Μεγάλωσα σε μια μεσοαστική οικογένεια, σε μια οικογένεια που όπως θα λεγες και συ δε μας έλειψε τίποτα. Η μεγαλύτερη δυσκολία που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν η μια και μοναδική τουαλέτα που μοιραζόμασταν οχτώ ψυχές. Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου όταν φώναζα στον Παυλάκι να τελειώνει γιατί θα κατουρηθώ απάνω μου ή στον πατέρα μου που έπαιρνε την εφημερίδα μέσα τα πρωινά, πως μερικά χρόνια μετά θα μοιραζόμαστε τρεις τουαλέτες εκστρατείας εβδομήντα σύντροφοι, σακατεμένοι από την έλλειψη ύπνου γιατί όλο το βράδυ μας έκαναν επιδρομές και μας τουλούμιαζαν στο ξύλο.
Θυμάσαι εκείνες τις ουρές που σχηματίζονταν μπροστά στην τουαλέτα στο νησί αφού όλοι μας έπρεπε να παρουσιαστούμε στο προσκλητήριο τα χαράματα; Ακόμα και όταν έσφιγγαν τα λουριά και νόμιζες ότι θα χεστείς απάνω σου ο Θύμιος πάντα έβρισκε κουράγιο για καλαμπούρι. Τι έπαθες γιατρέ μου, γιατί χλώμιασες, μάλλον θα παράφαγες χθες βραδυ!
Η ελευθερία όμως στο σπίτι μας ήτανε λέξη άγνωστη και όσο κι αν σου ακούγεται τρελό, η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικά ελεύθερος ήτανε στη Μακρόνησο. Ξέρω ότι αν μ’ άκουγες τώρα να μιλάω θα ξεκαρδιζόσουν στα γέλια και θα κανες καλαμπουρι, μα εσύ δεν μπορείς πια να με ακούσεις, ούτε να γελάσεις μπορείς, γιατί σου το σβήσαν το χαμόγελο. Εικοσιπέντε σφαίρες κατάφερα να μετρήσω εκείνη την μέρα μες στον υπόκωφο θόρυβο απ’ τα αυτόματα τους.
Είμαι σίγουρος πως ακόμη και κείνη τη θολή Τετάρτη, που καλά καλά δεν είχε ξημερώσει και ήρθαν και σε πήραν με τις κλωτσιές χτυπώντας με τα ρόπαλα όποιον κοιμόταν στα διπλανά σκηνάκια εσύ σίγουρα θα γελούσες. Είχες περάσει πολλές φορές απ’ αυτό το μαρτύριο, είχες μάθει πια το παιχνίδι τους.. Σε έστηναν στον τοίχο και έριχναν άσφαιρα, μόνο και μόνο για να σε ταπεινώσουν, να σε εξευτελίσουν να σε κάνουν να ζήσεις το θάνατο σου ξανά και ξανά.
Όχι όμως, εκείνη η Τετάρτη δεν ήταν σαν τις άλλες. Όλοι περιμέναμε να σε δούμε να καταφτάνεις, εξοντωμένο από το ξύλο και τις κακουχίες παραπατώντας, μα εσύ δεν γύρισες ποτέ. Και έκλαψα πνιγμένα δάκρυα στη σιωπή, γιατί αν με άκουγαν οι σύντροφοί θα λύγιζαν και κείνοι. Ζήτησα απλά απ’ τον Γιάννη, που όποτε τον αφήνανε σε ησυχία απ’ τα βασανιστήρια έγραφε στίχους, να γράψει ένα ποίημα και για σένα, να μη ξεχαστείς.
Εκεί στη δυσοσμία των σαπισμένων κορμιών από τα βασανιστήρια, εγώ ήμουν πραγματικά ελεύθερος. Μα η ελευθερία μου ήταν βαριά και ασήκωτη. Εγώ βλέπεις τους ήμουν απαραίτητος. Εμένα μου φέρονταν διαφορετικά ακόμα κι αν αρνιόμουν να υπογράψω. Ήμουν ένα είδος σπάνιο, ήμουν παθολόγος και από κείνη τη μέρα που βοήθησα να καλύψουμε το σκάνδαλο της αυτοκτονίας της γυναίκας του Στρατηγού, δεν ξαναπλώσαν χέρι πάνω μου.
~~
Εκείνη τη μέρα μας είχαν βάλει όλους να σπάμε πέτρες και να τις μεταφέρουμε μέχρι το Κεντρικό κτίριο. Ένα από αυτά τα βρωμόπαιδα που αν βρίσκονταν στη θέση σου θα ‘χαν λακίσει στο πρώτο χαστούκι, έριξε μια από τις πέτρες στην πλάτη του Αλέκου και εκείνος σωριάστηκε κάτω.
Γερό παλικάρι ο Αλέκος, καθοδηγητής στο κόμμα από τους πιο χαρισματικούς ρήτορες, σε μάγευε με κάθε του φράση. Τον σάπιζε σιγά σιγά το σαράκι όπως και τον Γιάννη και είχε ήδη χάσει πάνω από δέκα κιλά. Πήγε από πάνω του που λες το βρωμόπαιδο και τον έφτυνε και τον κλωτσούσε γιατί δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο Διοικητής και φώναζε μανιασμένος, ο Γιαννόπουλος που είναι ο Γιαννόπουλος. Εδώ είμαι Διοικητά απάντησα και με άρπαξε από το μπράτσο παραμερίζοντας το βρωμόπαιδο που σταμάτησε απότομα να κλωτσάει τον Αλέκο και με πήρε παράμερα.
Η γυναίκα μου μου λέει, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και πρέπει να τα καλύψουμε, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να πάει νοσοκομείο, πρέπει να τη βοηθήσεις, πρέπει να σταματήσεις την αιμορραγία.
Τρέχω ξωπίσω του και μπαίνουμε στα γραφεία του Δεύτερου ορόφου που κανείς από μας δεν είχε μπει έως τότε. Εμάς μας φύλαγαν την υπόγα όπου όταν έμπαινες μέσα ήξερες ότι έπρεπε να ετοιμαστείς για τα χειρότερα.
Η φάλαγγα ήταν από τα πιο σκληρά βασανιστήρια τους και οι πούστηδες έβγαζαν όλα τα βίτσια τους πάνω στις γυμνές μας πατούσες. Τουμπάνιαζαν που λες τα πόδια και δεν μπορούσες ούτε να συρθείς για να γυρίσεις στο σκηνάκι σου. Στέκονταν άψυχα και άκαμπτα τα κορμιά των συντρόφων απ’ τον πόνο, παρακαλώντας κρυφά από μέσα τους, να ήταν η τελευταία για σήμερα. Να ξαποστάσουν. Έπειτα σε πετούσαν έξω και αν ήσουν τυχερός όλο και κάποιος σύντροφος θα βρισκόταν να σε περιμαζεψει. Αν όχι θα έπρεπε να φτάσεις μέχρι το αντίσκηνο μπουσουλώντας, σαν να μη σου έφτανε ο πόνος σου και ο εξευτελισμός σου.
Τι σου έλεγα ρε σύ, α ναί για τη γυναίκα του Διοικητή. Τη βρήκα που λες βουτηγμένη στο αίμα στο ιατρείο και από πάνω τις πέντε ζάβλακες να τις κάνουν αέρα.
Παρακαλώ να βγείτε όλοι από το δωμάτιο, λέω.
Ακούσατε ρε, όλοι έξω, ούρλιαξε ο Διοικητής. Θα σε παρακολουθώ από έξω Γιαννόπουλε, πρόσεχε.
Με αφήνουν μόνο μου με τη Μαρίκα που κλαίει και μιλάει ακαταλαβίστικα. Ψήνεται στον πυρετό και έχει χάσει πολύ αίμα, καθαρίζω με ιώδιο την πληγή, της ρίχνω με το ζόρι ένα ηρεμιστικό στο στόμα να το καταπιεί και πιάνω να τη ράψω μήπως την προλάβω πριν στραγγίξει όλο το αίμα από μέσα της. Μη φοβάσαι της ψιθυρίζω θα γίνεις καλά. Ουρλιάζει από τον πόνο.
Όταν τελείωσα την είχε πάρει ήδη ο ύπνος, αλλά ανάσαινε σταθερά. Πλησίασα την πόρτα, μου άνοιξαν και ο Διοικητής όρμηξε μέσα, πώς είναι μου λέει, θα ζήσει του λέω. Ευχαριστώ Γιαννόπουλε, θα το θυμάμαι αυτό. Πάρτε τον, λέει.
~~
Από κείνη τη μέρα λοιπόν, δεν με ξανάγγιξαν εμένα και με άφηναν να τους καθαρίζω τις πληγές και όλο και κανένα φάρμακο μου παρείχαν για να κάνω τη δουλειά μου.
Και σε έφεραν σε μένα το βράδυ εκείνο που σε βασάνιζαν για δώδεκα ώρες, μόλις είχες φτάσει στο νησί. Σε έφερα στην αγκαλιά του ο Μήτσος γιατί ήσουν αναίσθητος και είχες πολλαπλά τραύματα στα πλευρά και ο ώμος σου είχε εξαρθρωθεί και κρεμόταν το χέρι σου σαν νεκρωμένο. Ζήτησα τη βοήθεια του Μήτσου για να μπορέσουμε να το βάλουμε στη θέση του γιατί είχε σκληρύνει, ποιος ξέρει πόσες ώρες θα κρεμόταν εκεί και εκείνοι οι πούστηδες θα συνέχιζαν να σε χτυπάνε με τα ρόπαλα.
Η ελευθερία που ένιωθα κοντά σας, όταν σας απάλυνα τον πόνο και σας έπλενα τις πληγές μπερδευόταν μέσα μου και αποτελούσε την προσωπική μου εξορία. Όχι αυτή την εξορία που εκείνοι θέλανε για μας, όχι, αυτήν την ξεγελάσαμε, πότε δεν χάσαμε την ανθρωπιά μας και την αλληλεγγύη μας. Σου μιλάω για την εξορία εκείνη που δημιούργησε ο καθένας μέσα στο κεφάλι του. Άλλος γιατί υπέγραψε, άλλος γιατί κατέδωσε και γω γιατί δεν ήμουνα στη θέση σας.
Ρε Γιαννόπουλε άσε τα ηρωηλίκια, αν δε σε είχαμε ολόκληρο εδώ θα είμασταν τελειωμένοι όλοι, μου ‘χες πεί ένα βράδυ.
Παρά τις φορές που προσπάθησες να με πείσεις για το αντίθετο, τότε που καθάριζα τα τραύματα του Γιώργη και εκείνος σπάραζε, σπάραζαν και τα σωθικά μου. Σκεφτόμουν τον Γιώργη να στέκεται με το ένα πόδι ψηλά και τα χέρια σε έκταση να κάνει το αεροπλανάκι και να τον κοπανάνε στα αχαμνά. Εμένα με καλούσαν και με απειλούσαν, είχε καταντήσει πλέον τραγελαφικό. Με απειλούσαν να σκοτώσουν την οικογένεια μου ενώ δεν είχε μείνει κανένας και η Μόρφω είχε πάρει το παιδί και είχαν φύγει για Αμερική, με ενημέρωσε ένας από τους συντρόφους που ήρθε τελευταίος και έφυγε πρώτος, ο Στρατής.
Ο Στρατής ήταν πολύ ευαίσθητη ψυχή και όλο σκάρωνε τραγούδια και είχαν όλα γούστο, ο άτιμος είχε φοβερή φαντασία. Πολλές φορές είδα τον ίδιο εφιάλτη ξανά και ξανά. Γιατί μου τον έφεραν να τον δω για να γράψω πάνω στο χαρτί τη λέξη νεκρός γιατί ο χαφιεδογιατρός τους δεν ήταν στο νησί, λες και χρειαζόταν γιατρός για να πιστοποιήσει τον θάνατο μιας αιμόφυρτης μάζας που δεν ξεχώριζε καν το κορμί. Τίποτα δεν είχε μείνει απ’ τον Στρατη.
Τον σκεφτομαι ρε συ, να λέει όχι ξανά και ξανά μετά από εικοσιτέσσερις ωρες ακίνητος και όρθιος, δεν τον άφησαν ρε ούτε να φάει οι καργιόληδες, νηστικός πέρασε απέναντι. Δεν ομολόγησε και δεν υπέγραψε και τον έχωσαν μέσα σε έναν σάκο μαζί με μια γάτα και τον πέταξαν στη θάλασσα. Ξυπνάω κάθε βράδυ λουσμένος στον ιδρώτα με την εικόνα της γάτας μόλις βράχηκε ο σάκος. Το γατί να τον ξεσκίζει στην προσπάθεια του να βγει έξω, να σωθεί. Ο Γιώργης να πνίγεται και να του τελειώνει το οξυγόνο και το γατί να τον νυχιάζει όπου βρει.
Αυτή είναι η δική μου εξορία και το προσωπικό μου καθημερινό βασανιστήριο. Να ξαναζώ όλα τους τα βασανιστήρια, τον θάνατο όλων των παλικαριών μας για τα όποια υπέγραψα και είδα τα πρόσωπά τους πριν τα πετάξουν μέσα στο λάκκο. Το μόνο που σκέφτομαι να παίρνω ελπίδα είναι εκείνη η Τετάρτη.
Όταν ξεφόρτωσαν στο στήθος σου κάμποσες σφαίρες και έπεσε το άψυχο κορμί σου στο έδαφος σαν σακί από πατάτες, ε, είμαι σίγουρος ότι έφυγες χαμογελώντας. Κοιτάζω τον ουρανό πάντα και σε βλέπω. Αν πίστευα ρε έστω και λίγο στο θεό τους θα ήμουν σίγουρος ότι ανεβαίνοντας προς τα πάνω γελούσες με ένα κόκκινο πλατύ χαμόγελο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ιφιγένεια Δουμπαλακίδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Ο αφηγητής – γιατρός ήταν συγγενικό της πρόσωπο και βρέθηκε στη Μακρόνησο μαζί με τον Γιάννη που έγραφε στιχάκια, τον Γιάννη Ρίτσο.
Όλα τα άλλα είναι μυθοπλασία, αλλά έγιναν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τα ποιήματα που έγραψε ο Ρίτσος στη Μακρόνησο. Με το σημείωμα του:
Γ.Ρ.”
https://atexnos.gr/giannis-ritsos-makronisiotika-oi-rizes-tis-romiosinis/