Ο παππούς μου μια μέρα αποφάσισε να πεθάνει. Σηκώθηκε το πρωί στις 6, όπως συνήθιζε, πλύθηκε κι έστρωσε τα μαλλιά του με το μικρό χτενάκι που κρατούσε πάντα στην τσέπη του πουκάμισου. Στη συνέχεια, ντύθηκε με τα καθημερινά του ρούχα, ψεκάστηκε με την κολόνια του και πήρε το μηχανάκι του για να πάει στην πλατεία του χωριού και να κάνει τα καθημερινά ψώνια.
Πέρασε από τον φούρνο, αντάλλαξε μερικές φιλικές κουβέντες με τον φούρναρη και πήρε τα καρβέλια που του είχε κρατήσει. Μετά πήγε από το μίνι μάρκετ κι αγόρασε πορτοκαλάδες και σάλτσα ντομάτας που του είχε παραγγείλει η γιαγιά αποβραδίς κι έχωσε τα ψώνια κάτω από τη σέλα.
Καθώς ο παππούς μου αποφάσισε να πεθάνει καλοκαίρι, ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει ήδη από νωρίς το πρωί. Πήρε το μηχανάκι του και σε δέκα λεπτά ήταν στο διπλανό χωριό. Περίμενε ότι θα βρει την αδελφή του να καθαρίζει φασολάκια ή πατάτες στην αυλή αλλά εκείνη δεν ήταν εκεί. Έβαλε τις πορτοκαλάδες που είχε φέρει για τα εγγόνια της μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού και κοίταξε μέσα από το παράθυρο για να διαπιστώσει ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι.
Ξαναπήρε το μηχανάκι κι οδήγησε ως το καφενείο της πλατείας. Παρήγγειλε τον καφέ του κι έβγαλε το κομπολόι με τις πορτοκαλί πλαστικές χάντρες. Το κεχριμπαρένιο το φυλούσε για εξαιρετικές περιπτώσεις. Το στριφογύρισε στα χέρια του κι άρχισε να μετρά τις χάντρες μία μία και να τις ρίχνει τη μία πάνω στην άλλη.
~~
Όταν πήγα να τον βρω ήταν ήδη μεσημέρι κι ο ήλιος έκαιγε με μένος πάνω από την πλάκα του σπιτιού. Εκείνος καθόταν στο μπαλκόνι που έβλεπε προς το δρόμο κι έπαιζε με το κομπολόι του. Η κολόνια του μύριζε από μέτρα μακριά. Είχε βγάλει, όμως, το πουκάμισο κι είχε μείνει με τη φανέλα.
– Ήρθατε, δεσποινίς μου, είπε και μου φίλησε το χέρι.
Πάντα μου φιλούσε το χέρι όταν με έβλεπε, οπότε δεν μου φάνηκε παράλογο που το έκανε και την ημέρα που αποφάσισε να πεθάνει.
– Στέλνει η μαμά φαγητό και είπα να στο φέρω εγώ και να δω τι κάνεις. Σου έφερα και ροδάκινα. Παππού, γιατί κάθεσαι στο μπαλκόνι με τέτοια ζέστη; Δεν σου αγοράσαμε μάταια μεγάλο ανεμιστήρα.
– Ο ήλιος καίει την πλάκα, παιδί μου. Τι να μου κάνει ο ανεμιστήρας; Άλλωστε, η γιαγιά σου δεν τον χωνεύει και δεν τον ανάβει ποτέ. Την ενοχλεί στην πλάτη, λέει, οπότε δεν της πάω κόντρα. Ξέρεις, όταν ήμουν νέος, τότε που ζούσε ο πατέρας μου ακόμα, ήθελα πολύ να φτιάξω ένα τζάκι στο σπίτι. Κι είχα αρχίσει να το φτιάχνω, αλλά εκείνος δεν με άφησε. Θα το έφτιαχνα στη γωνία του σαλονιού, εκεί που έχει η γιαγιά σου το σύνθετο με τα κρύσταλλα. Εκεί ήθελα να το βάλω αλλά δεν με άφησαν.
Χαμογέλασα χωρίς να πω κάτι. Η γιαγιά πάντα τον διόρθωνε όταν εξιστορούσε αυτή του την επιθυμία κι έλεγε ότι δεν τα θυμάται καλά. Όταν είχε αρχίσει να φτιάχνει το τζάκι, ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει.
Τον άφησα να κάθεται στο μπαλκόνι με τα ροδάκινα και το κομπολόι του και μπήκα μέσα στο σπίτι να του φέρω το πλαστικό μπουκάλι με νερό που φυλούσε χειμώνα καλοκαίρι μέσα στο ψυγείο. Είχε ένα δικό του μπουκάλι που απαγορευόταν να το αγγίζει οποιοσδήποτε άλλος.
~~
Όταν ήμουν μικρή δεν ήθελα με τίποτα να με στέλνουν στο χωριό. Αισθανόμουν ότι ήταν κάτι το τελειωτικό κι ότι θα έπρεπε να μείνω μακριά από τους γονείς μου για πάντα.
Το σταθερό τηλέφωνο στο σπίτι των παππούδων μου ήταν πάνω σε ένα πανύψηλο και βαρύ έπιπλο στο διάδρομο που ένωνε το υπόλοιπο σπίτι με το σαλόνι.
Πάνω από το έπιπλο κρεμόταν ένας μεγάλος καθρέφτης στις σχισμές του οποίου ο παππούς έμπηγε φωτογραφίες, χαρτάκια με τηλέφωνα, κάρτες και προσκλητήρια γάμων ή βαφτίσεων.
Σκεφτόμουν ότι εάν προσπαθήσω να πάρω στο τηλέφωνο όλους τους αριθμούς του κόσμου κάποια στιγμή θα απαντούσε η μητέρα μου από την άλλη άκρη της γραμμής. Προσπάθησα μερικές φορές αλλά δεν κατάφερα και πολλά.
Δεν ήθελα να μένω στο χωριό γιατί τα βράδια το σπίτι με τρόμαζε. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες και κειμήλια των προγόνων. Για να πάει κανείς τουαλέτα έπρεπε να περάσει από το στενό διάδρομο που ήταν γεμάτος φωτογραφίες των προπαππούδων που κοιτούσαν ευθεία στο φακό με βλοσυρά βλέμματα.
Γιατί, βλέπεις, όταν ήρθαν από την Καππαδοκία πήγαν και φωτογραφήθηκαν με τα ρούχα, τα παπούτσια τους και τα παιδιά τους προσπαθώντας να απαθανατίσουν ακριβώς την κατάσταση στην οποία έφτασαν στην Ελλάδα.
Πολλές φορές, η γιαγιά κατέβαζε αυτή τη φωτογραφία από τον τοίχο και μας καλούσε όλα τα εγγόνια της κοντά της. Μας έδειχνε ένα, ένα τα παιδιά και μας έλεγε τις ίδιες κι απαράλλαχτες ιστορίες.
– Αυτή είναι η θεία Κατερίνα. Η θεία Κατερίνα ήταν η αδελφή του προπαππού Ηλία, πολύ γραμματιζούμενη κι η μοναδική στην οικογένεια που ήξερε να γράφει και να διαβάζει, έλεγε και μας έδειχνε μια γυναίκα με σκληρά χαρακτηριστικά δίπλα στον προπάππου μας. Τόσο έξυπνη που ήταν την έστειλαν σε οικοκυρική σχολή στη Σμύρνη κι όταν γύρισε πίσω στο χωριό έφερε μαζί της όλα αυτά τα βιβλία που έχει ο παππούς σας στη βιβλιοθήκη. Ο παππούς ο Ηλίας την έφερε μαζί του στην Ελλάδα κι ήταν αυτή που ξεγεννούσε τις γυναίκες και μεγάλωσε όλα του τα παιδιά.
– Κι αυτός, γιαγιά, ποιος είναι; ρωτούσα εγώ γιατί έβλεπα στα μάτια της πόσο λαχταρούσε να διηγείται αυτές τις ιστορίες.
– Λοιπόν, αυτός είναι ο θείος Απόστολος που ο προπαππούς ο Ηλίας τον πήρε και τον μεγάλωσε ως μέλος της οικογένειας γιατί οι γονείς του σκοτώθηκαν πριν φτάσουν στην Ελλάδα. Τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα στο χωριό εκεί και γι’ αυτό ο θείος Απόστολος έχτισε το σπίτι του ακριβώς δίπλα στο δικό μας κι εδώ.
– Ο παππούς πού είναι γιαγιά; Γιατί δεν είναι στη φωτογραφία;
– Ο παππούς κι εγώ γεννηθήκαμε στην Ελλάδα. Πολύ μετά την καταστροφή.
– Ποια καταστροφή, γιαγιά;
– Της Μικρασίας, έλεγε εκείνη κι εμείς κάναμε ότι καταλαβαίναμε.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά κι αντί για το μπουκάλι με το νερό άρχισα να ανοίγω τα ντουλάπια της κουζίνας. Τα πιάτα της γιαγιάς ήταν τακτοποιημένα ένα ένα στη σειρά όπως της άρεσε. Άνοιξα το συρτάρι με τις κουτάλες που πάντα κολλούσε κι άνοιγε μέχρι τη μέση. Άνοιξα το ντουλάπι με τα ρύζια και τα αλεύρια και έλεγξα τις ημερομηνίες λήξης.
Πέρασα το χέρι μου πάνω από το πλαστικό τραπεζομάντιλο του τραπεζιού και θυμήθηκα ότι η γιαγιά μας κάθιζε στη σειρά μαζί με τα ξαδέλφια μου και μας τάιζε αβγό μελάτο χτυπημένο με ψωμί κι αλάτι.
Το μηχανάκι του παππού ακουγόταν να στρίβει τη γωνία και λίγα λεπτά μετά εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο κρατώντας μια σακούλα γεμάτη γκαζόζες. Ψάχνοντας απεγνωσμένα τι άλλο να ψαχουλέψω πήρε το μάτι μου το καντηλάκι πάνω από τα μάτια της κουζίνας. Έβαλα καινούριο φιτίλι, ανανέωσα το λάδι, το άναψα με ένα σπίρτο κι έμεινα να το κοιτάω για λίγα λεπτά.
Είχα παραδοθεί στην έκσταση των αναμνήσεων τόσο πολύ που σχεδόν ξέχασα τον παππού στο μπαλκόνι. Όταν βγήκα έξω με το μπουκάλι και δύο ποτήρια στο χέρι δεν ήταν πια στην καρέκλα του.
Έβγαλα το κεφάλι μου από το μπαλκόνι για να κοιτάξω τον δρόμο και τον είδα να αιωρείται στο βάθος του ορίζοντα και να χάνεται μέσα στον αντικατοπτρισμό του ήλιου πάνω στην άσφαλτο.
Έμοιαζε σα να εξαφανίζεται μέσα στην πύρινη λωρίδα. Είχε φορέσει ξανά το πουκάμισό του. Γύρισα το κεφάλι μου κι είδα το κομπολόι του πάνω στην καρέκλα. Είχα ξεχάσει να του πω να δώσει χαιρετίσματα στη γιαγιά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βασιλική, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η φωτογραφία είναι του Anzor Bukharsky