“Πενθώ, πενθώ για τη ζωή μου.”
Μάσα, από τον Γλάρο του Τσέχωφ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν του το είχα πει αλλά είχα φτιάξει ένα άλμπουμ με τις φωτογραφίες του, με τις φωτογραφίες μας. Η ιστορία της ζωής μου, η ζωή μας.
Η μνήμη έμενε ακόμα ζωντανή και πονούσε. Με τρυπούσε στην καρδιά, ήθελα να φωνάξω. Ίσως αν έφευγα, τον πλήγωνα κι εγώ. Ίσως πάλι και όχι. Ίσως όλα να ήταν στο μυαλό μου. Σκεφτόμουν συνέχεια όλα τα δυνατά σενάρια. Το έκανα από παιδί αυτό, σκεφτόμουν όλες τις πιθανότητες, τη χειρότερη περίπτωση, την ανέλυα ξανά και ξανά. Για να είμαι προετοιμασμένη, να την προλάβω. Τι πήγε στραβά;
Ήταν στο ανέβασμα της Σάρα Κέην όταν τον πρωτογνώρισα. Εγώ να μεταφράζω, να αναλύω τα σημεία, να σκέφτομαι το λυρισμό των λέξεων κι αυτός να τον αισθάνεται, να νιώθει, να ζωντανεύει τις σκιές. Ήταν ο φωτογράφος της παράστασης. Μιλήσαμε ελάχιστα αυτό το βράδυ, αλλά το βλέμμα του με αναζητούσε, με τρυπούσε.
Την επόμενη μέρα το πρωί, έλαβα έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το Λονδίνο και πίσω ήταν γραμμένο μόνο το γράμμα Θ, ένα τεράστιο Θ και τίποτα άλλο. Την επόμενη, έλαβα ένα δεύτερο φάκελο με μια έγχρωμη φωτογραφία μιας ροδόχρωμης ανατολής και το γράμμα Ε. Αυτό συνεχίστηκε για άλλες 19 μέρες. Ξυπνούσα κάθε πρωί κι έτρεχα στο γραμματοκιβώτιο να βρω την επόμενη φωτογραφία, να λύσω τον γρίφο, να βρω τη φράση. Έπαιζε με το μυαλό μου από την πρώτη στιγμή.
Άλλα βράδια δεν έκλεινα τα μάτια, περίμενα την ανατολή, ανυπόμονη, αγρυπνισμένη, αγκιστρωμένη. Η πρωτόγνωρη γοητεία με ρουφούσε και βυθιζόμουν. Όλα ήταν μέχρι τότε ξεκαθαρισμένα, τακτοποιημένα, εκλογικευμένα. Κι ήρθαν αυτές οι φωτογραφίες να ταράξουν την αταραξία, την ηρεμία, την ακινησία μιας μαθηματικά τακτοποιημένης ζωής.
Έλαβα συνολικά 21 φωτογραφίες. Η πλάτη μιας ξαπλωμένης κοπέλας, ένας πρωινός καφές στο μπαλκόνι, το Λονδίνο, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη, μια ανατολή, ένα ηλιοβασίλεμα, μία συναυλία, μία θεατρική παράσταση, η Αρεοπαγίτου και στο βάθος η Ακρόπολη, ένα ζευγάρι που χορεύει τάνγκο, μία θάλασσα, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, η Σταδίου τη νύχτα, ένα ασιατικό πιάτο, η θέα από το αεροπλάνο, μία ανθοδέσμη, ένα σκυλάκι, δύο ποτήρια με σαμπάνια, μία φωτογραφία από την παράσταση της Σάρα Κέην και τέλος μια φωτογραφία από το six d.o.g.s.
Όταν γύρισα τις φωτογραφίες ανάποδα σχηματιζόταν η φράση «ΘΕΣ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΤΟ?» Ποιος ήταν αυτός ο ρομαντικός, αυτός ο ξένος που έκανε την καρδιά μου να χτυπά έτσι; Ήμουν έτοιμη να του παραδοθώ χωρίς όρους, χωρίς ερωτήσεις, να βυθιστώ στη ζωή που με καλούσε να ζήσω, στο μέλλον που μου έδειξε σε 21 πράξεις. Εγώ που πάντα σκεφτόμουν ορθολογικά, που συγκρατιόμουν χωρίς να με παρασύρει το συναίσθημα.
Έβλεπα αυτές τις φωτογραφίες και όσες τράβηξε μετά. Η ζωή μας στην αρχή, έμοιαζε σαν αυτή που μου υποσχέθηκε, με συναυλίες, παραστάσεις, ταξίδια, χορό, θάλασσες, έρωτα. Τι πήγε στραβά μετά; Πήγα τα παιδιά στη μάνα μου, για να μείνουμε μόνοι μας το βράδυ.
Θα έπρεπε να του πετάξω τα ρούχα στο δρόμο, να του πω ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ, να μην τον αφήσω να μου εξηγήσει, δεν έπρεπε να μου εξηγήσει, δεν μπορούσε να βρεθεί, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία στο ότι είχε κοιμηθεί με την καλύτερη μου φίλη. Αντί γι’ αυτό εγώ του έστειλα μία φωτογραφία από το Λαχταρώ, την παράσταση που γνωριστήκαμε. Πίσω είχα γράψει:
«Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ τη ζωή σου.»
***
Έχω αυτό το πρόβλημα, όλοι μου το λένε, είμαι παρορμητικός. Αν μου κολλήσει κάτι στο μυαλό πέφτω με τα μούτρα, τ ’ακολουθώ κι ας μου βγει και σε κακό. Μα δεν μπορώ να είμαι άβουλος θεατής και να περνάει η ζωή, θέλω να τα ζήσω όλα, να τα δοκιμάσω όλα, δεν μπορώ να ζω σε κουτάκια, να υπακούω σε κανόνες και να σκέφτομαι τις συνέπειες. Αυτό αγάπησε σε μένα, αυτό ερωτεύτηκε, τη βουτιά στο άγνωστο, το τρελό καρδιοχτύπι, την ηδονή του απαγορευμένου, την ανυπομονησία του τώρα, την παρόρμηση της στιγμής. Με έλεγε γελώντας αναρχικό των αισθήσεων, λύκο της πόλης, ταξιδευτή των πολύβουων δρόμων. Αυτός ήμουν πάντα, δεν προσποιήθηκα ποτέ κάτι διαφορετικό.
Θυμάμαι στο πρώτο μας ραντεβού με κοιτούσε σαν παιδί, κρεμασμένη πάνω μου, μιλούσε ακατάπαυστα. Μου έλεγε για τον κόσμο της, η επιτυχημένη μεταφράστρια, η συγγραφέας δοκιμίων, η φιλόσοφος. Τον έβλεπα μπροστά μου, μπορούσα να τον αγγίξω σαν ένα άγνωστο, απαγορευμένο φρούτο. Κι ήθελα να το γευτώ, γοητευόμουν όταν άγγιζα το τρεμάμενο της χέρι και τα ζεστά κόκκινα μάγουλα. Τότε, χαμένος στα ξενύχτια και στις πρόσκαιρες σχέσεις αναζητούσα μια σταθερά, ένα δεδομένο για να κρατηθώ, ένα λιμάνι. Ήταν το απάνεμο λιμάνι μου. Κι ήταν έξυπνη, ήταν πανέξυπνη. Κι ήταν όμορφη.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι θα γίνει δική μου. Βγήκαμε από το μαγαζί και στο δρόμο είχε φασαρίες, παντού αστυνομία. Τότε φοβήθηκε, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε πάμε να φύγουμε. Κι εγώ τι έκανα; Της έδειξα πως θα είναι η ζωή μας. Γεμάτη πάθος, δίψα, χωρίς όρια και απαγορεύσεις. Μπροστά στα μπλόκα εγώ τη φίλησα κι ο χρόνος σταμάτησε.
Έχουν περάσει 12 χρόνια από τότε. Και τι κάνω; Έγινα κάτι που δεν αναγνωρίζω. Μας έφαγε η συνήθεια. Μας διέλυσαν οι υποχρεώσεις, η καθημερινότητα, τα δάνεια, οι λογαριασμοί, η δουλειά, τα χρόνια που περνούν. Εγώ να χάνω τον εαυτό μου, να γερνώ, να αλλάζω, να γίνομαι ράθυμος, βαρετός κι αυτή εκεί, να παραμένει ίδια, σοβαρή, σταθερή, λογική. Δεν ήθελα ποτέ να την πληγώσω, μισώ τον εαυτό μου που την πλήγωσα, αλλά αυτός είμαι, ένας παρορμητικός αλήτης, ένας λύκος που ζει μονάχα τη στιγμή.
***
Ο Μ. γύρισε σπίτι αργά. Έκανε βόλτες γύρω από το σπίτι, δεν αποφάσιζε να ανέβει. Ήθελε να το καθυστερήσει, να δώσει χρόνο μήπως συμβεί κάποιο θαύμα που θα ελευθέρωνε τους δύο φυλακισμένους. Έτσι ένιωθε από καιρό, πως ήταν ένας κατάδικος που προσπαθούσε να δραπετεύσει, να σωθεί.
Η Α. τον περίμενε με χαμηλωμένα φώτα. Είχε βάλει να πιει. Μισό μπουκάλι, αυτή, που ποτέ δεν έπινε παραπάνω από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
«Σου είχα πει ότι θα περιμένω δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά.»
«Συγνώμη που άργησα, μου είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό», της είπε κοιτάζοντας το πάτωμα μη μπορώντας να σηκώσει τα μάτια και να την δει.
«Νομίζω ότι μου χρωστάς μια εξήγηση, αξίζω μια γαμημένη εξήγηση»
«Ω, σε παρακαλώ, δεν σου ταιριάζει η υστερία. Μη γίνεσαι κάποια άλλη»
Αυτό το «κάποια άλλη» ακούστηκε παράταιρο. Ποτέ δεν ήταν κάποια άλλη. Μια χορδή αγγίχτηκε. Το πάνω όριο ξεπεράστηκε. Ένα βάρος έκατσε στο στήθος της. Πήγε να μιλήσει αλλά δεν έβρισκε τα λόγια. Έκαιγε. Πυρετός. Ζάλη. Κενό. Η αξιοπρέπεια της δεν είχε σημασία. Σημασία είχε το βλέμμα του. Ξένο. Του πέταξε το φωτογραφικό άλμπουμ που κρατούσε από ώρα στα χέρια. Του πέταξε τη ζωή της που κρατούσε χρόνια στο συρτάρι, τις αναμνήσεις της, τις πρώτες φωτογραφίες που της είχε στείλει τότε, σε μιαν άλλη ζωή, τα ταξίδια τους, τα ξενύχτια τους, το μεγάλωμα των παιδιών τους. Ο Μ. απέφυγε το βαρύ αντικείμενο, και χωρίς να το ξέρει, με μια κίνηση, απέφυγε τη ζωή του όλη. Τα λόγια του χείμαρρος, μαχαίρια που καρφώνονται καταπάνω της.
«Έχεις δίκιο, έκανα λάθος. Είμαι ένας γελοίος, ένας τιποτένιος. Συγνώμη. Δεν μπόρεσα να ελέγξω την παρόρμηση μου. Απλά, ένιωθα ότι χάνω την ελευθερία μου. Πως γίναμε έτσι;»
«Την ελευθερία σου;» κατάφερε να πει, μα οι λέξεις της είχαν άλλη χροιά, σαν να τις έλεγε κάποια άλλη, σαν να παρακολουθούσε τη σκηνή από μακριά, μια πράξη από ένα θεατρικό έργο, κι αυτή ο θεατής.
«Αναλύσεις, υποχρεώσεις, λόγια, εξηγήσεις, δουλειές ασήμαντες που σιχαίνομαι, λεφτά, καθήκον, οικογενειακά τραπέζια, τα παιδιά να κλαίνε, ξανά αναλύσεις, κι άλλες υποχρεώσεις, τα πρέπει σου… Αυτός είναι ο κόσμος σου! Ο δικός μου; Τι απέγινε ο δικός μου; Ήθελα για λίγο μόνο να νιώσω ζωντανός όπως παλιά, ελεύθερος, λύκος, να κάνω κάτι που να κάνει τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, να βρω ένα νόημα. Καταλαβαίνεις;»
Η Α. τον κοιτούσε. Ασάλευτη. Ακίνητη. Το μυαλό της διαπερνούσαν άπειρες σκέψεις, τρόποι που θα μπορούσε να τον πληγώσει, πικρά λόγια που θα μπορούσε να πει, η λύπη που ένιωθε γι’ αυτόν τον άγνωστο, ο φόβος για ένα μέλλον απροετοίμαστο που θα είναι μόνη. Μα πιο πολύ ήταν ο θυμός, ο τεράστιος θυμός για τα χρόνια που έχασε, ο πόνος για την προδοσία, το πένθος για τη ζωή που δεν έζησε αλλά και για τη ζωή που ζήσανε μαζί. Πενθούσε, αυτό ήταν. Πενθούσε βουβά, ακλόνητη, ατάραχη, αιώνια.
Πενθούσε τη ζωή που πέρασε και χάθηκε και τα χρόνια που θα ’ρθούν και του γύρισε την πλάτη. Χωρίς φωνές, χωρίς δάκρυα. Δεν της ταίριαζαν τα δάκρυα.
«Βλέπεις τι κάνεις; Είσαι η τραγική ηρωίδα των ιστοριών σου, περήφανη, αλύγιστη, με δικάζεις με το περιφρονητικό σου βλέμμα. Ζεις το δράμα σου χωρίς φωνές, χωρίς συναισθήματα. Χωρίς συναισθήματα! Μήπως τελικά δεν με αγάπησες ποτέ;» της φώναξε σπαραχτικά, σχεδόν πνιχτά, με λυγμό.
Η Α. δεν είχε τίποτα να πει σ’ αυτόν τον ξένο. Περπάτησε σταθερά προς την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω. Με σίγουρα βήματα βγήκε αργά και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ο Μ. έμεινε μόνος, νικημένος, παραδομένος. Σήκωσε το φωτογραφικό άλμπουμ από το πάτωμα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε όλες τις φωτογραφίες τους, που η Α. είχε μαζέψει μία μία, μαζί, ταξινομημένες και τακτοποιημένες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Εύη Βούλγαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής