Η Σαλίνα κι ο Ψαράς

0
430

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι brett_ryder_sandi_toksvig_18-1024x737.jpg«Ευτυχώς, που ο Άντρας δεν ψαρεύει πια σαρδέλες. Τώρα μάλιστα, ψαρεύει εκείνα τα ψάρια που τρώνε τις σαρδέλες, τις αδερφές μου.»

Έτσι ξεκίνησε την αφήγησή της η Σαλίνα. Δεν ήταν πολύς καιρός που την ήξερα και μου ’χε πει πως μια μέρα θα μου διηγιόταν την ιστορία της. Έμεινα λίγο άφωνος μ’ αυτό το «οι αδερφές μου», νόμισα πως ήταν ένα είδος αγάπης και ταύτισης με τις σαρδέλες. Αλλά…

«Πρέπει πρώτα να σου πω, Βασίλη, πώς τον γνώρισα. Εγώ δεν ήμουνα τίποτ’ άλλο από μια μικρή σαρδέλα του πελάγους. Ζούσαμε πολύ ωραία, παρά τις χιλιάδες απειλές για τη ζωή μας, που καιροφυλακτούνε στις ανοιχτές θάλασσες. Η οικογένεια η δική μου, δυο περίπου δισεκατομμύρια είμαστε, γυρνούσαμε από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις εποχές. Απ’ τη Μεσόγειο ως λίγο πιο πέρα απ’ τα  στενά, στον Ατλαντικό.»

Μεγάλο ταξίδι κι επικίνδυνο, της είπα. Δεν βρήκα τι άλλο να πω.

«Επικίνδυνα νερά, ναι. Εκτός απ’ τα χιλιάδες κήτη, πουλιά και μεγάλα ψάρια, που μας προτιμούν για γεύμα, ένας μεγάλος εχθρός μας είναι οι άνθρωποι με τα δίχτυα ή τ’ αγκίστρια τους. Αν πιαστείς εκεί, ε, είσαι καταδικασμένη, μικρή μου, έλεγε η μαμά μου. Εγώ είχα προχωρήσει γρήγορα στην ιεραρχία της οικογένειας, γιατί όλοι με λέγαν έξυπνη. Ήμουνα και πιο μεγαλόσωμη απ’ τις φίλες μου τις Μεσογειακές, οι παππούδες μου ερχόντουσαν απ’ τον Ατλαντικό.

Ίσως γι’ αυτό μου ήταν πολύ εύκολο να βρίσκω το δρόμο μας και να οδηγώ το κοπάδι με ασφάλεια στον Ωκεανό. Εξ ου και το Σαλίνα, που ήταν κόρη του Ωκεανού. Αυτός, λοιπόν, ήταν κι ο λόγος που με είχαν επιφορτίσει να είμαι η Οδηγός. Ξέρεις, Βασίλη, είναι αυτή που μόλις στρίψει, ολόκληρο το κοπάδι την ακολουθεί. Κι έτσι ο καιρός περνούσε με τα γρήγορα μακρινά ταξίδια απ’ τη Μεσόγειο ως τις ακτές της Βρετάνης στη Γαλλία. Έμαθες ποτέ με τι ταχύτητα τρέχουμε στο νερό;»

Πού να ξέρω; Εγώ δεν είμαι θαλασσινός κι όλα αυτά που λέει νομίζω ότι είναι παραμύθι. Η Σαλίνα σαρδέλα; Μου ’ρχόταν να βάλω τα γέλια. Όχι. Οι ερωτευμένες γυναίκες λένε πολλά παραμύθια. Εγώ όμως, θετικός επιστήμονας και κάτοικος μεγαλούπολης, δεν είμαι δα κι ευκολόπιστος. Την άφηνα όμως να μιλάει. Είναι πολύ γοητευτική όταν μιλάει. Παθιάζεται και σε κοιτάει μ’ αυτά τα υγρά μαύρα μάτια της που νομίζεις ότι φτάνουν ίσια στην καρδιά σου, ανοίγουν το κρανίο σου και σου τρυπάνε το στήθος. Δεν έδωσα σημασία στα λεγόμενα, ρούφαγα όμως κάθε λέξη της.

«Εγώ τα δικά μου τα κοπάδια τα έτρεχα με τριάντα, σαράντα ναυτικούς κόμβους, ήμουνα και μικρή ακόμα, μου άρεσε η ταχύτητα. Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα είναι;»

Της είπα, είναι περίπου εξήντα, εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα. Πολύ γρήγορα για το μέγεθος της σαρδέλας. Και για άνθρωπο σχετικά γρήγορα είναι. Είπε πως ήταν το μάξιμουμ που μπορούσαν να κολυμπήσουν, οι πιο νεαρές κυρίως. Εγώ όμως ήθελα να μάθω ποιον και πώς θα τον γνώριζε. Δεν μ’ απασχολούσαν τα χιλιόμετρα.

«Σ’ ένα ταξίδι είχαμε φτάσει ψηλά στον Ατλαντικό, στις ακτές της Βρετάνης. Είμαστε νεολαίοι, αγόρια και κορίτσια και τρέχαμε σαν τρελοί. Δεν αντιμετωπίσαμε σοβαρούς κινδύνους ως εκεί. Παρόλο που η θάλασσα απ’ τον Βισκαϊκό και πάνω είναι μυστήρια, δεν την ορίζεις, αυτή σε ορίζει και σ’ οδηγεί να τρέχεις στα δικά της ρεύματα.

Μια τέτοια μέρα περνούσαμε από το Σαιν Γκενολέ, ένα μικρό ψαροχώρι στις δυτικές ακτές της Βρετάνης. Εγώ ήξερα τι ώρα ν’ ανεβούμε πιο ψηλά στην επιφάνεια, για να μην πέσουμε στα δίχτυα των ψαράδων. Αυτοί βγαίνουνε το μεσημέρι ή αργά τ’ απόγεμα, ανάλογα με την παλίρροια, ψαρεύουν όλη νύχτα και γυρίζουνε την αυγή για την αγορά. Ως την αυγή, λοιπόν, εμείς τριγυρνούσαμε στα βαθιά τού Βισκαϊκού και μασουλούσαμε αυγά και λάβρες ψαριών, καβουράκια και μικρά ψαράκια, αφού η τρεχάλα μάς είχε εξουθενώσει. Κι ύστερα, όταν θα ’ρχόταν η ώρα ν’ ανεβούμε πιο βόρεια στις ακτές τής Βρετάνης, θα κάναμε μια μεγάλη στροφή για να ξαναπάρουμε το δρόμο για τη γλυκιά μας Μεσόγειο.»

Εκεί τον γνώρισες, ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά με πρόλαβε.

«Εκεί πάνω στη στροφή, που λες, ανακουφισμένες και χορτασμένες, λίγο έλειψε να πέσουμε απάνω σ’ ένα καΐκι. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το ένστικτό μου με γέλασε. Ή ίσως και να με οδήγησε, τι να πω τώρα;  Μπορεί… αφού αυτό τελικά ήταν το πεπρωμένο μου.»

Θα με τρελάνει αυτή η γυναίκα. Είχε μείνει ακίνητη με μια μισοτελειωμένη κίνηση στη μέση. Τι σκεφτότανε; Είναι μάγισσα; Μάντισσα ίσως; Δεν στάθηκα για πολύ στη σκέψη αυτή, γιατί γρήγορα η Σαλίνα ξαναγύρισε στην αφήγηση.

«Ήταν η στιγμή που είχα πάρει την απόφαση να στρίψω για να επιστρέψουμε στη γαλανή Μεσόγειο. Κι όπως πήγα να πάρω τη στροφή… κραπ! Πιάστηκα σ’ εν’ αγκίστρι. Τα ’ξερα τ’ αγκίστρια, τα ’χα δει να επιπλέουν και να κάνουν ότι έχουν ψαράκι στην άκρη τους για να πιαστείς. Ήξερα να τ’ αποφύγω. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν κατάλαβα τι έγινε, θες η ταχύτητα, θες η στροφή, η απροσεξία μου! Σ’ ένα λεπτό, κάτι με τράβηξε πάνω απ’ το νερό, στον αέρα, που μού ‘κοψε την ανάσα, κι ένοιωσα δυο μεγάλα χέρια να μ’ αρπάζουνε και να μου βγάζουνε τ’ αγκίστρι απ’ το στόμα. Έμεινα άπνοη να κοιτάζω αυτό το πρόσωπο.

Είχα δει κι άλλες φορές ανθρώπους, αλλά τα μάτια Αυτουνού κάτι είχαν. Ήταν μια όμορφη μέρα και παρά τη ρεστία δεν είχε πολύ κύμα κι ο ήλιος τού χρύσιζε τα μάτια. Κάτι μάτια… καστανά ήταν; Πράσινα ήταν; Με τύφλωσαν σχεδόν! Ο Άντρας με κράτησε για λίγο στο ένα του χέρι, ένοιωσε την καρδιά μου να σπαρταράει, με κοίταξε καλά-καλά και είπε: “Τι όμορφη που είσαι εσύ… τι λάμψη… και τι ωραία μάτια… Α, μα δεν μπορώ να σε φάω τώρα εσένα …” Και δίνει μια και με πετάει στη θάλασσα. Έκανα λίγα λεπτά να ξαναβρώ την αναπνοή μου στο νερό κι άρχισα να κολυμπάω σαν τρελή να βρω τ’ αδέρφια μου.»

Αυτό με τ’ αδέρφια της με νευρίασε πάλι. Ωραία η παραβολή με τον άντρα, αλλά και τ’ αδέρφια της οι σαρδέλες… με τρέλαινε. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτα και συνέχισε.

«Τους έφτασα κι όλοι μαζί ξαναγυρίσαμε γρήγορα στα δικά μας τα νερά. Είχα πάρει τέτοια τρομάρα που δεν ξανασκέφτηκα εκείνα τα μάτια κι εκείνη τη φωνή που έλεγε, «Τι όμορφη που είσαι εσύ!» Μόλις όμως κατασταλάξαμε «σπίτι» μας, κάπου στην Καλντέρα της Σαντορίνης, εκεί που είμαστε πάντα ήσυχες γιατί τα νερά φτάνουν σχεδόν τις εννιακόσιες οργυιές σε βάθος, άρχισα πάλι να σκέφτομαι τα χρυσαφιά τα μάτια. Πώς γίνεται ένας ψαράς να πετάει το ψάρι στη θάλασσα γιατί είναι όμορφο;

Ίσα-ίσα, εγώ έχω ακούσει ότι όσο πιο όμορφο είναι το ψάρι τόσο πιο χαρούμενος κι ο ψαράς και θέλει να το φάει. Άρχισα να τριγυρνάω μόνη μου, να προσπαθώ να λύσω το μυστήριο. Εκεί, στα μεγάλα βάθη είναι μια παλιά γριά φίλη μου, η φάλαινα Νταλιάνα. Μη θαρρείς πως είναι σαν τις μεγάλες τού Ατλαντικού, είναι η γνωστή φάλαινα της Μεσογείου, για μένα βέβαια τεράστια και σοφή.»

Άντε να δούμε τι άλλο θ’ ακούσω… φάλαινες στη Μεσόγειο. Θα κοιτάξω στο Google όμως, να την αποστομώσω. Δεν προλάβαινα τώρα γιατί η Σαλίνα συνέχισε ακάθεκτη.

«Η φίλη μου, που λες, ξέρει καλά τους ανθρώπους, αφού έχει ήδη ζήσει τα πενήντα απ’ τα εκατό χρόνια που της αναλογούν. Εδώ, να σου πω, Βασίλη, πώς γίναμε φίλες με την Νταλιάνα. Θέλεις;»

Εκεί που φτάσαμε πώς μπορώ να αρνηθώ, βεβαίως και θέλω. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω κι είχε ήδη ξεκινήσει σκασμένη στα γέλια.

«Κάνουμε αγώνες ταχύτητας, το πιστεύεις; Εγώ, ένα τίποτα δίπλα της, να μπορώ να τρέχω σχεδόν όσο εκείνη. Ναι, αυτές τρέχουνε δέκα με είκοσι χιλιόμετρα πιο γρήγορα από μας. Με τους αγώνες  όμως, που έκανα μαζί της, έχω γίνει πολύ δυνατή, γι’ αυτό το τρέχω έτσι το κοπάδι. Το ’τρεχα, ήθελα να πω…»

Συνέχισε να γελάει αλλά με μια σκιά νοσταλγίας στα γλυκά μαύρα της μάτια, νοσταλγία για κάτι που αγαπούσε και το ’χασε. Τι έγινε όμως με τον άντρα; Αυτό μ’ έκαιγε τώρα. Τον ξανασυνάντησε; Εκείνη όμως είχε άλλα σχέδια.

«Ήθελα να μιλήσω στην Νταλιάνα για την περιπέτειά μου στα νερά της Βρετάνης. Με άκουσε προσεκτικά. Ύστερα έκανε μια μεγάλη στροφή και με πλησίασε. ”Κάτι θέλει να σου πει αυτός ο άντρας. Μη σταματήσεις να τον σκέφτεσαι. Θα τον ξαναδείς. Κάνε λίγο υπομονή κι όταν θα ξαναπάς στα μέρη του, θα τον ξαναδείς.“  Έτσι είπε κι εγώ την πίστεψα γιατί ήξερε πολλά. Έκανα μερικές βόλτες γύρω της, της χόρεψα λίγο, ξέρω ότι της αρέσει πολύ, ήθελα να την ευχαριστήσω που με άκουσε και με συμβούλεψε. Έφυγα να βρω τ’ αδέρφια μου να ξεκινήσουμε και πάλι το ταξίδι μας.»

Τώρα ήμουνα έτοιμος να ακούσω για τη νέα συνάντηση με τον άντρα. Η Σαλίνα έκανε μια μεγάλη παύση. Ε, όχι τώρα, σκέφτηκα. Δε θα σταματήσει εδώ και θα μ’ αφήσει στα μισά! Ήτανε πολύ σκεπτική. Πάλι εκείνη η σκιά της νοσταλγίας σκέπασε τα μαύρα της μάτια. Έμεινε να κοιτάει το κενό. “Και λοιπόν; Τι έγινε; Ξαναγύρισες στον Ατλαντικό; Τον συνάντησες; Σε γνώρισε; Σου μίλησε;” ξεστόμισα  ανυπόμονος. Ξαφνιάστηκα κι ο ίδιος με τις ερωτήσεις. Την είδε, τη γνώρισε, της μίλησε… πώς μου ήρθαν  όλα αυτά; Η Σαλίνα πήρε λίγα δευτερόλεπτα ακόμα κι έπειτα από μια μεγάλη ανάσα ξανάπιασε το νήμα της σκέψης της.

«Ναι, ξαναπήγαμε στη Βρετάνη σε δυο μέρες. Χωρίς απρόοπτα και απώλειες. Ήτανε δύσκολος ο καιρός. Δεκέμβρης κι είχε σηκωθεί θύελλα σ’ εκείνα τα νερά. Χτυπιέται συνέχεια απ’ τους αέρηδες αυτός ο τόπος. Έκανε κρύο και φυσούσε πολύ. Φτάσαμε το χάραμα έξω από το Σαιν Γκενολέ. Από μακριά γνώρισα το καΐκι τού Άντρα. Πάλευαν να μαζέψουν τα δίχτυα που είχανε ρίξει απ’ το βράδυ. Τους ήταν δύσκολο. Εμείς κάναμε ένα μεγάλο κύκλο γύρω απ’ το καΐκι για ν’ αποφύγουμε τα δίχτυα. Τ’ αδέρφια μου είχανε σαστίσει με το οδήγημά μου, «Πού μας πάει αυτή;», φωνάζανε. Εγώ όμως ήξερα καλά τα δίχτυα, δε θ’ άφηνα καμιά μας να πέσει μέσα. Και τότε το είδα.»

Α, τι ωραία, τώρα θα τον συναντήσει… τι έχει να μου πει όμως; Ότι τη γνώρισε και της μίλησε πάλι; Μα γιατί έχω τόση αγωνία; Και γιατί είπε «το» κι όχι «τον». Κάτι άλλο εννοεί. Και στάθηκα σιωπηλός να ρουφήξω τα λόγια της.

