Η Νάντια πήρε μια βαθιά ανάσα, μάζεψε τα κουράγια της κι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια από το θάνατο της πολυαγαπημένης της γιαγιάς Αποστολίας που παρουσίασε επιπλοκές μετά από ένα χειρουργείο ρουτίνας -αν και στην ηλικία των εβδομήντα οκτώ ετών καμία ρουτίνα δεν ήταν ακλόνητη, όπως αποδείχτηκε δυστυχώς εκ των υστέρων.
Δεν είχε πατήσει το πόδι της στο διαμέρισμα από τότε, κι ας έμαθε όταν άνοιξαν τη διαθήκη πως της το άφησε κληρονομιά. Την αγαπούσε πολύ και δεν άντεχε που την είχε χάσει τόσο ξαφνικά, ο χρόνος όμως νανουρίζει τον πόνο.
Πάτησε τον διακόπτη των φώτων, αλλά ακόμα δεν είχε επανέλθει η σύνδεση του ρεύματος∙ θα έπαιρνε κάποιες μέρες της είχαν πει από την εταιρεία. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Έβγαλε το φακό από την τσάντα της, η προνοητικότητά της την έσωζε για άλλη μια φορά, και κατευθύνθηκε προς τις μπαλκονόπορτες. Αφού τις άνοιξε μετακινώντας τις πολυθρόνες που την εμπόδιζαν, έπιασε να σηκώσει τα βαριά ξύλινα ρολά. Ένα σύννεφο σκόνης στροβιλίστηκε από το φρέσκο αεράκι που εισέβαλε απροσδόκητα και χόρεψε με τις ηλιακές ακτίνες.
Βλέποντας ξανά τα γνώριμα έπιπλα και τα καλόγουστα διακοσμητικά του σκονισμένου χώρου ένα κύμα θλίψης την κατέβαλε και καθώς το βλέμμα της στάθηκε στη φωτογραφία του γάμου του παππού και της γιαγιάς, μα τι κούκλα που ήταν, βούρκωσε.
~~
Η γιαγιά Αποστολία είχε γεννηθεί στη Σμύρνη το ’18, τελευταία κόρη από τέσσερα παιδιά ενός τυπογράφου, πολύ συνετού και ήπιου ανθρώπου, και, από τα λεγόμενά της, όχι ιδιαίτερα εκδηλωτικού. Της μίλαγε συχνά για τον πατέρα της με αγάπη και μεγάλη εκτίμηση. Πολλοί τον αποκάλεσαν φοβιτσιάρη, όταν τον Οκτώβριο του 1920, κι ενώ ο ελληνικός στρατός προχωρούσε θριαμβευτικά και με τη στήριξη των δυτικών στην κεντρική Μικρά Ασία, αποφάσισε να πουλήσει το τυπογραφείο και να μετακομίσουν στη μαμά πατρίδα.
Η γιαγιά, μεγάλη λάτρης της Ιστορίας, ήταν βέβαιη πως ο πατέρας της λόγω επαγγέλματος, γνώριζε πράγματα που οι άλλοι δεν γνώριζαν, όπως τα παρασκήνια της εκλογικής αναμέτρησης Βενιζέλου-Γούναρη, καθώς και τις κινήσεις των συμμάχων μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπου φαινομενικά είχαν συμφωνήσει για το μοίρασμα της πίτας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά προσπαθούσαν με υπόγειους τρόπους να φάνε και από το κομμάτι του γείτονα.
Δεν τον είχαν συνεπάρει η μεγαλομανία και οι φαντασιώσεις των πολλών με κεντρικό όραμα τη Μεγάλη Ελλάδα. Προφανώς είχε πληροφορίες και για τη δράση του Κεμάλ στα ανατολικά, καθώς μετά την επικράτηση του τουρκικού στρατού στον πόλεμο με τους Αρμένιους, περιορίστηκε δραστικά το αρμενικό κράτος, ακυρώνοντας έτσι την περιβόητη Συνθήκη.
Αυτά παρακολουθούσε ο προπάππους της ο Παντελής και αρχές του ’21 τους φόρτωσε όλους σε ένα πλοίο και τους εγκατέστησε στο νέο τους σπίτι δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στον Πειραιά.
Με υπηρέτρια μεγάλωσε η γιαγιά της, αφού ήταν από τις λίγες οικογένειες που γλίτωσαν την ολική καταστροφή και το θάνατο, αν και έχασαν πολλούς συγγενείς, αλλά και βοήθησαν άλλους τόσους που ήρθαν όπως-όπως εκείνο το μαύρο φθινόπωρο του ’22. Κάποιοι από αυτούς ήταν που, μόλις δυο χρόνια πριν, τον είχαν αποκαλέσει φοβιτσιάρη. Ίσως τότε να κατάλαβαν πως άλλο είναι η προνοητικότητα, και άλλο ο φόβος.
