Το χωριό

0
569

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι s.jpgΤο τράνταγμα του τραίνου καθώς έκοβε ταχύτητα ήταν αυτό που τον ξύπνησε, έτσι όπως κοιμόταν με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι του παραθύρου. Έπαιξε λίγο τα βλέφαρα του για να ξεκολλήσουν, έτριψε τα μάτια του και κοίταξε έξω από το παράθυρο τα σπίτια του χωριού που πλησίαζαν. Το τραίνο σταμάτησε αργά στην αποβάθρα.

Ο Γ σηκώθηκε, πέρασε το σακίδιο στον ώμο του, σήκωσε την μεγάλη βαλίτσα του και βγήκε από το βαγόνι. Ο σταθμός ήταν σχεδόν άδειος· οι λίγοι υπάλληλοι έπιναν ζεστό τσάι μαζεμένοι στο ένα και μοναδικό εκδοτήριο. Ένοιωθε το κεφάλι του βαρύ από τον ύπνο, τόσο που δεν αντιλήφθηκε τον άνδρα που τον πλησίαζε, μέχρι που αυτός έφτασε σχεδόν δίπλα του.

«Δεν πέρασαν και τόσα χρόνια που να μην με αναγνωρίζεις!»

Έδωσαν τα χέρια. Πράγματι, ο φίλος του δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Είχε να τον δει τέσσερα χρόνια και δεν είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο τουλάχιστον για δύο, τόσο που είχε αρχίσει να ανησυχεί και τελικά να του έστειλε γράμμα για να τον ενημερώσει για την άφιξη του. Έδωσαν τα χέρια δυνατά, χτυπώντας ο ένας τον άλλο στον ώμο και μιλώντας γρήγορα και δυνατά.

«Ας μην στεκόμαστε όμως εδώ. Πάμε να αφήσουμε τα πράγματα σου στο δωμάτιο και μετά εμπρός για ένα δυνατό τσίπουρο και μεζέ. Η μέρα είναι κρύα και έχουν περάσει χρόνια από τότε που μιλήσαμε για τελευταία φορά»
«Είσαι δύσκολος φίλε μου. Τόσα τηλέφωνα και ούτε μια απάντηση! Μα γιατί; Ανησύχησα, δεν θα στο κρύψω ότι ανησύχησα. Προσπάθησα να βρω και τους δικούς σου αλλά ούτε εκεί τα κατάφερα. Ευτυχώς τουλάχιστον σε βρήκε το γράμμα μου»
«Βέβαια με βρήκε και χάρηκα πολύ. Έχουμε όμως χρόνο για όλα αυτά. Τώρα, προέχει το δωμάτιο σου»

~~

O Γ και ο Ιωσήφ ήταν χρόνια φίλοι και οι γονείς τους ακόμα περισσότερα. Υπήρχε μάλιστα και μια μικρή, μακρινή συγγένεια· τόσο μακρινή που δεν θυμόταν ακριβώς ποια είναι. Είχαν γεννηθεί και οι δύο σ’ εκείνο το χωριό αλλά είχαν ελάχιστες αναμνήσεις.

Όταν ήταν περίπου τεσσάρων, οι δύο οικογένειες αποφάσισαν να μετακομίσουν μαζί στην πόλη. Αν και έμεναν σε διαφορετικές γειτονιές, μεγάλωσαν σχεδόν μαζί και η φιλία τους δεν χάθηκε ούτε όταν άλλαξαν σχολεία, παρέες και συνήθειες. Είχαν επαφή ακόμα και στο πανεπιστήμιο αλλά κάπου μετά την αποφοίτηση τους χώρισαν οι δρόμοι τους: ο Γ έμεινε στην σχολή και την έρευνα ενώ ο Ιωσήφ, αφού άλλαξε αρκετές δουλειές, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωριό και να αναλάβει τα χωράφια της οικογένειας.

Ήταν πάντα παράξενο παιδί ο Ιωσήφ, από τους ανθρώπους που φαίνονται να προτιμούν την απομόνωση και τις σκέψεις τους.  Για τις ανάγκες της έρευνας το Πανεπιστήμιο έστειλε τον Γ στο χωριό του για έρευνα πεδίου και οι δύο φίλοι βρέθηκαν, μετά από τόσα χρόνια, να περπατούν τα πλακόστρωτα της γενέθλιας γης.

“Αλήθεια Ιωσήφ, τα πράγματα μου έφτασαν όλα; Τα έλεγξες;»
«Είναι τα πάντα ασφαλή στο σπίτι μου, μην ανησυχείς καθόλου για αυτά. Τι σε έστειλαν να κάνεις τέλος πάντων;»
«Είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου – δειγματοληψίες νερού από τις πηγές της περιοχής και όλα τα σχετικά. Θα χρειαστώ την βοήθεια σου σε αυτό.  Φοβάμαι ότι η μόνη γνώση της περιοχής που έχω πλέον είναι οι χάρτες και αυτοί δεν λένε και πολλά όταν δεν ξέρεις που θέλεις να πάς»
«Μην φοβάσαι για τίποτα, θα σε οδηγήσω εγώ» απάντησε ο Ιωσήφ. «Σχεδόν φτάσαμε όμως. Να ο ξενώνας, στο τέλος της ανηφόρας.»

Το παλιό κτήριο δέσποζε  στο τέλος του πλακόστρωτου δρόμου, πετρόχτιστο με ξύλινα παράθυρα και καπνό να βγαίνει από την καμινάδα της οροφής.

Αντίθετα από αυτούς κατέβαινε ένας άντρας σπρώχνοντας ένα άδειο αναπηρικό καροτσάκι. Ο άντρας φαινόταν σαν να μιλούσε μόνος του, κοιτάζοντας μία το καροτσάκι και μια τον δρόμο μπροστά του, προχωρώντας με προσεκτικές κινήσεις για να αποφύγει τα τραντάγματα του πλακόστρωτου.

Ο Γ τον κοίταξε με περιέργεια καθώς πλησίαζε. Καθώς διασταυρώθηκαν ο Ιωσήφ τον χαιρέτησε:
«Καλημέρα σας»
«Καλημέρα, καλημέρα Ιωσήφ. Καλώς τα δέχτηκες!» απάντησε χαρούμενα ο άνδρας.

Ο Γ περίμενε να απομακρυνθεί.
«Μα ποιος είναι αυτός; Μόνος του, να σπρώχνει το καροτσάκι; Είναι τρελός;»
«Καθόλου τρελός. Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό; Έλα πέρνα μέσα» απάντησε ο Ιωσήφ σπρώχνοντας την πόρτα του ξενώνα. «Ακόμα δεν ήρθες και όλα σου φαίνονται παράξενα. Εδώ δεν είναι η πόλη, φίλε μου»

Το δωμάτιο του Γ ήταν στον πρώτο όροφο. Ήταν ένα μικρό αλλά ευχάριστο δωμάτιο, βαμμένο στο ανοιχτό πράσινο των παλιών χωριάτικων σπιτιών, με ένα μεγάλο κρεβάτι με βελέτζες για σκεπάσματα και ένα μικρό τζάκι στην γωνιά. Ο Ιωσήφ κατέβηκε στην είσοδο όσο ο Γ έβγαζε τα πράγματα του από την βαλίτσα και άλλαζε ρούχα.

Κατευθύνθηκαν στο καφενείο του χωριού και ο Ιωσήφ παρήγγειλε δύο καραφάκια τσίπουρο.
«Για πες μου λοιπόν, πώς ζεις εδώ;»
«Ήσυχα θα έλεγα. Παλεύω με τα χωράφια και συνήθως αυτά κερδίζουν αλλά δεν με ενοχλεί. Εδώ είναι άλλη η ζωή, φίλε μου. Τα χρήματα μικρή σημασία έχουν. Ό,τι χρειάζομαι το έχω, ό,τι μου λείπει μου φτάνουν αυτά τα λίγα που βγάζω για να το αγοράσω»
«Και οι δικοί σου; Έχω πολύ καιρό να τους δω.»
«Φυσικό είναι. Είναι και αυτοί εδώ, εδώ και δύο χρόνια. Πρώτα η μητέρα μου, μετά ο πατέρας.»
«Αλήθεια; Μα δεν είχα ιδέα, ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου. Θα ήθελα να τους δω»
«Αυτό θα είναι λίγο δύσκολο», απάντησε ο Ιωσήφ.
«Μα δεν είναι εδώ;»
«Εδώ είναι αλλά δεν μπορείς να τους δεις.»

Η απάντηση παραξένεψε τον Γ, αλλά αποφάσισε να μην επιμείνει. Ήξερε ότι ο φίλος του ήταν πάντα δύσκολος. Όταν δεν ήθελε να πει κάτι κλεινόταν σαν το στρείδι και ήταν αδύνατο να του πάρεις λέξη.

Πέρασαν το υπόλοιπο του απογεύματος πίνοντας, τρώγοντας τους νόστιμους μεζέδες και συζητώντας για παλιούς φίλους και περασμένες εποχές. Χώρισαν νωρίς, χαρούμενοι και ελαφρώς ζαλισμένοι, δίνοντας ραντεβού για τον πρωινό καφέ. Ο Γ γύρισε στον ξενώνα, άναψε το τζάκι και χώθηκε στα βαριά σκεπάσματα του κρεβατιού και παραδόθηκε αμέσως στον ύπνο.

~~{}~~

Ήταν τόσο τσουχτερή η δροσιά του πρωινού και τόσο ζεστά τα σκεπάσματα που ο Γ έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του την θέληση για να καταφέρει να σηκωθεί. Ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε να πάρει το πρωινό του στην μικρή σάλα του ξενώνα· έφαγε γρήγορα έφυγε για το καφενείο όπου είχε δώσει ραντεβού με τον Ιωσήφ. Παρήγγειλε δύο καφέδες, άναψε τσιγάρο και κάθισε να τον περιμένει.

Όλα τα τραπέζια ήταν άδεια εκτός από ένα στην άκρη του χώρου, με δύο καρέκλες εκατέρωθεν του τραπεζιού. Στην μία καρέκλα καθόταν μια γυναίκα· ήταν κάποιας ηλικίας αλλά δεν θα μπορούσε να την πει γριά. Στο τραπέζι μπροστά της ήταν ανοιγμένη μια σκακιέρα με τα πούλια της ντάμας σκορπισμένα πάνω της, σαν να έπαιζε με κάποιον και το παιχνίδι να ήταν ήδη σε εξέλιξη. Φαινόταν πολύ απορροφημένη, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταμπλό. Η γυναίκα σήκωσε διστακτικά ένα κόκκινο πούλι, το μετακίνησε μια θέση μπροστά και έγειρε πίσω στην καρέκλα με θριαμβευτικό ύφος.

Το έκπληκτο βλέμμα του Γ διακόπηκε από την μορφή του καφετζή, που κατέφτασε με το δίσκο φορτωμένο καφέδες. Ακούμπησε δύο ποτήρια στο  τραπέζι της γυναίκας, έναν σε κάθε πλευρά της σκακιέρας. Και καθώς γύριζε την πλάτη του για να σερβίρει και τον δικό του καφέ, ο Γ νόμισε ότι είδε με την άκρη του ματιού του ένα μαύρο πούλι να κινείται.

«Μα δεν μπορεί» σκέφτηκε «πρέπει να πιω λίγο καφέ, ακόμα κοιμάμαι φαίνεται».
Έπαιρνε την πρώτη καυτή ρουφηξιά όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ιωσήφ, κρατώντας τις δύο μεγάλες τσάντες με το σήμα του Πανεπιστημίου.

«Καλημέρα σας, πώς είστε;» χαιρέτησε την ηλικιωμένη κυρία και κάθισε δίπλα στον Γ.
«Καλημέρα φίλε μου. Πώς κοιμήθηκες;»
«Βαριά και βαθιά. Δεν μπορούσα με τίποτα να σηκωθώ και νομίζω ότι δεν έχω ακόμα συνέλθει. Μα πες μου, ποια είναι αυτή η κυρία;»
«Α,  είναι η Ανθή, ξαδέρφη του πατέρα μου. Μπορεί να την θυμάσαι, ερχόταν συχνά με τον άντρα της στο σπίτι μας. Μπορεί και να τον θυμάσαι και αυτόν, μόνο που πέθανε πριν μια δεκαετία.»
«Μετά από τόσα χρόνια…. Μα τι κάνει;»
«Παίζει ντάμα με τον άντρα της»
«Μα δεν μου είπες ότι πέθανε;»
«Ναι, βέβαια. Τραγική ιστορία. Πήγαινε στην πόλη να φέρει το γιό τους, είναι ξενιτεμένος βλέπεις στην Αγγλία εδώ και πολλά χρόνια και ήρθε να τους επισκεφτεί. Ήταν χειμώνας, είχε καταιγίδα. Το παιδί είχε σκοπό να έρθει με το τραίνο, αλλά θα έπρεπε να περιμένουν μια μέρα για το επόμενο δρομολόγιο και ήταν τέτοια η λαχτάρα της Ανθής που ο άντρας της πήγε να τον πάρει από την πόλη. Έβρεχε, οι δρόμοι είχαν λασπώσει, δεν είχε ορατότητα, το αυτοκίνητο έφυγε στον γκρεμό. Τρεις μέρες έψαχναν να το βρουν»
«Τραγική ιστορία όντως. Λογικό είναι να της σαλέψει»
«Τι εννοείς;» ο Ιωσήφ τον κοίταξε με παράξενο βλέμμα. «Δεν της έχει σαλέψει καθόλου, αν εξαιρέσεις βέβαια το πένθος. Γιατί το λες αυτό;»

Ο καφετζής ακούμπησε και τον δεύτερο καφέ στο τραπέζι. Ο Ιωσήφ τον κατέβασε σχεδόν με μια γουλιά.
«Πολύ καλύτερα τώρα. Είσαι έτοιμος; Καλύτερα να φύγουμε. Θα σε πάω στο σημείο και μετά θα σε αφήσω φίλε μου, θα πρέπει να πάω στα χωράφια. Με συγχωρείς γι αυτό.»
«Μα φυσικά Ιωσήφ. Δείξε μου εσύ τα κατατόπια και θα βρω εγώ τα σημεία που χρειάζομαι».

Ο Γ έριξε μια τελευταία ματιά στο τραπέζι με τους δύο καφέδες. Η ηλικιωμένη είχε πάλι στυλώσει το βλέμμα στο ταμπλό, υπολογίζοντας την επόμενη της κίνηση.

~~

Οι δυο φίλοι φόρτωσαν τα πράγματα στο αγροτικό, ο Ιωσήφ τον πήγε στην μεγάλη πηγή στα μέσα του λόφου, ο Γ έπιασε δουλειά. Του άρεσε η έρευνα πεδίου, μέσα στην όμορφη φύση της περιοχής, να ψάχνει τις πηγές, να ξεπλένει καλά τα πλαστικά μπουκαλάκια για να φύγει κάθε ίχνος ξένου στοιχείου που μπορούσε να αλλοιώσει τα αποτελέσματα των αναλύσεων, να κάνει τις πρώτες δοκιμές σε γυάλινα δοχεία, ρίχνοντας τα αντιδραστήρια που μετέτρεπαν το δείγμα στα πιο φωτεινά χρώματα: ανοιχτό μωβ  ή ζαφειρένιο πράσινο ή ανοιχτό γαλαζογκρί.

Σιγά σιγά, καθώς η μέρα προχωρούσε, οι τσάντες βάραιναν από τα δείγματα αλλά η θερμοκρασία ήταν ιδανική και το μέρος σκιερό. Δεν κατάλαβε την κούραση του παρά μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι ο ήλιος έπεφτε. Ήταν ώρα να βρει τον Ιωσήφ και να επιστρέψουν στο χωριό.

Κάθισαν πάλι στο ίδιο καφενείο και παρήγγειλαν τσίπουρο και φαγητό. Αυτή την φορά ήταν μισογεμάτο με χωριανούς που γύριζαν και αυτοί από τα χωράφια. Οι δύο φίλοι ήταν κουρασμένοι αλλά ικανοποιημένοι από την δουλειά της ημέρας, έφαγαν και ήπιαν με πολύ όρεξη. Στο τέλος ο Γ έσπρωξε το πιάτο του στο τραπέζι και έγειρε στην καρέκλα.

«Πραγματικά Ιωσήφ, είναι άλλη η ζωή εδώ. Δεν ξέρω αν θα το τολμούσα αυτό που έκανες, αλλά παραδέχομαι ότι έχει πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα το να μένεις στο χωριό.»
«Είδες; Ξέρω ότι σου φάνηκε περίεργο όταν πήρα την απόφαση αλλά εδώ πραγματικά έχω τα πάντα. Παράγω με τα ίδια μου τα χέρια. Καλύπτω τις ανάγκες μου. Ό,τι χρειάζομαι είναι δίπλα μου, ήσυχα, μακριά από τα λεωφορεία, τα αυτοκίνητα, τις κόρνες, το καυσαέριο, το τσιμέντο, την βαβούρα. Και όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι είναι εδώ.»
«Αλήθεια; Για κάποια κοπέλα θα μιλάς λοιπόν. Έλα, πες τα μου όλα!» τον πείραξε ο Γ.
«Όχι, δεν μιλάω για κοπέλα, αυτό είναι ίσως το μόνο δύσκολο σε ένα τέτοιο μικρό μέρος» παραδέχτηκε ο Ιωσήφ. «Μιλάω για τους γονείς μου»
«Μα πού είναι; Γιατί δεν τους κάλεσες και αυτούς; Έχω τόσο καιρό να τους δω! Να τους πάρουμε ένα τηλέφωνο να έρθουν;»
«Όχι» απάντησε σοβαρά ο Ιωσήφ. «Τι νόημα θα έχει; Αφού σου είπα, δεν θα μπορέσεις να τους δεις»
«Μα γιατί;»
«Τι εννοείς γιατί. Γιατί απλούστατα δεν γίνεται»

~~

Ο Γ γύρισε στο ξενοδοχείο σκεπτικός. Κάτι πάνω στον φίλο του τον ανησυχούσε. Πάντα ήταν παράξενο παιδί κι αυτή η άρνηση με τους γονείς του… Μα για ποιο λόγο να μην μπορούσε να τους δει; Έβγαλε τα βρώμικα ρούχα της δουλειάς και έκανε ένα ζεστό ντους. Άναψε το τζάκι και πριν ξαπλώσει, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στους γονείς του.

«Γεια σου αγόρι μου», η φωνή της μητέρας του ακουγόταν ζεστή από το τηλέφωνο. «Τι κάνεις; Πώς είναι το χωριό μας; Με αφορμή εσένα σκεφτόμασταν με τον πατέρα σου ότι πρέπει κάποια στιγμή να έρθουμε και εμείς, τόσα χρόνια πάνε…..»
«Το χωριό είναι πολύ όμορφο μαμά. Φυσικά να έρθετε, και να μείνετε όσο μπορείτε. Είναι άλλη η ζωή εδώ μαμά. Μα θα έχετε και παρέα, είναι και οι γονείς του Ιωσήφ εδώ!»

Η μητέρα του δεν μίλησε. Μια μικρή παύση.

«Ποιοι είναι εκεί, αγόρι μου;»
«Οι γονείς του Ιωσήφ. Πόσο καιρό έχετε να τους δείτε; Να έρθετε να ξαναβρεθείτε!»
Η φωνή της μητέρας του ακούστηκε απόμακρη και κρύα.

«Αγόρι μου, αυτό που λες δεν μπορεί να συμβαίνει. Οι γονείς του είναι νεκροί»
Ήταν σειρά του Γ να παγώσει.
«Τι εννοείς, μαμά; Αφού ο Ιωσήφ μου είπε ότι είναι εδώ»
«Τους είδες αγόρι μου;»
«Όχι αλλά…»
«Κι εμείς προχθές το μάθαμε αγόρι μου. Είχαμε καιρό να μάθουμε νέα τους, έχεις δίκιο. Πέτυχα τυχαία στο σουπερμάρκετ την θεία του Ιωσήφ και μας τα είπε. Είχαν μετακομίσει και αυτοί στο χωριό. Ο πατέρας του έπαθε έμφραγμα σκαλίζοντας μια μέρα τον κήπο. Μέχρι να τον μεταφέρουν στον κοντινότερο γιατρό ήταν αργά. Η μητέρα του τον ακολούθησε λίγες μέρες μετά. Την βρήκε ο Ιωσήφ νεκρή στο κρεβάτι της.»
«Μα δεν είναι δυνατόν. Δεν μου είπε τίποτα και μου φάνηκε τόσο φυσιολογικός! Δεν φοράει πένθος, δεν δείχνει στεναχωρημένος….»
«Ίσως δεν ήθελε να σε στεναχωρήσει αγόρι μου. Δως του τα συλλυπητήρια μας. Ήταν καλοί άνθρωποι, πολύ λυπηθήκαμε.»

Ο Γ ξάπλωσε με ένα σφίξιμο στην καρδιά. Παρά την κούραση στριφογύρισε λίγο στα βαριά σκεπάσματα. Μα είναι δυνατόν; Να μην πει τίποτα απολύτως; Ένοιωσε λίγο θιγμένος που δεν το μοιράστηκε μαζί του. Όμως, παρά την ανησυχία του η κούραση γρήγορα τον κατέλαβε και βυθίστηκε σε έναν βαρύ, ατάραχο ύπνο.

Την άλλη μέρα ο Γ θα έφευγε μόνος του για την ύπαιθρο, μιας και ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει στο χωράφι από πολύ πρωί. Πήρε πρωινό στην σάλα του ξενοδοχείου που, παρόλη την δυνατή φωτιά στο μεγάλο τζάκι δεν είχε ακόμα προλάβει να ζεσταθεί και κατευθύνθηκε στο καφενείο. Η ηλικιωμένη κυρία ήταν πάλι εκεί, με την σκακιέρα μπροστά της, την άδεια καρέκλα απέναντι της και τους δύο καφέδες στο τραπέζι. Είχε μόλις έρθει ο καφές του όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας μεσόκοπος άνδρας. Οι κινήσεις του ήταν γρήγορες, ανήσυχες. Κοίταξε ένα γύρω στο άδειο καφενείο, και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

«Καλημέρα αγαπητέ μου φίλε, καλημέρα! Τι κάνεις, πως είσαι; Μα είναι μια εξαίσια μέρα σήμερα! Τι καλά που σε βλέπω. Μα, θα γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι εμείς οι δύο, ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ!»
Ο Γ τα έχασε.

«Καλημέρα σας μα….. γνωριζόμαστε;»
«Βεβαίως αγαπητέ μου και γνωριζόμαστε. Είμαστε φίλοι! Καλοί φίλοι! Αγαπημένοι φίλοι! Τόσο αγαπημένοι που θα είμαστε για πάντα μαζί!»
Ο καφετζής βγήκε από την μπάρα του για να σώσει την κατάσταση. «Σε παρακαλώ Παναγιώτη, άσε τον κύριο ήσυχο. Δεν είστε φίλοι, μόλις ήρθε στο χωριό. Σε παρακαλώ πολύ»
«Μα τι λες! Είναι ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο!»
«Έλα Παναγιώτη, έλα. Θα γίνετε φίλοι μια μέρα, αλλά άσε τον κύριο να πιει τον καφέ του» είπε ο καφετζής οδηγώντας τον ελαφρά προς την πόρτα.
«Αύριο αγαπητέ μου φίλε! Θα έρθω αύριο να σε δω! Ω, μα έχουμε τόσα να πούμε!»

Ο καφετζής έκλεισε την πόρτα του καφενείου πίσω του.
«Μην τον συνερίζεσαι φίλε μου. Είναι ειδική περίπτωση»
«Μα τι του συμβαίνει;»
«Έχασε την γυναίκα του, αυτό του συμβαίνει»
«Ω κατάλαβα… Την αγαπούσε πολύ έ;»
«Από ότι φαίνεται όχι, γιατί δεν την βλέπει καθόλου. Μάλλον γι αυτό του σάλεψε λίγο.»

Μια παρέα ηλικιωμένων μπήκε και κάθισε στο τραπέζι κοντά στην σόμπα και ο καφετζής έφυγε για να πάρει τις παραγγελίες.  Ο Γ άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και έφυγε. Ήταν η δεύτερη και τελευταία του μέρα κι έπρεπε σήμερα οπωσδήποτε να τελειώσει.

Περιπλανήθηκε στους λόφους γύρω από το χωριό σχεδόν μέχρι το σκοτάδι. Γύρισε στον ξενώνα, έκανε ένα ζεστό μπάνιο και τηλεφώνησε στον Ιωσήφ. Καμία απάντηση. Αποφάσισε να ντυθεί και να κατέβει στο καφενείο. Το στομάχι του ήταν άδειο και ήλπιζε εκεί να βρει τον Ιωσήφ ή κάποιον που να ξέρει που είναι. Ευτυχώς, όταν άνοιξε την πόρτα τον βρήκε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με χθες, με τα γεμάτα πιάτα να πιάνουν κάθε γωνιά της ξύλινης επιφάνειας

«Άντε, άργησες και το φαγητό κρυώνει» είπε ο Ιωσήφ
«Μα πού είσαι; Σ’ έπαιρνα τηλέφωνο και δεν απαντάς!»
«Α ναι, σωστά… Δεν μπορώ να απαντήσω, ξέχασα να στο πω αυτό. Κάθισε όμως λοιπόν.»
Έφαγαν πάλι σαν λύκοι, χωρίς να μιλάνε, ριγμένοι κυριολεκτικά πάνω στα πιάτα τους. Ο Γ τελείωσε πάλι πρώτος και έσπρωξε το πιάτο του.
«Σήμερα μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Ήρθα το πρωί να πιω καφέ πριν ξεκινήσω και μπήκε ένας πολύ παράξενος άνθρωπος που μου μιλούσε σαν να με γνωρίζει χρόνια.»
«Α ναι, ο Παναγιώτης… Ναι ξέρεις, το μυαλό του δεν δουλεύει πολύ καλά από τότε που έχασε την γυναίκα του»
«Με αποκαλούσε αγαπητό, μου έλεγε ότι είμαστε καλοί φίλοι και ότι θα με αγαπάει για πάντα»
«Ναι ναι, έτσι κάνει με όλους. Ψάχνει κάποιον να αγαπήσει λένε στο χωριό»
«Μοναξιά ε;»
«Μοναξιά ναι, και έλλειψη. Την γυναίκα του τελικά δεν την αγάπησε ποτέ. Την παντρεύτηκε. Παιδιά δεν έκαναν αλλά ήταν πάντα υπόδειγμα ζευγαριού εδώ. Μαζί στις γιορτές, στο καφενείο, στην εκκλησία… Την πρόσεχε συνεχώς, την περιποιούνταν, όλες εδώ την ζήλευαν. Αλλά φαίνεται ότι δεν την αγάπησε.»
«Μα πώς το ξέρετε αυτό; Και αφού δεν την αγάπησε, γιατί τρελάθηκε;»
«Μα γι’ αυτό. Γιατί δεν την βλέπει» απάντησε με φυσικότητα ο Ιωσήφ.
«Αυτό μου είπε και ο καφετζής το πρωί. Τι εννοείς δεν την βλέπει; Αφού είναι νεκρή»
«Μα οι νεκροί δεν φεύγουν φίλε μου. Είναι εδώ, μπροστά μας.»

Ο Γ ένοιωσε ένα κρύο χέρι να του σφίγγει την καρδιά. Οι υποψίες του ήταν αληθινές: κάτι πήγαινε στραβά με τον φίλο του.
«Ιωσήφ, οι νεκροί είναι νεκροί. Δεν είναι εδώ, είναι κάπου αλλού. Παράδεισο, κόλαση, χώμα, όπως θες πες το, αλλά δεν είναι εδώ για να τους βλέπεις»
«Ναι, βέβαια, εσύ δεν μπορείς να τους δεις, αλήθεια είναι αυτό. Αλλά για τους αγαπημένους τους είναι εδώ.»
«Είναι στην σκέψη τους εννοείς;» ρώτησε με απαλό τόνο ο Γ. Ένοιωθε σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί. «Ότι τους έχουμε πάντα στην καρδιά μας και δεν τους ξεχνάμε ποτέ;»
«Μα βέβαια, αλλά όχι μόνο. Γι αυτούς που τους αγαπούσαν πραγματικά, δεν φεύγουν ποτέ. Δεν είδες την κυρία Ανθή το πρωί;»
«Μα είναι και αυτή τρελή;»
«Γιατί τρελή;» είπε ενοχλημένος ο Ιωσήφ. «Παίζει ντάμα με τον άντρα της, αυτό την κάνει τρελή;»
«Μα έχει πεθάνει!» φώναξε ο Γ. «Εσύ ο ίδιος μου το είπες χθες! Η τραγική ιστορία, το ξενιτεμένο παιδί, η καταιγίδα…»
«Φυσικά, έτσι είναι. Αλλά αυτός είναι εδώ. Εσύ και εγώ δεν τον βλέπουμε, αλλά αυτή τον βλέπει. Κάθε πρωί πίνουν τον καφέ τους όπως πάντα και ακόμα δεν καταφέρνει να τον νικήσει. Καμιά φορά την αφήνει αυτός να κερδίζει για να την ευχαριστεί αλλά το καταλαβαίνει η Ανθή και του φωνάζει. Μετά κατεβαίνουν στην πλατεία αγκαζέ να κάνουν τον περίπατο τους»
«Ιωσήφ, σε παρακαλώ πες μου την αλήθεια. Είσαι καλά; Έτσι όπως μιλάς με ανησυχείς πραγματικά. Ιωσήφ, χθες μίλησα με την μητέρα μου και μου είπε για τους γονείς σου. Είναι αλήθεια;»

Ο Ιωσήφ ήπιε μια γουλιά τσίπουρο και ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι. «Αλήθεια είναι.»
«Και γιατί δεν μου το είπες; Τα συλλυπητήρια μου και των δικών μου. Μα πώς μπόρεσες να μου το κρύψεις; Τέτοιος πόνος, τέτοια απώλεια…»
«Τους βλέπω όμως, οπότε δεν πειράζει. Δεν έφυγαν ποτέ. Είναι στο σπίτι και με περιμένουν»
«Μα τι μου λες;»
«Την αλήθεια. Αλήθεια με τρομάζεις, απορώ πως δεν καταλαβαίνεις. Είναι γνωστό αυτό. Όταν πεθαίνει κάποιος αγαπημένος μας δεν φεύγει ποτέ. Οι άλλοι δεν τον βλέπουν, μόνο αυτοί που πραγματικά τον αγάπησαν. Γι αυτούς δεν άλλαξε τίποτα, είναι εδώ, μιλάνε, υπάρχουν.»

Ο Γ δεν πίστευε στα αυτιά του. Το καφενείο ήταν άδειο και τα μόνα φώτα ήταν η λάμπα του δρόμου και η φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι.
«Άρα… άρα μπορείς να τους δεις;»
«Βέβαια. Όχι εσύ βέβαια, στο είπα. Αλλά εγώ τους βλέπω κάθε μέρα.»
«Και…. Και η κυρία Ανθή; Τον βλέπει; Χθες την είδα στο τραπέζι και νόμισα ότι είδα ένα πούλι να κινείται μόνο του. Είπα ότι πάει, τα χάνω κι εγώ.»
«Καθόλου. Έπαιζαν ντάμες.»
«Και ο άνθρωπος προχθές με το άδειο καροτσάκι;»
«Ο πατέρας του. Παράλυτος από τη μέση και κάτω, έπεσε από το άλογο λίγους μήνες αφού αυτός γεννήθηκε εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε τον βγάζει κάθε μέρα βόλτα στο χωριό»
«Και ο τρελός το πρωί;»
«Α, αυτός» είπε ο Ιωσήφ, πίνοντας άλλη μια γουλιά. «Αυτός πέρασε την ζωή του πιστεύοντας ότι αγαπούσε την γυναίκα του. Είχε πείσει τον εαυτό του φαίνεται γι αυτό. Όταν αυτή πέθανε, δεν την ξαναείδε ποτέ. Έχασε τα λογικά του, όλο το χωριό τον λυπάται γι αυτό. Από τότε ψάχνει να βρει κάποιον να τον αγαπήσει… Σε όλους τα ίδια κάνει.»

~~

Γύρισε στον ξενώνα κι έπεσε στο κρεβάτι, αλλά δεν του κολλούσε ύπνος.  Όλα αυτά ήταν απίστευτα, όμως  ταίριαζε στο μυαλό του αναμνήσεις και μισόλογα των γονιών και παλιές ιστορίες και όλα άρχιζαν σιγά σιγά να δένουν. Δεν καταλάβαινε καν πώς ένοιωθε. Και όμως, δεν ήταν το απίστευτο που τον βασάνιζε. Αυτό, παραδόξως, το είχε ήδη δεχτεί σαν πραγματικό, όσο και αν η λογική του εξεγείρονταν. Όχι, ήταν μια άλλη σκέψη που του τριβέλιζε το μυαλό. Άραγε, θα γύριζε κάποιος σε αυτόν; Η, αντίθετα, αν ο ίδιος ο Γ. έφευγε, αν δεν ξυπνούσε ποτέ το επόμενο πρωί, θα υπήρχε κάποιος να τον βλέπει; Τι θα ήταν χειρότερο; Να ανακάλυπτε ότι δεν είχε ποτέ αγαπήσει κάποιον, σαν τον τρελό Παναγιώτη, ή να ανακάλυπτε ότι κανένας δεν τον είχε αγαπήσει τόσο ώστε να τον κρατήσει σε αυτόν τον κόσμο;

Το άλλο πρωί ξύπνησε σχεδόν χαράματα για να προλάβει το πρωινό δρομολόγιο. Μάζεψε τα πράγματα του, τακτοποίησε τα δείγματα  και τα υλικά του Πανεπιστημίου και κατέβηκε στην σάλα να πάρει πρωινό. Είχε τελειώσει και πλήρωνε όταν μπήκε Ιωσήφ. Φορτώθηκαν τις βαλίτσες και τις τσάντες και κατέβηκαν μαζί το πλακόστρωτο μέχρι την αποβάθρα του σταθμού.

Ήταν πολύ πρωί, οι πέτρες ήταν ακόμα βρεγμένες από την δροσιά και η ομίχλη του βουνού δεν είχε ακόμα διαλυθεί. Ο σταθμός ήταν έρημος, εκτός από τον νυσταλέο υπάλληλο στα εκδοτήρια. Στάθηκαν και οι δύο στην άκρη της προβλήτας, δίπλα στις ράγες.

«Αυτό ήταν λοιπόν» είπε ο Ιωσήφ. «Πότε υπολογίζεις να ξανάρθεις;»
«Στο χωριό; Δύσκολο. Εκτός αν κρίνουν ότι θα χρειαστούν και επαναληπτικές δειγματοληψίες. Αλλά ειλικρινά, ελπίζω να μην χρειαστεί. Γιατί δεν κατεβαίνεις εσύ στην πόλη; Ν’ αλλάξεις και λίγο παραστάσεις»

Ο Ιωσήφ έξυσε το μάγουλο του σκεφτικός.
«Δε νομίζω. Δεν υπάρχει τίποτα για μένα πλέον εκεί κάτω. Όλα όσα έχω είναι εδώ»
«Ιωσήφ» είπε σοβαρά ο Γ. «Το ξέρεις ότι σεβάστηκα την επιλογή σου να μείνεις εδώ και ότι ποτέ δεν προσπάθησα να σε μεταπείσω. Εδώ όμως τι πραγματικά έχεις;»
«Την ησυχία μου, τους γονείς μου…»
«Τους γονείς σου δεν τους έχεις. Δεν ξέρω αν εγώ έχω τρελαθεί ή όλο το χωριό, δεν ξέρω! Αλλά είτε εγώ είτε όλοι, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν τους έχεις. Έχουν φύγει, δεν είναι εδώ. Κι αυτό που βλέπεις, αν το βλέπεις, είναι μια σκιά, ένα φάντασμα του παρελθόντος. Πόσο θα ζεις με αυτά τα φαντάσματα; Πού είναι το μέλλον;»

Ο Ιωσήφ χαμογέλασε.
«Νομίζεις ότι είναι διαφορετικό; Όλοι μας με το παρελθόν ζούμε. Εδώ τουλάχιστον, το έχουμε μπροστά μας, του μιλάμε, υπάρχει.»
«Και μένετε σε αυτό»
«Ναι, μένουμε σε αυτό. Γιατί όχι; Εδώ δεν είναι ανάμνηση, είναι πραγματικότητα. Εδώ ότι αγαπάς δεν χάνεται ποτέ, μένει να σε συντροφεύει μέχρι να χαθείς και εσύ. Το μέλλον σου τι έχει; Απώλεια. Ενώ εδώ ζούμε σε ένα μόνιμο παρόν.»

Το τραίνο πήρε την στροφή και αργά αργά σταμάτησε με φασαρία μπροστά στην προβλήτα. Δύο-τρεις επιβάτες κατέβηκαν και ο μοναδικός υπάλληλος έτρεξε να παραδώσει και να πάρει δέματα. Ο Γ. γύρισε στον φίλο του
«Ήρθε η ώρα λοιπόν»
«Εντάξει».
Οι δύο φίλοι αγκαλιάστηκαν.
«Ακόμα και αν δεν ξανάρθω και εσύ δεν κατέβεις ποτέ στην πόλη, μπορείς πού και πού να σηκώνεις κανένα τηλέφωνο. Πραγματικά ανησύχησα που δεν σε έβρισκα»
«Και γιατί όχι αλληλογραφία; Σαν τους παλιούς καιρούς. Πιο περιγραφική, πιο άμεση, πιο ζεστή…»
«Πάντα παλιομοδίτης, πάντα στο παρελθόν»
«Πάντα» απάντησε χαμογελαστός ο Ιωσήφ.

Οι δύο φίλοι αποχαιρετίστηκαν, ο Γ σήκωσε τις βαλίτσες και μπήκε στο βαγόνι. Οι επιβάτες ήταν λίγοι και διάλεξε να καθίσει απέναντι σε μια κοπέλα με φόρεμα, με μια τσάντα χειρός δίπλα της κι ένα βιβλίο ανοιχτό ακουμπισμένο στα κλειστά πόδια της. Καθώς το τραίνο ξεκινούσε, ανταπέδωσε έναν χαιρετισμό του Ιωσήφ που περίμενε ακόμα στην προβλήτα και ύστερα τακτοποίησε τα πράγματα του, έβγαλε το μπουφάν του και βολεύτηκε στο κάθισμα. Τότε μόνο πρόσεξε την κοπέλα που τον κοιτούσε χαμογελαστή. Της χαμογέλασε και αυτός· ήταν νοστιμούλα.

«Με συγχωρείτε», είπε η κοπέλα. «Απλά έτυχε να σας προσέξω στην προβλήτα και μου κάνατε εντύπωση.»
«Αλήθεια;» απάντησε χαμογελαστός ο Γ. «Γιατί αυτό;»
«Γιατί, ξέρετε, την έχω κι εγώ αυτή τη συνήθεια που έχετε και εσείς.»
«Σε τι αναφέρεστε;» παραξενεύτηκε ο Γ.
«Μιλάω κι εγώ μόνη μου καμιά φορά. Συζητάω με τον εαυτό μου.»
«Δεν ήμουν μόνος», είπε ο Γ στεγνά. «Αποχαιρετούσα τον φίλο μου, δεν μιλούσα στον εαυτό μου»
«Ω, ελάτε τώρα», απάντησε πρόσχαρα η κοπέλα, «δεν χρειάζεται να δικαιολογείστε. Σας πρόσεξα από την στιγμή που το τραίνο πήρε την στροφή. Εξάλλου δεν υπήρχε κανένας άλλος στην αποβάθρα, μόνο εσείς και οι βαλίτσες σας»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Φ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.