Οι γάτες ζουν εφτά φορές

0
851

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Χωρίς-τίτλο.pngΛένε ότι την ημέρα που οι γάτες άρχισαν να μιλάνε στις γυναίκες της Αιγύπτου, όλοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά.

Γάτες μαύρες, άσπρες, ριγέ, τρίχρωμες πλησίαζαν τις γυναίκες και τους έλεγαν μυστικά. Κανείς δεν ήξερε τι, και οι γυναίκες δεν έλεγαν.  Αλλά μετά κάτι παράξενο συνέβη. Οι γυναίκες πήραν τις γάτες και έφυγαν.  Εγκαταστάθηκαν στα ερείπια της αρχαίας Βούβαστις και άρχισαν να σκάβουν.

Οι άνδρες ήξεραν τι ήταν εκεί. Η αρχαία πόλη στις όχθες του Νείλου αποτελούσε το κέντρο λατρείας της θεάς γάτας των αρχαίων Αιγυπτίων, της Μπαστέτ. Ήταν η προστάτιδα θεά των γατών, του σπιτιού, της γονιμότητας και της γέννας αλλά και των γυναικείων μυστικών. Σίγουρα θα έχει να κάνει κάτι με το τελευταίο, σκέφτηκε σύσσωμος ο ανδρικός πληθυσμός. Και χωρίς αμφιβολία θα έχει να κάνει κάτι με εμάς. Τι άλλο μπορεί να απασχολεί τις γυναίκες πέρα από τους άνδρες;

Τα ερείπια της πόλης είχαν μετατραπεί σε ένα απέραντο σκάμμα. Οι γυναίκες κάτι έψαχναν, αυτό ήταν ξεκάθαρο σε όλους. Άνδρες που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από την πόλη, καλώντας μάταια τις γυναίκες τους, είδαν πως οι γάτες είχαν συγκεντρωθεί όλες γύρω από το νησί που βρίσκονταν ο ναός της θεάς. Οι γυναίκες πήγαν στο νησί και χάθηκαν μέσα στα ερείπια του ναού. Χάθηκαν κυριολεκτικά γιατί κανείς δεν τις είδε για ένα μήνα. Με τη νέα σελήνη, οι γυναίκες επέστρεψαν και η κάθε μια γύρισε σπίτι της.

~~{}~~

Ο Έντουαρντ έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και έτριψε το πρόσωπό του. Στο εξώφυλλο έγραφε ‘Μύθοι και Δοξασίες της Αιγύπτου’.  Το λιγοστό φως από την λάμπα στο γραφείο του, έκανε τα μάτια του να τσούζουν.  Από το ανοιχτό παράθυρο οι νυχτερινοί ήχοι της Ζαγκαζίγκ έδιναν ζωή στο κλειστοφοβικό δωμάτιο. Το δωμάτιο περιλάβανε μόνο τα απαραίτητα, ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι, ένα τραπέζι, που ο Έντουαρντ είχε μετατρέψει σε γραφείο και μια καρέκλα. Αν και ο ήλιος είχε πέσει από ώρα, η ζέστη ήταν αφόρητη.  Σηκώθηκε από το μικρό γραφείο και πήγε στο παράθυρο.

Σε αντίθεση με την βροχερή Οξφόρδη, στις πόλεις τους Νότου η ζωή ξεκινούσε όταν έπεφτε ο ήλιος. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Κάποιος γελούσε δυνατά και από κάπου ακούστηκε μια δυνατή φωνή στα αραβικά. Ο Έντουαρντ  κοίταξε ακριβώς κάτω από το παράθυρό του όπου απλώνονταν τα τραπεζάκια του καφέ του ξενοδοχείου του. Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι απολάμβαναν το ποτό τους χαλαροί, μακριά από τους Άραβες. Ο Έντουαρντ όμως δεν είχε ακόμα χρόνο για συζητήσεις. Υπήρχε κάτι τελευταίο που έπρεπε να κάνει.  Ντύθηκε πρόχειρα, μπεζ παντελόνι, λευκό πουκάμισο και κατέβηκε στο λόμπι του ξενοδοχείου.

<< Καλησπέρα, έχετε κάποιο μήνυμα για μένα;>> είπε στη νεαρή ρεσεψιονίστ.

<<Καλησπέρα Δρ. Χέτφιλντ, εδώ είναι αυτό που ζητήσατε.>> του είπε και του έδωσε ένα σημείωμα που έγραφε: Μπομανί Μπακάρ. Καφέ Ραμσής.

<<Γνωρίζετε που βρίσκεται αυτό το καφέ;>> ρώτησε ο Έντουαρντ.

Η ρεσεψιονίστ του έδωσε οδηγίες και ο Έντουαρντ ξεκίνησε προς αναζήτηση του Μπακάρ.

Του πήρε ώρα να βρει το καφέ, μιας και δεν βρίσκονταν στο εμπορικό κέντρο. Χάθηκε μέσα στα στενά της πόλης, όπου παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα στο δρόμο και γυναίκες είχαν βγάλει τις καρέκλες τους στο δρόμο και συζητούσαν. Ρώτησε μια απ’ αυτές για οδηγίες. Η γυναίκα σήκωσε το χέρι της και του έδειξε ευθεία. Όντως λίγα μέτρα παρακάτω υπήρχε η υποφωτισμένη πινακίδα του καφέ.

Μέσα, Άραβες κάθονταν γύρω από αναμμένους ναργιλέδες , πίνοντας τσάι και συζητώντας έντονα. Ο χώρος μύριζε καπνό και μια άλλη πιο γλυκερή μυρωδιά. Με το που μπήκε όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του. Εδώ δεν είναι χώρος για Ευρωπαίους, σκέφτηκε ο Έντουαρντ. Έπιασε μια σερβιτόρα και τη ρώτησε ποιος ήταν ο Μπακάρ. Του έδειξε ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού όπου κάθονταν τρεις άνδρες. Όπως τους πλησίαζε είδε έναν από αυτούς, ένα άνδρα γύρω στα 50, να του γνέφει προς το μέρος τους.

<<Είσαι ο Εγγλέζος που μου είπε ο Αχμέτ;>> του είπε.
<< Μπομανί Μπακάρ να υποθέσω.>>
<<Ακριβώς, και σένα πως σε είπαμε;>>
<<Προσέξτε τον τόνο σας κύριε. Δρ. Έντουαρντ Χετφιλντ, αιγυπτιολόγος.>>

<<Μάλιστα, ο Αχμέτ μου είπε ότι ψάχνετε κάποιον οδηγό. Μπομανί Μπακάρ στις προσταγές σας. Δεν υπάρχει καλύτερος σε όλη την Ζαγκαζίγκ. Τι θα θέλατε ακριβώς;  Αν η τιμή είναι σωστή, θα κανονιστούν όλα στη στιγμή. >>

Ο τρόπος του Μπακάρ, εκνεύριζε τον Έντουαρντ. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια όμως. Οι μέρες τελείωναν και έπρεπε να βρει οδηγό.

<<Θα ήθελα να με οδηγήσετε στα ερείπια της αρχαίας Βούβαστις. Πρέπει να βρίσκομαι εκεί το βράδυ της 29ης του μήνα. Θα περάσουμε τη νύχτα στα ερείπια και το πρωί θα επιστρέψουμε στην πόλη.>>

Μόλις το άκουσε αυτό ο Άραβας άσπρισε. Οι άλλοι δύο που κάθονταν στο τραπέζι τους, σηκώθηκαν γρήγορα και έφυγαν.

<<Αυτό που ζητάτε είναι αδύνατον. Η νύχτα της 29ης είναι το βράδυ της πανσελήνου. Άνδρας δεν πλησιάζει τότε το ναό. Αποκλείεται>> είπε ο Μπακάρ και έκανε να σηκωθεί.

Πριν προλάβει να φύγει , ο Έντουαρντ του πρότεινε ένα ποσό. Ο Άραβας ξανακάθισε. Φάνηκε να το σκέφτεται. Τελικά είπε:

<< Γιατί θέλεις να πας εκεί;>>
<<Αυτό δεν σας αφορά, η δουλειά σας είναι απλά να με οδηγήσετε εκεί.>>

<<Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά που ζητάτε. Δεν ξέρετε τις ιστορίες για το μέρος; Δεν ξέρετε ότι αφού οι γυναίκες επέστρεψαν σπίτι τους, όποιος άνδρας πλησιάζει το ναό με πανσέληνο, τον βρίσκουν τρελό την επόμενη μέρα ή δεν τον ξαναβλέπουν ποτέ;>>

<< Γνωρίζω τις δεισιδαιμονίες του τόπου σας. Δουλειά μου όμως σαν επιστήμονας είναι να της καταρρίπτω. Σας βεβαιώνω ότι θα επιστρέψουμε μαζί το πρωί της επομένης >> είπε ο Έντουαρντ και πρόσθεσε κάτι παραπάνω στο ποσό.

<<Πολύ καλά, θα σε πάω κοντά στα ερείπια το απόγευμα και θα σε περιμένω εκεί. Μόλις νυχτώσει, θα είσαι μόνος σου. Α! και τα  χρήματα θα τα πάρω όλα μπροστά.>> είπε ο Μπακάρ.

Το παζάρεμα στην Ανατολή είναι μια τέχνη από μόνο του. Ο Μπακάρ έκανε σκληρές διαπραγματεύσεις και ο Έντουαρντ ήταν με την πλάτη στον τοίχο. Εν τέλει ο Μπακάρ πείστηκε να τον περιμένει όλο το βράδυ, όταν ο Έντουαρντ του είπε ότι θα του έδινε τα διπλά απ όσα είχαν συμφωνήσει.

~~{}~~

Στις 7 το απόγευμα της 29ης ,  ο Μπακάρ τον περίμενε έξω από το ξενοδοχείο, με το αυτοκίνητο του, ένα παλιό Land Rover. Τόσο παλιό που ο Έντουαρντ σκέφτηκε ότι στην Ευρώπη μπορεί να ήταν και αντίκα. Αν και ήταν απόγευμα ο ήλιος έκαιγε. Φόρεσε το καπέλο του και έκατσε στη θέση του συνοδηγού. Ο Μπακάρ φόρτωσε στο αυτοκίνητο μια τσάντα με τον εξοπλισμό του Έντουαρντ.  Η αρχαία Βούβαστις βρίσκονταν περίπου 40 χλμ από την σύγχρονη πόλη της Ζαγκαζίγκ. Σύντομα τα τελευταία σπίτια χάθηκαν και μπήκαν στην έρημο.

Όσοι έχουν ταξιδέψει στην περιοχή της Σαχάρας γνωρίζουν ότι η άμμος της είναι διαφορετική από αυτή στις παραλίες του Αιγαίου, που ο Έντουαρντ είχε επισκεφθεί ένα καλοκαίρι. Η άμμος της Σαχάρας, λεπτή σαν πούδρα, έχει την δική της προσωπικότητα και καταφέρνει να χώνεται παντού. Στα αυτιά, στη μύτη, στο λαιμό ακόμα και μέσα στο στόμα.  Μικροί και μεγάλοι αμμόλοφοι κυριαρχούσαν στο τοπίο. Ο δρόμος, ουσιαστικά μια ευθεία μέχρι τα ερείπια, έστριβε από δω και από κει χωρίς προφανή λόγο. Από τον Μπακάρ, έμαθε ότι έτσι δεν κουράζονταν οι οδηγοί από τις ατελείωτες ευθείες της ερήμου και δεν τους έπαιρνε ο ύπνος.

Σε λίγο ο προορισμός τους φάνηκε στον ορίζοντα. Οι πέτρες των κτισμάτων είχαν το ίδιο χρώμα με την άμμο και έμοιαζαν να παίζουν στο μάτι σαν αντικατοπτρισμός, σαν η πόλη να ήταν και να μην ήταν εκεί.  Ο Μπακάρ σταμάτησε το αυτοκίνητο λίγο πριν τα πρώτα ερείπια. Ο Έντουαρντ ανέβηκε σε ένα κοντινό αμμόλοφο κ επόπτευσε το τοπίο.

Τα απομεινάρια του κάποτε ισχυρού ιερού της Μπαστέτ, κείτονταν σε αταξία σαν μια θάλασσα από πέτρα μέσα στην έρημο. Το μόνο που σώζονταν σε ικανό ύψος ο ναός της θεάς γάτας. Και τι εντυπωσιακό θέαμα ήταν αυτό. Μέσα στα κανάλια του Νείλου, οι πρόγονοι του Μπακάρ είχαν δημιουργήσει ένα τεχνητό νησί και εκεί είχαν χτίσει τον κυβικό ναό. Εκατέρωθεν της εισόδου μεγαλιθικά γλυπτά, χωρίς αμφιβολία της Μπαστέτ, υποδέχονταν τον επισκέπτη.  Το νησί ενώνονταν με τη στεριά με μια πέτρινη γέφυρα κατά μήκος της οποίας στέκονταν μικρότερα αγάλματα.

Επιτέλους εδώ, σκέφτηκε ο Έντουαρντ. Θα ήταν ο πρώτος που θα αποκάλυπτε τα μυστικά του ναού. Ο μύθος που συνόδευε το ναό ήταν εξ αρχής αυτό που του είχε κινήσει την περιέργεια. Οι κατάρες όπως και οι θεωρίες συνωμοσίας είχαν τις ρίζες τους στους αρχαίους μύθους. Ό,τι δεν μπορούσε ο άνθρωπος να εξηγήσει με τη λογική ή την επιστήμη, το απέδιδε στο θεό ή σε ένα αόρατο εχθρό.

Πολλές φορές όμως οι κατάρες έκρυβαν και θησαυρούς. Το αποδείκνυε περίτρανα η λεγόμενη ‘’κατάρα των Φαραώ’’, με τελευταίο παράδειγμα την πρόσφατη ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών.

Ο Έντουαρντ ήλπιζε ότι κάτι παρόμοιο θα έκρυβε και το μυστικό της Μπαστέτ. Μια χρυσή γάτα δεν θα ήταν καθόλου άσχημα. Ίσως γίνονταν πιο διάσημος κι απ΄ τον Χάουαρντ Κάρτερ, τον ανασκαφέα του τάφου του νεαρού Φαραώ.  Θεωρούσε ότι το φως της πανσελήνου θα αποκάλυπτε τα μυστικά του ναού. Κάτι συνέβαινε στο ναό εκείνη τη νύχτα. Εξ ου και η περίφημη κατάρα. Στην χειρότερη περίπτωση, απλά θα αποδείκνυε σε όλους, ότι οι δεισιδαιμονίες των Αιγυπτίων ήταν απλά αηδίες.

Ένα πράγμα μόνο δεν κούμπωνε στη συλλογιστική του. Γιατί το απαγορευτικό αφορούσε μόνο τους άνδρες. Έδιωξε τη σκέψη αμέσως. Έτσι κi αλλιώς μια γυναίκα και να έμπαινε στο ναό δεν θα είχε τη διανοητική ικανότητα να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο. Το μυαλό τους έφτανε μόνο μέχρι το γάμο, τα παιδιά άντε και τα φουστάνια. Η αρχαιολογία είναι ανδρική υπόθεση.

~~{}~~

Όταν κατέβηκε από το λόφο, ήδη σουρούπωνε. Ο Μπακάρ είχε ανάψει φωτιά και ετοίμαζε τσάι. Έκατσε δίπλα του και ο Άραβας του σέρβιρε σε μια τσίγκινη κούπα.

<<Επειδή είσαι νέο παιδί και σε έχω συμπαθήσει, στο ξαναλέω. Μην πας στο ναό. Δεν θα σου βγει σε καλό>> είπε ο Μπακάρ

Ο Έντουαρντ τον κοίταξε λοξά.

<<Η Μπαστέτ δεν συγχωρεί. Μπορεί να τη βλέπεις άκακη να γουργουράει σαν γάτα αλλά μην ξεχνάς ότι οι γάτες είναι περήφανες. Αν την παρακούσεις, θα πάρει τη μορφή της λέαινας, της Σεκχμέτ  που μοιράζει πόνο ή γιατρειά σε όσους το αξίζουν>> συνέχισε ο Μπακάρ.

<<Ωραίο το τσάι σου Μπακάρ αλλά μην κουράζεσαι. Καιρός να πηγαίνω.>> είπε ο Έντουαρντ.

Ό ήλιος είχε χαθεί τελείως και ο στρογγυλός δίσκος της πανσελήνου εμφανίστηκε στον ουρανό. Το χλωμό φως έλουζε τον ναό και άστραφτε στα νερά του καναλιού.

Ο Μπακάρ έβγαλε μια κουβέρτα και κουκουλώθηκε. Το βράδυ η υγρασία της ερήμου έφτανε μέχρι το κόκαλο. Ο Έντουαρντ την ένιωθε αλλά η προσμονή της περιπέτειας τον ζέσταινε. Άνοιξε την τσάντα του και πήρε ένα δαυλό. Τον άναψε στη φωτιά και αφού έριξε στον ώμο του το σακίδιο ξεκίνησε.

~~{}~~

Το φως του δαυλού ίσα που φώτιζε τα βήματα του. Κινήθηκε με δυσκολία μέσα στα χαλάσματα μιας και δεν υπήρχε μονοπάτι. Τα γλυπτά στην είσοδο του ναού όμως του έδιναν ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Έφτασε στη γέφυρα. Η σιωπή ήταν απόλυτη. Βρίσκονταν στη μέση της ερήμου.  Αυτός και η Μπαστέτ.

Τα γλυπτά της εισόδου φωτίζονταν από το φεγγαρόφωτο. Το ένα στα αριστερά είχε κεφάλι γάτας και κρατούσε ένα σείστρο ενώ το δεξί είχε κεφάλι λέαινας και κρατούσε στο ένα της χέρι ένα ανκχ, το κλειδί της ζωής και στο άλλο ένα γιγαντιαίο μαχαίρι.

Μπαστέτ και Σεκχμέτ, οι δύο έκφανσης της ίδιας θεάς. Όσο η Μπαστέτ φρόντιζε τις γυναίκες, το σπίτι ή οδηγούσε τους νεκρούς στο μεταθανάτιο ταξίδι τους, η Σεκχμέτ έσφαζε με το μαχαίρι της  τους εχθρούς της ή γιάτρευε τους φίλους της.  Ανάμεσά τους το άνοιγμα της πόρτας έχασκε ολάνοιχτο και σκοτεινό. Προχώρησε στη γέφυρα. Παρατήρησε ότι τα αγάλματα που τη στόλιζαν και είχε δει από ψηλά ήταν γυναικεία. Έριξε το φως του δαυλού και τα περιεργάστηκε. Ήταν ίδια με τα γλυπτά της εισόδου. Από τα αριστερά η γάτα Μπαστετ τον κοίταζε γαλήνια. Από την άλλη η λέαινα Σεκχμετ πρότασσε τους κυνόδοντές της.

Πέρασε ανάμεσα από τις δύο υποστάσεις της θεάς και στάθηκε στην είσοδο. Το σκοτάδι μέσα στο ναό ήτα τόσο πηχτό που έμοιαζε στερεό. Ένα ρίγος διαπέρασε τον Έντουαρντ. Σίγουρα θα είναι λόγω της υγρασίας, σκέφτηκε.

Με προτεταμένο το δαυλό, μπήκε στο εσωτερικό του ναού. Βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Στην απέναντι πλευρά από την είσοδο υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στον όροφο. Αριστερά και δεξιά στην βάση της κουπαστής υπήρχαν δύο ακόμα αγάλματα, αυτή τη φόρα οικόσιτων μαύρων γατών. Δύο διάδρομοι εκατέρωθεν της σκάλας οδηγούσαν βαθύτερα στο ναό.

Ακόμα και με το λιγοστό φως που διέθετε ήταν εμφανές ότι οι τοίχοι του δωματίου ήταν κατάγραφοι. Οι τοιχογραφίες απεικόνιζαν σκηνές από τους μύθους αλλά και από τις ιδιότητες που συνόδευαν τη θεά. Μια σκηνή την απεικόνιζε ως γάτα να στέκεται φύλακας δίπλα σε μια γυναίκα που γεννούσε. Δίπλα οδηγούσε μια ψυχή στον Άνουβι και την τελική κρίση. Ο εικονογράφος δεν ξέχασε και τη Σεκχμέτ. Την απεικόνιζε να κόβει το κεφάλι του Άποφι, του μεγάλου ερπετού και εχθρού του Ρα. Σε άλλο σημείο έδιωχνε την πανούκλα από τη Αίγυπτο και έσωζε το λαό του Φαραώ.

Ο Έντουαρντ εντυπωσιασμένος από την τέχνη των τοιχογραφιών, υποσχέθηκε στον εαυτό του να γυρίσει με το φως του ήλιου και να τις σχεδιάσει. Προς το παρόν, τίποτα το περίεργο δεν έχει συμβεί και ούτε πρόκειται, σκέφτηκε. Σύμφωνα με τη θεωρία του από κάπου θα έμπαινε το φως του φεγγαριού στο ναό. Του φάνηκε λογικό ότι αυτό θα συνέβαινε στον όροφο.

Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, το μόνο που ακούγονταν ήταν τα βήματα του.  Ώσπου κατάλαβε ότι με κάθε βήμα του πέρα από τον ήχο από τα τακούνια του άκουγε και κάτι άλλο. Το κουδούνισμα ενός σείστρου σε απόλυτο συγχρονισμό με κάθε του βήμα. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Η σιωπή τον τύλιξε και ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν.

<<Αηδίες>> είπε για να ξορκίσει το φόβο με τη δύναμη της φωνής του.

Σίγουρα κάτι θα κουδούνιζε μέσα στην τσάντα του. Την έφτιαξε καλά στον ωμό του και συνέχισε να ανεβαίνει. Ξανά ο ήχος του σείστρου. Άρχισε να ανεβαίνει πιο γρήγορα τα σκαλιά και το σείστρο συντονίστηκε και άλλαξε ρυθμό. Ανέβασε κ άλλο το βηματισμό του, το σείστρο τον ακολουθούσε. Ανέβαινε λαχανιάζοντας μέχρι που σκόνταψε σε ένα σκαλί και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Ο δαυλός του έπεσε από τα χέρια και έσβησε. Τον άκουσε να πέφτει στα σκαλιά και προς τα κάτω. Το σκοτάδι τον τύλιξε. Δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Σκατά! Κάποιος μου κάνει πλάκα, σκέφτηκε. Αυτός ο Μπακάρ θα είναι, θέλει να με διώξει.

<<Είναι κανείς εδώ; Μπακάρ εμφανίσου!>> φώναξε

Σιωπή. Κοίταξε προς το τέλος της σκάλας. Λίγα σκαλιά έμεναν ακόμα και στο δωμάτιο μπροστά του υπήρχε φως. Εκεί υπολόγιζε ότι θα μπορέσει να βρει τον δεύτερο δαυλό που είχε μαζί του και να τον ανάψει. Άρχισε πάλι να ανεβαίνει.  Το σείστρο δεν ακούγονταν πια. Όταν μπήκε στο δωμάτιο είδε ότι από ένα φεγγίτη στην οροφή, το φως του φεγγαριού έμπαινε στο δωμάτιο και φώτιζε το θρόνο στο κέντρο του χώρου. Αριστερά και δεξιά τα γλυπτά της Μπαστέτ και τις Σεκχμέτ στέκονταν φύλακες. Μπροστά στα γλυπτά υπήρχαν δύο μεταλλικοί τρίποδες. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν στο σκοτάδι.

Ο Έντουαρντ ένιωθε ότι τον παρακολουθούν. Σε μια στιγμή, όσο του πήρε να βλεφαρίσει, δεκάδες μικρά φώτα έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. Πάγωσε στη θέση του. Το μυαλό του έλεγε να βγάλει τον περισσευούμενο δαυλό ή τουλάχιστον να φύγει αλλά τα μέλη του δεν υπάκουγαν. Το φως θα τα ξεκαθαρίσει όλα σκέφτηκε και τότε σαν κάποιος να τον λυπήθηκε, δύο φωτιές άναψαν στους τρίποδες. Τα μικρά φωτά απέκτησαν πρόσωπο, σώμα και ουρά.

Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από δεκάδες γάτες σε όλα τα μεγέθη και τα χρώματα. Τα μάτια τους ήταν όλα στραμμένα πάνω του.  Στον μέχρι πρότινος άδειο θρόνο τώρα κάθονταν μια μελαχρινή γυναίκα με τεράστια γατίσια μάτια και σαρκώδη χείλη. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι που αγκάλιαζε το σώμα της. Τα μακριά μαλλιά της ίσια και κατάμαυρα έπεφταν στους ώμους της. Στα χέρια της κρατούσε ένα σείστρο και ένα μαχαίρι.

<< Δεν είναι μέρος εδώ για σένα, γιε του Ρα. Το είδος σου δεν είναι ικανό να κατανοήσει τα μυστήρια του κόσμου, μόνο οι κόρες μου μπορούν. Φύγε!>>

Ο Έντουαρντ δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Από τη μία τα δεκάδες μάτια από τις γάτες και η μυστηριώδης γυναίκα του πάγωναν το αίμα. Από την άλλη η περιέργεια του ήταν στα ύψη. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, σκέφτηκε και γέλασε από μέσα του.

<<Ώστε εδώ διδάσκετε τα μυστήρια του κόσμου. Ποια είναι αυτά; Θα ήθελα να τα μάθω και γω. Αφού οι κόρες σου μπορούν, αν μου δώσεις μια ευκαιρία θα δεις ότι οι γιοι είναι ακόμα πιο άξιοι.>> είπε ο Έντουαρντ.

Η γυναίκα σηκώθηκε από το θρόνο και προχώρησε προς το μέρος του. Το κεφάλι της σιγά σιγά άρχισε να μεταμορφώνεται σε αυτό μιας λέαινας. Τα αυτιά της μετακινήθηκαν στην κορυφή του κεφαλιού της και η μύτης άρχισε να μικραίνει.  Οι γάτες στο δωμάτιο σήκωσαν το τρίχωμα τους, έδειξαν τα δόντια τους και περικύκλωσαν τον Έντουαρντ.

<< Η γάτα γνωρίζει τα μυστήρια του κόσμου και της μετά θάνατον ζωής. Οι γάτες γνωρίζουν τη ζωή και το θάνατο γιατί ζουν εφτά φορές. Ξέρουν τον πόνο, την αρρώστια άλλα και τη γιατρειά. Οι γάτες ξέρουν να ξυπνάνε το νερό πριν πιούν. Ξέρουν τα μυστικά του αέρα, για αυτό προσγειώνονται πάντα στα πόδια τους. Οι γάτες ξέρουν και οι γυναίκες ξέρουν να ακούν ενώ οι άνδρες ξέρουν να μιλούν. Για αυτό οι γυναίκες είναι άξιες να μάθουν και να καταλάβουν>> είπε η θεά.

Πισωπατώντας  ο Έντουαρντ είχε φτάσει την άκρη της σκάλας. Το πόδι του ακούμπησε στην απαλή γούνα μια γάτας που βρίσκονταν πίσω του. Τινάχτηκε και πήγε να την κλωτσήσει με την φτέρνα του.  Η θεά σταμάτησε μπροστά του και κάρφωσε το μαχαίρι της στην κοιλιά του. Με το άλλο της χέρι τον έσπρωξε από τη σκάλα.

<<Η σειρά σας τώρα>> βρυχήθηκε η λέαινα.

Όπως έπεφτε ο Έντουαρντ ένα κύμα από γάτες προσγειώθηκε πάνω του. Αυτός και τα αιλουροειδή είχαν γίνει ένα συνονθύλευμα που κουτρουβαλούσε τα σκαλοπάτια. Εκατοντάδες μικρά νύχια μπήχτηκαν στο δέρμα του. Ο πόνος και ο τρόμος είχαν διαγράψει οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Οι γάτες του ορμούσαν με όλα τα όπλα που είχαν, νύχια και δόντια ξέσκιζαν κάθε σπιθαμή του κορμιού του.

Όταν σταμάτησε το τράνταγμα κατάλαβε ότι είχε φτάσει στη βάση της σκάλας. Δεν ένιωθε πια τις γάτες.  Τα μάτια του πονούσαν και έβλεπε μόνο σκιές.  Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά μάταια. Έπιασε την κοιλιά του , τα χέρια του γέμισαν ένα πηχτό υγρό. Έχανε αίμα και ήταν αδύναμος.  Με τα βίας ξεχώριζε ένα φωτεινότερο μαύρο που υπέθετε ότι δήλωνε την έξοδο του ναού. Αν τα κατάφερνε να βγει, θα φώναζε τον Μπακάρ να τον βοηθήσει.

Σύρθηκε αργά προς τα εκεί. Σε λίγο ένιωσε τη βραδινή αύρα στο πρόσωπό του και κατάλαβε ότι ήταν έξω. Ψαχουλευτά βρήκε το τοιχίο της γέφυρας. Προσπάθησε να σηκωθεί ξανά και αυτή τη φορά τα κατάφερε. Η αφή του, του έλεγε ότι στηρίζονταν σε ένα από τα αγάλματα της γέφυρας.

<<Μπακάρ, βοήθεια>> φώναξε ο Έντουαρντ.

Ήλπιζε ότι ο Άραβας θα τον άκουγε. Η φωνή του ήταν το μοναδικό πράγμα που ακούγονταν.

<<Βοήθεια>> φώναξε ξανά.

Το κεφάλι του βούιζε. Τα πόδια του έτρεμαν. Ένα βαθύτερο σκοτάδι τον τύλιξε.

~~{}~~

Την επόμενη φορά που άνοιξε τα μάτια του, ο ήλιος είχε ανέβει στον ουρανό. Βρίσκονταν ακόμα στην γέφυρα. Είχε καταρρεύσει δίπλα στο άγαλμα της Σεκχμέτ. Όλο το σώμα του πονούσε Τα μάτια του έτσουζαν. Ο ήλιος τον χτύπαγε καταπρόσωπο και τον τύφλωνε. Μια σκιά του έκρυψε το ήλιο. Η θολή μορφή του Μπακάρ ήρθε στο οπτικό του πεδίο. Τα μάτια του γυάλιζαν κίτρινα σαν της γάτας.

<<Τώρα πια είσαι ένας από εμάς. Έχεις άλλες έξι ζωές για να μετανιώσεις.>>

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Μανιουδάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.