Δίψα

0
598

Λεφτά, ελευθερία, άνεση, φίλοι, έρωτας. Όλα όσα χρειάζεται κάποιος για να μεγαλώσει μια φαινομενικά όμορφη ζωή, εγώ τα είχα. Σκατά. Αυτό είναι όλα. Σκατά. Ένας άνθρωπος το μόνο που χρειάζεται είναι αγάπη. Πόσο πιο τετριμμένο να γίνει το θέμα; Πόσο πιο απλά να στο πω; Να το σπάσω σε χίλια κομμάτια και να το χώσω σε κάθε σπιθαμή του κορμιού σου για να το αισθανθείς. Να σου καρφώνει τα σωθικά και να σε σκίζει με τρόπο που δεν θα σε αφήσει να ξεχάσεις. Αυτό ήθελα. Αυτό θέλω. Ακόμα και λίγες ώρες πριν αν κάποιος μου έλεγες αποφάσισε, εγώ πάλι αγάπη θα διάλεγα για σένα. Όμως βαρέθηκα πια. Κουράστηκα. Σε σιχάθηκα. Με σιχάθηκα ρε, δεν το αντέχω. Τέλειωσα, δεν έχω άλλο, τ’ ακούς;

○●○

Εννέα χρόνια πριν. Ήρθες στο δωμάτιο και άνοιξες την πόρτα. Πλησίασες και τράβηξες το σεντόνι, με κοίταξες με μάτια ορθάνοιχτα. Όσο και αν τράβηξα το σεντόνι δεν με άφησες. Έκατσες δίπλα και άγγιξες το πρόσωπο μου. “Σε χρειάζομαι, έλα μαζί μου” ψιθύρισες. Το στόμα σου μύριζε έντονα αλκοόλ. Τραβήχτηκα απότομα και στο πρόσωπο μου είδες την αηδία. Σε ρώτησα τι έχεις πιει, χαμογέλασες. Είχες πρόσφατα βγει από τη φούσκα της ζωής που είχε δημιουργηθεί γύρω μας και σε εξίταρε η ιδέα των άκρων. Όσο και αν ήθελα δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήταν εκείνο που σε άλλαξε με τέτοιο τρόπο. ΜΕ πήρες από το χέρι και με τράβηξες τόσο όσο χρειάζεται για να σε φτάσω. Τελικά σε ακολούθησα χωρίς δισταγμό. Φτάσαμε σχεδόν στις μύτες για να μην μας καταλάβει η Μαρία, στο υπόγειο που εσύ ονόμαζες καβάτζα. Δεν κατάλαβε στιγμή, άλλωστε οι γονείς μας την πλήρωναν για να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, τα κατάφερνε περίφημα.

○●○

Είναι μάταιο να προσπαθείς να λυθείς, ο εαυτός σου δεν πρόκειται να σε αφήσει. Προσπάθησε να το απολαύσεις. Αυτό δεν μου έλεγες όσες φορές χρειάστηκε να κάνω όλα όσα ήθελες εσύ;

“Πρέπει να  διψάς. Το μουνί σου διψάει. Πότε θα το πάρεις χαμπάρι να αφεθείς;” αυτά τα λόγια σου ακριβώς στοίχειωσαν τις νύχτες μου. Σε ποιον μπορούσα να το πω; Στους γονείς μας; Εκείνοι ήδη είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους καιρό πριν από σένα. Όσα φαίνονται, αυτό είμαστε. Κι εμείς φαινόμασταν καλά. Ούτε που πρόσεξαν τα δικά σου μάτια, θα πρόσεχαν τα δικά μου νομίζεις; Ήθελα, δίψαγα να σωθώ. Γι’ αυτό διψούσα αληθινά και ποτέ δεν το κατάλαβες. Τα μάτια σου έχουν τόσο θολώσει που ποτέ δεν θα το δεις.

○●○

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, μπήκαμε στη καβάτζα και ότι υπήρχε στο στομάχι μου είχα την αίσθηση πως θέλει να βγει. Έβαλα τα χέρια στο στόμα λες και ήταν ικανά να συγκρατήσουν την αηδία που ένιωσα. Η μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με αλκοόλ ήταν κάτι που δεν είχα συνηθίσει. Μόλις μπήκαμε πρόσεξα πως στον καναπέ περίμενε ο Στράτος, “καινούριος σου αδερφός” όπως σου άρεσε να τον αποκαλείς. Κοντοστάθηκα στην πόρτα, νόμιζα δεν θα ναι κανείς.

“Ο Στράτος είναι αδερφός ρε, ξεκόλλα. Ντρέπεσαι εμένα; Το ίδιο είναι. Έλα τώρα μη κάνεις σαν μωρό.” είπες και με τράβηξες στο εσωτερικό. Φτάσαμε κοντά και με έσπρωξες πάνω του. “Ο Στράτος θέλει να γνωριστείτε καλύτερα” συμπλήρωσες και έφυγες απ’ το δωμάτιο. Ταράχτηκα, εκείνος με έπιασε απ’ το χέρι. “Να μην φοβάμαι και να ακούσω το κορμί μου” άκουσα στο βάθος του μυαλού μου να ζητάει. “Αυτό κάνω” σκέφτηκα και προσπάθησα να βρω διαφυγή. Έριξε το σώμα του επάνω μου τόσο ώστε να με συνθλίβει με το βάρος του. Όσα και αν άκουσες δεν γύρισες στιγμή. Ήμουν μόνο δεκατεσσάρων ετών.

○●○

Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε το σφυρί που είχε αφήσει στον πάγκο. Το κορμί του τινάχτηκε, το σφυρί σταμάτησε στο στόμα. Το γύρισε ανάποδα και το πίεσε βαθιά μέσα.

Είμαι σίγουρη πως κάπου μέσα σου γουστάρεις την αίσθηση, το βλέπω στα μάτια σου, διψάς. Σσσσς ναι, καλά άκουσες, διψάς, όπως εγώ άλλωστε, έτσι δεν είναι; Θες μια τζούρα ή το απολαμβάνεις; Ηρέμησε, ο πόνος βοηθάει να ξεχάσεις τον πόνο.

Του έδωσε μια τζούρα, έκανε την τελευταία και το έσβησε στο γυμνό κορμί του. Οι φωνές τους γέμισαν τον χώρο.

○●○

Τα επόμενα χρόνια ήταν γεμάτα φίλους, γνωστούς και άγνωστους. Οποιονδήποτε σου εξασφάλιζε μια καλή δόση ή ευκαιρία να μην χάσεις την ψευδαίσθηση της εξουσίας. “Το μουνί σου διψάει, δεν είσαι σαν τις άλλες” επαναλάμβανες ξανά και ξανά μέχρι που το πίστεψα. Ήσουν ο μόνος που είχα να κρατηθώ και αυτό αρκούσε για να σε ακούσω. Ξεκίνησα να πίνω τα πάντα, πολλές φορές περισσότερο και από ‘σένα. Με βοηθούσε να αντέξω στη δουλειά. Έτσι το έβλεπα από ένα σημείο και μετά. Μια γαμημένη δουλειά που από ότι φάνηκε ήμουνα καλή. Τα δώρα δεν μου έλεγαν τίποτα, ότι ήθελα μπορούσα ήδη να το έχω. Έμοιαζε περισσότερο συνήθεια και λιγότερο πραγματικότητα. Όπως όταν η τηλεόραση παίζει ξανά και ξανά την ίδια διαφήμιση έρχεται η στιγμή που νομίζεις ότι όντως χρειάζεσαι αυτό που κοιτάς. Έτσι και εγώ.

○●○

Το κορμί του σφιγγόταν και τιναζόταν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να επανέλθει στην πραγματικότητα. Οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν από το στόμα, τα μάτια του είχαν σταματήσει να την ακολουθούν και μόνο ο ιδρώτας που τον έλουζε μαρτυρούσε το φόβο του. Εκείνη σταμάτησε πίσω από το κεφάλι του και τον φίλησε στα μαλλιά. Το κράτησε ανάμεσα στα χέρια της και τον κοίταξε.

Σε αγάπησα περισσότερο από όλους όσους γνώρισα στην ζωή μου. Δεν είχα γονείς, έπαψα να έχω φίλους, ήσουν ο μόνος που έμεινε και εσύ το εκμεταλλεύτηκες με τον χειρότερο τρόπο.

Έβγαλε την μπλούζα της και στην κοιλιά της φάνηκαν δεκάδες σημάδια. Τράβηξε το πρόσωπο του με δύναμη και τον ανάγκασε να τα δει ακόμα μια φορά. Έβγαλε από την τσέπη της ένα λεπτό κοπίδι και τώρα βρισκόταν μπροστά του. Το κορμί του έτρεμε με τρόπο που δεν είχε ξαναδεί.

Αν δεν σταματήσεις μπορεί να σε κόψω περισσότερο από όσο χρειάζεται. Σσσσς εδώ, κοίτα με. Κοίτα με σου λέω! Ο πόνος σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο, ήρθε η ώρα να το μάθεις κι εσύ.

Έφτιαξε μια γραμμή και την πήρε από το κορμί του, όσο το έκανε κρατούσε το κοπίδι σφιχτά στο ύψος των ποδιών του, δίπλα από τα γεννητικά του όργανα. Έβαλε το μικρό δάχτυλο στο σακουλάκι και ύστερα το έτριψε μέσα από τα χείλη του. Τώρα το κοπίδι ήταν στο ύψος από το στήθος του. Το πίεσε, ώσπου έσκισε το δέρμα του και το κατέβασε όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Κοίταξε το πρόσωπο του που γέμιζε από δάκρυα. Έσκυψε και έβγαλε τη γλώσσα της χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάει. Άρχισε να γλύφει την πληγή του μέχρι το σημείο που αυτή ξεκινούσε. Έφτασε στο πρόσωπο του και τον έφτυσε. Μόλις σηκώθηκε είδε ότι του είχε σηκωθεί. Το χέρι της προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο του. Απομακρύνθηκε από δίπλα του, τώρα τα δάκρυα έγιναν δικά της.

○●○

Συνήθισα τόσο που έχασα την αίσθηση της ζωής. Υπήρχα από συνήθεια, πηδιόμουν από συνήθεια, δεν ένιωθα από συνήθεια. Μέχρι τη στιγμή που σε είδα στην πόρτα όλα κυλούσαν στο ίδιο σκηνικό. Όταν πλησίασες ήταν σχεδόν σαν να μην σε είδα. Όταν βρέθηκες μπροστά μου και άνοιξες τα πόδια μου όμως σάστισα. Είχαν περάσει οχτώ γαμημένα χρόνια, οχτώ χρόνια που δεν ήμουν στο σώμα μου, που έκανα όσα εσύ ζητούσες, που έχασα τη ζωή μου, την ηλικία μου, την όρεξη μου, τις ανάσες μου. Οχτώ χρόνια που με ανάγκασες να σου δώσω όλα όσα είχα όχι όμως αυτό. Έσφιξες τα πόδια μου με όλη σου τη δύναμη και ξαφνικά πονούσα όπως ποτέ πριν. “Δώστο μου, έλα τι διαφορά θα κάνει; Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος θα είμαι.” Και δεν ήσουν. Όμως ήσουν ο ένας. Ο καλύτερος και ο χειρότερος άνθρωπος μου. Με έδεσες στο κρεβάτι και γελούσες. “Αδέρφια είμαστε, ας παίξουμε” έλεγες σαν υπνωτισμένος. Και έπαιξες. Ξεφτίλισες και την τελευταία αίσθηση αξιοπρέπειας που είχα επάνω στο κορμί μου. Ξύπνησες τον μεγαλύτερο φόβο που έκρυβα, μαζί, και το θηρίο.

○●○

“Γουστάρεις ρε; Ακόμα και τώρα γουστάρεις; Νομίζεις δεν είδα πως τον κοίταξες;” είπε ξέπνοα εκείνος.
Σκούπισε τα μάτια της και γύρισε να τον κοιτάξει. Πλησίασε πάλι κοντά του πιο αργά από ποτέ.

Έχεις δίκιο, γουστάρω.

Έσκυψε από πάνω του και τον πήρε στο στόμα, σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Συνέχισε να τον γλύψει. Στο πρόσωπο του φάνηκε η ικανοποίηση, είχε αφεθεί στη στιγμή. Μόλις εκείνος ήταν έτοιμος να τελειώσει εκείνη τον έβγαλε απ’ το στόμα.

“Συνέχισε μικρή μου, έλα μη σταματάς. Ξέρω πόσο διψάει.” της είπε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον έβαλε ξανά στο στόμα της. Έκλεισε τα μάτια της και το μόνο που ακουγόταν στον χώρο ήταν οι ανάσες του. Έσφιξε τα χέρια της επάνω του, το κορμί της τινάχτηκε, τον δάγκωσε με όση δύναμη κρατούσε. Δευτερόλεπτα μετά εκείνος χτυπιόταν και ούρλιαζε. Το στομάχι της ανέβαινε στο στόμα, μόλις τον έβγαλε γύρισε από την άλλη και αυτή τη φορά δεν άντεξε, ξέρασε από μέσα της μια ολόκληρη ζωή.

○●○

Μπήκα μέσα στην κόλαση και δεν ξαναβγήκα ποτέ. Όλα έμοιαζαν όπως την πρώτη φορά, έπρεπε από κάπου να κρατηθώ. Μόνο που πλέον, ήμουν ολοκληρωτικά δική σου. Έναν ολόκληρο χρόνο προετοιμαζόμουν γι’ αυτό. Σταμάτησα να υπάρχω για χρόνια όμως ξαφνικά, μου είχες δώσει σκοπό. Διψούσα ξανά.

Έπαψε να τον ακούει, σχεδόν δεν τον έβλεπε μπροστά της. Μάζεψε τη μπλούζα από το πάτωμα, σκούπισε το στόμα της και σηκώθηκε. Βγήκε από το δωμάτιο και δεν γύρισε ποτέ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Νικολέτα Κριαρά Λάμπρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Περισσότερους φόνους θα βρείτε εδώ Murder ballads
https://sanejoker.info/category/murder-ballads

Η εικόνα είναι λεπτομέρεια απ’ τον πίνακα του William-Adolphe Bouguereau “Dante and Virgil in Hell” (1850)