Αγαπημένη μου Έλια,
Άλλη μία επιστολή μου φεύγει από εμένα κι έρχεται σε σένα. Ελπίζω και προσεύχομαι στους θεούς να σε βρει και να σε βρει καλά.
Σου γράφω. Πάλι. Από ανάγκη. Το ξέρεις. Εδώ, στην εξορία, μόνος κατάμονος στον ξένο τόπο, αποζητώ την Ρώμη, κλαίω για την κακή μου τύχη και δεν έχω κάτι άλλο που να με παρηγοράει. Μόνο το να γράφω. Να δημιουργώ. Οι έγνοιες και οι δυστυχίες με βασανίζουν και η Μούσα είναι πια η μοναδική μου φίλη.
Και γράφω. Ποιήματα, ελεγείες, αναθέματα. Και, μα την Βέστα, επιστολές! Πολλές επιστολές. Σε σένα. Στους φίλους. Στον Αυτοκράτορα τον ασυγκίνητο. Βέβαια, παρότι δημιουργώ, την λύτρωση δεν την βρίσκω. Εγώ τα γράφω, εγώ τα διαβάζω όλα αυτά. Κανείς εδώ δεν μπορεί να με καταλάβει. Κι όταν γράφεις ποιήματα που δεν μπορείς να τα διαβάσεις σε κανέναν, είναι σαν να χορεύεις στο σκοτάδι.
(Παρεμπιπτόντως, Έλιά μου, αυτό το «Σου γράφω πάλι από ανάγκη» είναι ωραίος στίχος, δεν νομίζεις; Θα τον βάλω σίγουρα σε ένα από τα επόμενα ποιήματά μου. Κι αν δεν το κάνω εγώ, εύχομαι κάποιος άλλος ποιητής, σύγχρονός μου ή του μέλλοντος, να τον χρησιμοποιήσει)
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Ρώμη και περιφέρομαι μονάχος, θλιβερός, τόσο μακριά, εδώ, στους Τόμους, στην γη του Πόντου, στα σύνορα, στα πέρατα του κόσμου.
Εδώ η χώρα είναι σκληρή, δύσκολη, αφιλόξενη, παγωμένη. Τρύπα στη γεωγραφία. Οι κάτοικοι ημιβάρβαροι, αλλόθροοι. Οι λίγοι λεγεωνάριοι της φρουράς είναι καλή παρέα, αλλά δεν φτάνει. Δεν με καταλαβαίνουν, όσο κι αν προσπαθούν. Κουρεμένοι σβέρκοι, σπαθιά, πανοπλίες, δόρατα, μόνο πόλεμο ξέρουν, μόνο πόλεμο σκέφτονται. Ξένοι, μακριά μου, κι αυτοί. Κι οι επιδρομές των άλλων βάρβαρων, των γειτόνων φυλών, τόσο συχνές, τόσο καταστροφικές. Κουράστηκα πια.
Προσπάθησα να ενωθώ, με τον τόπο. Έμαθα την βάρβαρή του γλώσσα (ακόμα και ποιήματα έγραψα σ’ αυτήν!), ασχολήθηκα λίγο με την ιστορία και την πολιτική του, αλλά Ρώμη, σπίτι, δεν μου είναι.
Για φαντάσου! Με εξόρισαν! Εμένα! Που όλη η Ρώμη αγαπούσε τα τραγούδια μου. Παρότι τόσα φεγγάρια έχουν περάσει, να το πιστέψω δεν μπορώ. «Ovidius poeta in terra Pontica exulat!», είχαν φωνάξει οι Ρωμαίοι όταν έμαθαν ότι έχω φύγει, θυμάσαι; Πολιτικοί, ποιητές, τραγωδοί, στρατηγοί, απλοί πολίτες, όλοι είχαν στενοχωρηθεί. Ακόμα και τώρα, εκείνη η συγκίνηση και η αγάπη τους με ζεσταίνει.
Αλλά, είναι άδικο, με τον Γιούπιτερ! Είναι άδικο αυτό που έχει γίνει. Δεν θα σταματήσω να το λέω και να εκλιπαρώ να με γυρίσουν σπίτι. Το ξέρεις. Προσπαθώ. Σου το είπα και πιο πάνω – γράφω συχνά γράμματα στη Ρώμη, γράμματα γεμάτα με τα παράπονά μου. Πολεμώ ενάντια στην αδικία με τις επιστολές μου.
Αυτό κάνε κι εσύ, που έμεινες πίσω στη Ρώμη. Πρέπει να το λες το μήνυμά μου συνέχεια. Το ξέρω ότι το λες με όποιον τρόπο και σε όσους μπορείς πίσω στη Ρώμη. Πρέπει να συνεχίσεις. Κι αν αποτύχεις μεγαλειωδώς, δεν πειράζει – θα έχεις τολμήσει μεγαλειωδώς.
Βέβαια, είναι κι οι φορές εκείνες που σκέφτομαι… Τι το ‘θελα κι εγώ να κρύψω, μέσα στα ποιήματά μου, τις φήμες και τα κουτσομπολιά του Αυτοκράτορα; Τι το ‘θελα να γράφω για του έρωτα το μεγαλείο σε καιρούς που οι Άρχοντες προστάζουν εγκράτεια και ηθική; Τι το ‘θελα να ακούσω το κάλεσμα της Μούσας; Αλλά, πάντα διώχνω αμέσως αυτές τις σκέψεις. Εγώ ό,τι μου έλεγε η Μούσα έκανα.
Γι’ αυτό με έδιωξαν. Να το ξέρεις. Δεν το είπαν ποτέ, αλλά αυτό είναι. Μην ακούς εκείνους που λένε ότι είχα, δήθεν, εμπλακεί στους ανταγωνισμούς για την διαδοχή του Αυτοκράτορα. Είναι ψέματα. Για όσα έγραψα με έδιωξαν. Δεν μου τα συγχώρεσαν ποτέ.
Τελικά, ξέρεις τι κατάλαβα, τώρα που τα έχω δει όλα αυτά τόσες φορές από τόσο μακριά; Καμιά φορά, όταν η Τέχνη τα βάζει με τους Άρχοντες, τόσο το χειρότερο για την Τέχνη. Ελπίζω, μα τον Νεπτούνους, σε έναν κόσμο που εμείς θα μιλάμε με την Μούσα χωρίς οι Άρχοντες να μπορούν να μας σιωπήσουν.
Τουλάχιστον τα έργα μου ακόμα τα διαβάζουν, έτσι δεν είναι; Όχι από τις βιβλιοθήκες, φυσικά. Τα απέσυραν από εκεί. Ιδιωτικά, όμως, ακόμα κυκλοφορούν. Κάτι είναι κι αυτό. Ακόμα ζω σ’ αυτήν την πόλη και στην ψυχή της, έστω και έτσι, μέσω της Μούσας. Είναι μία νίκη.
Τελείωσε η επιστολή μου. Πολλά έγραψα πάλι. Σε κούρασα. Με συγχωρείς. Αλλά, το ξέρεις, θα συνεχίσω να γράφω. Σε σένα. Στους φίλους. Στον Αυτοκράτορα. Θα συνεχίσω να εκλιπαρώ, να παλεύω, να ελπίζω. Και, που ξέρεις; Μπορεί αυτό που θέλουμε, η επιστροφή μου στη Ρώμη, να γίνει. Η σταγόνα ανοίγει τρύπα στον βράχο. Γι’ αυτό θα συνεχίσω. Κι εσύ να συνεχίσεις. Να αντέξεις.
Χαίρε!
Οβίδιος
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ovidius poeta in terra Pontica exulat. Epistulas Romam scriptitat. Epistulae plenae querelarum sunt. Romam desiderat et fortunam adversam deplorat. Narrat de incolis barbaris et de terra gelida. Poetam curae et miseriae excruciant. Epistulis contra iniuriam repugnat. Musa est unica amica poetae.
Ο Οβίδιος εξορίστηκε στους Τόμους, την σημερινή Κοστάντσα της Ρουμανίας, τότε σύνορο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Σέργης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Αυτό είναι Το blog ενός Γιώργου https://stokegeo.wordpress.com/
Η εικόνα από εδώ: