
Δεν χρειάστηκε όμως. Φύγαμε μαζί και συνεχίσαμε από τότε μαζί.
Καταλήξαμε στο σπίτι μου που ήταν πιο κοντά.
Έπρεπε άμεσα να αλλάξεις, γιατί ήσουν μούσκεμα και έτρεμες.
Έτρεμα κι εγώ, αλλά έλεγα πως ήταν απ’ το κρύο.
Έτρεμα και όταν πρωτοφιληθήκαμε και ντρεπόμουν γι αυτό.
Τι θα σκεφτόσουν για μένα.
Τι σκεφτόμουν για μένα, που πρώτη μου φορά έτρεμα σε φιλί.
Τι θα σκεφτόσουν για μένα, όταν μου πήρε ένα ολόκληρο μήνα,
να ξεπεράσω την τρεμούλα και τα ρίγη και να ολοκληρώσουμε;
Και άσε τους κυνικούς να λένε ότι ο έρωτας είναι απλά καύλα.
Ήταν τότε, σε ένα ξενοδοχείο στην Βαυαρία,
με τον απαλό φωτισμό του κάστρου πάνω στον λόφο,
να φωτίζει μέσα απ΄ το παράθυρο τον έρωτά μας.
Και έξω χιόνιζε, χιόνιζε, χιόνιζε, όπως μετά απ’ όλες τις μεγάλες ήττες.
Θυμάσαι;
– Έχεις ξανάρθει εδώ, με είχες ρωτήσει την προηγούμενη.
– Πολλές φορές, σου απάντησα, αλλά ήθελα να το δεις κι εσύ.
– Είναι η πρώτη φορά, που νιώθω ότι μ’ αγαπάς, μου είπες, θυμάσαι;
Κι ίσως αυτή η διαπίστωση να ήταν το κλειδί που με ξεκλείδωσε.
Απολάμβανες τὸν πα­γω­μέ­νο ἀ­έ­ρα που σου έκοβε την ανάσα.
Στην επιστροφή ανεβήκαμε στην άμαξα με τα άλογα. Θυμάσαι;
Και τα χέρια μου είχαν ξυλιάσει χωρίς γάντια.
Έβαζα στις τσέπες του μπουφάν, πότε το ένα πότε το άλλο,
για να μην καταλάβεις ότι κρυώνω και με μαλώσεις.
Με μάλωνες για την ανοργανωσιά μου που ξεχνούσα τα γάντια.
Κοί­τα, τώ­ρα τα έχω μαζί μου. Έχω και σκούφο.
Σε ένα δίσκο από λουλούδια, μου πρόσφερες θιβετιανό τσάι.
Ήθελες πολύ να μου πεις, ότι δε με ξέχασες ποτέ, ότι
μ’ αγαπούσες πολύ, τότε που οι μυοσωτίδες έγερναν στον άνεμο.
Αλλά δε μπορούσες να κάνεις κάτι άλλο, παρά να φύγεις,
χωρίς να γνωρίζεις τι ακριβώς έπρεπε να γνωρίζεις.
Ότι ένιωθες τόσο λυπημένη, που δεν είχες ένα παιδί μαζί μου.
Ότι μια ευκαιρία, σπαταλήθηκε και ακυρώθηκε τόσο άδικα.
-Να μείνω μαζί σου, σου είπα.
-Μια άλλη φορά, μου απάντησες.
Και χωρίς να πω τίποτα, γύρισα την πλάτη και έκλεισα την πόρτα.
Α, ξέχασα να σου πω.
Οι συνάδελφοι μου έκαναν δώρο
ένα ασημένιο σφυράκι κι ένα στυλό Πάρκερ,
για να γράφω είπαν τις αναμνήσεις μου, τώρα με την σύνταξη.
Και πού να γράφεις τώρα. Όλα τα έχω στο μυαλό μου.
Μάλιστα καμιά φορά, τα ζωντανεύω και στα όνειρα.
Τότε είναι που λέω, πως κάτι πρέπει να γράψω,
αλλά μετά τον καφέ, έχω ξεχάσει όλες τις πολύχρωμες λεπτομέρειες,
που λες ότι αξίζει να τις αποτυπώσεις και να τις κρατήσεις.
Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω πως θα είναι η μέρα μου χωρίς δουλειά.
Ξέ­ρω όμως πως είναι χωρίς εσένα.
Δὲν χά­νω ευκαιρία να σε ονειρευτώ.
Και κάνω τις ίδιες διαδρομές που κάναμε και μαζί για να θυμάμαι.
Μάλιστα τώρα με το εφάπαξ,
λέω να ξαναπάω στο ίδιο ξενοδοχείο,
με το ίδιο παράθυρο να βλέπει στο κάστρο
και να περιμένω το βράδυ να έρθεις.
Θα έρθεις. Πάντα έρχεσαι.
Και το πρωί θα πάρουμε την άμαξα με τα άλογα.
Δεν έχω πια πολλές δυνάμεις κι οι μέρες έχουν μικρύνει.
Ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά. Άντε, πάμε για μια βόλτα ακόμη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον άκουγα να μονολογεί από το διπλανό παγκάκι.
Προσπάθησα να είμαι διακριτικός κι ούτε που γύρισα να κοιτάξω.
Με την άκρη του ματιού μου όμως τον είχα κλειδώσει.
Δεν ήταν μονόλογος.
Μιλούσε σε μια φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια του.
Κάποτε την χάιδευε, μάλλον χάιδευε το πρόσωπο στη φωτογραφία.
Κάποτε την έφερνε στο στόμα του και την φιλούσε.
Έτσι όπως φιλούσαμε τα εικονίσματα στην εκκλησία προ γκόβιτ.
Κάποτε έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό χάρτινο κουτί.
Εκεί φύλαξε προσεκτικά την φωτογραφία
και την έβαλε στην αριστερή τσέπη του παλτού.
Με ένα τεράστιο χαμόγελο πίεσε με το χέρι του το σημείο.
Το κουτάκι ήταν ακριβώς μπροστά απ’ την καρδιά του.
Μετά, τον είδα να φοράει τον σκούφο και τα γάντια του,
ανέβηκε στο ποδήλατο και ξεκίνησε να φύγει.
Ονομάζομαι Σέλευκος και είμαι γιος του.
Τον παραπάνω μονόλογο τον έχω κρατήσει σε καταγραφικό,
με τη σκέψη ότι ίσως θα έπρεπε να τον εμφανίσω σε κάποιο γιατρό.
Η Σβετλάνα που του βάλαμε να τον βοηθάει
με ειδοποίησε γι’ αυτές του τις αποδράσεις. Ανησυχούσε.
Ξέροντας ότι ο πατέρας χάνεται ενίοτε στον κόσμο του,
τον είχα ακολουθήσει μέχρι το παγκάκι. Δεν με κατάλαβε.
Η Σβετλάνα είχε να λέει, πως όταν ο πατέρας επέστρεφε σπίτι,
ήταν χαρούμενος, ξανανιωμένος, με διάθεση για επικοινωνία.
Κάτι σίγουρα θετικό, αλλά όταν δεν ξέρεις τι ακριβώς συμβαίνει,
σκέφτεσαι διάφορα, δυνητικά επικίνδυνα για την κατάστασή του.
Τίποτα λοιπόν επικίνδυνο, τίποτα το περίεργο, τίποτα το αλλόκοτο.
Και ούτε υπήρχε κάποια άλλη Σβετλάνα να του τα μασάει,
όπως σαφέστατα άφησε να αιωρείται, η δική μας Σβετλάνα.
Το μόνο ίσως περίεργο, ίσως, δεν είμαι της δουλειάς και δε ξέρω,
πως όταν ο πατέρας χανόταν στο βάθος του πάρκου,
ήταν πιο ψηλός, πιο αδύνατος, χωρίς ρυτίδες, χωρίς άσπρα γένια,
και με μαύρα μαλλιά και μουστάκι,
έτσι όπως τον θυμόμουν όταν ήταν πενηντάρης.
Α, ήταν και μία άγνωστή μου, που καθόταν στα πόδια του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Θανάσης Πολυζόπουλος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής