Πρέπει να παραδεχτώ πως από δω φαίνονται όλα πιο ήρεμα. Όλα γύρω συντελούν, με εξαίρεση κάποιες ώρες φλύαρων επισκεπτών που εντάξει, έχουν και πλάκα και σπάνε όσο να ‘ναι τη μονοτονία, σε μια ταλάντωση αισθήσεων. Για να έρθει αυτή η ώρα, της ησυχίας μετά.
Ενός κόσμου όπου μπορώ και περνάω απαρατήρητος, με αποχρώσεις γήινες, ζεστού μεσημεριού και κανέλας. Αγαπημένης κανέλας, που πασπαλίζει ακόμα και τοίχους. Α, ναι, ένα κομματάκι κεραμικής ύλης κρύβει τελικά ασύλληπτους κόσμους.
*****
«Σίγουρα μένετε μόνος;»
Το πρωινό ήταν τσουχτερό. Τυλίχτηκε περισσότερο στο μπουφάν του κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες. Δεν έπρεπε να συνεχίσει με κείνες τις μπύρες χθες, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Κάτι είπε τώρα ο τύπος που έμοιαζε σα να βγήκε από ανακριτικό γραφείο.
«Πώς είπατε;» τον πήρε με το καλό. Την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά.
Σε λίγο οι ερωταπαντήσεις είχαν τελειώσει.
«Μπορείτε να πηγαίνετε, θα σας ειδοποιήσουμε κύριε.»
Έκανε στροφή και προχώρησε προς την έξοδο του συγκροτήματος.
Όμορφος χώρος, δεν το συζητούσε, και τα χρήματα αν και δεν ήταν τα καλύτερα, έρχονταν σε τόσο δύσκολη περίοδο, τα είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Τούτη η σκέψη του έφερε θλίψη, αλλά η παγωνιά ευτυχώς ήταν τέτοια που τον αποσυντόνισε και σταμάτησε να είναι θλιμμένος.
Εκείνο το συνάχι μόνο να πέρναγε, μέρες τον ταλαιπωρούσε. Και η υγρασία δεν βοηθούσε. Ευτυχώς η συζήτηση περιορίστηκε στα βασικά προσόντα. Απέφυγε έτσι να πει πολλά ψέματα. Ποιος θα προσλάμβανε για φύλακα έναν άνθρωπο με τους δικούς του τίτλους και προσόντα, και τι να εξηγήσεις, πώς και γιατί βρέθηκες εδώ κι εκεί κι όπου δεν έπρεπε.
Ο χώρος. Λάτρεψε τον χώρο. Σαν ένα κρυμμένο λιβάδι στη μέση μιας άχαρης διαδρομής. Η πόλη τον είχε κουράσει, παρόλο που δεν είχε πολύ καιρό επιστρέψει από το εξωτερικό. Εδώ θα είχε τη δυνατότητα να παραμείνει αόρατος, δεν θα τον αναζητούσε κανείς, θα μπορούσε απρόσωπος να βάζει φρένο και να πατά με τα παπούτσια τις σκέψεις του, σαν τσιγάρα που σβήνει στο χώμα.
Ακόμα και τα πουλιά ηχούσαν αλλιώς, εκεί. Πέτυχε και την ώρα. Σούρουπο. Γαλήνεψαν τα μέσα του με τις γενναιόδωρες παραστάσεις εκεί πάνω, πινελιές ασαφείς και παστέλ χρώματα σε σύννεφα που ξεπήδησαν από πίνακα του Μονέ. Ένας κρυμμένος παράδεισος με δέντρα και λουλούδια και τούβλα. Πολλά τούβλα.
*****
Τον ξύπνησε το τηλέφωνο.
«Παρακαλώ;» προσπάθησε να καθαρίσει το λαιμό του από τη βραχνάδα.
«Ο κύριος Π;» μια γυναικεία άχρωμη φωνή. «Σας τηλεφωνώ εκ μέρους του κυρίου Χ. Προσλαμβάνεστε. Αύριο το πρωί στις 6 παρά δέκα στην είσοδο. Καλή σας μέρα.»
«Καλημέρα» ψέλλισε αγουροξυπνημένος, αλλά το ακουστικό έκανε ήδη το γνώριμο επαναληπτικό ήχο, η γυναικεία φωνή είχε ήδη κλείσει.
Χρειάζονταν επειγόντως καφέ. Καπουτσίνο. Σκέτο με μπόλικη κανέλα. Η σκέψη τον χτύπησε ύπουλα, κάτω από τη μέση.
Παρίσι. Ψιλόβροχο. Την κρατά από τη μέση και περπατούν βιαστικά, κανείς δεν κρατά ομπρέλα.
Καπουτσίνο με μπόλικη κανέλα. Πάντα γελούσε με αυτή της την αδυναμία. Δεν τον πείραζε καθόλου εξάλλου, και ο ίδιος λάτρευε την μυρωδιά της κανέλας, ακόμα περισσότερο όταν ήταν ανακατωμένη πάνω της.
*****
«Λοιπόν, αυτά είναι όλα. Έχεις κάτι να ρωτήσεις;» τον ρώτησε ανυπόμονα ο τύπος με το γκρι και πάλι κοστούμι. Άρχιζε να αναρωτιέται αν όλα του ήταν γκρι.
«Όχι. Όλα είναι ξεκάθαρα», η παραμικρή λέξη παραπάνω μαζί του θα τον κούραζε.
«Σε αφήνω λοιπόν. Καλή αρχή.»
Ήταν μάλλον χαρούμενος. Ξαφνιάστηκε που το σκέφτηκε. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε έτσι.
Ο χώρος ήταν κάτι παραπάνω από καλός. Βιομηχανικό συγκρότημα σωζόμενο σε εξαιρετική κατάσταση. Εργοστάσιο παραγωγής ποικίλων τύπων τούβλων και κεραμιδιών. Στις δόξες του πρέπει να είχε αρκετά άτομα προσωπικό. Η ματιά του αφέθηκε στα μαύρα βαγονέτα που ήταν πάνω στις ράγες. Όλη η γραμμή παραγωγής σώζονταν άθικτη. Εντυπωσιακό. Δεν απορεί που οι επισκέπτες είναι τόσοι.
Η πρώτη μέρα κύλησε γρήγορα. Από την επόμενη θα είχε βάρδια πάντα νύχτα.
*****
Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας από εκείνη τη συνομιλία.
Τη θυμόταν ακόμη έντονα, ήταν η πιο περίεργη συνέντευξη για δουλειά που είχε περάσει.
«Λέω, δεν είστε παντρεμένος;»
«Όχι, όχι.»
Ήμουν αρραβωνιασμένος, αλλά…ξεκίνησε και δεν τελείωσε αυτή η πρόταση ούτε στις σκέψεις του. Δεν ήταν κουβέντες να ειπωθούν σε συνέντευξη για δουλειά αυτές, ούτε και στη μνήμη του βέβαια. Οτιδήποτε σε σχέση με εκείνη είχε μπει σε φραγή.
«Ωραία», ο άνδρας με το κουστούμι τον κοίταζε κατάματα. Κάτι ανατριχιαστικό είχε εκείνο το βλέμμα, ωστόσο δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
«Σας είπα ήδη πως μένω μόνος. Ούτως ή άλλως έτσι δεν γράφατε στην αγγελία; Για να είμαι ειλικρινής αυτό το προσόν, της μοναχικότητας δεν είναι το πιο σύνηθες, αλλά όπως σας είπα δεν έχω πρόβλημα…»
«Καλώς», τον είχε διακόψει κοφτά ο κουστουμάτος. «Μπορείτε να πηγαίνετε, θα σας ειδοποιήσουμε κύριε.»
Ναι, όσο το σκέφτεται, αυτή η δουλειά είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να του τύχει σε αυτή τη φάση της ζωής του.
Προσηλώθηκε πάλι στον αγαπημένο του τοίχο. Μετά από κάθε περιπολία κατέληγε εκεί. Τον ξεκούραζε αυτή η μετάβαση των σκέψεων στις αποχρώσεις της τερακότα. Στον αρμό ανάμεσα στα τούβλα ανακάλυπτε διαδρομές που ήθελε να συρθεί μέσα τους σαν αμαξοστοιχία.
Είχε κάτι εκείνος ο χώρος, μια αύρα που τον ηρεμούσε. Δενόταν ολοένα και περισσότερο μαζί του, τόσο που κάθε που τέλειωνε υπηρεσία ένιωθε μια θλίψη που έπρεπε να φύγει.
*****
«Λοιπόν; Πώς τα βλέπετε; Νομίζω πως είναι σχεδόν έτοιμος, φαίνεται να ενσωματώνεται κάθε μέρα και πιο πολύ με το χώρο»
Η κοκκινομάλλα γραμματέας τον κοιτούσε μέσα από τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά της. Δεν γελούσε ποτέ. Αυτό άλλωστε ήταν από τα πρώτα θετικά που παρατήρησε πάνω της. Και οι γόβες της. Είχε μεγάλη αδυναμία στις γόβες, παρόλο που αυτή την πληροφορία δεν θα την μάθαινε κανείς.
«Έχεις δίκιο.» της απάντησε. «Καλύτερα που πήρε περισσότερο χρόνο αυτή τη φορά. Το θέμα είναι να αποδεχτεί και ν’ αγαπήσει κανείς αυτή τη μετάβαση. Δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Όσες φορές βιαστήκαμε να προχωρήσουμε, δεν είχαν όλοι την ίδια αντίδραση. Όσοι εναντιώθηκαν άρχισαν να προσπαθούν να δραπετεύσουν. Τι να τους κάνεις πλίνθινα θρύψαλα μετά; Η ομορφιά κρύβεται στο όλο, στο σύνολο.
Νομίζω πως είναι θέμα ημερών. Έχε βέβαια έτοιμη την αγγελία για τον επόμενο. Μη ξεχάσεις την προϋπόθεση να μην έχουν συγγενείς και να μένουν μόνοι. Δεν έχουμε ξεμπερδέψει με εκείνη τη μάνα του προτελευταίου που ακόμη τον ψάχνει»
«Είναι έτοιμη, όπως πάντα. Μόλις μου πείτε τη δημοσιεύω.»
Της έγνεψε και γύρισε την πλάτη. Η ματιά του αγκάλιασε το χώρο. Ο παππούς του θα ήταν περήφανος για κείνον. Κράτησε το χώρο με νύχια και με δόντια σε εποχές σκληρές. Η παραγωγή με την μορφή εκείνων των ετών είχε πια σταματήσει, ωστόσο εκείνος είχε βρει τρόπο να αναπληρώνει τις ελλείψεις.
*****
Το πρόσωπό του πλησίασε στον τοίχο. Έφεγγε σαν λάμπα από μόνο του, ωστόσο έριξε φως με το φακό του την ώρα που άρχισε να ψηλαφίζει τα τούβλα με τα μάτια. Περίεργο. Θα έπαιρνε όρκο πως χθες δεν υπήρχαν αυτά τα κενά. Κράτησε το φακό με το αριστερό χέρι.
Οι ρόζοι των δαχτύλων του δεξιού του χεριού ακούμπησαν δειλά την τραχιά κεραμιδένια επιφάνεια. Όσο έπιανε, τόσο το χέρι του ένιωθε ευχαρίστηση. Ανεβοκατέβαινε και χάιδευε και έμπαινε μέσα σε τρύπες και κενά από τούβλα που δεν υπήρχαν πια, μα η έλλειψή τους ήταν τόσο υπαρκτή και κραυγαλέα, που κάποιος πρόσεχε πρώτα αυτή και μετά ολόκληρο τον τοίχο.
Τελικά κοίτα πόση γοητεία μπορεί να κρύβει ένα κενό, κάγχασε.
Σε λίγο τα δάχτυλά του αλαφροπατώντας πάνω στην ψημένη γη άρχισαν να σκληραίνουν, το τρίψιμο έγινε πιο έντονο, επικεντρώθηκε σε κάτι μικρές κηλίδες και η ματιά του έχασε τις πρώτες ενδείξεις. Πρώτα τα δάχτυλά του πήραν να γίνονται κεραμιδί, μόλις το αντιλήφθηκε, λες να μυρίζω κανέλα, σκέφτηκε την ίδια ώρα που το σώμα άρχισε να παίρνει τη θέση του στο κενό που λίγο πριν άγγιζε.
~~{}~~
Ρούφηξε τις τρύπες του, εκείνο το συνάχι ακόμα και τώρα ανά διαστήματα τον ταλαιπωρούσε. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μέχρι αργά απόψε. Κάποια εκδήλωση. Οι πρόσφατα φθαρμένες γωνίες του κάθονταν λες μπροστά από παράθυρο και αγνάντευαν. Η νύχτα είναι ξάστερη.
~~~~
Περίεργο, σκέφτηκε ο νέος φύλακας και σκούπισε με το δάχτυλο ένα τούβλο από τον τοίχο.
Δεν έχει βρέξει για μέρες, από πού είναι οι σταγόνες; και στη συνέχεια βάλθηκε ασυναίσθητα να αγγίζει ένα ένα και τα υπόλοιπα.
Έχουν όμορφη υφή. Μου αρέσει αυτός ο τοίχος, χαμογέλασε και προχώρησε για να ολοκληρώσει την περιπολία του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Μίνα Πατρινού, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής