«Όλοι οι μεγάλοι ήταν παιδιά πρώτα. Αλλά λίγοι το θυμούνται.»
Ο Μικρός Πρίγκηπας, Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
“Το αφεντικό με βρίζει, η μάνα μου βογκά, μια καλημέρα δεν μου λεν στη γειτονιά, πως είμ’ αλήτης συνεχώς μου κοπανά, γι’ αυτό σου λέω, Παύλο, φεύγω πια για τα καλά.”
Το ’69 μ’ έναν φίλο, Παύλος Σιδηρόπουλος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πρόλογος:
Υπάρχει ένα μαθηματικό μοντέλο, η Θεωρία Καταστροφών του Ρενέ Τομ. Αυτό ασχολείται με τις αλματώδεις αλλαγές, πώς μια ελάχιστη διακύμανση οδηγεί σε μια καταστροφή.
Ένα παράδειγμα που αναφέρει ο Τομ: Το σπάσιμο ενός κλαδιού το χειμώνα. Το χιόνι συσσωρεύεται πάνω του. Το κλαδί αντέχει. Περισσότερο χιόνι. Τρίζει. Φτάνει στο όριο αντοχής. Τη διαφορά απ’ το ακέραιο στο σπασμένο θα το κάνει μία μόνο χιονονιφάδα, η τελευταία.
Κι αν τα κρατάς μέσα σου τότε είναι χειρότερα.)
~~~~~~~~~~~~~~~
Λίγο πριν το τέλος:
Είδε το φως στο διπλανό μπαλκόνι ν’ ανάβει. Η φιγούρα της γειτόνισσας στο διαχωριστικό, σαν θέατρο σκιών. Είχε βγει πάλι ν’ απλώσει ρούχα. Πάλι. Όμως από εκεί όπου καθόταν ο Δημήτρης μπορούσε να δει και το πρόσωπο της.
~~{}~~
Στον Δημήτρη άρεσαν πολύ τα παιχνίδια και τα παιδικά βιβλία.
“Είμαι παιδί κι εγώ”, έλεγε τις παλιές ευτυχισμένες εποχές.
Αποφάσισαν να φύγουν απ’ το χωριό (που κάποιοι το θεωρούσαν κωμόπολη), όταν η Βίκυ, η γυναίκα του, πήρε μια θέση στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Μόλις μετακόμισαν πήγε να ζητήσει δουλειά στον Φρύδη, το μεγαλύτερο παιχνιδάδικο.
Συμπλήρωσε το βιογραφικό. Μόνο για αποθηκάριος. Δεν μπορούσε να είναι πωλητής. Ήταν εσωστρεφής άνθρωπος, στα όρια του μονόχνωτου. Δεν του άρεσε να μιλάει ούτε να κάνει παρέα με ανθρώπους. Η ψυχολόγος του είχε πει ότι πρέπει να εκφράζεται, να λέει τι νιώθει, για να εκτονώνει την πίεση.
“Δεν νιώθω καμιά πίεση”, της είπε.
“Τότε γιατί ήρθατε σε μένα;”
“Η γυναίκα μου είπε να το κάνω.”
Μίλησαν για λίγη ώρα ακόμα, κυρίως μίλησε η ψυχολόγος, εκείνος μόνο κουνούσε το κεφάλι του. Έκλεισαν κι άλλη συνεδρία. Έφυγε να πάει στη δουλειά, ήταν απογευματινός. Έσφιξε τα δόντια και πήρε βαθιά ανάσα.
~~
Την πρώτη μέρα νόμισε ότι είχε βρει τη δουλειά των ονείρων του. Ήταν ανάμεσα σε παιχνίδια, τι καλύτερο;
Τη δεύτερη γνώρισε τη διευθύντρια του καταστήματος. Έγινε εφιάλτης.
Η Χατζηπαύλου ήταν φτιαγμένη από σκοτάδι και πίσσα. Ίσως και λίγα σκατά.
Την πρώτη φορά που τον είδε στο διάδρομο του φώναξε:
“Εσύ, καινούριε, για έλα λιγάκι.”
Ο Δημήτρης την πλησίασε. Τον είχαν προειδοποιήσει για ‘κείνη.
“Δουλεύεις εδώ;” τον ρώτησε.
“Μάλιστα.”
“Κι είσαι Έλληνας ή λαθρομετανάστης;”
“Ορίστε;”
“Γιατί Έλληνας με τέτοια ρούχα, δεν ξέρω.”
Ο Δημήτρης φορούσε ένα παλιό παντελόνι κι απλό φανελάκι, με τα πολυφορεμένα παπούτσια του. Ήταν παλιά, αλλά καθαρά.
“Αύριο θέλω να είσαι ντυμένος σαν άνθρωπος, όχι σαν ζητιάνος. Εκτός αν θες να πας να ζητιανεύεις.”
Αυτό του είπε και τον άφησε να κοιτάει.
Ο Δημήτρης έκανε μερικά βήματα πέρα δώθε. Μετά έβγαλε το κινητό του για να πάρει τηλέφωνο τη Βίκυ, να της πει ότι θα παραιτηθεί. Απ’ την τσέπη του έπεσε ένα χαρτί. Λίγο πιο πριν, στην αποθήκη, έκανε τη σούμα, πόσα χρωστούσαν σε λογαριασμούς και διακανονισμούς, και πόσο καιρό θα τους έπαιρνε να ξεχρεώσουν.
Κατάπιε το θυμό του και γύρισε στην αποθήκη.
Το βράδυ δεν μίλησε στη γυναίκα του. Έβαλε ένα ποτήρι τσίπουρο κι έκατσε στο μπαλκόνι. Με σβηστά φώτα να ηρεμήσει. Εκείνη πήγε να τον βρει.
“Πώς πήγε; Όλα καλά;” είπε η Βίκυ.
“Μια χαρά. Σβήνεις το φως;”
Του το έσβησε και σίγουρα δεν ήταν μια χαρά. Έμεινε να κοιτάει απέναντι. Του άρεσε το σκοτάδι. Τότε άνοιξε το φως του διπλανού διαμερίσματος. Η γειτόνισσα βγήκε ν’ απλώσει. Φαινόταν μόνο η φιγούρα της στο διαχωριστικό. Κι έκανε πολλή ώρα να τελειώσει.
~~{}~~
Την επομένη πήγε στη δουλειά με καινούρια ρούχα και παπούτσια. Απ’ το κινέζικο τα ‘χε πάρει. Δεν ήταν καλά, αλλά ήταν καινούρια.
Η Χατζηπαύλου τον πέτυχε να κουβαλάει μια ντάνα με LEGO. Του έκανε νόημα να πάει κοντά της. Δεν του είπε τίποτα για τα ρούχα.
“Κοίτα!” έκανε κι έδειξε ένα ράφι με playmobil.
Ο Δημήτρης προσπάθησε να καταλάβει τι του έδειχνε.
“Έρχεσαι εθελοντικά εδώ ή πληρώνεσαι;” τον ρώτησε.
Δεν ήταν ρητορική ερώτηση. Την ξανάκανε και περίμενε να της απαντήσει.
“Πληρώνομαι”, αναγκάστηκε να πει ο Δημήτρης.
“Αχ, τι ωραία που είναι να πληρώνεσαι και να μην κάνεις τη δουλειά σου.”
“Την κάνω.”
“Δεν κάνεις τίποτα”, του είπε και πήγε προς το ράφι.
Του έδειξε ένα κενό στα playmobil Φάρμα. Έλειπε ένα κουτί, που μάλλον κάποιος το είχε πάρει την τελευταία ώρα.
“Τζάμπα πληρώνεσαι”, του είπε κι έφυγε.
Ο Δήμητρης κοίταξε τη Φάρμα. Μια οικογένεια playmobil, όλοι χαρούμενοι. Φρόντιζαν τα κατσικάκια – γουρουνάκια – αλογάκια – κοτούλες.
Ο ήλιος έλαμπε. Τι ωραία που είναι όλα στη χώρα των πλέιμομπιλ.
~~
Γύρισε σπίτι, γέμισε ένα τσίπουρο κι έκατσε στο μπαλκόνι. Η κόρη του βγήκε στην πόρτα, κρατώντας ένα βιβλίο.
“Μπαμπά, θα μου διαβάσεις τον Μικρό Πρίγκηπα της Ιταλίας;”
Ήταν το αγαπημένο του βιβλίο. Το είχε σε 12 διαφορετικές γλώσσες. Εκείνος δεν είχε φύγει ποτέ απ’ την Ελλάδα, αλλά η Εύη, μια παιδική του φίλη, ήταν πιλότος στην Swiss Air. Έμενε Λοζάνη κι είχαν χρόνια να ειδωθούν. Κάθε τόσο, όποτε βρισκόταν σε άλλη χώρα, του έστελνε ένα νέο αντίτυπο του Μικρού Πρίγκηπα.
Η κόρη του κρατούσε την ιταλική έκδοση, Il Piccolo Principe. Ο Δημήτρης ήξερε μόνο λίγα αγγλικά. Τις άλλες γλώσσες τις διάβαζε έτσι όπως του ερχόταν, αλαμπουρνέζικα. Αλλά στην κόρη του άρεσε.
“Δεν μπορώ τώρα”, της είπε.
“Πότε μπορείς;”
“Αργότερα.”
“Αργότερα θα ‘χω κοιμηθεί”, του είπε. “Μπορεί και να ‘χω μεγαλώσει.”
Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να διαβάσει. Γιατί οραματιζόταν κάτι. Έβλεπε να ρίχνει κάτω τη Χατζηπαύλου και να της κοπανάει το κεφάλι στο πάτωμα μέχρι που…
Η γειτόνισσα άνοιξε τα φώτα για ν’ απλώσει ρούχα. Κάθε βράδυ άνοιγε τα φώτα κι άπλωνε. Ο Δημήτρης το σκέφτηκε για λίγο να της πει κάτι. Αλλά τι μπορούσε να της πει; Μην απλώνεις τώρα, μου χαλάς τη δολοφονία της διευθύντριας;
~~{}~~
Αυτό συνεχίστηκε όλο το μήνα. Ο Δημήτρης πήγαινε στη δουλειά, στο σπίτι, στην ψυχολόγο επειδή τον ανάγκασε η γυναίκα του.
Όταν μιλούσε εκείνος, της έλεγε διάφορα άσχετα. Για τον Εξυπερύ και πως ήταν στ’ αλήθεια πιλότος κι άλλα παρόμοια.
“Υπάρχει κάτι που δεν θες να μου πεις”, του είπε η ψυχολόγος.
~~
Στη δουλειά δεν είχε αλλάξει τίποτα. Η Χατζηπαύλου έβρισκε κάθε μέρα κάτι καινούριο για να του κάνει παρατήρηση.
“Τι τρέχει μ’ αυτήν;” ρώτησε κάποια μέρα την ώρα του κολατσιού.
Έτρωγαν μαζί με τη Μαρία, μια ταμία που συμπαθούσε, κοντούλα κι όμορφη, σαν μπιμπελό.
“Δεν στο είπα; Έτσι κάνει με όλους. Μια ταμίας έφυγε με αρρυθμίες. Ένας πωλητής, ο Πρόβατος, της χίμηξε να τη δείρει.”
“Τα κατάφερε;”
“Έκανε πίσω την τελευταία στιγμή.”
“Κρίμα.”
Γυρνούσε σπίτι και δεν ήθελε να κάνει τίποτα. Καθόταν στο μπαλκόνι κι ονειρευόταν να τη σκοτώνει, να την πνίγει, να της διαλύει το κρανίο. Έπινε τσίπουρο και ξανάρχισε το κάπνισμα. Μετά πήγαινε για ύπνο κι ονειρευόταν τα ίδια.
Κάποια στιγμή είπε στην ψυχολόγο πώς ένιωθε. Εκείνη τον συμβούλευσε να μιλήσει στη διευθύντρια για να το λύσουν. Ο Δημήτρης έφυγε και δεν ξαναπήγε σε συνεδρία. Δεν το είπε στη Βίκυ. Πήγαινε και στάθμευε έξω από το κτίριο για σαράντα πέντε λεπτά. Όσο κρατούσε η συνεδρία.
~~{}~~
Πέρασε κι ο χειμώνας το ίδιο δύσκολα. Ο Δημήτρης ένιωθε τσακισμένος, αλλά προσπαθούσε ν’ αντέξει το βάρος. Μόνος, χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν.
Μέχρι που μια μέρα, μόλις μπήκε στον Φρύδη, του είπαν ότι η Χατζηπαύλου τον περίμενε στο γραφείο της.
“Ξέρεις τι μέρα είναι;” τον ρώτησε χωρίς να τον χαιρετήσει.
“Σάββατο.”
“Σάββατο είναι για όσους δεν θέλουν να δουλέψουν και να πάνε μπροστά.”
“Τι έκανα, δεν καταλαβαίνω.”
“Φυσικά και δεν καταλαβαίνεις. Αν καταλάβαινες δεν θα ήσουν αποθηκάριος.” Έκανε μια μεγάλη δραματική παύση πριν ξαναμιλήσει. “Είναι το… Τε-λευ-ταί-ο Σάβ-βα-το πριν τη Μεγάλη Βδομάδα κι εσύ έρχεσαι στις δώδεκα;”
“Στις δώδεκα πιάνω δουλειά.”
“Δουλειά πιάνεις όποτε λέω εγώ.”
Τον έστειλε έξω να τακτοποιήσει καλύτερα τις λαμπάδες-με-παιχνίδι. Καθώς το έκανε πήρε την απόφαση να παραιτηθεί. Πήγε έξω απ’ το γραφείο. Στάθηκε για λίγο εκεί. Καθυστέρησε.
Κοιτούσε την ταμπέλα: Βασιλική Χατζηπαύλου, Διευθύντρια.
Τότε χτύπησε το κινητό του. Απομακρύνθηκε γρήγορα πριν το σηκώσει. Ήταν η Βίκυ.
“Σου ‘χω πει στη δουλειά μη–” ξεκίνησε να της λέει ψιθυριστά.
“Μην ξεχάσεις τα ψωμάκια για το πρωινό της μικρής.”
“Ναι, αλλά σου έχω πει–“
“Δεν τρώει αλλιώς. Να προλάβεις το σούπερ.”
Εκείνη την ώρα άνοιξε την πόρτα της η Χατζηπαύλου. Τον είδε να μιλάει στο κινητό. Του έκανε μια χειρονομία. Δεν ήταν απειλητική, πιο πολύ έμοιαζε σαν να του έλεγε “τι θα κάνω μαζί σου;”
Και στα χείλη της διάβασε τη λέξη “ηλίθιε”. Έτσι του φάνηκε.
~~
Με το ζόρι έβγαλε τη βάρδια. Έκανε συνέχεια λάθη. Έσπασε κι έναν μονόκερο – κούπα. Είκοσι λεπτά μετά το ωράριο του πήγαινε προς την έξοδο.
“Βιαζόμαστε;” του είπε η Χατζηπαύλου που τον πλαγιοκόπησε αιφνιδιαστικά.
“Στις οκτώ σχόλασα.”
“Εγώ έχω σχολάσει απ’ τις πέντε. Αλλά είμαι ακόμα εδώ. Ξέρεις γιατί;”
Ο Δημήτρης ήξερε. Επειδή ήταν μια καριόλα μάγισσα που έπινε το αίμα των υπαλλήλων. Δεν μίλησε.
Εκείνη τον έπιασε απ’ το χέρι και του μίλησε πιο ήρεμα -γλυκά σχεδόν.
“Δημήτρη, για το καλό σου στα λέω όλα αυτά. Αν θες ν’ ανέβεις, να πας μπροστά, πρέπει να δώσεις περισσότερα απ’ τα προβλεπόμενα. Μια ζωή αποθηκάριος θα είσαι; Πώς θα το μεγαλώσεις το παιδί σου;”
Ο Δημήτρης δεν μίλησε. Κοίταξε το ρολόι του -για να κάνει κάτι. Η Χατζηπαύλου τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
“Αύριο έλα στις δέκα, γιατί έχουμε ν’ αλλάξουμε τα στολίδια.”
Φυσικά δεν θα πληρωνόταν υπερωρίες, αλλά πώς αλλιώς θα πήγαινε μπροστά;
Πήγε στο αυτοκίνητο. Έκατσε και κοίταξε μπροστά. Ήθελε κάτι να σκεφτεί, κάτι ωραίο, κάτι που να τον επαναφέρει, μια εικόνα, μια ανάμνηση, ένα χρώμα, κάτι.
Δεν υπήρχε τίποτα.
Κενό.
Πάτησε το συμπλέκτη και γύρισε το κλειδί. Ακούστηκε ένα γουργούρισμα σαν επιθανάτιος ρόγχος γάτας και μετά τίποτα.
Δοκίμασε άλλη μια φορά.
Τίποτα.
Κενό.
Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο με τα χέρια πεταμένα στο πλάι. Το άφησε ξεκλείδωτο. Πήγε στη στάση του λεωφορείο.
Περίμενε πάνω από μισή ώρα. Όταν ήρθε ήταν πακεταρισμένο. Με το ζόρι χώρεσε. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι όλοι τον κοιτούσαν.
“Πόσο βλάκας είσαι;” είπε ένας ηλικιωμένος.
Ο Δημήτρης κοίταξε πίσω του να δει σε ποιον μιλάει. Μετά έδειξε τον εαυτό του, ακουμπώντας τον δείχτη στο στήθος του.
“Ναι, σ’ εσένα μιλάω, ηλίθιε. Μάσκα;”
Του ήρθε σαν επιφοίτηση. Όλοι φορούσαν μάσκα.
“Δεν έχω”, απολογήθηκε.
Ο κόσμος ξεκίνησε να φωνάζει τον οδηγό. Εκείνος σταμάτησε κι άνοιξε την πόρτα. Σχεδόν τον πετάξαν έξω.
~
Γύρισε σπίτι με τα πόδια. Μόλις μπήκε του φώναξε η Βίκυ:
“Πήρες τα ψωμάκια;”
Ο Δημήτρης κοίταξε το ρολόι του. Εννιά και είκοσι. Είχαν κλείσει.
“Γαμώτο, ρε Δημήτρη. Ένα πράγμα είχες να κάνεις. Κι εγώ δουλεύω κι έχω να φροντίσω τα πάντα για την Έλλα. Εσύ μόνο αυτό, μόνο τα ψωμάκια έπρεπε να φέρεις. Ντιπ για ντιπ είσαι, ρε παιδάκι μου;”
Του γύρισε την πλάτη. Ο Δημήτρης πήγε κι έκανε ένα καυτό ντους. Ένιωθε σαν να τον είχαν βιάσει. Μετά έβαλε ένα τσίπουρο. Και πήγε στο μπαλκόνι.
Ξεκίνησε να γράφει ένα σημείωμα. Άλλαξε γνώμη. Ούτε σημείωμα. Κάπνισε το τσιγάρο, άδειασε το ποτήρι του κι έβγαλε τα παπούτσια του.
Τέσσερις όροφοι ήταν. Σίγουρη επιτυχία. Τουλάχιστον σ’ αυτό θα πετύχαινε. Καβάλησε το κάγκελο. Δεν κοίταξε κάτω. Για να μη φοβηθεί.
“Σιγά μη κλάψω”, είπε στον εαυτό του και πήρε την τελευταία ανάσα.
Τότε είδε το φως στο διπλανό μπαλκόνι ν’ ανάβει. Η φιγούρα της γειτόνισσας στο διαχωριστικό, σαν θέατρο σκιών. Είχε βγει πάλι ν’ απλώσει ρούχα. Πάλι. Όμως από εκεί όπου καθόταν ο Δημήτρης μπορούσε να δει και το πρόσωπο της.
Ήταν μια μικροκαμωμένη κοπέλα, όπως αυτές που του άρεσαν. Είχε ακουμπήσει τη λεκάνη στο πλάι κι άπλωνε ένα-ένα τα ρούχα στην επιδαπέδια απλώστρα.
Όμως υπήρχε κάτι παράξενο στον τρόπο της. Δεν κοιτούσε τα ρούχα που έπιανε, το πρόσωπο της ήταν πάντα στραμμένο μπροστά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, χωρίς να κατέβει απ’ την καβαλαρία της αυτοχειρίας.
Παρατήρησε τότε ότι όλα τα ρούχα που άπλωνε η γειτόνισσα είχαν το ίδιο σχέδιο.
“Il Piccolo Principe”, είπε ο Δημήτρης χαμογελώντας.
Η κοπέλα τον άκουσε και γύρισε να τον κοιτάξει. Γύρισε προς το μέρος του, να τον κοιτάξει δεν μπορούσε. Μόνο τότε ο Δημήτρης κατάλαβε τι τον παραξένευε στις κινήσεις της. Ήταν τυφλή.
“Ποιος είναι εκεί;” είπε η κοπέλα.
“Ο γείτονας”, είπε ο Δημήτρης.
“Αυτός που βογκάει κάθε βράδυ;”
“Αυτός.”
Σκέφτηκε πόσο λάθος ήταν όλα. Ο άντρας που βογκάει κάθε βράδυ. Άφησε το αριστερό χέρι για να πέσει.
“Δεν πρέπει να στεναχωριέστε”, του είπε. “Όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος, συμβαίνει. Το ξέρω απ’ τη μαμά μου.”
(Απ’ τη μαμά της;)
“Καλά, πόσων χρονών νομίζεις ότι είμαι;” της είπε ο Δημήτρης.
“Εβδομήντα;”
“Τόσο γέρος;”
“Δεν είστε γέρος, είστε τυχερός.”
“Δεν είμαι ούτε γέρος ούτε τυχερός.”
Η κοπέλα δεν του απάντησε, συνέχισε ν’ απλώνει τα ρούχα. Ήταν όλα παιδικά.
“Να σε ρωτήσω κάτι;” της είπε ο Δημήτρης. “Κάτι τελευταίο.”
(πριν πέσω)
“Παρακαλώ.”
“Γιατί ανάβεις το φως; Αφού… δεν βλέπεις.”
“Για να βλέπει εκείνος”, είπε το κορίτσι.
“Ποιος;”
“Il Piccolo Principe, όπως το είπες.”
“Σου αρέσει ο Μικρός Πρίγκιπας;”
“Του αρέσει.”
Ο Δημήτρης σκέφτηκε για μια στιγμή: “Είναι ηλίθια.” Μετά τρόμαξε με τον εαυτό του. Δεν θα γινόταν σαν τους άλλους, δεν έπρεπε να γίνει σαν τους άλλους. Να θεωρεί ηλίθιο ότι δεν καταλαβαίνει.
“Πώς σε λένε;” τη ρώτησε.
“Έλενα.”
“Σε ποιον αρέσει ο Μικρός Πρίγκηπας, Έλενα;”
“Γι’ αυτό ανάβω το φως”, είπε η Έλενα.
Πριν απλώσει το τελευταίο μπλουζάκι του το έδειξε. Ήταν παιδικό. Για παιδί τριών-τεσσάρων χρονών.
“Βγαίναμε μαζί ν’ απλώσουμε τα ρουχάκια του. Το ήθελε γιατί του άρεσε το μαλακτικό, πώς μύριζε. Πράσινο σαπούνι πάντα βάζω. Του άρεσε να κοιτάει και τον ουρανό, αλλά φοβόταν χωρίς φως. Γιατί έλεγε πως θα τον πάρει. Κι άναβα πάντα το φως.”
Η Έλενα άπλωσε το τελευταίο ρούχο.
“Τώρα πια το κάνω από συνήθεια. Αλλά… Κάποιες φορές τον νιώθω εδώ δίπλα μου. Με βοηθάει. Του ανοίγω το φως να μη φοβάται.”
Δεν έκλαιγε. Ο Δημήτρης αναρωτήθηκε αν έφταιγε που ήταν τυφλή. Κλαίνε οι τυφλοί;
Ξεκαβαλίκεψε το κάγκελο και προχώρησε προς το διαχωριστικό. Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει.
“Έλενα”, της είπε. Και δεν ήξερε τι άλλο να πει.
“Εσύ έχεις ένα εγγονάκι” , του είπε η Έλενα. “Την έχω ακούσει. Είναι όμορφη.”
“Είναι”, έκανε ο Δημήτρης και κατάλαβε ότι αν έπεφτε δεν θα ξανάβλεπε το πρόσωπο της Έλλας.
“Είσαι τόσο τυχερός”, είπε η Έλενα. Κι έκλαψε. Σκούπισε τα δάκρυα της. “Αν θέλετε, ελάτε μια μέρα. Έχω κι εγώ την ιταλική μετάφραση. Αλλά… Εγώ ξέρω ιταλικά.” Αυτό το είπε χαμογελώντας. “Θα ήθελα να ξαναδιαβάσω σ’ ένα παιδί το piccolo principe.”
“Θα ‘ρθουμε αύριο, Έλενα”, της είπε ο Δημήτρης. “Αύριο το μεσημέρι.”
“Δεν δουλεύεις;”
“Μόλις παραιτήθηκα. Και σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ.”
Την αποχαιρέτισε και μπήκε μέσα. Είπε στη Βίκυ τι γινόταν στη δουλειά. Εκείνη τον αγκάλιασε. Είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, αλλά δεν ήξερε τι. Συμφώνησε μαζί του να παραιτηθεί.
“Και τι θα κάνεις;” του είπε.
“Θα γίνω παραμυθάς”, έκανε και γέλασε.
Είχε πολύ καιρό να γελάσει δυνατά. Τον άκουσε η Έλλα και πήγε κοντά του. Ξεκίνησε να γελάει κι εκείνη με το μικρό κρυσταλένιο γέλιο της. Αγκαλιαστήκαν όλοι και γελούσαν.
O Δημήτρης άκουσε κι ένα μικρό αγόρι να γελάει, απ’ το διπλανό διαμέρισμα, τον piccolo principe.
~~~~~
~~~~~
Σ.τ.Σ: Ευχαριστώ την Εύη απ’ τη Λοζάνη που μου δάνεισε τη συλλογή της με τις μεταφράσεις του Μικρού Πρίγκιπα.
Και τον Αλέξανδρο για τον ιπποπόταμο.