Τα ουρανοθέμελα είχαν πάρει χρώμα χρυσοκίτρινο

0
504

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι ff.jpg

Δεν ξέρω πώς είναι οι άλλες οικογένειες, η δική μου πάντως ήταν χωρισμένη στα δύο. Απ΄την μια μεριά οι γονείς μας κι από την άλλη εγώ και τ’ αδέρφια μου. Ήμασταν οι μεν και οι δε, οι Κράμερ εναντίον Κράμερ, οι βόρειοι και οι νότιοι.

Εκείνη την εποχή ήμουν γύρω στα δώδεκα. Πήγαινα ακόμα δημοτικό. Ένα αδύνατο παιδί, με κοντό μαλλί κι άτσαλες αφέλειες. Το παιδί σάντουιτς, κι αυτό προέκυπτε από την σειρά γέννησής. Πρώτη η αδερφή μου η Πένυ, δεύτερη εγώ και τρίτος ο αδερφός μας, ο Γιώργης.

Η Πένυ πήγαινε Λύκειο τότε και σνόμπαρε εμάς τους μικρότερους. Ήμουν σίγουρη πως μεγαλώνοντας θα προσχωρούσε στους μεν, αλλά για την ώρα ήταν με τους δε.

Ο Γιώργης ήταν οχτώ χρονών κι αυτιστικός. Είχε μόνιμα μια έκφραση ταύρου μαινόμενου, ήταν απαισιόδοξος κι έβριζε συνεχώς. Στον αντίποδα όμως έβλεπε κανείς ένα τρυφερό αγόρι. Αγαπούσε τα ζώα, τη φύση και όταν χάιδευε ένα σκυλάκι ή παρατηρούσε τα πουλιά να πετούν, ήταν οι μόνες φορές που έβλεπα τις γραμμές του προσώπου του να μαλακώνουν. Τότε χαμογελούσε και φαινόντουσαν τα κάτασπρα δόντια του κι ένα χαριτωμένο λακκάκι στο μάγουλο.

Την Πένυ δεν την συμπαθούσα. Είχε υπεροψία στο πρόσωπό της και υπερβάλλουσα σεξουαλικότητα -για την ηλικία της. Θεωρούσε ότι ήταν η καλύτερη από όλους και πως οι γονείς μας της είχαν ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν όμως κοντόχοντρη σαν σβούρα -τέσσερα χρόνια μικρότερη της και κόντευα να την φτάσω. Με την Πένυ είχαμε έναν όχι και τόσο κρυφό ανταγωνισμό.

Το μόνο πράγμα που μας ένωνε ήταν ο Γιώργης.

Εκείνη λοιπόν την εποχή μου ήρθε η ιδέα να πάρουμε ένα κατοικίδιο.

“Θα πάρουμε σκυλάκι;” είπε ο Γιώργης.
“Ναι, Γιώργη μου, τι σκυλάκι θέλεις;” τον ρώτησα.

Ένας γείτονας είχε ένα πεκινουά, αλλά ο Γιώργης δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις ράτσες -πολλές φορές ούτε τα ζώα.

“Σαν αυτό που έχει ο γείτονας μου”, είπε.

Η Πένυ σκύλιασε που είχα αυτήν την καταπληκτική ιδέα πριν από εκείνη και απευθύνθηκε υπεροπτικά και στους δυο μας.

“Και ποιος θα τους πείσει να πάρουμε σκυλάκι; Μόνο εγώ φυσικά” είπε και αγκάλιασε τον Γιώργη.

“Δεν θα μας πάρουν σκύλο, δεν θα μας πάρουν σκύλο”, άρχισε ο Γιώργης και κόλλησε η βελόνα.

Αυτό το βάσανο συνεχίστηκε για μέρες. Η Πένυ ρώτησε τον πατέρα μας και γύρισε με άδεια χέρια.

“Όχι”, της είπε. “Ξεχάστε το!”

“Δεν θέλω εγώ σκυλιά”, είπε η μάνα μας που λειτουργούσε πάντα ως αντίλαλος του πατέρα μας.

“Μαμά, ο Γιώργης μας το ’χει ανάγκη”, της είπα.

“Άσε με στα βάσανά μου”, αποκρίθηκε η μάνα μας. Ήξερα πως τα βάσανά της ήμασταν εμείς. Και τι μπορεί να πει ένα βάσανο για να πείσει τον βασανιζόμενο;

~~{}~~

Πήρα τότε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό έκθεσης στο σχολείο. Το θέμα ήταν: “Περιγράψτε ένα ταξίδι”.

Έβαλα τα δυνατά μου. Έγραψα όσο καλύτερα μπορούσα. Άνοιξα ένα βιβλίο του Καζαντζάκη κι έκλεψα μια ωραία έκφραση. Την θυμάμαι ακόμα την έκφραση.

Τα ουρανοθέμελα είχαν πάρει χρώμα χρυσοκίτρινο.

Υποκλέπτοντας βραβεύτηκα για το καλύτερο γραπτό του σχολείου. Το έδειξα στους “απέναντι” με καμάρι.

“Μπράβο, παιδί μου συγχαρητήρια. Θα δώσω στην μάνα λεφτά να σου πάρει ό,τι θέλεις.”

Δεν ήθελα τίποτα. Μόνο ένα σκυλάκι για να σταματήσει ο Γιώργης.

“Δεν θα μας πάρουν σκύλο, δεν θα μας πάρουν σκύλο”, είχε κολλήσει η βελόνα.

Πέρασαν οι μέρες κι ένα μεσημέρι γυρνώντας από το σχολείο μας λέει η μάνα μας: “Κοιτάξτε τι έχει στο μπαλκόνι.”

Τρέχουμε και βλέπουμε με έκπληξη μια Κότα. Στρουμπουλή και καφετιά, τα πόδια δεμένα με σπάγκο, τρομαγμένη σε μια γωνιά σαν να μας περίμενε να την ελευθερώσουμε.

Ο Γιώργης ξετρελάθηκε. Άρπαξε την Κότα στην αγκαλιά του και χαμογέλασε. Φάνηκαν τα άσπρα δόντια του, σχηματίστηκε το λακκάκι του.

Την λύσαμε, της βάλαμε φαγητό, της φορέσαμε έναν κόκκινο φιόγκο στο αριστερό της πόδι σαν βραχιόλι, και έγινε τότε στ’ αλήθεια η δική μας Κότα.

“Πώς να την λέμε μωρέ Γιώργη;”

Αφήσαμε την ονοματοδοσία σε εκείνον. Την λάτρεψε την Κότα ο Γιώργης.

“Τούλα”, είπε. “Η Τούλα μου.”

Της έβαλε μια κουβέρτα για φωλιά, μάζεψε σκουλήκια από την αλάνα που παίζαμε και την τάιζε με την χούφτα του, σκόρπισε τις γυάλινες μπίλιες που μάζευε με μανία στο μπαλκόνι για να παίζει η Τούλα.

Μια εβδομάδα κράτησε η ιστορία της Τούλας. Δεν είχα ξαναδεί τον Γιώργη τόσο χαρούμενο.

Τα ουρανοθέμελα είχαν πάρει χρώμα χρυσοκίτρινο.

~~{}~~

Όμως ξημέρωσε εκείνη η Δευτέρα. Στο γυρισμό από το σχολείο τρέξαμε στο μπαλκόνι.  Άφαντη η Τούλα.

“Πού είναι η Τούλα γαμώτο σου;” είπε ο Γιώργης στην μάνα μας έτοιμος να της ρίξει μπουνιά
“Δεν ξέρω, Γιώργη μου, πέταξε μάλλον”, είπε η μάνα μας.

Δεν ήξερε ο Γιώργης μας αν οι κότες πετάνε. Ξέραμε όμως εμείς.

Έγινε πάλι σαν ταύρος. Δεν έκλαψε. Μόνο κόλλησε η βελόνα.
“Δεν μ’ αγαπάει η Τούλα, δεν μ’ αγαπάει η Τούλα.”

~~

Δεν ξέρω που είναι ο Γιώργης σήμερα. Μας άφησε νωρίς. Είμαι σίγουρη πάντως πως έχει βρει την Τούλα του.

Εκείνο το βράδυ στο δείπνο είχαμε κοτόσουπα. Εγώ και η Πένυ δεν φάγαμε.

“Είναι λίγο σκληρό το κρέας της ε?” είπαν οι Άλλοι μεταξύ τους.
“Είναι γλυκιά σαν μέλι”, είπε ο Γιώργης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Μαρία Παπαδάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Περισσότερες προσωπογραφίες κοτόπουλων εδώ
https://www.theguardian.com/world/gallery/2016/nov/21/national-poultry-show-telford-in-pictures?page=with:img-3

Προηγούμενο άρθροΨεύτης ήλιος
Επόμενο άρθροIl Piccolo Principe
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).