«Είδα το καΐκι να γέρνει από τη μεριά που ο Άντρας μάζευε τα δίχτυα. Κι όσο εκείνος προσπαθούσε να τα σηκώσει τόσο το σκάφος έγερνε στο πλάι. Κάτι άκουσα να φωνάζει στον σύντροφό του που βρισκόταν στο τιμόνι. Ο Άλλος γύρισε τη ρόδα απότομα προς τη λάθος κατεύθυνση. “Όχι έτσι! Απ’ την άλλη!” ήθελα να του φωνάξω, αλλά, όπως ξέρεις, οι σαρδέλες δεν έχουνε φωνή, μόνο σκέψη. Κι εκείνη τη στιγμή το καΐκι έγειρε επικίνδυνα, τόσο που δεν είχε πια γυρισμό. Το ήξερα, το ήξεραν κι αυτοί.

Ο Άλλος έπεσε μέσα στο νερό κι ο Άντρας βούτηξε να ψάξει να βρει κάπου σωσίβιο. Με το καΐκι να γέρνει όλο και πιο πολύ, δεν κατάφερε παρά μόνο να ξεκολλήσει  το μεγάλο κρεμασμένο σωσίβιο απ’ την καμπίνα και γρήγορα κολύμπησε κοντά στον Άλλον. Τρόπος του λέγειν κολύμπησε γιατί το κρύο το νερό δεν του ‘δινε και πολύ ευελιξία. Ύστερα από μερικά λεπτά κι αφού είχαμε κάπως απομακρυνθεί απ’ το πλοίο που βούλιαζε για να μην πέσουμε στις δίνες του, έμεινα μόνη με τους δυο ναυαγούς. Το καΐκι με όλα του τα δίχτυα είχε εξαφανιστεί στα βάθη του Ωκεανού.

Τ’ αδέρφια μου ήτανε πανικόβλητα.  “Τι κάνεις”; φώναζαν. “Θα μας καταστρέψεις όλους” και πήρανε στροφή να φύγουνε. Εγώ ήμουνα σαν χαμένη. Ήθελα πάρα πολύ ν’ αφήσω τ’ αδέρφια μου και να μείνω με τους δυο ναυαγούς. Ένοιωθα ότι μπορούσα να τους βοηθήσω. Τι αυταπάτη! Πάντα ήμουνα υπερφίαλη, έτσι έλεγε η μάνα μου, δεν μου έφτανε να είμαι οδηγός ήθελα κι άλλα προνόμια, να ταξιδεύω στις πιο μακρινές θάλασσες, ν’ ανακαλύπτω κι άλλα καινούργια μέρη και να γνωρίσω τους ανθρώπους, αυτά τα περίεργα όντα…»

«Πες μου, κορίτσι μου τι έγινε με τον άντρα; Σώθηκαν;» ξεστόμισα, μαγεμένος κι ο ίδιος απ’ το ναυάγιο. «Κολύμπησαν και σώθηκαν;»

«Μα σου είπα, σ’ αυτές τις θερμοκρασίες, άμα είσαι άνθρωπος, μόνο τα πρώτα πέντε λεπτά κολυμπάς, μετά παγώνεις, δεν μπορείς πια να κουνηθείς»

«Και πέθαναν οι ψαράδες;» ρώτησα.

«Μη βιάζεσαι. Πρώτα-πρώτα σου είπα ότι έμεινα να κολυμπάω δίπλα τους. Όταν σταμάτησαν να κολυμπάνε, τους είδα πιασμένους από τη μια κι απ’ την άλλη του σωσίβιου να τους σέρνει το ρεύμα. Πού και πού άκουγα λίγο τον Άντρα να μιλάει, ο Άλλος τίποτα, μάλλον είχε φοβηθεί πολύ. Ο Άντρας όμως ήταν ατρόμητος. Και ήξερε καλά τη θάλασσα.

Είπε του Άλλου να μην φοβάται, να κάνει οικονομία στον αέρα που αναπνέει, γιατί κάθε φορά που έρχεται το κύμα θα τους πηγαίνει δέκα μέτρα προς τα κάτω, αλλά να μην ανησυχεί γιατί είναι η ώρα τής πλημμυρίδας και το ρεύμα θα τους βγάλει προς τα έξω. Βρισκόντουσαν ήδη δυο μίλια απ’ την ακτή. Τα ήξερε καλά αυτά τα μέρη τόσο στη θάλασσα όσο και στη στεριά. Η ώρα περνούσε, το ρεύμα τους τραβούσε πράγματι προς τα έξω, το φως είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει, ένα φως χλωμό βέβαια, μα ο αέρας είχε κάπως κοπάσει. Αυτό έκανε το ταξίδι τους πιο υποφερτό. Ο Άντρας τραγουδούσε. Ψέλλιζε μάλλον ένα τραγούδι… γιατί πού ανάσα να βγάλει φωνή;

Η διάθεσή του όμως ήταν καλή. Σε αντίθεση με τον Άλλον που κοντανάσαινε και λιποψυχούσε. Είχανε πλησιάσει αρκετά προς την ακτή. Ήτανε πια μέρα και τότε το είδα. Το ρεύμα τούς πήγαινε κατ’ ευθείαν στα βράχια. Ήξερα ότι δεν είχαν γλυτωμό. Και μάλλον το είδε και το ήξερε κι ο Άντρας γιατί σταμάτησε το τραγούδι κι είδα μια τεράστια δύναμη πάνω του, που ξέρω ότι είναι η δύναμη του θανάτου. Δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να βοηθήσω.»

Μα πώς να βοηθήσεις, ήθελα να της πω. Κι απορούσα με τον εαυτό μου που μου ’χε απομείνει λίγο μυαλό να σκεφτώ πώς μια σαρδέλα θα έσωζε δυο ναυαγούς απ’ το θάνατο πάνω στα βράχια. Δεν της είπα τίποτα. Κι η Σαλίνα συνέχισε ακάθεκτη.

«Βούτηξα στα βαθιά. Ούτε ξέρω με πόση ταχύτητα έτρεχα, μπορεί και πάνω από πενήντα χιλιόμετρα. Ήξερα πού πάω. Εκεί στο βάθος της χαράδρας, μέσα στο βυθό ζει η Νύμφη Αλία, πολλές φορές την έχω συναντήσει και με συμπαθεί πολύ. Δε χρειάστηκε να φτάσω μέχρι κάτω και την είδα ν’ ανεβαίνει. Πολύ γρήγορα της εξήγησα την κατάσταση κι οι δυο μαζί κολυμπήσαμε ξανά δίπλα στους ναυαγούς.

Δεν τους χώριζαν πια ούτε τριακόσια μέτρα απ’ τα βράχια την ώρα που φτάσαμε. Η Αλία ήξερε να διευθύνει τα νερά, ο πατέρας της ο Ωκεανός την είχε μάθει από μικρή. Έκανε μια χαριτωμένη στροφή και μέσα σε μια δίνη οι δυο ναυαγοί άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκαν προς τον μεγάλο αμμουδερό κόλπο δίπλα στο βραχώδες ακρωτήρι. Έδωσα ένα γρήγορο φιλί στην Αλία και της χόρεψα να την ευχαριστήσω. Γύρισα σαν αστραπή κοντά τους κι η Αλία στα βάθη της.

Είχα πλησιάσει πολύ κοντά πια κι έβλεπα  τα μελιά, καστανά, πράσινα μάτια να κοιτάζουν γύρω με μεγάλη απορία. “Πώς έγινε αυτό;” έπιανα στη σκέψη του. “Τώρα μπορούμε να σωθούμε. Μας περιμένουν μόνο τα lames de fond κοντά στην ακτή”. Ξέρεις, Βασίλη, τι είναι τα lames de fond;»

Δεν είχα ιδέα. Αφού βρισκόντουσαν στη Γαλλία συμπέρανα πως ήταν κάτι γαλλικό για τη θάλασσα. Αποκλείεται λιχουδιά να τους περίμενε στην ακτή…

«Εσείς εδώ δεν έχετε λέξεις γι’ αυτό το φαινόμενο. Γιατί στη Μεσόγειο μάλλον δεν συμβαίνει. Άκου, λοιπόν. Όταν το κύμα είναι πολύ δυνατό και το νερό έχει λίγο βάθος, η ένταση κι η ταχύτητά του  κάνουν τον όγκο του νερού να περιστρέφεται, όπως γίνεται στο πλυντήριο των ρούχων. Άμα δεν το ξέρεις αυτό το κύμα, μπορεί να πνιγείς σ’ ένα μέτρο νερό. Ο Άντρας όμως το ήξερε γι’ αυτό και δεν ανησυχούσε. Αργότερα θα διαπίστωνα ότι ο Άλλος δεν το ήξερε καθόλου. Όταν έφτασαν στην αμμουδιά ο Άντρας σύρθηκε στα τέσσερα, ξέπνοος και με τα χείλια του μπλαβιά, να ψάξει για βοήθεια. Ο Άλλος κείτονταν αναίσθητος στη βρεγμένη άμμο.»

«Πέθανε;» ξεφώνισα και ξαφνιάστηκα με την ένταση της φωνής  μου.

«Όχι. Ο ‘Άντρας σύρθηκε ως το λόφο και γύρισε με δυο κοπέλες. Αυτές κουβάλησαν και τους δυο  σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν. Εγώ δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Τα νερά ήταν πολύ ρηχά. Και μόνο χάρη στο κύμα μπορούσα λίγο να ξεκλέψω και να παρακολουθήσω τι γινόταν. Και δεν είχε πια και νόημα. Τους είχα χάσει. Ήξερα βέβαια ότι ο Άντρας δεν κινδύνευε, αλλά πώς θα τον ξανάβλεπα; Ήξερα ότι όταν κανένας ναυαγεί, δύσκολα ξαναμπαίνει στη θάλασσα. Και όμως! Ναι, αυτός ξαναμπήκε. Στο είπα, είναι ατρόμητος. Κι έτσι την άλλη μέρα τον ξαναείδα.

Είχε βουτήξει να μαζέψει τα δίχτυα. Τον είδα ξαφνικά να κολυμπάει δίπλα μου. Έπαθα μια τρομάρα και μια χαρά, τι να σου πω; Γι’ αυτό είπα, ήταν το πεπρωμένο μου. Μα να κολυμπάει δίπλα μου; Με κοίταξε καλά-καλά μέσα απ’ τη μάσκα του και τον είδα να μου χαμογελάει. Με γνώρισε, Βασίλη! Ίσως γιατί σκέφτηκε πως δεν είναι δυνατόν μια σαρδέλα μόνη της να περιφέρεται στον ωκεανό. Ίσως είδε και τα βαθιά μαύρα μου μάτια. Άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε… Ναι, ένας Άντρας με χάιδεψε, μπορείς να το φανταστείς;»

Ναι, τώρα όλα μπορούσα να τα φανταστώ. Ήξερα ότι στην Πολυνησία οι άνθρωποι αγγίζουνε τα ψάρια καθώς κολυμπάνε μαζί τους κι έχουνε μάθει να ψαρεύουνε με τα χέρια. Ναι, μπορώ να καταλάβω που ο Άντρας τη χάιδεψε. Και;

«Κόντεψα να πάθω συγκοπή! Αυτός όμως χαμογέλασε πίσω από τη μάσκα και συνέχισε τη δουλειά του. Τώρα πια δεν ήμουνα σίγουρη ότι με γνώρισε. Θα μπορούσε να είμαι μια οποιαδήποτε χαμένη σαρδέλα στο ωκεανό, τι διαφορά θα είχε; Κολύμπησα πίσω του χωρίς να με βλέπει όση ώρα μάζευε τα δίχτυα. Ύστερα ανέβηκε στο καΐκι που τον περίμενε κι έφυγε. Εγώ όμως πια δεν είχα ησυχία. Κολυμπούσα άσκοπα εδώ κι εκεί, πήγα λίγο να παίξω με την Αλία να ξεχαστώ, αλλά η φιγούρα του κι αυτά τα μάτια ήτανε καρφωμένα στο μυαλό μου.

Άλλη σκέψη δεν είχα απ’ αυτόν. Ούτε στιγμή δε σκέφτηκα τ’ αδέρφια μου και τη Μεσόγειο. Θα μείνω εδώ, σ’ αυτά τα νερά να τον βλέπω πού και πού κι ας πεθάνω. Έτσι σκεφτόμουνα. Η Αλία προσπάθησε να με λογικέψει. “Βγαλ’ τον απ’ το μυαλό σου όσο είναι καιρός”, μου έλεγε.  “Πας για την καταστροφή σου!” Φυσικά και δεν άκουγα τίποτα. Και μια μέρα, πολύ αποφασισμένη, πάω στην Αλία και της λέω ότι θέλω να γίνω άνθρωπος. Να γίνω γυναίκα, να φτάσω κοντά του, να τον βρω στη στεριά, να γίνω εγώ το ταίρι του και να ζήσω μαζί του. Ταράχτηκε πολύ. Ήξερα πως η Αλία γνώριζε τέτοιες τέχνες, αλλά μάλλον είχε χιλιάδες χρόνια να τις χρησιμοποιήσει. Δεν ήταν κι αυτή σίγουρη αν μπορούσε.

Φοβότανε μην κάνει κανένα λάθος κι απομείνω κάτι σαν αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουνε γοργόνα, μισή ψάρι και μισή άνθρωπος. Δυστυχισμένα πλάσματα… δεν έχουνε ούτε στο νερό ούτε στον ήλιο μοίρα, δεν έχουνε ταίρι, ούτε οικογένεια, μόνες τους γυρνάνε τους ωκεανούς και θρηνούνε. Εμένα όμως λίγο μ’ ένοιαζε. Ήμουνα τόσο δοσμένη στη σκέψη του Άντρα, που ή θα έκανα τα πάντα να φτάσω κοντά του ή θα πέθαινα!»

Είχα μείνει τόση ώρα σιωπηλός συνεπαρμένος από την ιστορία της. Τώρα πια ήθελα να δω πώς έγινε άνθρωπος, αυτή η γυναίκα που είχα μπροστά μου. Τώρα πια δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι αυτά τα μαύρα γλυκά βαθιά μάτια ανήκανε κάποτε σε μια σαρδέλα που την έλεγαν Σαλίνα. Θα μου πει; Ή αυτά είναι μυστικά τής θάλασσας, που δεν μπορεί να τα ξεστομίσει σ’ ένα στεριανό; Κάθε κύτταρό μου ήτανε σε απέραντη προσμονή.

«Κι όπως βλέπεις, Βασίλη μου, δεν έγινα γοργόνα. Κι όπως φαντάζεσαι, αν φαντάζεσαι, τον συνάντησα στη στεριά κι έγινα το ταίρι του. Ένα μόνο θα σου πω. Όταν έγινα γυναίκα και βρέθηκα στο χωριό που ζούσε, σκέφτηκα να βάλω μια αγγελία στην τοπική εφημερίδα. Είχα δει ότι οι άνθρωποι έτσι βρίσκανε πράγματα. Έγραψα, λοιπόν, ότι η Σαρδέλα σου σε περιμένει στις έξι τ’ απόγεμα στο μπιστρό τής Κατί, θα με γνωρίσεις γιατί έχω ακόμα τα ίδια μαύρα μάτια. Και ήρθε. Κι από τότε είμαστε αχώριστοι. Το καλό είναι ότι μετακομίσαμε στη Μεσόγειο, εδώ που μας γνώρισες, κοντά στη θάλασσα κι έτσι μπορώ και βουτάω ό,τι ώρα θέλω να στέλνω μηνύματα στ’ αδέρφια μου στην Καλντέρα της Σαντορίνης. Κι Αυτός είναι τόσο ευτυχισμένος μαζί μου όσο κι εγώ μ’ αυτόν. Ευτυχώς, που ο Άντρας δεν ψαρεύει πια σαρδέλες. Τώρα μάλιστα, ψαρεύει εκείνα τα ψάρια που τρώνε τις σαρδέλες, τις αδερφές μου.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής