Ο Δονάλδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δακία. Η πλούσια οικογένειά του παραδοσιακά ασχολούνταν με τη μεταλλουργία αλλά εκείνος, επηρεασμένος από την κλασσική του παιδεία και ιδιαιτέρως από τον Ηρόδοτο, είχε οραματιστεί για αυτόν ένα μέλλον γεμάτο ταξίδια κα περιπέτειες.
Το ανήσυχο πνεύμα του και ο νευρικός του χαρακτήρας δημιουργούσαν συνεχώς ρήγματα στο ευυπόληπτο όνομα της οικογένειας θίγοντας την θέση της στην τοπική κοινωνία. Θεώρησαν κάποια στιγμή ότι η αγάπη τους για τον Δονάλδιο θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο εξ αποστάσεως.
Έτσι λοιπόν, τον έστειλαν στην Καστοριά της Μακεδονίας να επιβλέπει με τον εκεί θείο του τον εμπορικό δρόμο μεταλλευμάτων. Ο Δονάλδιος ήταν διστακτικός στην αρχή αλλά αφού μάδησε μια μαργαρίτα κατά εντολή του Μαντείου, το καταφατικό σημάδι των Θεών εξαφάνισε τις όποιες αναστολές του.
Η πορεία προς την Καστοριά από μόνη της πρόσφερε εμπειρίες στον Δονάλδιο αλλά δεν ήταν αρκετές και αξιοσημείωτες ώστε να τον ικανοποιήσουν. Ήλπιζε ότι με λίγη τύχη θα μπορούσε να αποκτήσει τη φήμη που επεδίωκε στη λιμνούπολη της Καστοριάς.
Ο θείος του ήταν εγκατεστημένος σε ένα χωριό ονόματι Δισπηλιό, ελάχιστα στάδια μακριά από την Καστοριά. Από εκεί, ο θείος μπορούσε πρώτος να αποκτήσει τα απαραίτητα μεταλλεύματα που πραματευτάδες πήγαιναν στην πόλη και τελευταίος να αγοράσει σε τιμή έκπτωσης τα απούλητα εμπορεύματα.
Στην αρχή ο θείος του τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό αλλά μόλις διάβασε την επιστολή που ο Δονάλδιος του παρέδωσε εκ μέρους της Δακίας οικογένειας, μια αυστηρότητα κατέκλυσε μονίμως από τότε το πρόσωπο και συμπεριφορά του απέναντι στον ακαμάτη ανιψιό.
Οι μέρες περνούσαν αργά για τον Δονάλδιο και οι γνώσεις του έβρισκαν εφαρμογή στη τήρηση των λογιστικών βιβλίων, την καταγραφή των αγαθών, και τη φύλαξη του ταμείου. Όποτε ο θείος ζητούσε βοήθεια σε εργασίες που απαιτούσαν σωματική άσκηση, ο Δονάλδιος ποιούσε την νήσσα.
Αυτή η κατάσταση άλλαξε όμως ύστερα από την γνωριμία του με τον γείτονά του. Το όνομα του γείτονα ήταν Μήκιος ο Μύωπας. Ήταν κοντός που σημαίνει ότι κατ’ ευφημισμό τον έλεγαν μήκιο. Είχε δύο πεταχτά δόντια σαν ποντικού αλλά τον λέγανε Μύωπα επειδή δεν μπορούσε να δει μακριά.
Για αυτόν τον λόγο είχε πάντα συντροφιά τον σκύλο του που λειτουργούσε σαν προειδοποιητικός μηχανισμός όποτε μυριζόταν κίνδυνο ή κάποια παρουσία, ιδιαιτέρως εκείνων των επικίνδυνων μουργόλυκων της περιοχής. Πλούτο φώναζε τον σκύλο επειδή είχε εντοπίσει θησαυρό όταν η κουταβίσια όσφρησή του ανακάλυψε τον τάφο ενός πλουσίου που θάφτηκε με τα υπάρχοντά του.
Μία κρασοκατανυκτική νύχτα λοιπόν, ο Μήκιος εξομολογήθηκε ακουσίως τις συνεχείς επισκέψεις του Πλούτου στα παράλια της λίμνης και τους μύθους για έναν χαμένο πολιτισμό στην περιοχή. Η φαντασία του Δονάλδιου εκστασιάστηκε και πίστεψε ότι αυτή ήταν μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει την φήμη και πλούτο που επιδίωκε δίχως πολύ κόπο. Χωρίς να σπαταλήσουν χρόνο, οι δύο τους άρχισαν να καταστρώνουν το σχέδιο για την ανασκαφική τους δράση.
Επιστράτευσαν τον Κύρο, εφευρέτη της περιοχής, για την κατασκευή ενός μηχανισμού με γρανάζια που θα τους επέτρεπε αποτελεσματικά να σκάψουν στη λάσπη της ξηράς και του νερού και να την αφαιρούν από το έδαφος.
Όταν η νέα Σελήνη εμφανίστηκε, ο θείος έφυγε από το Δισπηλιό για δουλειές και η ανασκαφή ξεκίνησε με τη βοήθεια ενός χοντροκέφαλου φίλου του Μήκιου που είχε ωστόσο την απαραίτητη σωματική δύναμη που τους έλειπε. Στα ανώτερα επίπεδα ανακάλυψαν μερικά αρχαία νομίσματα διαφόρων αξιών και θραύσματα πήλινων αγγείων αλλά τίποτα το αξιόλογο. Οι ανασκαφικές μέρες περνούσαν και το κυρίαρχο στοιχείο παρέμενε η λάσπη που μόνο ο Πλούτος έβρισκε διασκεδαστική μες στην σκυλίσια αθωότητά του.
Στα κατώτερα επίπεδα όμως έβρισκαν οστέινα εργαλεία και ψήγματα χρυσού που τους έδιναν λίγη ελπίδα για θησαυρό. Την έβδομη μέρα βρήκαν μια ξύλινη πλάκα με παράξενες χαρακιές. Ο σπουδαγμένος Δονάλδιος δεν αναγνώρισε τα σύμβολα, ούτε και ο Μήκιος, παρότι έβλεπε από κοντά, δεν φάνηκε χρήσιμος. Παρόλα αυτά, φύλαξαν την πλάκα για περαιτέρω, μελλοντική, μελέτη. Η τύχη δεν ήταν με το μέρος των εξερευνητών, οι μέρες περνούσαν, και στο τέλος βιαστικά προσπαθούσαν να καλύψουν τα ίχνη τους εξαιτίας της επικείμενης επιστροφής του αυστηρού θείου.
Η αποτυχημένη περιπέτεια έφερε δυστυχία και κατάθλιψη στη ζωή του Δονάλδιου. Η κακιά του τύχη έφτασε στο σημείο να τον οδηγήσει σε βαθιά αρρώστια και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Βρισκόμενος κοντά στις όχθες του Αχέροντα ποταμού, ο Δονάλδιος εξιστόρησε στον ταλαίπωρο θείο, που πάλι διαχειρίζονταν μόνος του την οικογενειακή επιχείρηση, την ανασκαφική του δραστηριότητα ενώ εκείνος βρισκόταν μακριά. Ο σπαγγοραμένος θείος που ταράχτηκε για λίγο, νοιαζόταν για τον ανιψιό του αλλά όχι τόσο ώστε να μισθώσει τον τοπικό ιατρό. Αντί αυτού, προσκάλεσε την μάγισσα του Δισπηλιού να βοηθήσει.
Ο Δονάλδιος κείτονταν στο κρεβάτι αγκαλιά με την ξύλινη πλάκα. Η μάγισσα διέγνωσε ως αιτία της αρρώστιας κατάρα που πήγαζε από την ξύλινη πλάκα. Βουρκωμένος ο θείος, άρπαξε την πλάκα και την επέστρεψε στη λίμνη κατά παραγγελία της μάγισσας. Η σωματική υγεία του Δονάλδιου βελτιώθηκε αμέσως αλλά τώρα οδύρονταν νευριασμένος και για την απώλεια της πλάκας, της τελευταίας του ευκαιρίας να αφήσει το δικό του στίγμα στην ιστορία. Η μάγισσα και ο θείος τον αγνόησαν και ξεκίνησαν τη συζήτηση περί της αμοιβής της πρώτης.
Η μάγισσα ζήτησε για πληρωμή μια αρχαία δεκάρα, μια από αυτές που ανέσυρε ο Δονάλδιος. Ο θείος ψαχούλεψε το πουγκί του Δονάλδιου, κράτησε μια δεκάρα για τον εαυτό του και έδωσε μια στην μάγισσα. Εκείνη απαίτησε να της δοθεί η δεκάρα που ο θείος παρακράτησε. Αρνήθηκε ρητά ο θείος και η έξαλλη μάγισσα ξεστόμισε νέες κατάρες σε αρχαία βαρβαρική γλώσσα καθώς αποχωρούσε. Ο Δονάλδιος και ο θείος δεν φοβήθηκαν καθόλου μα άρχισαν να γελούν: ήταν η πρώτη φορά που μοιράστηκαν οι δύο τους το ίδιο συναίσθημα και κατανόηση.
Η ζωή συνέχισε με τον ίδιο τυπικό ρυθμό από τότε. Ο χειρώνακτας θείος δούλευε σκληρά, ο Δονάλδιος ή επεξεργάζονταν τα βιβλία ή κοιμόταν, και τα βράδια οι δύο τους κάνανε συντροφιά στον Μήκιο και λέγανε πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες κάτω από τον έναστρο ουρανό.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, η τελευταία παρουσία του Δονάλδιου και της παρέας στον Ελλαδικό χώρο ταυτίζεται με τις αναφορές της παρουσίας του Μαύρου Πέτρου.
Ο Πέτρος δεν καταγόταν από την περιοχή της Λιβύης και τον λέγανε μαύρο επειδή το πρόσωπο και δόντια του είχαν μαυρίσει από φυτά που κάπνιζε από την χώρα δυτικά των Στηλών του Ηρακλή. Φημολογείται ότι ο Πέτρος είχε μεταλλεία χαλκού στο βόρειο τμήμα της δυτικής εκείνης χώρας και ότι επισύναψε εμπορική σύμβαση με την Δονάλδεια οικογένεια για την από κοινού εκμετάλλευση και διανομή των πλούσιων εκείνων κοιτασμάτων.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Ζαττας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Πληροφορίες για τον λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού:
http://www.greek-crossroads.gr/λιμναίος-οικισμός-δισπηλιό/
Πληροφορίες για τους Δάκες:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B1%CE%BA%CE%AF%CE%B1
Πληροφορίες για τα ταξίδια στην Βόρεια Αμερική:
https://www.tovima.gr/2012/04/06/science/minwikes-apoikies-stin-ameriki/
Δονάλδιος: Ομοιότητα με τον Ντοναλντ Ντακ
Θείος: Ομοιότητα με τον Σκρουτζ Μακ Ντακ
Μήκιος ο Μύωπας: Ομοιότητα με τον Μίκυ Μάους. Μήκιος σημαίνει εκτενής. Μυς σημαίνει ποντικός στα αρχαία ελληνικά. Μύωπας είναι εκείνος που έχει όψη ποντικού ή/και έχει μυωπία.
Χοντροκέφαλος φίλος: Ομοιότητα με τον Γκούφη. Η μοντέρνα ελληνική λέξη “Μαγκούφης” είναι τουρκικής προελεύσεως και σημαίνει χοντροκέφαλος.
Κύρος ο εφευρέτης: Ομοιότητα με τον Κύρο Γρανάζη
Μάγισσα του Δισπηλιού: Ομοιότητα με την Μάτζικα Ντε Σπελ (Ντε=Δε/Δι/Δις, Σπελ=Σπηλια)
Μαύρος Πέτρος: Ομοιότητα με τον Μαύρο Πητ