Ο προπάππος δεν δυσκολεύτηκε να βρει εργασία και αργότερα να γίνει συνέταιρος σ’ ένα από τα περίπου είκοσι τυπογραφεία του Πειραιά και έτσι η μικρή Αποστολία επέστρεψε σε οικείες εικόνες, ήχους και μυρωδιές.
Το τυπογραφείο εδραζόταν στην οδό Νοταρά, που με τα χρόνια έγινε κακόφημη λόγω των τεκέδων και της αύξησης της πορνείας, αλλά η μικρή Αποστολία περνούσε καθημερινά από εκεί μετά τη Ράλλειο, το σχολείο θηλέων που παρακολουθούσε ανελλιπώς, διαπρέποντας ως μαθήτρια αρίστη.
Στα σκοτεινά εσωτερικά δωμάτια του τυπογραφείου, με τις στοιβαγμένες κούτες και βιβλία, ξεχνιόταν με τις ώρες σκαλίζοντας και ξεσκονίζοντας, τρέχοντας στον πατέρα της με απερίγραπτη χαρά όταν ανακάλυπτε μια ξεχασμένη πρώτη έκδοση του 19ου αιώνα ή ό,τι άλλο της κέντριζε το ενδιαφέρον. Κάποια από αυτά της τα χάριζαν και κάπως έτσι ξεκίνησε την πρώτη της συλλογή, στην οποία αργότερα προστέθηκαν χάρτες και γκραβούρες.
Αυτά είχε αποφασίσει να ξεσκαρτάρει η Νάντια για να κάνει χώρο στο πατάρι της γιαγιάς.
~~
Το σκεφτόταν από καιρό, αλλά μόλις πριν λίγες μέρες είχε αποφασίσει να μετακομίσει στο διαμέρισμα, μιας και πλέον είχε βρει μόνιμη εργασία και θα ήταν ικανή να συντηρεί μόνη της το σπίτι.
Προσεκτικά έστησε τη σκάλα αλουμινίου μπροστά από το πατάρι, υπολογίζοντας την κατάλληλη απόσταση και θέση για να μπορεί να ανοίξει το πορτάκι. Στερέωσε το κουτσό το πόδι για να μην κουνιέται η σκάλα και άρχισε να κατεβάζει προσεκτικά τα πρώτα κουτιά. Μετά από μια σύντομη στάση στην κουζίνα για ένα γρήγορο ξεσκόνισμα -μην πάει όλη αυτή η σκόνη στο σαλόνι, κρίμα είναι- τα εναπόθεσε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι του σαλονιού.
Έπιασε το πρώτο: «Μαθήματα της Ναυτικής Επιστήμης. Ερρανισθέντα και συντεθέντα παρά Ν. Βρυώνη Κεφαλήνος Διδασκάλου της Ναυτικής». Εν Ερμούπολει Σύρου. Εκ της Τυπογρ. Ν. Βαρβαρέσου. 1847.
Πολύ παλιό, σκέφτηκε η Νάντια, άραγε το διάβασε ποτέ αυτό η γιαγιά; το κρατάω ή το πουλάω; Νωρίς είναι ακόμα για τέτοιες αποφάσεις, σκέφτηκε και αφού το ξεσκόνισε επιμελώς, το ακούμπησε δεξιά της και συνέχισε με το επόμενο.
Στην πραγματικότητα δεν ήθελε απλά να ξεδιαλέξει τους θησαυρούς του παταριού, αλλά να εντοπίσει το Ημερολόγιο Γνωμικών, ένα ημερολόγιο που ανακάλυψε η γιαγιά της κάποιο απόγευμα στις αρχές της δεκαετίας του ’30 σε μια από τις αποθήκες του τυπογραφείου και το μόνο στα χρονικά –της το ορκίστηκε- που κρυφά φυγάδευσε κάτω από την ζακέτα της φεύγοντας για το σπίτι.
«Το έκλεψες δηλαδή γιαγιά;» ρώτησε αστειευόμενη η έφηβη τότε Νάντια, τη μία και μοναδική φορά που της διηγήθηκε αυτή την ιστορία.
«Σςςς, σςςςς», της έκανε η γιαγιά νόημα με το δάκτυλο στο στόμα, «μην σε ακούσει και κανένας», αν και ήταν μόνες τους στο σπίτι, «αν σε ρωτήσουν κάνε πως δεν ξέρεις τίποτα», συμπλήρωσε και της χαμογέλασε συνωμοτικά.
~~
Αυτό το ημερολόγιο λοιπόν -ένα μικρών διαστάσεων δερματόδετο βιβλίο, ανοιχτού καφέ χρώματος, με κενές σελίδες όπου αναγράφονταν μόνο ημερομηνίες- είχε, κατά τη γιαγιά της, μαγικές ιδιότητες.
Πρώτα απ’ όλα όταν το άνοιξε, ενώ φαινόταν παλιό και ξεχασμένο για χρόνια μέσα στην μισάνοιχτη κούτα του, η ημερομηνία που εμφανιζόταν στην πρώτη σελίδα ήταν η μέρα που διένυαν. 15 Οκτωβρίου 1930.
Η Νάντια γέλασε μόνη της στο σαλόνι∙ ακόμα θυμόταν πόσο είχε σοκαριστεί όταν είχε ακούσει αυτό το φοβερό και τρομερό. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο συναρπαστική, αλλά μάλλον δεν είχε πολυπιστέψει τη γιαγιά της για τα υπόλοιπα, της φαίνονταν πολύ σουρεάλ.
Είχε ήδη μπει στην εφηβεία, όταν έγινε αυτή η συζήτηση, και αμφισβητούσε τα πάντα, ακόμα και τους βίους των αγαπημένων αγίων της γιαγιάς, που η ίδια είχε διδαχθεί στο κατηχητικό, οι οποίοι ανακάλυπτε ότι ήταν παραποιημένες ιστορίες ή ακόμα χειρότερα, πως οι άγιοι ήταν απλώς κουμάσια.
Η γιαγιά τής είχε πει ότι τα γνωμικά, που κάποιες φορές συνοδεύονταν από ασκήσεις, έμοιαζαν να απευθύνονται σε αυτήν προσωπικά, χωρίς βέβαια να την αναφέρουν με το όνομά της και την είχαν βοηθήσει πολλές φορές να βρει λύσεις σε προβλήματα της καθημερινότητας.
Δύο φορές τής είχαν σώσει και τη ζωή, της είπε, δείχνοντάς της τις τρίχες στο μπράτσο της που είχαν σηκωθεί «στα λέω κι ανατριχιάζομαι».
«Τι ασκήσεις δηλαδή ήταν, βρε γιαγιά; βοήθησέ με να καταλάβω». Δεν ήταν ούτε μαθηματικά, ούτε ιστορία ή φιλολογία. Η γιαγιά της έψαχνε αρκετή ώρα για να βρει τις κατάλληλες λέξεις και τελικά κατέληξε, «ήταν γνωμικά σοφίας και ασκήσεις εξερεύνησης εαυτού». Η έφηβη Νάντια κοίταξε έκπληκτη τη γιαγιά της, άλλο πάλι και τούτο.
«Δεν τις θυμάμαι πια, έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά να, ας πούμε την πρώτη τη θυμάμαι καλά. Κάτω από την ημερομηνία υπήρχε τυπωμένο το εξής κείμενο:
Η ζωή είναι ένα δώρο.
Να νιώθεις ευγνωμοσύνη κάθε πρωί όταν ξυπνάς που είσαι ζωντανή
και κάθε βράδυ για τα ωραία, αλλά και τα άσχημα, που είχες την τύχη να βιώσεις.
Κι από κάτω είχε την άσκηση της ημέρας, να γράψω δηλαδή για ποια πράγματα ένιωσα ευγνωμοσύνη εκείνη την ημέρα. Καθώς δεν είχα μολύβι πάνω μου και ένιωθα ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό, έκρυψα το ημερολόγιο κι έφυγα φουριόζα για το σπίτι για να συμπληρώσω την άσκηση. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που μου έσωσε το ημερολόγιο τη ζωή. Επειδή βιάστηκα να φύγω για να το συμπληρώσω, γλίτωσα από έναν μεγάλο καυγά που έγινε στο παρακάτω το στενό δέκα λεπτά αργότερα, ’που βγήκανε μαχαίρια και σκότωσαν κι έναν άνθρωπο.
Αυτό συνεχίστηκε κατά διαστήματα για χρόνια. Δηλαδή, σε κάποιες ημερομηνίες –ενώ ήταν όλες οι σελίδες λευκές -εμφανίζονταν γνωμικά και ασκήσεις ή, ακόμα και στις λευκές όταν έγραφα κάτι που με απασχολούσε, συνήθως σε δυο τρεις μέρες, αν όχι αμέσως, εμφανιζόταν η λύση. Από τότε το κράτησα μυστικό και είσαι η πρώτη που το λέω. Αν χρειαστείς βοήθεια κάποια στιγμή στη ζωή σου, να το πιάσεις να το συμβουλευτείς. Βέβαια, πρώτα θα πρέπει να το βρεις, γιατί από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να γράφω. Η ζωή μου είχε πάρει τη ρότα της. Όταν έχεις όρεξη, έλα να ψάξεις στο πατάρι.»
~~
Αυτά θυμόταν η Νάντια καθώς ξεσκόνιζε ένα-ένα τα παλιά βιβλία και τα ντάνιαζε μπροστά της ανάλογα με το περιεχόμενο και το ενδιαφέρον που της προκαλούσαν. Πόσο της έλειπε η γιαγιά της. Αυτή τη μεγάλωσε γιατί η μητέρα της εργαζόταν σε απαιτητική δουλειά γραφείου. Τρία χρόνια είχαν περάσει και ακόμα τη σκεφτόταν κάθε μέρα και τις μισές μέρες έκλαιγε.
Δεν το λες και σπουδαία πρόοδο, αλλά τουλάχιστον πάω καλύτερα από τον πρώτο χρόνο που έκλαιγα κάθε μέρα, σκεφτόταν για να παρηγορηθεί.
Είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να πιάσει συζήτηση για το ημερολόγιο με τη γιαγιά της μετά από τη μέρα της αποκάλυψης, αλλά η Αποστολία δεν θυμόταν πια τις ασκήσεις και τα γνωμικά «να, εκεί είναι το πατάρι, πιάσε τη σκάλα και πήγαινε βρες το», αλλά η Νάντια ποτέ δεν είχε χρόνο για τέτοια. Αχ, γιαγιάκα μου.
Μόνο μια φορά της είχε πει άλλη μια ιστορία από την Κατοχή και τη μεγάλη πείνα που περάσανε.
Στις 20 Ιανουαρίου του ’42, είκοσι τεσσάρων ετών ήταν τότε, κι ο παππούς στο μέτωπο, το είχε ανοίξει και είχε γραμμένο ένα γνωμικό:
Η ντροπαλότητα δεν ταιριάζει σ’ αυτόν που βρίσκεται σε ανάγκη.
Η άσκηση της ημέρας ήταν να γράψει τη μεγαλύτερη ανάγκη της και σημείωσε, δίχως δεύτερη σκέψη, «φαγητό». Από εκείνη την ημέρα πάντα βρισκόταν φαγητό στο τραπέζι τους, είπε η γιαγιά, ως εκ θαύματος. Η κατάσταση έτεινε μάλλον στο «συν Αθηνά και χείρα κίνει», κάτι τους έδινε μια γειτόνισσα που είχε συγγενείς σε κοντινό χωριό, κάτι μια ξαδέλφη που κάποιον ήξερε και τα βόλευε, αργότερα τους φρόντιζε το ΕΑΜ. Πάντως, όπως και να ’χει, κανένας δεν πέθανε από πείνα στην οικογένειά της.
~~
Άρχισε να σουρουπώνει, σε λίγο δεν θα βλέπω τίποτα. Τελευταία κούτα για σήμερα κι έφυγα, σκέφτηκε η Νάντια κι έτσι όπως σήκωσε το πρώτο βιβλίο, το είδε από κάτω.
Καφέ ανοιχτό, μικρών διαστάσεων, πολυκαιρισμένο. Άστραψε το μάτι της. Το έπιασε και χάιδεψε το εξώφυλλό του. Το ημερολόγιο της γιαγιάς μου, το ημερολόγιο της γιαγιάς μου. Άρχισε να κλαίει από συγκίνηση. Το ακούμπησε λίγο παραπέρα. Αν μην του μουλιάσω το εξώφυλλο, σκέφτηκε ψάχνοντας την τσάντα της για χαρτομάντιλα.
Αφού ηρέμησε λίγο, το έπιασε ευλαβικά στα χέρια της και το άνοιξε ανυπομονώντας να επαληθεύσει την αφήγηση της γιαγιάς της και να διαβάσει τις απαντήσεις στις ασκήσεις θαυμάζοντας ακόμα μια φορά τον υπέροχο γραφικό της χαρακτήρα με τα ολοστρόγγυλα τσιγκελωτά γράμματα.
Με μεγάλη της έκπληξη διαπίστωσε πως αντί για την ημερομηνία που περίμενε, 15 Οκτωβρίου 1930, είχε τυπωμένο στην πρώτη του σελίδα 12 Νοεμβρίου 2001, την ημερομηνία εκείνης της μέρας δηλαδή, και αντί για το γνωμικό για την ευγνωμοσύνη έγραφε το εξής:
Μην απελπίζεσαι. Ό,τι χάνεις ξαναγυρίζει με άλλη μορφή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Κατερίνα Ευθυμίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής