Ο κήπος με τις ζέμπερες

0
648

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Black-Feminine-Rose-Tattoo-On-Girl-Right-Back-Shoulder.jpg

Την πρώτη φορά που την είδε ξεχορτάριαζε το χωράφι του. Ήταν τέλος Ιουλίου και η ζέστη ήταν ανυπόφορη εκείνο το καλοκαίρι. Για μια στιγμή σηκώθηκε να σκουπίσει το μέτωπο του και την αντίκρισε να πλησιάζει. Άφησε στο χώμα την κοσιά και στήριξε το βάρος του στην άκρη του κονταριού, πιάνοντας το με τα γεμάτα ρόζους χέρια του. Ακούμπησε το σαγόνι του στην εξωτερική πλευρά απ’ τις παλάμες και παρακολούθησε το πέρασμα της με κάθε λεπτομέρεια.

Μερικά μόνο δευτερόλεπτα της πήρε για να διασχίσει το λιθόστρωτο μονοπάτι που περνούσε μπροστά από το χωράφι και οδηγούσε λίγο πιο πέρα στη Χώρα.  Έπειτα χάθηκε πίσω από την ξερολιθιά .

Φορούσε λευκό αέρινο φόρεμα με αραιοκεντημένα μικρά πολύχρωμα λουλούδια.  Έφτανε έως λίγο πάνω από το γόνατο και κρεμόταν από τους αδύνατους μαυρισμένους ώμους της με δύο λεπτά τιράντακια. Η πλάτη της ήταν γυμνή μέχρι λίγο πιο κάτω απ τις μασχάλες και τα καστανά-μελιά μακριά μαλλιά της, πάλλονταν στο ρυθμό του βηματισμού της. Ήταν τόσο ανάλαφρο το περπάτημα της, που θύμιζε τα βήματα μιας μπαλαρίνας που δοκιμάζει τη σκληρότητα του σανιδώματος της σκηνής πριν τη παράσταση.

Καθώς πλησίαζε, χαμογέλασε μιλώντας στη συνοδό της και ένα λαμπρό φως κάλυψε κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της, τόσο που δε μπορούσε να θυμηθεί κανένα χαρακτηριστικό της.

«Σίγουρα δεν είναι από ‘δω, καμιά ξέμπαρκη τουρίστρια θα είναι», σκέφτηκε και συνέχισε το ξεχορτάριασμα. Τελείωσε χωρίς να πιει ούτε γουλιά νερό και με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι είχε πάει κιόλας απόγευμα. Αναλογιζόταν συνεχώς το διάβα της άγνωστης νεαρής κοπέλας. Πολλές σκέψεις πέρασαν απ το μυαλό του:  «Τι εξωτική αύρα αποπνέει αυτή η κοπέλα, δεν έχει σχέση με τη τραχιά όψη των κοριτσιών του χωριού με το βαρύ άχαρο βήμα», «άραγε θα μου έδινε ποτέ σημασία μια τέτοια κοπέλα;»

~~

  Την επόμενη φορά  που την είδε να ξεπροβάλλει με τη φίλη της, πάλι με ίδιου στυλ μίντι φόρεμα, αλλά γαλάζιο με λευκές ρίγες, στο κεφάλι φορούσε ψάθινο καπέλο. Δεν του άρεσε τόσο με το καπέλο, ήθελε να βλέπει τον παφλασμό των μαλλιών της. Αυτή τη φορά όμως συγκράτησε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αντίθετα με αυτά της συνοδού της, από την οποία δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.

Στις δυο επόμενες διελεύσεις φορούσε πάλι χρωματιστό φλοράλ φόρεμα, με τη διαφορά ότι τη πρώτη φορά ήταν μίντι και τη δεύτερη  μάξι, συνδυασμένα με  δερμάτινα καφετί σανδάλια. Πέρασε σχετικά κοντά του αλλά δεν τον κοίταξε.  «Θα της αρέσουν τα λουλούδια» σκέφτηκε.

Άλλη μια φορά την είδε εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν στο όριο  του χωραφιού δίπλα στο μονοπάτι και φύτευε ζέμπερες. «Δε μπορεί θα σταματήσει μια μέρα και θα κόψει μια ζέμπερα» συλλογιζόταν. Όταν την είδε από μακριά να κατεβαίνει μόνη της, ήταν γονατισμένος δουλεύοντας με το σκαλιστήρι και ήταν λερωμένος. «Θεέ μου θα με δει σε αυτό το χάλι!» σκέφτηκε και εξαφανίστηκε πίσω από τους θάμνους. «Μα ποτέ δεν περνάει τόσο πρωί γαμώτο!»

Οι ζέμπερες μεγάλωσαν γρήγορα και πέταξαν πανέμορφους κόκκινους, πορτοκαλί, και κίτρινους ανθούς, αλλά η κοπέλα δεν εμφανίστηκε ξανά εκείνο το καλοκαίρι. Αυτός όμως συνέχισε να φροντίζει τα λουλούδια και φύτεψε κι άλλα.

~~

  Το επόμενο καλοκαίρι το περνούσε ολημερίς στο χωράφι. Μαζί με τις ζέμπερες φύτεψε και ηλίανθους.  Είχε μια αμυδρή ελπίδα ότι το άγνωστο κορίτσι θα φανεί. Την είχε σκεφτεί πολλές φορές το χειμώνα που πέρασε. Φαντασιωνόταν αμέτρητες ανόητες ιστορίες. Για τη πρώτη τους γνωριμία, το πρώτο τους περίπατο, το πρώτο τους φιλί και το πρώτο τους μπάνιο στην κρυφή παραλία.

Εκείνο το καλοκαίρι φρόντιζε πολύ τον εαυτό του, παρόλο που δούλευε στο λιοπύρι. Ξυριζόταν και άλλαζε τα βρώμικα ρούχα πολύ συχνά , πρόσεχε όσο γινόταν να μην λερωθεί και μαζί με το χωράφι του καλλιεργούσε και τους τρόπους του: «Καλημέρα πως είστε; Όμορφη μέρα για κολύμπι σήμερα.»

Είχε μπει ο Αύγουστος και ακόμα δεν είχε φανεί. Οι ηλίανθοι και οι ζέμπερες βρίσκονταν στην ακμή τους,  μυρωδάτοι και πανέμορφοι.
«Το νησί όποιος το επισκεφτεί μια φορά μαγεύεται και πάντα επιστρέφει σύντομα» σκεπτόταν. Είχε στηρίξει όλες του τις ελπίδες σ’ αυτό το θρύλο.

Όταν την είδε να κατεβαίνει το λιθόστρωτο δούλευε μακριά από τα λουλούδια. Σηκώθηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα μα δεν τόλμησε να πλησιάσει. Αυτή κοντοστάθηκε σε μια συστάδα από ζέμπερες,  χάιδεψε για λίγο τους ανθούς και συνέχισε το δρόμο της. Μια αναπάντεχη χαρά τον κυρίεψε.

Τη επόμενη μέρα ήταν στο χωράφι από πολύ νωρίς και φρόντιζε δήθεν τα λουλούδια καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος. «Θα της μιλήσω , αυτό ήταν θα τις μιλήσω! Τι κι αν είμαι χωριάτης; Κάνεις δεν είναι ακατάδεκτος σε μια καλημέρα και σε μια ευγενική χειρονομία, πόσο μάλλον μια τέτοια ύπαρξη που αποπνέει τόση ευγένεια. Θα μαζέψω ένα μπουκέτο με τους καλύτερους ανθούς και θα της το προσφέρω»

Όταν αργά το μεσημέρι εμφανίστηκε η κοπέλα, σάστισε τελείως. Αυτή τη φορά φορούσε καφτάνι και σαγιονάρες και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κοτσίδα. Αυτός φορούσε τα καλύτερα καθημερινά του ρούχα και εκείνη ήταν κάπως σοβαρή και ατημέλητη. Ποτέ δεν την είχε φανταστεί ατημέλητη. Πάντα την φανταζόταν να διαβαίνει με εκατό διαφορετικά φορέματα και με τα μαλλιά της αφημένα  να ανεμίζουν στο καλοκαιρινό μαϊστράλι. Δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, προσποιήθηκε αδέξια ότι φροντίζει τις ζέμπερες και ίσα που πρόλαβε να της ρίξει ένα φευγαλέο βλέμμα. Τα μάτια τους συναντηθήκαν για μια απειροελάχιστη στιγμή. Νόμιζε ότι αυτή έκανε ένα μικρό μορφασμό σαν χαμόγελο μα δεν ήταν σίγουρος. Μπορεί να ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Αυτή προχώρησε προς το χωριό χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

Κλώτσησε ότι βρήκε μπροστά του από τα νεύρα, που δείλιασε τη τελευταία στιγμή. «Ίσως να μην ήταν η κατάλληλη ευκαιρία» σκέφτηκε. «Θα ήταν πολύ άβολο για αυτήν να πιάσει κουβέντα με έναν άγνωστο φορώντας καφτάνι και σαγιονάρες». Όσες φορές κι αν την έψαξε στα σοκάκια του χωριού εκείνο το καλοκαίρι, δεν την ξαναείδε.

~~

 Ο χειμώνας ήταν οκνηρός όπως πάντα. Λίγες αγροτικές δουλειές μένουν για το χειμώνα. Καθόταν αμίλητος στο παράθυρο του και κοιτούσε το λυσσασμένο βοριά να σαρώνει ότι έβρισκε στο διάβα του.  Μισούσε το χειμώνα γιατί δεν μπορούσε να δουλέψει αρκετά τα χωράφια του, όπου ξεχνιόταν. Τώρα ήταν μόνος του, χωρίς να έχει τίποτα να κάνει και οι σκέψεις  τον ταλαιπωρούσαν.

«Μα πως είναι δυνατόν να έχω ερωτευτεί μια άγνωστη», «Αυτές οι αθηναίες είναι τόσο σνομπ, γιατί αυτή να διαφέρει;», «τι πάει να πει ότι έχει ευγενικό παρουσιαστικό; μπορεί να είναι ψώνιο», «μια φαντασίωση είναι, μια οπτασία, ένα κόλλημα που μπορεί ν’ απέχει χιλιόμετρα απ’ τη πραγματικότητα.» Έβγαινε στο κρύο και περπατούσε κόντρα στον άνεμο, λες κι όπως σάρωνε κι αυτόν, θα έπαιρνε μαζί τις σκέψεις του.

Το καλοκαίρι πίστευε πως κάπως είχε βρει τα λογικά του. Ωστόσο συνέχιζε να φροντίζει επιμελώς τους ηλίανθους και τις ζέμπερες. Μεγάλωσε μάλιστα κατά πολύ το κήπο του, που τώρα κάλυπτε όλο το μπροστινό μέρος του χωραφιού. Φύτεψε συστάδες από γεράνια, καλέντουλες και λεβάντες που ευωδίαζαν και  προϊδέαζαν τους περαστικούς, γι’ αυτό που θα συναντούσαν. Όλα ήταν επιμελώς τοποθετημένα, κάποια μέσα σε πήλινα πιθάρια. Φύτεψε και μια μπουκαμβίλια στην άκρη της ξερολιθιάς και θάμνους από Ιβίσκους και γιούκες. Τίποτα δε φυτεύτηκε τυχαία. Περνούσε ώρες χαζεύοντας ιστοσελίδες αφιερωμένες στην κηποτεχνία. Ήθελε ο κήπος του να είναι ο πιο όμορφος σε όλο το νησί.  Δεν υπήρχε φυτό με καλοκαιρινή ανθοφορία που δε σκέφτηκε να προσθέσει και όλα αυτά τα έκανε για εκείνη.

Όμως είχε αποφασίσει ότι ακόμα και αν περνούσε δίπλα του δε θα της μιλούσε. Αν της άρεσαν τα λουλούδια, δεν είχε παρά να το πει.  Ποιος θα ήταν τόσο αγενής, που θα  έβλεπε ένα τόσο όμορο κήπο και δε θα έκανε ένα θετικό σχόλιο, σε αυτόν που τον φροντίζει. Είχε δεχτεί δεκάδες λόγια επιβράβευσης από γνωστούς και αγνώστους διαβάτες. Αν τύχαινε να περάσει η κοπέλα με την ευγενική φυσιογνωμία και δεν έκανε ούτε ένα σχόλιο τότε θα ήταν μια ξιπασμένη ψηλομύτα, που δε θα είχε καμιά σχέση με τις φαντασιώσεις του.

«Τι πανέμορφος κήπος! Οι ζέμπερες είναι οι αγαπημένες μου» , Είπε χαϊδεύοντας τα πέταλα από ένα πορτοκαλί άνθος.

Η φωνή της ακούστηκε σαν μελωδία στα αυτιά του και η καρδιά του σκίρτησε. Δεν την είχε δει να έρχεται όπως ήταν σκυμμένος και σκάλιζε το χώμα. Ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε σχεδόν τρομαγμένος. Αυτή χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Χτυπιόταν απ το κακό του, που σάστισε και δεν της προσέφερε έστω μια ζέμπερα. Όλη η προετοιμασία της σκηνής της γνωριμίας τους είχε πάει στράφι.  Όμως ήταν σίγουρος ότι κατάφερε να ψελλίσει ένα ευχαριστώ και να της αποκαλύψει ένα, έστω και σαστισμένο, χαμόγελο. Από εκείνη τη μέρα καθόταν για ώρες στο κήπο και περίμενε να την ξαναδεί.  Όμως το καλοκαίρι πέρασε και αυτή δε ξαναφάνηκε.

Ο χειμώνας ήταν πάλι οκνηρός και θλιβερός μαζί. Δεν την σκεφτόταν τόσο συχνά αλλά υπήρχε πάντα εκεί, σαν να τον παρακολουθούσε κρυφά σε ό,τι κι αν έκανε. Δεν φαντασιωνόταν πια τη σκηνή της γνωριμίας τους, ούτε τις βραδιές που θα κοιτούσαν τα αστέρια, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στομάχι του. Το μόνο που φαντασιωνόταν, ήταν πως βρίσκονταν στην κρυφή  παραλία και αυτή κατεβάζει τα ραντάκια από τους ώμους της και αφήνει το φλοράλ φόρεμα της να πέσει στην άμμο. Έπειτα να τη φιλάει με πάθος.   Πολλές φορές έδινε ένα δυνατό σκαμπίλι στον εαυτό του για να συνέρθει.  «Δε σε γουστάρει ρε μαλάκα! Αν ήταν θα ξαναπέρναγε!», μονολογούσε.

Όταν βασανιζόταν πολύ από τη σκέψη της, έβγαινε για ιππασία με το άλογο που είχε αγοράσει το περασμένο φθινόπωρο. Αναρωτιόταν τι εντύπωση θα της έκανε, αν εμφανιζόταν μπροστά της, καβάλα πάνω στο άλογο σαν πρίγκιπας. Η αγαπημένη του διαδρομή ήταν μέχρι τη κρυφή παραλία. Αν και ήταν μακριά, την έκανε αρκετά συχνά για να γυμνάσει το άλογο. Στο πίσω μέρος του μυαλού του, υπήρχε το ενδεχόμενο να χρειαστεί να καταφέρει να φτάσει στη παραλία κουβαλώντας το βάρος 2 ιππέων.

~~

  Το κορίτσι πέρασε απ’ τον κήπο λίγο μετά το δεκαπενταύγουστο. Αυτός δούλευε στα μελίσσια, αρκετά μακριά από το δρόμο, αλλά την αναγνώρισε από την περπατησιά της. Δεν ήταν μονή.  Τη κρατούσε από τη μέση ένας ψηλόλιγνος μελαχρινός νέος με χολιγουντιανό αέρα και τατουάζ στον αριστερό βραχίονα. Εστίασε το βλέμμα του σε αυτόν. Καθώς περνούσαν έξω από τον κήπο,  αυτός κοντοστάθηκε μπροστά στις ζέμπερες. Έκοψε έναν κίτρινο ανθό και της τον πρόσφερε. Αυτή χαμογέλασε, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και συνέχισαν τη πορεία τους χοροπηδώντας.

Ένιωσε ένα σφάχτη, σαν κάποιος να τον κάρφωσε πισώπλατα και αναπάντεχα  μ’ ένα μακρύ ξίφος που διαπέρασε τη καρδιά του.  Για λίγα λεπτά έμεινε ακίνητος και μπερδεμένος.

~~

  Την τελευταία φορά που την είδε ήταν λίγο πριν το Σεπτέμβρη. Επισκεύαζε τη ξερολιθιά και η κοπέλα πέρασε ξυστά δίπλα του βλοσυρή και βιαστική, χωρίς να ρίξει βλέμμα ούτε σε αυτόν, ούτε στις ζέμπερες. Φορούσε κοντό και στενό τζιν σορτσάκι με πλατφόρμες. Είχε  κοντύνει τα μαλλιά της και είχε αλλοιώσει τη φυσική τους μελί απόχρωση με ξανθές ανταύγειες. Η περπατησιά της παρέμενε το ίδιο ανάλαφρη, αλλά δεν υπήρχε πια φόρεμα και μακρύ μαλλί να χορεύουν στο ρυθμό της. Καθώς απομακρυνόταν, διέκρινε στη γυμνή πλάτη της ένα τατουάζ με τη μορφή ενός τριαντάφυλλου. Μόνο τριαντάφυλλα δεν είχε φυτέψει στο κήπο του γιατί τα θεωρούσε πολύ κοινότυπα. Στη σκέψη αυτή, ένιωσε μια απέραντη οργή.

Σήκωσε τη βαριοπούλα με θυμό και την προσγείωσε στο πρώτο πιθάρι που βρήκε μπροστά του. Κομμάτιασε όλα τα πιθάρια μα δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Άρπαξε το δρεπάνι και άρχισε να θερίζει με μανία όλα τα λουλούδια. Όταν πια είχε καταστρέψει τα πάντα, ιδρωμένος και λαχανιασμένος άφησε το δρεπάνι να πέσει και στηρίχτηκε στα γόνατα του.

Αυτό που τον είχε ενοχλήσει περισσότερο δεν ήταν ο κύριος Χόλιγουντ. Δεν ήταν καν ότι ο Χόλιγουντ της είχε χαρίσει τη δική του  ζέμπερα.  Η μεγαλύτερη προδοσία ήταν τα φλοράλ φορέματα, τα σανδάλια και τα μελί μαλλιά. Αυτό δε μπορούσε να το συγχωρέσει. Είχε καταστρέψει την ιδέα που είχε για αυτήν και ήταν τόσο σκληρό και τελεσίδικο που δε σήκωνε καμία παρερμηνεία. Δεν είχε καμία σχέση με τις ζέμπερες. Ήταν μια «άλλη»,  μια αυταπάτη.

Κοίταξε μπροστά στα πόδια του τις πεσμένες πανέμορφες ζέμπερες. Γονάτισε πάνω τους ξεψυχισμένος, έβαλε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του και προσπάθησε να κρατήσει τους λυγμούς.

Το επόμενο καλοκαίρι έφτιαξε ένα καινούριο εξίσου όμορφο κήπο. Δε φύτεψε ποτέ πια ζέμπερες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Βασίλης Κούμπουλας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Σ.τ.Γ: Το βοτανολογικό όνομα είναι Gerbera, προς τιμή του Γερμανού βοτανολόγου και ιατρού Traugott Gerber. Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας τις λένε ζέρμπερες. Σε κάποια νησιά ζέμπερες. Ακόμα και ζέμπρες.