(Σημείωση του Γελωτοποιού. Η Γέρμα είναι η πρωταγωνίστρια του φερώνυμου θεατρικού του Φρεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, και δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Η Μήδεια ξέρουμε όλοι ποια είναι.)
Σπλάχνα
(Εσωτερικό σπιτιού, νύχτα. Η Γέρμα και η Μήδεια κάθονται η μια αντικριστά στην άλλη σε δύο πολυθρόνες σαλονιού. Στ’ αριστερά η κουζίνα, ένα μεγάλο τραπέζι και τρεις καρέκλες)
ΜΗΔΕΙΑ: Γιατί ήρθες;
ΓΕΡΜΑ: Για να σε σκοτώσω.
ΜΗΔΕΙΑ: Να το κάνεις. Δεν έχω αντίρρηση. Έχεις αποφασίσει πώς;
ΓΕΡΜΑ: Θα ήθελα να πονέσεις.
ΜΗΔΕΙΑ: Μμμ… Θα μπορούσες να κόβεις λίγο λίγο κομμάτια από τη σάρκα μου.
ΓΕΡΜΑ: Δε φτάνει.
ΜΗΔΕΙΑ: Όχι, θα είναι πολύ επώδυνο. Έχω ένα μαχαίρι εδώ. Να, κοίτα, έχει ακόμη το αίμα απ’το πρόβατο που ’σφαξα το πρωί.
ΓΕΡΜΑ: Και τι σχέση έχεις εσύ με τα πρόβατα; Έχεις κανένα που να μαχαίρωσε φίδι;
ΜΗΔΕΙΑ: Φίδι… όχι, αλλά αν θέλεις μπορώ να ψάξω. Τον ξέρεις τον Γιούρη; Που κάθεται στο πέτρινο σπίτι με τη μεγάλη μουριά στην αυλή; θα το είδες αν πέρασες απ’την πλατεία καθώς ερχόσουν.
ΓΕΡΜΑ: Όχι.
ΜΗΔΕΙΑ: Αυτός είναι απ’τα μέρη τα δικά μου. Το χωριό του δεν έβλεπε θάλασσα, αλλά κάνει γητειές με τα φίδια.
ΓΕΡΜΑ: Όλοι από ’κείνα τα μέρη καταραμένοι είστε;
ΜΗΔΕΙΑ: Όχι, μονάχα εγώ. Βγάζει κάτι ήχους με το στόμα και κάθονται εκείνα και τον κοιτάνε σαν τα χαϊβάνια. Αυτός κάτι μπορεί να έχει. Να πάω να γυρέψω;
ΓΕΡΜΑ: Όχι, θα σε χάσω αν απομακρυνθείς.
ΜΗΔΕΙΑ: Μα… δεν ξέρω πώς να σε βοηθήσω και θα το ’θελα, ξέρεις. Κάτσε, πες μου τις εικόνες σου.
ΓΕΡΜΑ: Ν’ ανοίξω την κοιλιά σου κι εσύ ακόμη ν’ανασαίνεις. Να πάρω το σακί που μέσα του σπόρος γίνηκε σάρκα παιδική, να το φουσκώσω με το στόμα μου κι εσύ ακόμη ν’ανασαίνεις. Ν’ανοίξω τα σκέλια και να το χώσω βαθιά βαθιά κι εσύ ακόμη ν’ανασαίνεις και να με κοιτάς στα μάτια. Κι η κόγχη να ’ναι έτοιμη να φτύσει τους βολβούς σου στον αέρα.
(Μικρή παύση)
ΜΗΔΕΙΑ: Καημένο μου παιδί.
ΓΕΡΜΑ: Μη λες αυτή τη λέξη. Είν’ ειρωνεία στο στόμα σου.
ΜΗΔΕΙΑ: Πώς ήταν το ταξίδι σου; Διέσχισες όλη τη Μεσόγειο και κοντά τρεις χιλιάδες χρόνια;
ΓΕΡΜΑ: Μακρύ.
ΜΗΔΕΙΑ: Θέλεις κάτι να βάλεις στο στομάχι σου.
ΓΕΡΜΑ: Πεινάω αλλά δε σ’ εμπιστεύομαι.
ΜΗΔΕΙΑ: Δεν ήρθα εγώ στο σπίτι σου να σε σκοτώσω.
(Σηκώνεται. Βάζει σούπα σε ένα βαθύ πιάτο και το βάζει στο τραπέζι. Κάθεται.)
ΜΗΔΕΙΑ: Έλα.
(Η Γέρμα σηκώνεται κάθεται απέναντί της. Κάνει το σταυρό της κι αρχίζει να τρώει λαίμαργα).
ΜΗΔΕΙΑ: Το ’χω ξαναδεί αυτό που ’κανες με το δεξί σου χέρι. Την ξέρω την ιστορία του Θεού σου.
ΓΕΡΜΑ: Εσένα ποιος είναι ο Θεός σου;
ΜΗΔΕΙΑ: Δεν είναι ένας.
ΓΕΡΜΑ: Και τι σου ’μαθαν;
ΜΗΔΕΙΑ: Τίποτε. Ό,τι έμαθα, το ’μαθα μονάχη.
ΓΕΡΜΑ: Για τα παιδιά σου τι σου λένε; πού ’ναι τώρα;
ΜΗΔΕΙΑ: Στο σκοτάδι.
ΓΕΡΜΑ: Ο δικός μου τα ’κανε αγγέλους.
ΜΗΔΕΙΑ: Και τι ’ναι οι άγγελοι.
ΓΕΡΜΑ: Πνεύματα με μορφή, αλλά χωρίς σάρκα, χωρίς φύλο και χωρίς πόνο. Κάτι ανάμεσα σε Θεό κι άνθρωπο.
ΜΗΔΕΙΑ: Και τα κορμάκια τους;
ΓΕΡΜΑ: Σκορπίστηκαν, στον αέρα, στη γη, ’κει που ’μειναν σαν τα σκότωσες και τ’ άφησες ανεβαίνοντας στ’άρμα του παππού σου για να γλιτώσεις.
ΜΗΔΕΙΑ: Καημένο μου παιδί. Πιστεύεις σε τέτοια παραμύθια;
ΓΕΡΜΑ: Μη λες “παιδί”! ΜΗ ΛΕΣ “ΠΑΙΔΙ”!
(Η Μήδεια της πιάνει το χέρι που έμεινε μετέωρο στον αέρα με το κουτάλι)
ΜΗΔΕΙΑ: Σσσσσςς… ηρέμησε!
(Η Γέρμα τινάζει το χέρι της κι η σούπα πιτσιλάει τα γυναικεία πρόσωπα. Η Γέρμα συνεχίζει να τρώει).
ΓΕΡΜΑ: Ποια παραμύθια λες;
ΜΗΔΕΙΑ: Πιστεύεις πως είμαι εγγονή του Ήλιου; πως ήρθε μ’ άρμα να με σώσει;
ΓΕΡΜΑ: Έτσι λένε.
ΜΗΔΕΙΑ: Κανείς δε θέλησε να με σώσει εμένα. Ούτε μετά στην Αθήνα που λεν πως βρήκα καταφύγιο. Και τα παιδιά μου θα τ’ άφηνα στο καταραμένο μέρος; που πιότερο δεν έχει φτύσει τόπος άνθρωπο, απ’ όσο η Κόρινθος εμένα.
(Η Γέρμα σηκώνεται. Παίρνει την πετσέτα από το τραπέζι και πηγαίνει δίπλα στη Μήδεια. Ξεκινά να της καθαρίζει το πρόσωπο από τη σούπα).
ΓΕΡΜΑ: Την έβδομη φορά που ξέρασαν τα σκέλια μου αίμα μπλεγμένο με κομμάτι κρέας, τύλιξα το ξόδιο τ’ αγέννητου στη μαντίλα των μαλλιών μου.
ΜΗΔΕΙΑ: Εγώ τύλιξα τα κορμάκια τους στα βρεφικά σεντόνια.
ΓΕΡΜΑ: Ταξίδεψα τη θάλασσα με τούτο το κουβάρι κάτω απ’τα ρούχα μου.
(Η Μήδεια χαϊδεύει τη φουσκωμένη κοιλιά της Γέρμας)
ΜΗΔΕΙΑ: Καημένο μου παιδί. Εγώ ταξίδεψα τη θάλασσα με τα δυο παιδικά κορμιά στην πλάτη μου.
(Η Γέρμα προτάσσει την κοιλιά της)
ΓΕΡΜΑ: Πάρ’το.
(Σιωπή)
ΓΕΡΜΑ: Πάρ’το σου λέω. Βάλε τα χέρια σου κάτω απ’το φουστάνι μου και τράβα το.
(Η Μήδεια σηκώνει το φουστάνι της Γέρμας. Τραβάει το τυλιγμένο φουσκωμένο ύφασμα. Η Γέρμα σωριάζεται στο πάτωμα δίπλα στα πόδια της. Η Μήδεια της χαϊδεύει το κεφάλι. Με τ’άλλο χέρι ανοίγει το ύφασμα)
ΜΗΔΕΙΑ: Καημένο μου παιδί. Ησύχασε…
(Σιωπή)
ΜΗΔΕΙΑ: Δεν εκδικήθηκα κανέναν. Διάλεξα μονάχα τον πιο μεγάλο πόνο να σηκώσω. Όχι για να γυρίσω ανάποδα τη μοίρα, δε γίνεται. Για να νιώσω πως γυρνάω τα χρωστούμενα και να ’λαφρύνει ο νους μου. Καμιά φορά ο πόνος έχει αυτή τη γιατρική ιδιότητα. Άστη την καρδιά. Εκείνη δεν αλαφραίνει.
ΓΕΡΜΑ: Σταυρός ήταν τα παιδικά κορμιά στην πλάτη σου.
ΜΗΔΕΙΑ: Σταυρός; Ααα ναι… Σταυρός!
Άνοιξε το μπαούλο. Κείνο πλάι στο παράθυρο.
(Η Γέρμα σηκώνεται. Κοντοστέκεται δίπλα στο μπαούλο.)
ΜΗΔΕΙΑ: Άνοιξέ το… Σήκωσε το κόκκινο πανί.
(Σιωπή. Η Γέρμα πνίγει το κλάμα στη δεξιά παλάμη της)
ΜΗΔΕΙΑ: Λεπτό δε σάλεψα από πλάι τους. Αιώνες τώρα.
(Η Μήδεια σηκώνεται και πάει κοντά στη Γέρμα με το πανί που έβγαλε από την κοιλιά της στα χέρια
Το βάζει κι εκείνο μέσα στο μπαούλο και το κλείνει).
ΓΕΡΜΑ: Και Χριστός και Παναγιά και δήμιος;
(Η Μήδεια κλαίει βουβά. Η Γέρμα την αγκαλιάζει).
ΜΗΔΕΙΑ: Γυναίκα
ΓΕΡΜΑ: Καημένο μου παιδί!
(Οι δύο γυναίκες παραμένουν αγκαλιασμένες σφιχτά η μια πάνω στην άλλη)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον διάλογο έγραψε η Ειρήνη Μποζοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι της Φρίντα Κάλο, “Henry Ford Hospital”, 1932