Το μυστήριο της χαμένης σβήστρας

0
677

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι eraserhead_1280-copy-1024x575.jpg

~~{1}~~

Έξω έβρεχε κάθε τόσο. Όχι πολύ νερό, ίσα να κάνει λάσπη.

Μέσα στην τάξη το κοριτσάκι με την ζακέτα-μονόκερος είχε αδειάσει την κασετίνα της πάνω στο θρανίο. Μουρμούριζε. Ξεκίνησε να βγάζει και τα βιβλία, τα τετράδια, κάποια τα πετούσε κάτω.

“Πιο σιγά, Νέλλη”, της είπε η δασκάλα.

Η Νέλλη πήγε να πει κάτι, άνοιξε το στόμα της, αλλά δεν το είπε. Συνέχισε ν’ αδειάζει την τσάντα. Μετά τη γύρισε ανάποδα, για να πέσει ότι είχε απομείνει. Μόνο ένας ροζ συνδετήρας της έκανε τη χάρη. Η Νέλλη είπε μια βρισιά μέσα στα δόντια της (σκατούλες!) και πέταξε την τσάντα στην άκρη.

“Νέλλη!”, έκανε η δασκάλα.

Όλα τα παιδιά κοιτούσαν τη Νέλλη. Εκείνη ανακάτωνε τα πράγματα της, έψαχνε κάτω, στο πάτωμα.

“Νέλλη”, τρίτη φορά.
Τότε η Νέλλη φώναξε σαν σειρήνα: “Κυρίίίίααα!”

Η δασκάλα σηκώθηκε απ’ την έδρα ξεφυσώντας. Πλησίασε τη μαθήτρια της.
“Κυρία! Μου κλέψανε τη σβήστρα μου!”
“Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι εδώ;”
“Έψαξα παντού.”
“Την είχες μαζί σου;”
“Ναι, ήταν καινούρια. Την έδειξα στη Μάγδα.”

Η Μάγδα δίπλα της συμφώνησε. Την είχε δει. Σβήστρα μονόκερος. Αξέχαστη.

“Μήπως σου έπεσε κάπου, Νελλίτσα;”
“Δεν της έπεσε, κυρία”

~~{2}~~

Αυτός που είχε μιλήσει ήταν ο Παύλος. Είπε ότι τη σβήστρα την είχαν κλέψει. Η δασκάλα τον ρώτησε πού το ήξερε.

“Τι άλλο;” είπε ο Παύλος και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του.

Εξήγησε τι είχε γίνει. Είπε ότι την ώρα του διαλείμματος κάποιο παιδί είχε μείνει μέσα στην τάξη, όταν όλοι παίζανε έξω. Κι εκείνος έπαιζε, αλλά κάποια στιγμή είχε κοιτάξει απ’ το παράθυρο.

Και είπε ότι είδε ένα κορίτσι να κάθεται μέσα. Ήταν έτοιμος να ορκιστεί. Δεν είχε δει με τα μάτια του να κλέβει τη σβήστρα της Νέλλης, αλλά ήταν βέβαιος πως ήταν αυτή. Γιατί τα έλεγε αυτά ο Παύλος; Μάλλον επειδή του το είχε πει ο μπαμπάς του, που ήξερε.

Χωρίς αμφιβολία ο πατέρας του Παύλου ήταν μπάτσος ή στρατιωτικός. Και σίγουρα θα του είχε πει ότι παλιότερα, όταν ήταν εκείνος παιδάκι, δεν φοβόντουσαν κι έπαιζαν έξω στο δρόμο. Ότι έμεναν μέχρι το βράδυ έξω και δεν κλείδωναν τα ποδήλατα τους, κανείς δεν τα έκλεβε.

Η δασκάλα προσπάθησε να σταματήσει τον Παύλο, γιατί κατάλαβε πού το πήγαινε. Δεν είχε συναντήσει τον πατέρα του, αλλά δεν ήθελε και πολύ.

Ο μικρός συνέχισε. Ο πατέρας του τον είχε δασκαλέψει καλά. Μπορεί και με λίγο ξύλο. Είπε πώς παλιά κανείς δεν φοβόταν, γιατί κανείς δεν έκλεβε. Μετά όλοι φοβόντουσαν. Γιατί είχαν πάει στο χωριό οι ΞΕΝΟΙ. Αυτοί κλέβανε πάντα. Και λεφτά και ποδήλατα και σβήστρες. Και παιδιά μερικές φορές.

“Δεν μ’ αρέσουν αυτά που λες, Παύλο”, του είπε η δασκάλα.
“Αυτή έκλεψε τη σβήστρα”, είπε ο Παύλος κι έδειξε την Εύη, που καθόταν όρθια με την πλάτη στον τοίχο.
“Η Εύη δεν είναι ξένη”, είπε ο Κωνσταντίνος, από το πίσω θρανίο.
“Είναι μαύρη. Οι Έλληνες δεν είναι μαύροι. Μου το είπε ο μπαμπάς μου.”
“Παύλο, σταμάτα αμέσως”, έκανε η δασκάλα.
“Δε σταματάω. Είναι ξένη κι είναι κλέφτρα. Αυτή!”

~~{3}~~

Δεν θα κλάψω, δεν θα κλάψω, δεν θα κλάψω. Θέλω να κλάψω.

Η μαμά λέει να μην κλαίω όταν μου λένε ότι είμαι μαύρη. Κι ότι είναι καλό να είσαι και μαύρος και άσπρος και κίτρινος και μπλε. Αλλά δεν θέλω να είμαι μαύρη.

Δεν είμαι ξένη. Οι ξένοι δεν ξέρουν να μιλάνε. Ούτε τους αρέσει το σπανακόρυζο. Εμένα μ’ αρέσει το σπανακόρυζο. Η μαμά λέει ότι εκεί που με βρήκε δεν τρώνε σπανακόρυζο. Δεν είχαν τίποτα να φάνε εκεί.

Δεν θυμάμαι πώς είναι εκεί. Ούτε θυμάμαι πώς είναι η άλλη μαμά μου. Δεν με νοιάζει. Γιατί αγαπάω τη μαμά μου, είναι η καλύτερη μαμά του κόσμου.

Δεν θα κλάψω. Η μαμά λέει να μην κλαίω. Λέει να είμαι δυνατή κι ότι εκείνη με αγαπάει πιο πολύ απ’ όλα. Λέει να μην κλαίω, γιατί έτσι νομίζουν ότι με νικήσανε. Δεν μπορούν να με νικήσουν αν δεν κλάψω.

Σιγά μην κλάψω.

~~{4}~~

“Για περιμένετε ένα λεπτό.”

Η Εύη κρατιόταν να μην κλάψει.
Η Νέλλη φώναζε ότι ήθελε τη σβήστρα της.
Ο Παύλος έδειχνε την Εύη κι έλεγε ξανά και ξανά “κλέφτρα, κλέφτρα, μαύρη κλέφτρα”.
Η δασκάλα προσπαθούσε να τον σταματήσει, χωρίς να τον χτυπήσει.
Χάος.

Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή του Βασίλη:
“Για περιμένετε ένα λεπτό.”

Έγινε ησυχία αυτόματα. Ο Βασίλης ήταν ο καλύτερος μαθητής της τάξης και το πιο δημοφιλές παιδί.
Τα αγόρια τον είχαν σαν θεό, γιατί ήταν ο καλύτερος στο ποδόσφαιρο κι ήξερε να κάνει σούζες.
Τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του γιατί ήταν κούκλος και ποτέ δεν τους πετούσε πέτρες, όπως τ’ άλλα αγόρια.
Η δασκάλα τον λάτρευε, γιατί ήταν πάντα διαβασμένος, δεν έκανε ποτέ φασαρία, κι είχε και κάτι παραπάνω, μια σπίθα που πρώτη φορά έβλεπε σε παιδί, μετά από είκοσι χρόνια διδασκαλίας.

“Νομίζω ότι ξέρω πού είναι η σβήστρα της Νέλλης”, είπε ο Βασίλης και πλησίασε τη Νέλλη.

“Πότε την είδες τελευταία φορά;” τη ρώτησε.
Η Νέλλη ρούφηξε τη μύτη της.
“Όταν κάναμε μαθηματικά. Έσβησα την πρόσθεση των κλασμάτων. Την είχα λάθος.”
“Ναι”, είπε ο Βασίλης που την είχε λύσει σωστά στον πίνακα, “πρέπει να θυμόμαστε να τα κάνουμε ομώνυμα. Και μετά την έβαλες πού;”
“Στην κασετίνα μου.”
“Το είδα κι εγώ”, είπε η Μάγδα.
“Ωραία, τελευταία φορά, κλάσματα.”

Στράφηκε απότομα προς τον Παύλο.
“Εσύ τι θέση έπαιζες στο διάλειμμα;”
“Τέρμα. Αφού είμαι ο καλύτερος στο τέρμα”, είπε ο Παύλος.
“Για δείξε μου, Παύλο. Πού είναι το τέρμα;”

Ο Βασίλης πήγε στο παράθυρο της τάξης και περίμενε. Ο Παύλος πήγε κοντά του και κοίταξε έξω.
“Είναι…”
“Ναι;”
“Δεν φαίνεται από δω, είναι η τουαλέτα μπροστά.”

“Πόσα γκολ έφαγες;” του είπε ο Βασίλης.
“Κανένα! Σιγά μη φάω γκολ.”
“Δεν έφυγες καθόλου απ’ το τέρμα;”
“Ακούνητος εκεί”, είπε με περηφάνια ο Παύλος.
“Τότε πώς είδες την Εύη μέσα στην τάξη;”

Ο Παύλος το βούλωσε. Το σκέφτηκε.
Μετά φώναξε: “Μόνο αυτή δεν ήταν έξω. Πού ήταν; Έκλεβε τη σβήστρα.”

Ο Βασίλης πήγε κοντά στην Εύη.
“Δεν ήσουν μες στην τάξη, έτσι δεν είναι;”
“Ήμουν”, έκανε εκείνη, κάπως απότομα.
“Τότε γιατί έχεις λάσπη στα παπούτσια σου;”

Όλοι κοίταξαν τα κόκκινα λουστρίνια της. Ήταν λερωμένα. Και μόνο σ’ ένα μέρος υπήρχαν λάσπες στο σχολείο. Στο “βούρκο”. Ήταν ένας μικρός διάδρομος με χώμα πίσω απ’ το κυλικείο. Όταν έβρεχε γέμιζε λάσπες. Αλλά εκεί απαγορευόταν να πάνε.

“Εύη;” έκανε η δασκάλα.
“Είχα πάει στο βούρκο”, είπε χωρίς να κλάψει.
“Γιατί;”
“Έτσι.”
“Είναι κλέφτρα”, είπε πάλι ο Παύλος.

“Περιμένετε”, είπε ο Βασίλης κι έκανε νόημα στον Παύλο να μη μιλάει. Εκείνος μαζεύτηκε.
“Με ποιόν είχες πάει, στο βούρκο, Εύη;” ρώτησε ο Βασίλης. “Ποιον προστατεύεις;”
“Εμένα”, ακούστηκε μια φωνή απ’ την άκρη της τάξης.

Είχε μιλήσει ο Κωνσταντίνος. Τόση ώρα καθόταν στο θρανίο του, ήσυχος όπως πάντα. Αλλά πλέον είχε σηκωθεί όρθιος, κι ήταν ο πιο ψηλός, σαν παιδί γυμνασίου.

Πήγε και στάθηκε δίπλα στην Εύη.

“Εσύ πήρες τη σβήστρα, Κωνσταντίνε;” τον ρώτησε η δασκάλα. “Σας είδα που βγαίνατε μαζί, αλλά…”

Τότε ο Βασίλης ξεκίνησε να γελάει. Όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν τι θα πει. Ακόμα κι η δασκάλα.

“Σας άφησαν τα τετράδια και βγήκαν έξω μαζί, έτσι δεν είναι;” ρώτησε τη δασκάλα.
“Ναι, μάλλον.”
“Ποια σας άφησε τελευταία το τετράδιο;” είπε ο Βασίλης και πήγε προς την έδρα.

Έπιασε τη τσάντα της δασκάλας.
“Δεν θυμάμαι”, είπε εκείνη. “Άσε τη τσάντα μου, Βασίλη.”
“Εγώ βγήκα τελευταία”, είπε η Νέλλη. “Έσβηνα τα λάθη από τις διαιρέσεις των–“

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Μέσα από την τσάντα της δασκάλας έπεσε, ανάμεσα σε διάφορα άλλα αντικείμενα, κραγιόν, καθρέφτη, προφυλακτικό, μαντιλάκια, και μια σβήστρα μονόκερος.

“Η σβήστρα μου!” είπε η Νέλλη.
“Πώς βρέθηκε–” ξεκίνησε να λέει η δασκάλα.

“Στοιχειώδες”, είπε ο Βασίλης. “Η Νέλλη είχε βάλει τη σβήστρα στην κασετίνα, αφού διόρθωσε τα κλάσματα. Το είδε κι η Μάγδα. Χτύπησε κουδούνι. Όλοι βγήκαν έξω. Βγήκε κι η Μάγδα. Έμειναν μόνο η Εύη, ο Κωνσταντίνος και η Νέλλη. Εκείνη ξανακοίταξε τις διαιρέσεις στον πίνακα και κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος. Έτρεξε να σβήσει, τελευταία στιγμή, στο τετράδιο που είχε αφήσει πάνω στην έδρα.  Η Εύη κι ο Κωνσταντίνος βγήκαν έξω μαζί. Η Νέλλη ξεχάστηκε να τους κοιτάει. Ωραίο κουτσομπολιό. Άφησε τη σβήστρα της στην έδρα.”

“Κι εγώ, καθώς έβαζα τα πράγματα μου στην τσάντα, πήρα και τη σβήστρα της.” Η δασκάλα γέλασε. “Δεν το έκανε ο μπάτλερ, τελικά.”

Ο Βασίλης την κοίταξε και κατάλαβε. Δεν της το είπε.
Η δασκάλα είχε μια τεράστια συλλογή από κλεμμένες σβήστρες. Ήταν σίγουρος γι’ αυτός. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει ένταλμα έρευνας. Ήταν μόλις έντεκα.
Και αγαπούσε τη δασκάλα του.

~~{5}~~

Μόλις βγήκες απ’ την τάξη ξεκίνησε να ψιχαλίζει πάλι.
Προχωράς σφυρίζοντας στη βροχή. Έλυσες την πρώτη σου υπόθεση.
Ο Σέρλοκ Χολμς θα ήταν περήφανος για σένα.
Κι ο πατέρας σου θα ήταν.

Έχεις στη βιβλιοθήκη όλους τους τόμους του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Και της Αγκάθα Κρίστι. Ρέημοντ Τσάντλερ, Ίαν Ράνκιν, Τζο Νέσμπο.
Ο πατέρας σου ήξερε τα πάντα.

Αλλά τον σκοτώσανε.
Σταμάτα να σφυρίζεις.
Πρέπει να βρεις ποιος το έκανε.
Είσαι ντετέκτιβ.
Αυτό είναι το πεπρωμένο σου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γελωτοποιός, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής, σαν μια άσκηση πάνω στις διαφορετικές οπτικές γωνίες του αφηγητή.

Στο συγκεκριμένο έχουμε:
1) Θεατής
2) Αναξιόπιστος Αφηγητής
3) Πρωτοπρόσωπος (περισσότερο θεατρικός μονόλογος, με στοιχεία εσωτερικού μονόλογου)
4) Περιορισμένης Παντογνωσίας (με στοιχεία Παντογνώστη)
5) Δευτεροπρόσωπος -Διφορούμενος.