(Ο χώρος είναι μικρός, μερικά στριμωγμένα τραπέζια. Στο τοίχο υπάρχει μια ταμπέλα με το όνομα του μαγαζιού “Γη”.
Λίγοι πελάτες ντυμένοι με παλιά ρούχα κάθονται εδώ και εκεί. Μια μπάρα στη μια πλευρά του μαγαζιού έχει άδεια ποτήρια παρατημένα, και ο ταβερνιάρης κάνει ότι καθαρίζει.
Ο φωτισμός είναι χαμηλός, και παίζει πότε ρεμπέτικα και πότε ελληνικό ροκ. Ακούγεται το “με ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι”.
Ένας τύπος με μεγάλη λευκή γενειάδα και φουντωτά μαλλιά, ντυμένος ζεστά ανοίγει τη πόρτα και κατευθύνεται προς τη μπάρα. Κάθεται. Ο ταβερνιάρης του φέρνει μισό κιλό κρασί.
Η πόρτα ξανανοίγει και μπαίνει ένας άλλος τύπος με λευκή μεγάλη γενειάδα, λευκά ίσια μαλλιά και λευκό μανδύα. Κρατάει ένα μεγάλο μαγικό ραβδί. Κατευθύνεται προς τη μπάρα και κάθεται. Ο μαγαζάτορας φέρνει μισό κιλό κρασί και συνεχίζει να κάνει πως καθαρίζει.
Απ’ τα ηχεία παίζει το “Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια”. Ο δεύτερος τύπος κοιτάζει τον πρώτο στη μπάρα.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Περίεργη η πόλη που ζείτε.
ΜΑΡΞ: Πραγματικά περίεργη.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Δεν είστε ντόπιος; Μου μοιάζεις για άνθρωπος.
(Ο Μαρξ τον κοιτάζει διερευνητικά)
ΜΑΡΞ: Όχι, δεν είμαι απ’ αυτή την εποχή.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Και πώς βρέθηκες εδώ;
ΜΑΡΞ: Δεν γνωρίζω. Απλά άνοιξα την πόρτα και μπήκα σε τούτο το ταβερνείο. Εσείς; Ιερέας;
(Ο Γκάνταλφ τον κοιτάζει διερευνητικά.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Μάγος! Για κάποιο λόγο που μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή οι σοφοί θεοί της Μέσης Γης με έστειλαν εδώ.
ΜΑΡΞ: Δεν υπάρχουν θεοί.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Να με συγχωρεί η χάρη σου Ταξιδιώτη του Χρόνου, αλλά υπάρχουν! Αυτοί φτιάξανε ολάκερη τη Μέση Γη.
ΜΑΡΞ: Ο θεός είναι κατασκεύασμα του ανθρώπου και η θρησκεία όπιο του λαού, Μάγε. Και πώς είναι εκεί τα πράγματα; Καπιταλισμός να υποθέσω.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Δεν τη γνωρίζω τη λέξη που μόλις ξεστόμισες. Τι είναι αυτό; Κάποια νέα διαβολιά του Σάουρον μήπως;
ΜΑΡΞ: Είναι μια μερίδα βρικολάκων- καπιταλιστών που πίνουν το αίμα του αθώου λαού.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Από βρικόλακες άλλο τίποτα στη Μέση Γη. Δεν πάει πολύς καιρός που κάποιοι φίλοι είχαν την άσχημη τύχη να περάσουν από τους Θολωτούς Τάφους, και απάντησαν εκεί μερικούς απ’ αυτούς τους καπιταλιστές όπως τους λες.
ΜΑΡΞ: Έκαναν απεργίες, οργάνωσαν σωματεία; Αυτά βοηθούν στη καταπολέμηση των βρικολάκων.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Ένας σοφός άρχοντας του τόπου τους άκουσε και τους βοήθησε με ξόρκια του φωτός.
ΜΑΡΞ: Προδότης της τάξης του δηλαδή.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Περίεργα ομιλείτε εδώ, μα το φως του Ελέντιλ, δεν καταλαβαίνω τι λες. Πώς σε λένε;
ΜΑΡΞ: Κάρολο Μάρξ. Μπορείς να με λες σύντροφο. Εσένα;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Ολόριν με φωνάζουν οι υπόλοιποι Μαγιαρ, Μιθραντίρ τα ξωτικά, και Γκάνταλφ οι ανθρώποι. Μπορείς να με λες σύντροφο, γιατί ανήκω στην συντροφιά του δαχτυλιδιού.
ΜΑΡΞ: Τι παράξενο όνομα για οργάνωση!
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Πρέπει να καταστρέψουμε αυτό το δαχτυλίδι γιατί αλλιώς θα επικρατήσει το κακό, η φωτιά και οι καπιταλιστές – για να μιλήσω στη γλώσσα σου- στη Μέση Γη.
ΜΑΡΞ: Και τι άτομα απαρτίζουν αυτή την οργάνωση, Μάγε;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Τέσσερα χόμπιτ, ένας πρίγκηπας Ξωτικό, δύο ανθρώποι βασιλιάδες, ένας νάνος και εγώ.
ΜΑΡΞ: Μα τα γένια μου, τι σχηματισμός κι αυτός! Πρίγκιπες και βασιλιάδες για σύσταση επαναστατικής ομάδας πρώτη φορά ακούω. Τι είναι τα χόμπιτ;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Χόμπιτ είναι τα πιο απρόβλεπτα, μικρά ανθρωπάκια στη Μέση Γη. Αγαπούν τη ζωή το χορό το τραγούδι το φαγητό και το ποτό. Δεν κάνουν πολέμους και δεν έχουν βασιλιά βέβαια.
ΜΑΡΞ: Μα αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον που μου λες! Έχουν δηλαδή μια ουτοπική κοινωνία; Είναι εργάτες που πάταξαν τα αφεντικά τους;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Σίγουρα μπορείς να πεις ότι ξέρουν να περνούν καλά.
ΜΑΡΞ: Τι κρίμα που εδώ ακόμη ταλαιπωρούμαστε με τέτοια ζητήματα, αντί να απολαμβάνουμε το κρασί το χορό και τον έρωτα.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Δεν είναι όλα ρόδινα αγαπητέ. Ο Σάουρον ετοιμάζει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί σε όλα τα ελεύθερα βασίλεια της Μέσης Γης. Μονάχα ένας καλός βασιλιάς ο Άραγκορν, μπορεί να τους οργανώσει όλους, για να απαντήσουν στον Σκοτεινό Άρχοντα.
ΜΑΡΞ: Τι τον θέλουμε τον βασιλιά, το θέμα είναι να οργανωθούν οι λαοί από μόνοι τους και να απαντήσουν σε κάθε καταπίεση.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Το μαγικό δαχτυλίδι κάνει τον Σάουρον τόσο ανίκητο που, για την ήττα του χρειάζεται να πληρωθεί η προφητεία και ο βασιλιάς δίχως στέμμα να στεφθεί.
ΜΑΡΞ: Να δω τι άλλο θα σκεφτεί η αστική τάξη για να κρατάει δέσμιους τους λαούς. Ένας τύπος με ένα δαχτυλίδι απειλεί ολάκερη χώρα! Πού ακούστηκε;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Μα είναι μαγικό τούτο το δαχτυλίδι, σύντροφε.
ΜΑΡΞ: Σαν το Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ; Και σαν τι κάνει δηλαδή;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Νικάει στρατούς μονομιάς, λυγίζει εχθρούς και τους σκλαβώνει. Στέλνει όλα τα ελεύθερα αγαθά πλάσματα να δουλεύουν στα μπουντρούμια της Μόρντορ, αφανίζει δάση, ρημάζει κάθε καλό και όμορφο.
ΜΑΡΞ: Μα μοιάζει σαν την πυρηνική βόμβα έτσι όπως το περιγράφεις. Βέβαια τι λέω, από εκεί που έρχομαι ακόμη δεν έχει ανακαλυφθεί η ατομική βόμβα. Τρομακτικό ακούγεται το μπιχλιμπίδι, μα τα γένια μου! Μπράβο στην οργάνωση σας που πάει για τέτοιο σαμποτάζ.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Δηλαδή εδώ δεν φτάνει η χάρη του Σάουρον θες να μου πεις;
ΜΑΡΞ: Από Σάουρον όσους θες στην εποχή μου. Και δω βέβαια κατά πως φαίνεται πρέπει να υπάρχουν ακόμη. (Κοιτάζει τα θλιμμένα πρόσωπα των θαμώνων στο μαγαζί.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Καθώς ερχόμουν είδα, πολλούς θεόρατους πύργους πάντως. Και πολιορκητικούς κριούς με τέσσερις ρόδες. Πρέπει να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι άνθρωποι περπάταγαν βιαστικά σαν να τους κυνηγούσαν τα μαστίγια των αφεντάδων τους.
ΜΑΡΞ: Δεν είναι πύργοι, είναι πολυκατοικίες. Μένουν άνθρωποι μέσα. Κατατρεγμένοι άνθρωποι που τους κυνηγάν τα μαστίγια των αφεντάδων τους, αλλά είναι αόρατα. Τους κριούς τους είδα και εγώ, μάλλον για κάρα μοιάζουν.
(Μπαίνει το “όσοι έχουνε πολλά λεφτά να ‘ξερα τι τα κάνουν”, τρεις θαμώνες σηκώνονται και χορεύουν, ενώ κάποιοι άλλοι αρχίζουν και τραγουδούν δυνατά.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Χορεύουν σαν τα χόμπιτ!
ΜΑΡΞ: Είναι περήφανοι εργάτες.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Οι εργάτες είναι χόμπιτ.
ΜΑΡΞ: Τα χόμπιτ είναι εργάτες.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Εσύ τι είσαι;
ΜΑΡΞ: Προσπαθώ να βοηθήσω τους ανθρώπους να ενωθούν ενάντια στην εκμετάλλευση και κάθε κακό. Γράφω βιβλία για την οικονομία, τη φιλοσοφία και συμβουλεύω οργανώσεις σαν και τη δικιά σου.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Είσαι μάγος σαν και εμένα δηλαδή!
ΜΑΡΞ: Θα μπορούσες να το πεις και έτσι. Είναι μαγεία η ζωή!
(Υψώνει το ποτήρι του και το στρέφει προς τον Γκάνταλφ.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Τι συμβουλές θα έδινες για την αποστολή μας στη Μέση Γη;
ΜΑΡΞ: Προτείνω να πιάσετε όσους λαούς δεν θέλουν το ζυγό του Σάουρον, και κανένα άλλο ζυγό χαραμοφάηδων βασιλιάδων , να συσπειρωθείτε και να πολεμήσετε ενωμένα ενάντια του. Ας είναι η συντροφιά του δαχτυλιδιού η πρωτοπορία όλων τον καλών πλασμάτων της Μέσης Γης.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Πρέπει να μιλήσω με τους άρχοντες των Ξωτικών πριν φύγουν για τους Αθάνατους Τόπους. Να τους πω τι προτείνεις.
ΜΑΡΞ: Ας φύγουν οι δειλοί, δεν τους έχετε ανάγκη. Εσύ τι θα με συμβούλευες για την αποστολή μου σ’ αυτή τη Γη;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι η αγάπη για καθετί όμορφο και καλό σε κάθε κόσμο. Αν είναι να πέσετε να δώσετε ένα τέτοιο τέλος στη μάχη που ο εχθρός να το θυμάται.
ΜΑΡΞ: Η αγάπη για καθετί όμορφο και καλό…
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Η αγάπη για το δίκαιο.
ΜΑΡΞ: Γκάνταλφ, θα έρθω κι εγώ στη Μέση Γη. Πώς δουλεύει αυτό το κοντάρι που έχεις;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Με τη δύναμη του μυαλού!
ΜΑΡΞ: Λέγε πως δουλεύει.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Καλώς, θα σου πω. Έχει ένα μικρό κουμπάκι και όταν το πιέζεις ανάβει το λαμπάκι στη κορυφή.
ΜΑΡΞ: Και το χρησιμοποιείς για να φέγγεις στη νύχτα;
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Κυρίως ναι. Ενίοτε διώχνει και τα δαχτυλιδοφαντάσματα.
ΜΑΡΞ: Δεν υπάρχουν φαντάσματα!
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Υπάρχουν!
ΜΑΡΞ: (πατάει το κουμπάκι, το φως τρεμοπαίζει και στο τέλος σταθεροποιείται). Μαγεία!
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Είναι το φως απο τα αστέρια της Μέσης Γης. Δώρο απ’ τα Ξωτικά του Λοθλόριεν.
ΜΑΡΞ: Ηλεκτρισμός λέγεται και θα ‘πρεπε να είναι δωρεάν αγαθό για όλους! Μα τι συσκότιση που υπάρχει στη Μέση Γη. Γκάνταλφ, θα έρθω μαζί σου.
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Μου λες δηλαδή, ότι τα ξωτικά με εξαπάτησαν και κρατούν τη γνώση μυστική για κάποιο λόγο;
ΜΑΡΞ: Βέβαια! Είναι προφανές! Ελευθερία στους λαούς της Μέσης Γης! Από κάθε άρχοντα, από κάθε σκοταδισμό, από κάθε κακό πλάσμα της φωτιάς!
ΓΚΑΝΤΑΛΦ (ξύνει το κεφάλι): Έχεις δίκιο! Θα είσαι το δέκατο μέλος της συντροφιάς του δαχτυλιδιού λοιπόν.
ΜΑΡΞ: Σήκω, έχουμε δουλειές.
(Ο Γκάνταλφ θέλει να παραγγείλει άλλο ένα κανάτι κρασί, και ψάχνει τον ταβερνιάρη. Ο Μαρξ ανάβει την πίπα του και τραβάει μια τζούρα, τη προσφέρει στον Γκάνταλφ.)
ΓΚΑΝΤΑΛΦ: Ένα τελευταίο κρασάκι, και φύγαμε.
ΜΑΡΞ: Κολασμένοι της Μέσης Γης ενωθείτε.
(Σηκώνονται και χτυπάνε τα ποτήρια τους.)
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Άλικη Τζέρυ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής