Τρίτη και 13

0
499

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 20062d1aba3b4450c9f1f9e73c8ab275.jpg

Ο Ανέστης Λεγρές στριφογυρνούσε όλο το βράδυ στο κρεβάτι. Άνοιξε τα μάτια του, πήρε μια μεγάλη ανάσα και κατευθύνθηκε για την καθιερωμένη συνάντηση με τον καθρέφτη.

“Τι λέει ρε μάγκα πώς τα πάμε;”

Μαύροι κύκλοι με σακούλες, τραγίσια άγρια γένια μια ανησυχητική αραίωση, αλλά μάτια γεμάτα σπιρτάδα και καλοσύνη.

“Ντάξει, είμαι λίγο σα σκατά, αλλά την παλεύουμε, πάλι καλά.”

Πήγε προς τη κουζίνα ετοίμασε το πρωινό καφέ του κι άνοιξε το ψυγείο. Κοίταξε για λίγο μέσα και έπιασε το μέλι. Ξεβιδώθηκε το καπάκι και κατέληξε με το καπάκι στο χέρι. Το βάζο στο πάτωμα.

Του ξεφύγανε μερικές ακαθόριστες βρισιές.
“Κρίμα ρε το καλό το μέλι από το χωριό να το φάει η μαρμάγκα.”

Μάζεψε τα γυαλιά, τα πέρασε με βρεγμένο πανί, σφουγγαρίστρα απορρυπαντικό και τρίψιμο. Το κολλημένο φωσφόριζε χαρτάκι στη ντουλάπα του θύμισε ότι είχε δουλειές που τρέχανε. Αυτός ακόμη νηστικός και με τα σώβρακα. Γρήγορα έβαλε το αγαπημένο του τζιν τη κόκκινη μπλούζα και τα αθλητικά του παπούτσια.

Καβάλησε το μηχανάκι του κι αγκομαχώντας ανεβήκανε της ανηφόρες του Φαλήρου. Πέρασε φόρτωσε στο καφάσι φρέσκες ντομάτες, μελιτζάνες και μανιτάρια από τη λαϊκή, μετά στη μια πλευρά του τιμονιού έβαλε και μια σακούλα με μυζήθρα και ψωμί.

Έφτασε και άνοιξε το μαγαζί, έβαλε ένα δίσκο του Σιδηρόπουλου να παίζει και ξεκίνησε να κατεβάζει κάτω τις καρέκλες. Καθώς έβαζε τα πράματα στο ψυγείο, χτύπησέ το τηλέφωνο.

Ήτανε η Αγγελική. Στο νοσοκομείο, είχε σπάσει το χέρι της. Ασυναίσθητα έφερε το χέρι του στο μέτωπο και το κατέβασε τρίβοντας το μάγουλό του.

“Πωω άλλο πάλι και τούτο… Μην ανησυχείς, πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι.”
“Ευχαριστώ αφεντικό.”
“Ρε τι έχουμε πει σταμάτα με αυτό με κάνει να νιώθω άσχημα, Ανέστης.”
“Εντάξει, θα βοηθήσω να βρεις αντικαταστάτη θα πάρω κάτι φίλους.”
“Κοίτα να γίνεις εσύ καλά πρώτα.”

Η δουλειά ήτανε πολύ εκείνη την μέρα κι ο Ανέστης πηγαινοερχόταν ασταμάτητα.

Γούσταρε να μαγειρεύει κάνοντας περίεργους συνδυασμούς στη κουζίνα από όσο θυμόταν τον εαυτό. Ήθελε όμως να μυεί όλους τους ανθρώπους σε αυτό. Το καλό φαΐ δεν είναι πολυτέλεια, είναι δικαίωμα και ταυτόχρονα  ανάγκη. Κανένα πρόσωπο γνωστό εκείνη τη μέρα, μόνο χειρονομίες που το καλούσαν σε ένα ανεξέλεγκτο χορό. Πέρα δώθε κουζίνα, χαρτονόμισμα, χαμόγελο σφιγμένο και βετέξ.

Αισθάνθηκε ότι όλη η μαστοριά και όρεξη κατέληγαν να είναι μια απλή συναλλαγή. Οι φίλοι του ερχότανε παλιά για κάνα τσίπουρο στο κλείσιμο, αλλά είχανε καιρό να φανούν. Με ένα τσίπουρο και ένα ακούμπημα στον ώμο όλα λεγότανε.

Στο δρόμο για το σπίτι της μάνας του σκεπτόταν το Θωμά πως θα πρέπει να το πάρει κάνα τηλέφωνο την Κυριακή να πιουν ένα καφέ ήρεμα σαν άνθρωποι.

“Δεν ταιριάζει αυτή η λιακάδα στη ζωή που κάνουμε.’’

Καθώς προχωρούσε αφηρημένος, ένα τζιπ πέρασε μπροστά του. Έκοψε απότομα, ήξερε πως είχε παραβιάσει ΣΤΟΠ. Περίμενε να ακούσει τον εξάψαλμο, εισέπραξε μόνο όμως ένα υποτιμητικό βλέμμα.

Φτάνοντας στο σπίτι έβγαλε 3 τάπερ από το μαγαζί και έστρωσε τραπέζι.

“Έλα μάνα έφερα φαγητό.’’
“Να περιμένουμε και το Κώστα, να φάμε όλοι μαζί.’’
“Ρε μάνα ο Κώστας δε ζει.’’
“Τι λες βρε, χθες ήρθε από δω και μου έφερε απορρυπαντικά και άλλα συμπράγκαλα.’’
“Μάνα, ο Κώστας δεν ζει, οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.’’
“Ας περιμένουμε λίγο, ακόμη τέτοια ώρα τρώμε για βράδυ συνήθως όπου να ναι θα έρθει.’’
“Με πήρε έμενα τηλέφωνο έφαγε και είπε να μην τον περιμένουμε.’’
“Αα εντάξει, πώς ήταν εσένα η μέρα σου;’’
“Άσε πολύ τρέξιμο.’’

Γύρισαν και οι δυο και κοιτάζανε προς παράθυρο το μαλακό φως του ήλιου καθώς σουρούπωνε.

Το βράδυ έφτασε σπίτι, πήρε ένα τηλέφωνο την Ζωή.

“θα έχει τελειώσει τα φροντιστήρια τώρα.”

Ήθελε πολύ να την ακούσει, να του πει για τα πράματα που είχε καταπιαστεί αυτή τη βδομάδα. Είχανε έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας, που στην αρχή ξεκίνησε όταν οι λέξεις δεν μπορούσανε να βοηθήσουν αλλά κατέληξε να είναι πιο αποτελεσματικός από αυτές. Περιέγραφε ο ένας στον άλλον τι αισθάνονται με μια κίνηση. Μπορούσε να είναι από την πιο απλή μέχρι την πιο νευρωτική,  με πρόσωπο γεμάτο εκφραστικότητα ή εντελώς κέρινο.

Κάθισε στη κουζίνα κοιτώντας το βάζο με τα μήλα, περίμενε να το σηκώσει, χωρίς επιτυχία. Ξαναδοκίμασε δεύτερη και τρίτη φορά και πάλι καμία απάντηση. Αναστέναξε. Η ώρα είχε περάσει.

Φεύγοντας από τη κουζίνα, ένιωσε ότι το πάτωμα κολλάει. Το μέλι. Εξέτασε και πάλι πιο προσεκτικά με το πόδι.

“Μα αφού είχα καθαρίσει”.

Έφερε και πάλι τη σφουγγαρίστρα και άρχισε να τρίβει.
Ξανακοίταξε με το δείκτη.
Η κολλώδης υφή δεν έλεγε να φύγει.
Άρχιζε να τρίβει με μανία.
Σφίγγοντας το κοντάρι μέσα στις παλάμες του δυνατά πίεζε με δύναμη προς τα κάτω.
“Ακόμη να φύγει.”
Γούρλωσε τα μάτια και άρχιζε να ρουθουνίζει.

Χωρίς να βγάλει άχνα, σήκωσε τη σφουγγαρίστρα και την χτύπησε με φόρα κάτω ώσπου έγινε κομμάτια.

Τα παράτησε όλα έτσι και έπεσε στο κρεβάτι μπρούμυτα.
“Τι μέρα είναι αύριο;” σκέφτηκε. “Τρίτη. Τρίτη και δεκατρείς.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Λευτέρης Ευαγγέλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Προηγούμενο άρθροIl Piccolo Principe
Επόμενο άρθροΤο φως της Κίρκης
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).