(Βιέννη 1923. Ένα λιτό γραφείο με μία μεγάλη βιβλιοθήκη. Ο γιατρός καπνίζει το πούρο του και είναι βυθισμένος στις σκέψεις του και στις σημειώσεις του, όταν χτυπάει το κουδούνι του ιατρείου του. Ένας γέρος, τυφλός άντρας ντυμένος με χιτώνα αρχαιοελληνικό και ξεθωριασμένο, που στέκεται μετά βίας όρθιος κρατώντας ένα παλιό μπαστούνι, βρίσκεται έξω από την πόρτα που γράφει Dr. Sigmund Freud.)
Οιδίποδας: Σαν ξένος έρχομαι, τυφλός, στη νέα τούτη χώρα, καταραμένος από τους θεούς να περιπλανιέμαι μια ζωή και να μη μπορώ πουθενά να βρω την ησυχία. Πως έσφαλα το ξέρω αμάρτημα μεγάλο έχω διαπράξει. Αλλά γιατρέ άκουσέ με, εμένα τον φτωχό, το έρμαιο της μοίρας, δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο τέτοια τιμωρία. Ήρθα να μιλήσουμε, να ανακαλέσεις όσα λες και όσα γράφεις για μένα, γιατί ο Οιδίποδας, ο βασιλιάς της Θήβας δεν το ‘θελε ποτέ του να πλαγιάζει με τη μάνα του σε νυφικό κρεβάτι.
Freud: Μη στέκεστε όρθιος, καθίστε σας παρακαλώ εδώ στο ντιβάνι. Σας ακούω.
(Ο Freud βοηθάει τον τυφλό να ακουμπήσει στο ντιβάνι. Κάθεται δίπλα του σε μια πολυθρόνα με το σημειωματάριό του, φανερά ενθουσιασμένος)
Οιδίποδας: (κάθεται αναπαυτικά) Καταραμένο ήταν το γένος των Λαβδακιδών! Πως μπορεί ο άνθρωπος την μοίρα του να ορίζει; Κανείς δεν ξέφυγε ποτέ από το τραγικό του τέλος. Στη ζωή μου ήμουνα τυφλός πριν τα μάτια βγάλω ο ίδιος. Μόλις έλαβα από τους Δελφούς χρησμό να φύγω μακριά από την πατρίδα μου για να μη γίνω εγώ ο φονιάς του πατέρα μου, εγώ έφυγα αλήθεια, με σκοπό να μη ξαναγυρίσω ποτέ στην Κόρινθο.
Freud: Συνεχίστε να μου μιλάτε. Ας πάμε λίγο πίσω, στα παιδικά σας χρόνια στην Κόρινθο. Δεν γνωρίζατε ποιοι ήταν οι πραγματικοί σας γονείς;
Οιδίποδας: Αλίμονο, τι φοβερό πράγμα είναι η γνώση. Τι δυστυχία να μην ωφελεί σωστά όποιον την έχει. Όταν άκουσα κάτι μισόλογα μες το παλάτι του Πόλυβου ότι είμαι νόθος, έφυγα για τους Δελφούς τον Πυθικό Απόλλωνα να συναντήσω, να μάθω την αλήθεια για την καταγωγή μου. Κι αυτός μου είπε χρησμούς ανάκατους, που φάνηκαν σαν πλάνη, που να ‘ξερα ο δυστυχής πως από θύτης του Λάιου εγώ θα γίνω θύμα; Που να ‘ξερα πως άλλα είχε γραμμένα η μοίρα;
Freud: Χμ. Ας πάμε όμως λίγο βαθύτερα. Μιλήστε μου για τα όνειρά σας.
Οιδίποδας: (φωνάζει και προσπαθεί να σηκωθεί χτυπώντας κάτω το μπαστούνι του) Για άλλο λόγο ήρθα! Το όνομά μου μίασμα ήτανε στην πόλη, απ΄τους θνητούς ο πιο μικρός εγώ έχω απογίνει, σου απαγορεύω όμως να το χρησιμοποιείς για τις θεωρίες σου και τις δουλειές σου. Όλος ο κόσμος τώρα ξέρει τη συμφορά μου εξαιτίας σου! Αλλά στο λέω για να το ξέρεις ότι οι θεωρίες σου όλες είναι λάθος! Εγώ ποτέ μου δεν ήθελα τη μάνα μου! Δεν το ‘ξερα ότι η Ιοκάστη ήταν μάνα μου, όταν έλυσα το αίνιγμα και στην Καδμεία βρέθηκα και την έκανα γυναίκα μου. Κατάρα σ’όποιον ξέρει από πριν κι όμως κυλιέται στο κρεβάτι με τη μάνα που τον γέννησε! Συμφορά, τα λόγια αυτά μαχαίρι είναι πάλι στην καρδιά μου.
Freud: Χμ, όπως ακριβώς το περίμενα. Αντίσταση. (γράφει κάτι στο σημειωματάριό του)
Οιδίποδας: Άσε με επιτέλους να ξεχάσω! Και μη διαβάλεις άλλο το γένος μου! Στο απαγορεύω!
Freud: Το υπερεγώ σας λοιπόν.
Οιδίποδας: Εγώ που κάποτε έλυσα το αίνιγμα της σφίγγας να στέκω τώρα άπραγος, να μην καταλαβαίνω, η γνώση μάθε χάνεται, δεν γίνεται σοφία. Το μαντείο όμως όρισε και η δικιά μου η μοίρα να έρθω τώρα ικέτης να ζητώ να σβήσεις το όνομά μου, μήπως στα χρόνια ξεχαστεί η άνομη γενιά μου.
Freud: Αγαπητέ μου, το μαντείο έχει επιτάξει πριν την γέννησή μας την ίδια κατάρα σε όλους μας. Για όλους μας η μοίρα έχει ορίσει να στρέψουμε της πρώτη σεξουαλική μας παρόρμηση προς τη μητέρα μας.
Οιδίποδας: Όχι! (πιάνει το κεφάλι του) Σε εκλιπαρώ σταμάτα!
Freud: Δεν χρειάζεται να συνεχίσετε να σπρώχνετε στο ασυνείδητο όλα αυτά που σας προκαλούν αναστάτωση. Η μητέρα υπήρξε το πρώτο αντικείμενο αγάπης. Και επειδή μου είστε εξαιρετικά συμπαθής, θα σας πω και το εξής. Φαίνεται να σας κυνηγάει ακόμη ο φόβος του ευνουχισμού παρά την αυτοτύφλωσή σας. Πρέπει να το δουλέψουμε αρκετά αυτό.
Οιδίποδας: Τι είναι αυτά που λες; Πως βαστώ ακόμα ο άμοιρος να ακούω αυτά τα λόγια; Οι θεωρίες σου είναι γι’αυτούς που τις πιστεύουν. Εμένα με τιμώρησαν οι θεοί! Βρες άλλο όνομα για τα συμπλέγματά σου!
Freud: Μελετούσα πριν λίγο, πριν μπείτε έτσι ξαφνικά στο γραφείο μου, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα -ναι έτσι λέγεται χάρη σε σας, σας ευχαριστώ πολύ γι’αυτό- και στην γυναίκα. Πλέον είμαι σίγουρος ότι και η γυναίκα αναγνωρίζει όπως και ο άντρας το γεγονός του ευνουχισμού της. Μάλιστα καταλαβαίνει ότι υστερεί απέναντι στον άντρα και γι’ αυτό, επαναστατεί. Σας θυμίζει μήπως αυτό κάτι;
Οιδίποδας: Τι εννοείς γιατρέ; Δεν καταλαβαίνω. Μίλα ξεκάθαρα.
Freud: Χμ, την κόρη σου την Αντιγόνη μήπως; Που τα βάζει με άντρες; Που επαναστατεί;
Οιδίποδας: (σηκώνεται από το ντιβάνι, ορμάει με δύναμη προς τον Freud και τον πιάνει από το σακάκι του) Άθλιε! Έχεις βάλει σκοπό να καταστρέψεις το όνομα της οικογένειάς μου! Παιδιά μου, τα βάσανά μας δεν τελειώνουν! Θεοί, τι συμφορές πληρώνω ο δόλιος, ο αθλιότερος από όλους τους θνητούς, να ακούω ακόμα το όνομα της γενιάς μου να μαυρίζει! Πως δεν τελειώνει άραγε ποτέ ετούτη η δυστυχία, να γίνομαι περίγελος στον κόσμο των βαρβάρων.
Freud: (Προσπαθώντας να ελευθερωθεί από τα χέρια του Οιδίποδα)
Θυμώνετε. Γιατί θυμώνετε; Θα ήθελα πολύ να συζητήσουμε το θυμό σας, στην επόμενη όμως συνεδρία μας. Μόλις τελείωσε η ώρα μας, λυπάμαι. Θα σας δω την επόμενη εβδομάδα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διάλογο έγραψε η Εύη Βούλγαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής