Αλουστίνες, οι νεράιδες της Σύμης

0
1999

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι nymphs-1024x633.jpgΈχουν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια κι ακόμα, μερικές φορές, αναρωτιέμαι αν όλα αυτά τα βίωσα πραγματικά ή ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Φταίει ίσως που μέχρι  σήμερα δεν τα ‘χω μοιραστεί με κανέναν, θαρρώ όμως πια πως ήρθε η ώρα να μιλήσω.

Ήταν η χρονιά που η μια αναποδιά ακολουθούσε την άλλη με αποκορύφωμα την αναιτιολόγητη απόλυσή μου. Αποφάσισα να το σκάσω για λίγο σ’ ένα κάπως απομακρυσμένο νησί μήπως και αλλάξει η τύχη μου. Πού να ‘ξερα!

Αφού έφτασα και περιηγήθηκα ώρες πολλές στο λιμάνι, αποκαμωμένος όπως ήμουν από τη ζέστη και πριν ξεκινήσω την ανάβαση προς το Χωριό κάθισα στο παλιό, παραδοσιακό καφενείο του Γιαλού να ξαποστάσω, να σβήσω τη δίψα μου με μια παγωμένη μπύρα. Στον απόηχο της πρώτης μέρας οι εντυπώσεις μου ήταν ήδη οι καλύτερες. Ο μοναδικής αρχιτεκτονικής νεοκλασικός οικισμός της Σύμης, που δικαιολογημένα ήταν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς, είχε κερδίσει την καρδιά μου.

Παρότι κάθισα διακριτικά σε μια γωνιά για ν’ απολαύσω τη μαγεία του τοπίου, γρήγορα ήρθαν η δεύτερη και μετά από λίγο και η τρίτη μπύρα κερασμένες και κάπως έτσι συνεχίστηκε η βραδιά που έμελλε ν’ αλλάξει για πάντα τη ζωή μου.

Αρχές Αυγούστου, συνηθισμένοι κυρίως σε Ιταλούς και Άγγλους ταξιδιώτες ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι που αντίκριζαν έναν πατριώτη, μου είπαν. Σύντομα  γίναμε μια παρέα με τους ψαράδες, τους ναυτικούς και τους παλιούς σφουγγαράδες του νησιού να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και ν’ ανταλλάσσουν ιστορίες και εμπειρίες από την πλούσια ζωή τους. Κι εγώ αποσβολωμένος να παρακολουθώ, να προσπαθώ να κατανοήσω την ντοπιολαλιά, να ρωτώ και να εξάπτεται η φαντασία μου.

«Μέρες που ναι, α του πούμε τ’ αθρώπου και για το Μιχαλιό που απολωλάτθη ή και για τον Σώστη που εχάθη», πρότεινε ο  γηραιότερος της παρέας.

«Τι τα θες εούτα τώρα μπρε Νικητάκι, α τρομάξουμε θέλουμε τον άθρωπο κι α κόψει» αντέδρασε ο Πανορμίτης δίπλα μου.

«Τι μπου λέεις καλέ? Σιγά μη φοηθεί! Πρώτη φορά θα κούσει για αναράιδες μαθές?» ήρθε η αποστομωτική απάντηση από τον τρίτο της παρέας, τον Κοκκιμήδη.

«Όχι, όχι, σας παρακαλώ, να μου πείτε. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ να μάθω τις παραδόσεις και τους θρύλους του τόπου σας», ήταν η σειρά μου να μιλήσω.

«Χμ, ετσά έλεα κι εγώ στην ηλικία σου, θρύλοι και παραδόσεις και εν ηξέω τι. Τώρα πιο εν ηξέω τι μπα πω. Γροίκα με καλά», είπε  ο Κομνενής κι άρχισε πρώτος να ξετυλίγει το κουβάρι.

~~

Σύμφωνα με την παράδοση τις πρώτες πέντε με έξι μέρες του Αυγούστου εμφανίζονται στο νησί νεράιδες ντυμένες στα λευκά, με μακριά, ξέπλεκα, μαύρα μαλλιά.

Έρχονται τα μεσάνυχτα, τις νύχτες χωρίς φεγγάρι,  χορεύουν ανάλαφρες σαν αερικά και τραγουδούν μαγικά σαν Σειρήνες. Πανέμορφες και ντελικάτες, ξεμυαλίζουν τους άντρες με διάφορα τερτίπια και τους τυλίγουν στα δίχτυα τους.

Οι παλιοί μάλιστα απέφευγαν, τις μέρες αυτές,  να κόψουν ξύλα, να πλύνουν ρούχα και να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα από φόβο μην τους συμβεί κάτι κακό, το θεωρούσαν γρουσουζιά.

Οι Αλουστίνες, όπως τις αποκαλούν, πήραν τ’ όνομά τους από τον Αύγουστο που τον λένε και Άλουστο και συχνάζουν κοντά σε πηγάδια και πηγές ή σε αγρούς και αλώνια.

Τρεις νεαροί παρασυρμένοι από την ομορφάδα, τον σαγηνευτικό χορό και το τραγούδι τους μπέρδεψαν τα ξόρκια, ξέχασαν τα λόγια  και παγιδεύτηκαν. Νόμισαν τότε όλοι στο νησί ότι έπεσαν σε κανένα πηγάδι ή στη θάλασσα, ότι πνίγηκαν, ότι τους κατάπιαν τα κύματα έτσι  όπως χάθηκαν ξαφνικά. Όμως όχι, το ίδιο ξαφνικά οι δυο απ’ αυτούς εμφανίσθηκαν πάλι μετά από καιρό και ήταν κάπως… Λίγο, αλλοπαρμένοι, λίγο αλαφροΐσκιωτοι, γενικώς φευγάτοι και διαφορετικοί.

Ο ένας, ο Μιχάλης,  χαμένος με το βλέμμα στο κενό να σιγομουρμουρίζει «Σίδηρος είναι η σωστή απάντηση, σίδηρος», κλειδαμπαρωμένος μονίμως την πρώτη εβδομάδα τ’ Αυγούστου κάθε χρόνο, ξεψύχησε στα βαθειά γεράματα με την ίδια πάντα μελωδία να βγαίνει χαμηλόφωνα απ’ τα χείλη του.

Ο άλλος καλούσε κοντά του τις Αλουστίνες την ώρα που έπεφτε απ’ τα βράχια του Άη Γιώργη στο κενό προσπαθώντας να πνίξει τον καημό του λίγο καιρό μετά την επιστροφή του.

Για τον τρίτο, τον Σώστη, δεν μαθεύτηκε ποτέ το παραμικρό. Χάθηκε. Οριστικά και αμετάκλητα.

Αναμασώντας στο μυαλό μου αυτά και άλλα πολλά που είχα μόλις ακούσει και καταβάλλοντας φιλότιμη προσπάθεια να μην φανώ αγενής και περιπαιχτικός απέναντι στους καινούριους μου φίλους, τους αποχαιρέτισα. Αφού απομακρύνθηκα αρκετά απελευθέρωσα το βροντερό γέλιο που αυθόρμητα πήγαζε από μέσα μου, αναλογιζόμενος πόσο αφελείς μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι ειδικά στα μικρά μέρη ώστε να πιστεύουν σε νεράιδες και ιστορίες γύρω από αυτές.

~~

Στα δαιδαλώδη στενά του οικισμού μπερδεύτηκα λίγο και ακολουθώντας μια πορεία που σχεδόν με καλούσε, έχασα τον δρόμο μου προς το ενοικιαζόμενο διαμέρισμα που είχα κρατήσει. Βρέθηκα έξω από τον οικισμό σε ένα άνοιγμα απόμερο με πηγάδια και αγροτικές καλλιέργειες.

Περασμένα μεσάνυχτα με βαθύ σκοτάδι, νεκρική σιγή και ασταθές βήμα δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει. Μου φάνηκε ότι άκουσα φωνές από μακριά να τραγουδούν κι ένιωσα μια αύρα να πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά μου. Δεν πρόλαβα  να ολοκληρώσω την σκέψη μου, ότι το παράκανα ίσως με το πιοτό, και τις είδα.

Θηλυκές, καλλίγραμμες φιγούρες, λευκοντυμένες με τα μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά τους να φτάνουν κάτω από τη μέση τους. Οπτασίες που λικνίζονταν στον σκοπό του τραγουδιού.

Μαρμαρωμένος και ανήμπορος να κουνηθώ βρέθηκα γρήγορα στο μέσο ενός κύκλου, περιστοιχισμένος από τις ανάλαφρες αυτές υπάρξεις. Με καλούσαν κοντά τους, με τραβούσαν με τα νεύματα και τις κινήσεις τους, χωρίς να μ’ αγγίζουν. Το μυαλό μου είχε αδειάσει από τα πάντα και η σκέψη μου ήταν ταγμένη σ’ εκείνες. Τίποτα δεν υπήρχε πριν και μετά από αυτές. Όσο στένευε ο κύκλος τόσο ένιωθα να χάνομαι ψηλά πάνω από τα χέρια τους, να αιωρούμαι, ν’ απομακρύνομαι απ’ τη γη.

«Πάμπακος ή Μόλυβος;» με ρωτούσαν επιτακτικά ανάμεσα στα τραγούδια τους κι εγώ μάταια προσπαθούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την ορθή απάντηση, αυτή που θα με απελευθέρωνε απ’ τα δεσμά τους.

Μέσα στη σκοτοδίνη μου κατάφερα να ελέγξω τις παρορμήσεις μου και να παραμείνω σιωπηλός, φοβούμενος τις συνέπειες μιας λανθασμένης απάντησης. Όπως είχα καλά ενημερωθεί, είτε θα με έπαιρναν μαζί τους είτε θα με πέταγαν τόσο ψηλά που δεν θα έμενε τίποτα από μένα.

Καθώς πλησίαζε η ώρα του πετεινού κι αφού δεν είχαν καταφέρει να αποσπάσουν ούτε μια κουβέντα μου, άρχισαν σιγά-σιγά ν’ απομακρύνονται πριν τις βρει το πρώτο φως του ήλιου και εξαϋλωθούν.

Όλες, εκτός από μία που χωρίς να το καταλάβω, υπνωτισμένος από την ομορφιά και το νάζι της, είχα αρπάξει γερά απ’ το χέρι και δεν την άφησα παρά μόνον αφού λάλησε και δεύτερη φορά ο πετεινός. Με την απορία αλλά και την αγωνία ζωγραφισμένες στο πρόσωπό μου, δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω. Είχα, ασυναίσθητα, ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες που πριν λίγες ώρες είχα ακούσει.

Ναι, οι καινούριοι μου φίλοι με είχαν ενημερώσει λεπτομερώς και γι’ αυτό που κανείς μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει: Πώς μπορεί κανείς να κρατήσει κοντά του για πάντα μία Αλουστίνα. Πολλοί το είχαν επιχειρήσει, κανείς όμως δεν είχε φανεί τόσο αποφασιστικά δυνατός μέχρι το τέλος.  Να την κρατήσει σφιχτά με τα  δυο του χέρια την ώρα του πετεινού και μέχρι αυτός να λαλήσει για δεύτερη φορά να την κρατά και να της σιγοτραγουδά, με ανοιχτές τις αισθήσεις όλες, τον έρωτα.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από κείνο το πρωινό που αναπάντεχα εγώ και η Αλουστίνα μου βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το μεγαλύτερο δίλημμα στις ζωές μας, τη δική μου τη θνητή και τη δική της την αιώνια. Ήταν αυστηρή και ξεκάθαρη η απεσταλμένη των Αλουστινών που μας επισκέφτηκε ξανά τα επόμενα μεσάνυχτα. Δύο επιλογές είχαμε : Ή ν’ αποχωριστούμε και να συνεχίσουμε ο καθένας μόνος στη δική του διάσταση αφού πρώτα εκείνη διαγράψει ό,τι είχε καταγραφεί  στις μνήμες και των δυο μας ή να παραμείνουμε μαζί, αφού πρώτα η μικρή μου Αλουστίνα απαρνηθεί τον κόσμο της. Είχε μια ευκαιρία να γίνει θνητή  και να ζήσει κοντά μου με ανθρώπους, μακριά από τον δικό της κόσμο στον οποίο ήταν καταδικασμένη να μην επιστρέψει ποτέ. Το αντίτιμο ήταν να μην αντικρίσει ποτέ ξανά κανέναν και τίποτα από κει.

Δεν χρειάστηκε παραπάνω από λίγες βασανιστικές για μένα, ομολογουμένως,  ώρες μέχρι η μικρή μου να μου ανακοινώσει την απόφασή της. Θα έμενε για πάντα κοντά μου, θνητή μαζί με τους θνητούς και με παρηγοριά τον έρωτα που πρώτη φορά είχε γνωρίσει και που είχε μετατραπεί για κείνη σε κινητήριο δύναμη, είχε δώσει νόημα στη ζωή της, είχε γίνει η σπίθα που την ενέπνεε.

Την πήρα κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα μακριά από τη Σύμη, μακριά από τις Αλουστίνες. Έφυγα σαν κλέφτης και πήγα μακριά πολύ. Δεν αποχαιρέτισα κανέναν ούτε απ’ όσους γνώρισα εκείνες τις μέρες στο νησί ούτε από τους δικούς μου. Κατά κάποιον τρόπο απαρνήθηκα κι εγώ τον κόσμο μου ή τουλάχιστον την μέχρι τότε ζωή μου. Επιχείρησα και κατάφερα να εξαφανιστώ από προσώπου γης, να καλλιεργήσω έναν μύθο γύρω από το όνομά μου και να καμουφλάρω τα ίχνη μου. Άλλαξα όνομα, άλλαξα ταυτότητα, κανείς δεν γνωρίζει ποιος είμαι και από πού κρατάει η σκούφια μου.

Κανείς δεν έμαθε τι απέγινα. Τι απέγινε εκείνο το παλικάρι που είχε εμφανισθεί μοναχό αρχές τ’ Αυγούστου πριν αρκετά χρόνια στη Σύμη.

Μόνο κάποιοι ντόπιοι έχουν να πουν πως τη μέρα που επισκέφτηκε το νησί τους σαν να τους φάνηκε ότι άκουσαν μουσικές μετά τα μεσάνυχτα, χορούς και γέλια και ίσως, λένε, ίσως οι Αλουστίνες έκαναν την εμφάνισή τους και μετά από καιρό κατάφεραν πάλι, όπως τότε με τον Σώστη, να ξελογιάσουν και να παρασύρουν κοντά τους κανέναν νεαρό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ευτυχία Μαυρουδή, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι του Joseph Tomanek, “Nymphs dancing to Pan’s flute” 1920