Το Βαρέλι του Αμοντιλλάδο

0
338

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι c-1024x520.jpg

Τις χίλιες δύο προσβολές του Φορτουνάτο τις είχα υπομείνει βιάζοντας τον εαυτό μου, μα όταν άρχισε και να με βρίζει -ε, τότε πια ορκίστηκα να τον εκδικηθώ. Εσείς που ξέρετε καλά το χαραχτήρα μου, δεν φαντάζεστε βέβαια πως πρόφερα και την παραμικρότερη απειλή. Θα έπαιρνα την εκδίκηση μου δίχως να βιαστώ, με τον καιρό.

Αυτό το σημείο είχε αποφασιστεί οριστικά -αλλά αυτή ακριβώς η οριστικότητα στην απόφασή μου, απέκλειε την ιδέα του κινδύνου. Δεν έπρεπε μονάχα να τιμωρήσω, αλλά να τιμωρήσω ατιμωρητί. Ένα άδικο δεν επανορθώνεται, όταν εκείνος που το επανορθώνει βρίσκει τον μπελά του. Επίσης δεν επανορθώνεται, όταν ο εκδικητής παραλείψει να δώσει να καταλάβει σ’ εκείνον που έκανε το άδικο, πως είναι ο εκδικητής.

Οι πρόγονοί μου από αιώνες πίσω ασχολούνταν με την τιμωρία και τη μετάνοια, ενώ διατηρούσαν και κήρυτταν με ζέση τη χριστιανική τους πίστη.

Στο οικογενειακό μας μουσείο υπάρχουν συντηρημένες με φροντίδα καρέκλες και περιλαίμια με καρφιά, ένας σχεδόν ολόκληρος σωζόμενος μεταλλικός ταύρος, μια κούνια του Ιούδα και πιο συνηθισμένα εργαλεία βασανιστηρίων όπως παλούκια και λουριά.

Αντικείμενα και έγγραφα σχετικά με τη θρησκεία και τη νομοθεσία -ακόμα και μία αυθεντική Παπική βούλα της Ιεράς εξέτασης-  μεταφέρονται από γενιά σε γενιά στους άντρες της οικογένειας σαν κληρονομιά.

Ο παππούς μου, λίγες μέρες πριν παραδοθεί στη σήψη της προχωρημένης του ηλικίας, είχε φέρει ένα πρωί στο σπίτι μας  μια μεταλλική κυλινδρική μηχανή, περίπου στο ανάστημά μου – ήμουν 8 χρόνων – με χαραγμένο επάνω τον τίτλο “Quod Dolio de Amodillado”.

Ο πατέρας μου δεν μίλησε ποτέ για αυτή τη συσκευή και την κρατούσε κλειδωμένη στην αποθήκη. Μία φορά μονάχα τον άκουσα να την αναφέρει σε έναν φίλο του, όντας μεθυσμένος μία βροχερή νύχτα και να αρθρώνει αργά κι ανατριχιαστικά τη λέξη «μάγισσες» σύντομα μετά. Δεν μπόρεσα να ακούσω περισσότερα γιατί ο ουρανός βροντούσε με μανία και οι σταγόνες χτυπούσαν απεγνωσμένα την οροφή σαν κυνηγημένες.

Αφού πέθανε κι ο ίδιος βρήκα τακτοποιώντας το γραφείο του ένα εγχειρίδιο με οδηγίες χρήσης του βαρελιού γραμμένο από τον παππού μου, με την υποσημείωση ότι επρόκειτο για την ύστατη μηχανή σωφρονισμού. Άρχισα αμέσως να πραγματοποιώ πειράματα με τα λιγοστά εναπομείναντα ζώα του αγροκτήματός μας, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Η φαντασία μου οργίαζε: θα πρέπει να ήταν μηχανή βασανισμού μαγισσών. Ή μπορεί ο παππούς μου να είχε ανακαλύψει κάποιο μυστικό τους και να έφτιαξε τη μηχανή για να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους.

Όταν μου τελείωσαν τα ζώα -καθότι ήμουν ο μόνος που είχα μείνει πια στο κτήμα και δεν είχα την ικανότητα να τα φροντίζω- η άγνωστη αυτή μηχανή μου είχε γίνει πλέον εμμονή.

~~

Περίμενα τον Φορτουνάτο τη γνωστή ώρα της επίσκεψής του το απόγευμα για να καταναλώσει με την υπέρμετρη αλαζονεία του τα σπάνια κρασιά που επίσης μετρούσαν χρόνια και γενιές στο κελάρι του σπιτιού. Είχα μεταφέρει το βαρέλι του Αμοντιλλάδο στο δάσος περίπου δύο χιλιάδες πόδια δυτικά από το αγρόκτημα μαζί με όλα τα σύνεργα που αναφέρονται σχολαστικά στο εγχειρίδιο. Έπρεπε η εφαρμογή του να γίνει σε άνθρωπο. Έπρεπε να το δω για να πειστώ για τα αποτελέσματα ή την αναποτελεσματικότητα του.

Άνοιξα ένα μπουκάλι Brunello κοιμισμένο κάτω από δυο στρώσεις σκόνης και ήπια μερικές γουλιές όταν στο παράθυρο φάνηκε μία άμαξα διαφορετική από του Φορτουνάτο. Πλησίασα στην εξώπορτα και τον είδα να βγαίνει δίνοντας μερικά νομίσματα ως αντάλλαγμα στον αμαξά.

«Ξάδερφε!» μου φώναξε από μακριά. Του έγνεψα με απορία και μου απάντησε ξεφυσώντας και κινώντας κυκλικά τα χέρια ενώ προχωρούσε προς το μέρος μου.

Του προσέφερα από το κρασί και το δέχτηκε έχοντας ήδη κοκκινισμένη μύτη και ιδρωμένο σβέρκο από τη μεσημεριανή του κρασοποσία στη λέσχη στοιχημάτων όπου περνάει το μέγιστο του χρόνου του.

«Ο Κεραυνός αγαπητέ μου ήταν το κάθε άλλο από το όνομά του. Μαλθακός κι αγαπησιάρης με τις φοράδες που συναντούσε στο στάβλο. Μπορείς να καταλάβεις κι εσύ ακόμη πλέον ότι ο συγχωρεμένος ο πατέρας σου δεν ήταν καλά στα μυαλά του και μας μοίρασε τα άλογα ανάποδα. Πώς θα μπορούσες εσύ, ένας παπαδογιός, να γητεύσεις έναν… Αετό!»

Ο ξάδερφος μου συχνά αναφερόταν στον Αετό, το άλογο του πατέρα μου που μου το άφησε κι εγώ με τη σειρά μου το άφησα ελεύθερο απαντώντας στους περίεργους ότι το έσκασε. Με αποκαλούσε «παπαδογιό» με φτιαχτή τρυφερότητα υπονοώντας ότι μου ταίριαζε η μαλθακότητα του Κεραυνού.

Στην πραγματικότητα ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Τώρα ο Κεραυνός είχε μουλαρώσει και δεν έπαιρνε πια τα πόδια του κι εγώ άκουγα με ένοχη χαρά τον Φορτουνάτο να αγανακτεί επί ώρα που δεν μπορεί πια να τον κατεβάσει στην κούρσα, αλλά και με τους δύο τελευταίους αγώνες χαμένους, έχει ξεμείνει από χρήματα για να αγοράσει ένα άλογο «Σωστό! – Δυναμικό!».

«Είναι παράξενο καλέ μου εξάδελφε που συμβαίνουν τα όσα μου αφηγείσαι τώρα, καθώς, όχι πολύ πριν φθάσεις, έκανα τον καθιερωμένο μου περίπατο στο δάσος για να μαζέψω καρπούς και μανιτάρια και μου φάνηκε πως είδα τον Aετό να πίνει νερό στη λίμνη», είπα.

Στράφηκε με γουρλωμένα μάτια προς το μέρος μου, ρούφηξε το περιεχόμενο από το ποτήρι του με θόρυβο και χύνοντας λίγο στον ήδη κόκκινο λαιμό του και αναφώνησε ευτυχισμένος

«Ω μα αδελφέ μου, αυτό είναι θέλημα Θεού!»

Σταύρωσε τα χέρια του, σιγοψιθυρίζοντας ακατάληπτα με κλειστά μάτια και συνέχισε

«Η μέρα είναι εκπληκτική και ο ήλιος έχει ακόμη να μας περιμένει πριν δύσει. Πάρε το λάσο του πατέρα σου και πάμε προς τη λίμνη. Αδύνατον να έχει απομακρυνθεί πολύ. Στοιχηματίζω πως θα έχει βρει την κλίνη του σε απάγκιο σημείο κοντά.»

«Δεν είμαι σίγουρος ότι η κατάστασή σου επιτρέπει τόσο περπάτημα, εξάδελφε, και πρέπει να έχεις να γευματίσεις από το μεσημέρι» του απάντησα .

«Αν το θες και το πιστεύεις μπορώ να πάω εγώ προς τη λίμνη με το λάσο και …»

Με διέκοψε μ’ ένα δυνατό φλεγματικό γέλιο

«Ασυναρτησίες. Το ιστορικό σου ήδη προδίδει το αποτέλεσμα της ευγενέστατης πρότασής σου αγαπητέ μου! Άλλωστε είναι το θέλημα Του να ξανασμίξω με τον Αετό. Εγώ. Ο Αφέντης του.»
«Όπως θες…» αποκρίθηκα ξεκρεμώντας το λάσο και σφίγγοντάς το στα χέρια μου, ενώ εκείνος έσβηνε ακόμα το γέλιο του.

Μία σαδομαζοχιστική ορμή με έσπρωξε να προσφερθώ να βγω ο ίδιος για το κυνήγι, γνωρίζοντας την αντίδρασή του και θέλοντας να ενισχύσω το μένος του δικαίου.

Όλα μέχρι στιγμής πήγαιναν καλύτερα από ό,τι υπολόγιζα. Σκόπευα να παρασύρω τον ξάδελφο μου στο δάσος με την προτροπή της εύρεσης λευκής τρούφας που ευδοκιμούσε στην περιοχή και που είχαμε περάσει χρόνο στο παρελθόν ψάχνοντας και ξεθάβοντας μερικές με τον θείο μου και πατέρα του. Ωστόσο, πλέον που χάθηκε και το τελευταίο μου γουρούνι, μπορεί να ήταν δύσκολο να τον πείσω.

~~

Περπατούσαμε πιστά στο μονοπάτι που είχα χαράξει κυλώντας το βαρέλι νωρίτερα, στα χνάρια που είχα καλύψει επιστρέφοντας με χώμα και φύλλα και μπορούσα ακόμα κάπως να τα αναγνωρίσω. Ο μοναδικός ήχος στο δάσος ήταν το τρίξιμο από τις μπότες μας, ενώ η ομίχλη είχε δημιουργήσει ένα κοκκινωπό πέπλο τραβώντας τα χρώματα από τον ήλιο που είχε κατέβει ήδη αρκετά απέναντί μας. Το χνώτο του ξαδέλφου μου έβγαινε πνιχτά σαν ρόγχος και μου φαινόταν πως έπαιρνε ένα σκοτεινό πράσινο χρώμα σαν ανάσα δαίμονα.

Μόλις πλησιάσαμε στη λίμνη ο Φορτουνάτο γονάτισε και αφουγκράστηκε την περιοχή, ψάχνοντας για πατημασιές στο χώμα και αγγίζοντάς το με τα δάχτυλά του.

Σε μια στιγμή πάγωσα στεκούμενος παραδίπλα και τον κοίταξα με νόημα. Άρχισα να περπατώ γρήγορα προς το σημείο όπου είχα τοποθετήσει τη μηχανή και ο Φορτουνάτο με ακολούθησε με αγωνία. Μόλις προσεγγίσαμε αρκετά σταμάτησα και του έδειξα προς μία κατεύθυνση όπου το σκοτάδι είχε αρχίσει να εισβάλει ανάμεσα στα δέντρα και δεν έδινε μεγάλη πρόσβαση στην όραση.

Με προσπέρασε προχωρώντας προς τα κει με το λάσο του σε ετοιμότητα και με μια γρήγορη κίνηση τέντωσα και τράβηξα το δικό μου ακινητοποιώντας τον με τα χέρια κολλημένα στον κορμό του και ρίχνοντάς τον κάτω.

Τον έσυρα και τον έστησα απέναντι από το βαρέλι. Εκείνος επαναλάμβανε με κραυγές την ερώτηση «τι κάνεις;» αρχικά εκνευρισμένος νομίζοντας πως τον έδεσα αστοχώντας στην προσπάθεια να πιάσω τον Αετό και στη συνέχεια με την τραγική έκπληξη κάποιου που αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει το τέλος του.

Έριξα ένα μείγμα από 10 γραμμάρια φούντα, μερικά αρωματικά βότανα και μια μύτη ντάτουρα στην ειδική θήκη του βαρελιού και νερό στον βασικό θάλαμο όπως με καθοδηγούσε το εγχειρίδιο. Αναγκάστηκα να φιμώσω τον ξάδελφο μου με το ύφασμα που είχα τυλίξει τα συστατικά, ο οποίος είχε αρχίσει να προσεύχεται με σιγανούς λυγμούς και να εκρήγνυται  «ΘΑ ΚΑΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!» κάθε τόσο.

Μόλις ολοκλήρωσα την προετοιμασία εφαρμόζοντας και τους δύο μεταλλικούς σωλήνες με τα ξύλινα στόμια στις τρύπες εκατέρωθεν του βαρελιού, μάζεψα τα ξύλα και τα ξερά φύλλα και άναψα εύκολα, παρά την υγρασία, μία μικρή φωτιά κάτω από τη βάση του. Σε λίγα λεπτά το δοχείο ζεστάθηκε και άρχισε να βγαίνει καπνός από τους σωλήνες.

Πλησίασα το στόμιο του ενός στο στόμα του Φορτουνάτο, ο οποίος είχε γυρίσει τα μάτια του προς τον ουρανό αφήνοντας σχεδόν μόνο το ασπράδι τους να φαίνεται και μούγγριζε. Με ταχύτητα και συγκέντρωση τράβηξα το ύφασμα από το στόμα του και το αντικατέστησα με τον σωλήνα, κλείνοντας παράλληλα τη μύτη του και περιμένοντας να πάρει μια καλή ρουφηξιά.

Τον άφησα κι αμέσως άρχισε να κραυγάζει, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, με τα μάγουλά του να πάλλονται και να παραμορφώνουν το πρόσωπό του. Στο τέλος έπεσε στο πλάι και ησύχασε. Τον παρακολουθούσα με τα μάτια μου να γυαλίζουν και με την αχάριστη απορία: τί είχε βιώσει κι αν το μαρτύριό του είχε τελειώσει με έναν γρήγορο θάνατο.

Ύστερα από λίγο άρχισε να γελάει στην αρχή σιγανά, ενώ όλο δυνάμωνε η ένταση στο πρόσωπο και το σώμα του, διατηρώντας τον ήχο του γέλιου χαμηλό και εσωτερικό.

«Τι; … Τι τι τι; Φορτουνάτο! Τι σου συνέβη;»

Δεν κρατήθηκα…

«Ττίποτα.»

Απάντησε τραυλίζοντας ανάμεσα στα γέλια και μετά ησύχασε απότομα μισοκλείνοντας τα μάτια του και αφήνοντας λίγο σάλιο να τρέξει από το στόμα του.

Έπνιξα την ταραχή μου και τον τράβηξα επαναφέροντας τον σε καθιστή θέση.

Είχε ακόμη τις αισθήσεις του αλλά κάτι τον εμπόδιζε να αντιδράσει.

«Με ακούς;»

Ρώτησα κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια του που είχαν χάσει την εστίασή τους.

Έγνεψε καταφατικά αφήνοντας κι ένα μειδίαμα να ξεφύγει.

Ξαφνικά με κυρίευσε η επιθυμία να του μιλήσω συγκλονισμένος από την ευκαιρία να τον έχω έτσι μπροστά μου χωρίς να πρέπει να υποστώ τις προσβολές του.

    «Φορτουνάτο, είσαι μαλάκας.»

Η πρώτη μου δήλωση τον διασκέδασε και άφησε ένα σύντομο ειλικρινές γέλιο.

«Νομίζεις ότι είσαι κανονικός ανάμεσα στους κανονικούς σου φίλους και η πεποίθησή σου αυτή σε κάνει να ζεις μια ζωή μίζερη. Μάταιη. Αναρωτιέμαι αν μπορείς κι ο ίδιος να το καταλάβεις σε μικρές στιγμές διαύγειας ή αν πλανάσαι τόσο σοβαρά που είσαι καταδικασμένος.»

Το βαρέλι εξακολουθούσε να καπνίζει και μέσα στον ειρμό του λόγου μου τραβούσα κι εγώ δυνατές τζούρες χωρίς να το καταλαβαίνω.

«Η γυναίκα σου σε άφησε κι ο μόνος σου προβληματισμός είναι να την βρεις για να την πνίξεις όπως της αρμόζει.»  Συνέχισα.

«Νομίζεις ότι είμαι περίεργος και ασθενικός στο νου και έρχεσαι κάθε απόγευμα να μου προσφέρεις την αηδιαστική παρουσία σου σαν βοήθεια ενώ εγώ περισσότερο από την παρέα σου θα απολάμβανα μια ζωή απομόνωσης και νηστείας. Ε λοιπόν τώρα μπορώ να το πω. Εσύ είσαι ο αμαρτωλός. Εσύ πρέπει να τιμωρηθείς. Αν και τιμωρία σου είναι ήδη το ότι είσαι στ’ αλήθεια μόνος σου και κανείς από τους «φίλους» σου δεν θα νοιαστεί. Κανείς δεν θα νοιαστεί αν σε αφήσω εδώ για πάντα.»

Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και σιγά σιγά άρχισε να αποκτά περισσότερο τις αισθήσεις του, τόσο ώστε να μπορεί να αρθρώσει και να μου απαντήσει.

Για πρώτη φορά ο ξάδελφός μου κι εγώ κάναμε διάλογο. Αναλύσαμε τους εαυτούς μας, την κοινωνία και τη σχέση μας.

Περάσαμε ολόκληρη τη νύχτα στο δάσος και το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά με ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ανακούφισης και γαλήνης. Συνεχίσαμε να χρησιμοποιούμε το βαρέλι τις επόμενες μέρες και να πηγαίνουμε όλο και πιο βαθιά στα απάτητα πεδία της αντίληψής μας, με εργαλεία την αμφισβήτηση και την αποδοχή που μας τα έδινε απλόχερα το ξόρκι της ύστατης μηχανής σωφρονισμού.

Ένα χρόνο μετά ιδρύσαμε το σωφρονιστικό ίδρυμα με το όνομα του αγαπημένου μου παππού “Αλόντσο Ντε Σαλαζάρε” που όλοι γνωρίζετε και που πλέον υποδέχεται και απλούς ανθρώπους χωρίς τοξική ή εγκληματική δράση.

~~~{}~~~

Επισκεφτείτε το site μας ή καλέστε στα παρακάτω τηλέφωνα και κλείστε το δικό σας ταξίδι αυτογνωσίας με “Το βαρέλι του Αμαντιλλάδο”.

www.quodoliodeamodillado.com

+39 1780 213061
+39 4106 694003

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η ΕΤ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η πρώτη παράγραφο είναι από το ομώνυμο διήγημα του Ε. Α. Πόε

Προηγούμενο άρθροΜουσική για ασανσέρ
Επόμενο άρθροTerra Pontica Blues
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).