“Οι άντρες κυνηγούν. Οι γυναίκες ψαρεύουν.”
Βίκτορ Ουγκώ
“Ποτέ δεν θα υπάρξει νικητής στη μάχη μεταξύ των δύο φύλων. Υπάρχει υπερβολική συναδέλφωση με τον εχθρό.”
Χένρι Κίσινγκερ
“Η πρώτη μου γυναίκα ήταν πολύ ανώριμη. Έμπαινε στο μπάνιο και βύθιζε τα καραβάκια μου.”
Γούντι Άλλεν
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον διάλεξε μόλις της είπε ότι αγαπάει τις λιβελούλες. Της φάνηκε αστείο, παράξενο, αλλά κυρίως μοιραίο. Θα ταίριαζε στη συλλογή της σαν το φεγγάρι στο στερέωμα.
Δεν ήταν ωραίος ούτε γοητευτικός. Κοινότοπος μάλλον. Παιδί της μαμάς σίγουρα, φαινόταν απ’ το ντύσιμο του. Αλλά δεν την ένοιαζε τίποτα απ’ αυτά. Ούτε τι αμάξι οδηγούσε ούτε αν θα ήταν καλός στο σεξ.
Κάθε άντρας της συλλογής της έπρεπε να έχει κάτι ιδιαίτερο, κάτι δικό του, μοναδικό, που να μην το είχε ξαναβρεί σε άλλον.
~~
Ο Δημήτρης, για παράδειγμα, είχε ένα μακρύ νύχι. Μόνο στο μικρό δακτυλάκι του δεξιού χεριού. Το κρατούσε φροντισμένο, μανικιούρ και λοιπά. Του ‘βαζε ένα ειδικό σκληρυντικό βερνίκι, με βιταμίνες, για να μη σπάει.
Υπήρχε λόγος για εκείνο το νύχι, δεν ήταν βιτρίνα. Ο Δημήτρης ήταν Καλλιτέχνης Μπογιατζής, έτσι αυτοαποκαλούνταν. Έκανε εξαιρετική δουλειά, με τεχνοτροπίες, ανάγλυφα κι εφέ που θύμιζαν Παλάτσο Βενέτσια. Δούλευε μόνο από Κηφισιά και πάνω και σίγουρα έβγαζε πολλά περισσότερα απ’ τον μέσο ζωγράφο.
Είχε φωτογραφίες στο κινητό του και τις έδειχνε στην Ινάν, έτσι όπως κάθονταν στην μπάρα και πίνανε κοκτέιλ. Εκείνη είχε ξετρελαθεί με το νύχι.
“Κι αυτό σε τι χρησιμεύει;” τον ρώτησε ανάμεσα σε μια Margarita κι ένα Gimlet.
“Είναι το ίδιο σημαντικό με τα πινέλα”, της είπε. “Αν πέσει μια μύγα ή μια τρίχα στο έργο μου, στον τοίχο, τα βγάζω με το νύχι, με χειρουργική ακρίβεια.”
Εκείνο το “χειρουργική ακρίβεια” που είπε σοβαρά, σε συνδυασμό με μια επίδειξη του νυχιού, σαν βελισοράπτορας του Jurassic Park, την έκαναν να ερεθιστεί τόσο πολύ που έσφιξε τα πόδια της όσο πιο δυνατά μπορούσε και δαγκώθηκε.
“Πάμε τώρα”, του είπε, χωρίς ν’ αφήσει περιθώρια για το πού θα πήγαιναν και τι θα έκαναν εκεί.
Στο σπίτι της τον έβαλε να την αγγίζει και να τη γρατζουνάει με το νύχι, και να της λέει “χειρουργική ακρίβεια”, για τόση ώρα που εκείνος άρχισε να ανυπομονεί να προχωρήσει παρακάτω.
Έγινε λίγο απότομος. Και κάπως βίαιος. Τότε τον σκότωσε. Κράτησε το μικρό δάχτυλο με το νύχι για τη συλλογή της.
~~~
Ο “Λούλης Λιβελούλης” ήταν πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση. Δεν τον έλεγαν έτσι, το όνομα του ήταν τόσο βαρετό όσο κοινότοπη κι η εμφάνιση του: Σπύρος.
Δεν της άρεσε.
“Θα σε φωνάζω Λούλη”, του είπε
Δεν του άρεσε.
“Θα προτιμούσα να με λες με τ’ όνομα μου”, είπε προσπαθώντας να κρατήσει το οχυρό της αξιοπρέπειας του.
“Έλα τώρα, μια χάρη σου ζητώ, μόνο αυτό, το Λούλη”, του είπε η Ινάν.
Τον κοίταξε ίσια στα μάτια κι οι κόρες των ματιών της διεστάλησαν όσο σχεδόν κι η ίριδα. Τον έλιωσε σαν τσένταρ στον φούρνο μικροκυμάτων.
Και το όνομα αυτού, Λούλης.
~~~~
Όταν τη ρωτούσαν τι ζώδιο είναι έλεγε: “Στη γη είμαι Μυρμηγκολέοντας”.
Τ’ αγόρια γελούσαν, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν απέναντι της;
Το αστείο του αστείου ήταν ότι δεν αστειευόταν.
Έτσι λειτουργούσε, σαν μυρμηγκολέοντας. Η προνύμφη του συγκεκριμένου εντόμου, που όταν ωριμάσει μοιάζει με λιβελούλα, στήνει την παγίδα του ποντάροντας στην αλαζονεία και την άγνοια των άλλων εντόμων.
Αφήνει το θήραμα να πιστέψει ότι δεν κινδυνεύει, ότι έχει το πάνω χέρι. Το μυρμήγκι βλέπει ένα χωνί στην άμμο. Στη μέση μια Δεσποσύνη σε Κίνδυνο, εύκολο θύμα. Το μυρμήγκι μπαίνει μέσα καμαρωτό καμαρωτό. Βλέπει τα σαγόνια του μυρμηγκολέοντα. Τρέχει να ξεφύγει. Όμως η άμμος της αυτοπεποίθησης γλιστράει κάτω απ’ τα πόδια του. Πέφτει στα σαγόνια του “θύματος”.
Πέρα απ’ την όψη της η Ινάν φρόντιζε ιδιαίτερα και τη μυρωδιά της. Φερομόνη. Ευωδίαζε τόσο που τραβούσε τους περαστικούς μέσα στο μπαρ, χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν.
Το σαπούνι που χρησιμοποιούσε ήταν εντελώς ουδέτερο. Όταν έβγαινε απ’ το μπάνιο έβαζε τρεις σταγόνες αιθέριο έλαιο γιασεμί. Σαν τρίγωνο. Από μία στις ρώγες και μία στο εφηβαίο, που ποτέ δεν ξύριζε τελείως.
Το γιασεμί έχει γλυκιά μυρωδιά. Το σώμα της έβγαζε τις άλλες, έτσι που θύμιζε περισσότερο κάποιο νόστιμο φαγητό, πικρή, ξινή, πικάντικη, αλμυρή, ουμάμι. Αυτή ήταν η μεγάλη παγίδα της Ίναν. Οι άντρες δεν ήθελαν μόνο σεξ μαζί της. Ήθελαν να την κατασπαράξουν.
~~~~~
Μπήκαν με τον Λούλη σε ταξί. Του είχε ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή ότι θα πήγαιναν σπίτι της. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Έμενε ακόμα με τους γονείς του. Δύσκολοι καιροί για ανεξαρτησία.
Ο ταξιτζής τους περίμενε έξω απ’ το Jam Bar. Μόλις έκλεισε η πόρτα ξεκίνησε χωρίς να ρωτήσει τίποτα. Ο Λούλης κοίταξε την Ινάν. Περίμενε να πει τη διεύθυνση. Εκείνη δεν μιλούσε. Μόνο μοσχοβολούσε.
“Ξέρετε πού πάμε;” είπε ο Λούλης στον ταξιτζή.
“Το γράφει στο μήνυμα”, είπε εκείνος κοφτά.
Είχε παράξενη προφορά, μετανάστης πρώτης γενιάς σίγουρα. Έτσι σκέφτηκε ο Λούλης. Μετά προσπάθησε να εντοπίσει την προφορά του. Είχε σπουδάσει γλωσσολογία με διδακτορικό στη Φυλετική Αποφορά Λόγου. Οι Σλάβοι προφέρουν διαφορετικά τα αγγλικά από τους Κινέζους, ακόμα κι αν δεν έχουν ακούσει ποτέ σλάβικα ή κινέζικα.
“Συγνώμη, τι είπατε; Ξέρετε;”
“Το γράφει στο…”, πήγε να πει ο ταξιτζής.
“Του το στειλα σε μήνυμα”, είπε η Ινάν.
Ο Λούλης είχε καταλάβει τι ήταν το περίεργο στην προφορά του ταξιτζή. Ήταν θεατρική προφορά. Έτσι όπως μιλάει ένας κακός Αμερικάνος ηθοποιός τα αγγλικά όταν υποτίθεται ότι είναι Ρώσος.
Γύρισε και κοίταξε την Ινάν. Μόλις είχε καταλάβει τι του χαλούσε την εικόνα: Αυτό που άκουγε. Δε μιλούσε φυσιολογικά. Του ήρθε μια χαζή σκέψη. Κάπως έτσι θα μιλούσαν οι Σουμέριοι.
“Από πού είσαι;” τη ρώτησε.
Είδε το κεφάλι της να κινείται λίγο πιο απότομα, σε αντίθεση με εκείνο το διαρκώς νωχελικό και γατίσιο που συνήθιζε. Είδε τα μάτια του ταξιτζή να τον κοιτάνε απ’ τον καθρέφτη.
“Φαίνεται;” είπε η Ινάν.
“Το συντακτικό κι η γραμματική είναι άψογη, αλλά υπάρχει κάτι στον τρόπο που λες το γάμμα. Σαν να το έμαθες μετά.”
Ο ταξιτζής πάτησε γκάζι για να προσπεράσει έναν αργό οδηγό που του έκλεινε το δρόμο και βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του. Μάλλον ήταν βρισιά, αλλά ο Λούλης δεν την αναγνώρισε. Κορεάτικα; Μογγόλικα; Κάποια αλταϊκή γλώσσα σίγουρα.
“Βλάχικα”, είπε η Ινάν κι έκατσε σχεδόν πάνω του. “Οι παππούδες μου ήταν Αρμάνοι. Μεγάλωσα μαζί τους στη Ντισπουλιάτα. Πικρολίμνη το γράφει ο χάρτης. Οι γονείς μου είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία, αλλά δεν με ήθελαν μαζί τους. Επέστρεψαν όταν ήμουν δεκατριών και πήγαμε Νότια Αφρική. Ελληνικά έμαθα μαζί με αφρικάαν.”
Ο ταξιτζής τους παρατηρούσε απ’ τον καθρέφτη. Η Ινάν κοιτούσε το Λούλη με τις διεσταλμένες κόρες της. Κι εκείνος θυμήθηκε ένα απ’ τα πρώτα μαθήματα της γλωσσολογίας. Η προφορά καθορίζεται κυρίως απ’ τη γλώσσα που μιλάμε στην παιδική ηλικία.
Τα βλάχικα είναι λατινογενής γλώσσα, ακούγονται σαν ιταλικά. Και δεν υπήρχε τίποτα το ιταλικό στην προφορά της Ινάν. Αλλά μύριζε τόσο μαυλιστικά.
Το σκέφτηκε για μια στιγμή. Δεν είχε κάτι να φοβηθεί. Μια γυναίκα ήταν. Κι εκείνος δεν ήταν τόσο κοινότοπος όσο προσπαθούσε να δείχνει. Καθόλου βαρετός. Θα το μάθαινε σύντομα η Ινάν.
~~{}~~
Ο προηγούμενος που είχε πάει στο σπίτι είχε αχρωματοψία. Όχι τη συνηθισμένη, όπου δεν μπορείς να διακρίνεις το κόκκινο απ’ το πράσινο. Είχε τη μονοχρωματοψία της Pingelap, μια εξαιρετικά σπάνια διαταραχή όρασης, που κληρονομούν οι άντρες εξαιτίας του χρωμοσώματος Ψ.
Ο Κυριάκος κυκλοφορούσε με γυαλιά ηλίου ακόμα και τη νύχτα, έτσι τον πρόσεξε η Ινάν. Δεν το έκανε για στυλ, δεν άντεχε το φως. Επιπλέον για εκείνον όλα ήταν γκρι. Δεν έβλεπε καθόλου χρώματα, παρά μόνο διαφορετικές φωτεινότητες του γκρι. Το μήλο ήταν λιγάκι πιο σκούρο γκρι απ’ το πορτοκάλι.
Μοναδικό πλεονέκτημα: Μπορούσε να βλέπει μες στο σκοτάδι καλύτερα από γάτα και να αντιλαμβάνεται μικροδιαφοροποιήσεις αόρατες στο μάτι των φυσιολογικών.
Η Ινάν δεν άντεξε. Τον πήρε σπίτι, έκλεισε τα φώτα, γδύθηκε, ξάπλωσε και τον έβαλε να σταθεί ανάμεσα στα πόδια της.
“Τι χρώμα είναι το μουνί μου;” τον ρώτησε.
“Γκρι. Όλα γκρι είναι, στο είπα.”
“Γκρι σαν τη φράουλα ή γκρι σαν το βατόμουρο;”
Ο Κυριάκος έκανε λίγο πίσω και κοίταξε καλύτερα
“Δεν είναι κανονικό”, της είπε μετά.
“Δηλαδή;”
Γύρισε το κεφάλι δεξιά, αριστερά, παρατήρησε το αιδοίο της, τα χείλη, τη φωτεινότητα τους. Θυμήθηκε κάτι που είχε δει στη Μικρονησία. Τη νύχτα μέσα στο νερό υπήρχαν μικροοργανισμοί που έβγαζαν μπλε φως. Βιοφωταύγεια. Έτσι έκανε και το αιδοίο της. Αλλά έπρεπε να είσαι σχεδόν τυφλός για να το δεις.
“Τι είσαι;” της είπε.
Πετάχτηκε πάνω και προσπάθησε να φτάσει στην πόρτα.
Δεν πρόλαβε.
Η Ινάν κράτησε τα μάτια του για τη συλλογή της.
~~
Το διαμέρισμα της δεν προκάλεσε ανησυχία στον Λούλη. Ήταν ένα μικρό δυάρι, σε φοιτητική περιοχή. Τον έβαλε μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω της. Η παγίδα έκλεισε. Τον ρώτησε αν ήθελε να πιουν κάτι ακόμα.
Είχε μόνο κρασί. Έκατσαν στο μοναδικό καναπέ, έπιναν κι άκουγαν μουσική, χωρίς να μιλάνε.
Τον είχε ρωτήσει τι να βάλει στο youtube. Εκείνος της είπε Σίξτο Ροντρίγκεζ. Δεν τον ήξερε. Ο Λούλης βεβαιώθηκε ότι δεν είχε πατήσει πόδι στη Νότια Αφρική.
Ο Ροντρίγκεζ ήταν ένας Αμερικάνος φολκ μουσικός, που έβγαλε δυο δίσκους, μικρή επιτυχία στις ΗΠΑ, μετά τα παράτησε κι έγινε εργάτης σε κατεδαφίσεις. Γέρασε, ξεχάστηκε. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι οι δίσκοι του στη Νότια Αφρική πουλήσανε πιο πολλά κομμάτια κι απ’ του Έλβις Πρίσλεϋ. Δεν υπήρχε περίπτωση να ‘χεις μεγαλώσει εκεί και να μην ξέρεις τον Sugar Man.
“Γιατί σου αρέσουν οι λιβελούλες;” τον ρώτησε ενώ o Ροντίγκεζ τραγουδούσε “Cause the smell of her perfume echoes in my head still.”
“Εσένα γιατί σ’ αρέσουν;”
“Είναι τόσο αέρινες και ντελικάτες”, είπε η Ινάν κι έπιασε το χέρι του.
“Εμένα μ’ αρέσουν γιατί είναι δολοφόνοι”, της είπε και την πάγωσε για λίγο.
Δεν της άφησε περιθώριο ν’ αλλάξει θέμα. Ήθελε να την τρομάξει. Του άρεσε να τις βλέπει να χάνουν το χρώμα τους. Της εξήγησε ότι η λιβελούλα είναι αρπακτικό. Υπάρχει πριν απ’ τους δεινόσαυρους κι έχει αλλάξει ελάχιστα. Γιατί; Επειδή είναι τέλειος κυνηγός. Ο καρχαρίας των αιθέρων.
Ο Λούλης σηκώθηκε όρθιος. Έμοιαζε να ‘χει αλλάξει, σαν να καιγόταν πλέον από μέσα του. Πήγε να δηλώσει κάτι τρομακτικό, αλλά η Ινάν τον διέκοψε.
“Πάω να κάνω ένα μπάνιο”, του είπε κι έφυγε.
~~~
Είχε ξετρελαθεί μαζί του. Αυτός που αρχικά φαινόταν τόσο αδιάφορος είχε τέτοιο πάθος. Θα τον κρατούσε ολόκληρο στη συλλογή της.
Ίσως να τον έβαζε στη μέση της έκθεσης. Ή μάλλον στην αίθουσα υποδοχής. Θα τον κάρφωνε μ’ ένα καρφί στον τοίχο, σαν έντομο. Θα πρόβαλε τέσσερα φτερά λιβελούλας γύρω του. Να κινούνται!
Έβγαλε τα ρούχα της ενθουσιασμένη. Γέμισε την μπανιέρα. Νερό, η μπαταρία της. Δεν το έκανε καυτό, ήθελε να είναι ζεστό σαν μια λίμνη το καλοκαίρι. Έβαλε το ένα πόδι, μετά το άλλο. Χώθηκε μες στο νερό βογγώντας από ηδονή. Έκλεισε τα μάτια.
Οραματίστηκε την έκθεση της. Θα έκανε πάταγο. Τα κομμάτια των άλλων θα τα έβαζε τριγύρω στις αίθουσες. Ο Λούλης θα ήταν το κεντρικό έκθεμα.
~~~~
Κάπνιζε ξαπλωμένη στην μπανιέρα. Της άρεσε τόσο να χαλαρώνει στο νερό. Χωρίς αρώματα.
Της χτύπησε την πόρτα. Τρεις φορές. Κατάλαβε ότι η μουσική είχε σταματήσει ν’ ακούγεται.
“Σε λίγο”, του είπε.
Άλλα τρία χτυπήματα, πιο δυνατά. Υπήρχε μια παρουσία εκεί έξω. Το ένιωθε.
“Μπορείς να περιμένεις;” του είπε.
Πιο δυνατά χτυπήματα ακόμα.
Η Ινάν σηκώθηκε όρθια στο νερό, εκνευρισμένη. Έπρεπε να του μάθει κάποια πράγματα.
Τότε ακούστηκε ένα τελευταίο χτύπημα, μια κλωτσιά, η κλειδαριά έσπασε κι η πόρτα άνοιξε. Ο Λούλης στεκόταν εκεί -και δεν ήταν καθόλου λούλης πια. Τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα και πολυπρισματικά. Τα φρύδια του, το παρανοϊκό χαμόγελο, τα κοφτερά δόντια: Here’s Johnny! Ήταν κυνηγός κι εκείνος!
Έκανε ένα υπερφυσικό σχεδόν άλμα κι έπεσε πάνω της, ρίχνοντας τη μες στο νερό. Την πλάκωσε με όλο του το σώμα. Με τα δυο του χέρια την έπιασε απ’ το λαιμό και την κράτησε κάτω απ’ το νερό. Η Ινάν του γρατζούνισε το πρόσωπο. Δεν φάνηκε να τον πειράζει. Έκανε σαν τρελός, αρειμάνιος βιαστής. Την έπνιγε γελώντας.
Η Ινάν πάλεψε λίγο ακόμα. Αλλά εκείνος ήταν πολύ δυνατός και βαρύς. Δεν μπορούσε να ξεφύγει. Πήρε μια τελευταία ανάσα. Ησύχασε.
~
Ο Λούλης έκανε πίσω και την κοίταξε χωρίς να βγει απ’ το νερό. Του φάνηκε ότι είδε μια κίνηση στην άκρη του οπτικού του πεδίου, με την περιφερειακή του όραση. Ήταν μια λιβελούλα εκεί δεξιά. Πετούσε γύρω κι έκατσε σ’ ένα ειδώλιο που ήταν ακουμπισμένο μπροστά στον καθρέφτη.
Σουμεριακό σίγουρα. Πώς την έλεγαν; Η θεά του σεξ και του πολέμου. Είχε έρθει απ’ την Αφροδίτη, έτσι έγραφε η Σουμεριακή Θεογονία. Κυνηγούσε με λιοντάρι. Είχε φτερά, αλλά η πιο θανατηφόρα μορφή της ήταν…
Ο Λούλης πάλεψε να θυμηθεί. Πάλεψε να ξεχάσει.
Η Θεά Ινάννα. Η Νύμφη. Η Λάβρα.
Η προνύμφη της λιβελούλας ζει μες στο νερό. Είναι σαρκοφάγο. Το πιο θανατηφόρο.
Το νερό στην μπανιέρα κουνήθηκε. Αστραπιαία εμφανίστηκε μια δαγκάνα και τον έπιασε απ’ το λαιμό.
“Κέρδισες! Συγνώμη;” είπε ο Λούλης, κι ευχήθηκε να του έστελναν ένα σκάφος εκείνη τη στιγμή.
“Δεν γίνεται αποδεκτή”, είπε η Ινάν και του ‘κοψε το κεφάλι.
Θα έβρισκε κάποιο τρόπο να το κολλήσει για την έκθεση της. Όταν θα γύριζε πίσω.
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πίνακας είναι της Marinel Shue www.marinelart.com
~~~~~~~~~~~~
Κωστή Ανετάκη, Αναρούσες (υπό έκδοση).
Ο Άγιος Οικουμένιος ο Θαυματουργός (10ος αιώνας) τους έβαλε ν’ αλλάξουν όνομα σε Αγία Φωτεινή.