Ο Τσίκο και οι παπαγάλοι

0
449

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1.jpg

26 Απριλίου, το έτος 1952. 0°03’14.8″N 6°32’34.8″E.

Το μηδέν στις συντεταγμένες σημαίνει πως βρισκόμαστε στον ισημερινό. Πόρτο Αλέγκρε, νότια του Μόντε Μάρλο. Ανοιχτά του Κονγκό, βρίσκουμε τη ζούγκλα να συνεχίζει. Τίποτα δε σταματάει την ορμή της φύσης. Πώς διέσχισε η ζούγκλα του Κονγκό τη θάλασσα, κι έφτασε μέχρι αυτό το ξεχασμένο νησάκι;

Ο καθηγητής Γκιρλατσίκο έξυσε το κεφάλι του κοιτάζοντας τον χάρτη. Έπειτα το χέρι του ακολούθησε το ζεστό. Ζεστότερο, ακόμα πιο ζεστό, μέχρι την τσίγκινη κούπα του καφέ. Χτύπησε το χρυσό του δαχτυλίδι πάνω στην κούπα τρεις φορές, κι ύστερα χάιδεψε τα άσπρα του γένια. Καθάρισε προσεκτικά τα γυαλιά του με το μαντίλι του. Ήπιε μια γενναία γουλιά καφέ, και ξεκίνησε πριν τον προλάβει ο άγριος ήλιος.

Περπατούσε αργά και προσεκτικά. Αναζητούσε ένα σπάνιο είδος μικροσκοπικού χαμαιλέοντα. Η επιστημονική του ονομασία ήταν Brookesia micra. Κατοικούσε κατά κύριο λόγο στη Μαδαγασκάρη, αλλά σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή Γκιρλατσίκο, ο μικροσκοπικός χαμαιλέων ίσως να προτιμούσε το κλίμα στο Πόρτο Αλέγκρε. Αν η ζούγκλα μπορεί να διασχίσει τη θάλασσα, ίσως να μπορεί κι αυτό το σπάνιο είδος να προσαρμοστεί εδώ.

Ο καθηγητής σκέφτηκε πως ήταν τυχερός που μελετούσε χαμαιλέοντες, και όχι πουλιά. Γιατί όσοι μελετούν είδη πουλιών αναγκάζονται να κοιτούν συνέχεια ψηλά και τσουρουφλίζουν τη μύτη τους. Κι αυτά τα κιάλια, δεν τους προστατεύουν καθόλου. Πόσες φορές ο συνάδελφός του καθηγητής Περποντίλι, κι άλλοι ορνιθολόγοι, δεν κάθονταν τα βράδια στη σκηνή τους με μια παχιά γραμμή γιαούρτι πάνω στη μύτη τους;

Πλάκα που είχαν οι ορνιθολόγοι, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Πήγαιναν περιπάτους μαζί. Ο Περποντίλι κοιτούσε ψηλά, ενώ ο Γκιρλατσίκο πάντα χαμηλά. Αλλά αν ο Γκιρλατσίκο έβρισκε κανένα πολύχρωμο φτερό στο έδαφος, πάντα το έδινε στον φίλο του Περποντίλι που τα έκανε συλλογή. Ο καλός του φίλος Περποντίλι λάτρευε τους παπαγάλους. Και το Πόρτο Αλέγκρε ήταν γεμάτο από αυτούς, θα του άρεσε πολύ.

~~

Οι σκέψεις του καθηγητή διακόπηκαν από ένα ξαφνικό γκντουπ. Μπροστά στις καλοδεμένες του μπότες, βρισκόταν πεσμένη μια καρύδα. Μεγάλη σαν το κεφάλι του. Ήταν τυχερός που τη γλίτωσε. Ακόμα πιο τυχερός που η καρύδα είχε τώρα ένα ράγισμα και μπορούσε να πιει το γάλα της. Σήκωσε το κεφάλι του αργά, ένιωσε τις ακτίνες του ήλιου πάνω στη μύτη του, και έκανε να πιει. Όμως, τι ήταν αυτό; Γούρλωσε τα μάτια, και του έπεσε η καρύδα από τα χέρια. Δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.

‘Να πάρει η ευχή, Περποντίλι’, ψιθύρισε αργά. Μέσα στον φοίνικα, είδε κάτι να κινείται. Ένα πτηνό τεράστιο, σα στρουθοκάμηλο. Αλλά με πλουμιστά φτερά. Δεν είδε καθαρά, αλλά ήταν σίγουρος. Είδε έναν τεράστιο παπαγάλο να κρύβεται μέσα στον φοίνικα. Υπάρχουν τόσο μεγάλοι παπαγάλοι; Ο καθηγητής αναλογίστηκε κάθε βιβλίο που είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη. Και τότε θυμήθηκε.

Πριν χαθεί, ο καλύτερος ορνιθολόγος που ήξερε, του χάρισε το αγαπημένο του βιβλίο για παπαγάλους. Ξεκίνησε να το διαβάζει πολλές φορές, μα άλλες τόσες κατέληγε να τον παίρνει ο ύπνος. Μια φορά μάλιστα αποκοιμήθηκε πάνω στο βιβλίο, το σάλιο του έτρεξε για μια στιγμή κι άρχισε να διαλύει το τιρκουάζ μελάνι ενός εικονογραφημένου παπαγάλου μούλγκα. Ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί ήταν πολύ ωραίο βιβλίο. Είχε και αφιέρωση.

Στον καλύτερο ερπετολόγο που ξέρω.
Εμείς πάμε μαζί.
Δρ. Περποντίλι –


Ο καθηγητής έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του για μια στιγμή. Πήρε ένα μπουκαλάκι από το σακίδιό του και έβαλε μια παχιά γραμμή αντηλιακό στη μύτη του σαν ορκισμένος ορνιθολόγος. Όταν ύψωσε το βλέμμα του ξανά, η φοινικιά ήταν άδεια. Έκοψε μερικούς κύκλους εξετάζοντας την περιοχή, μέχρι που αφομοίωσε τη βλάστηση και τα πτηνά τριγύρω. Τελικά, ο καθηγητής απογοητευμένος, χαμήλωσε το βλέμμα.

‘Ίσως ζαλίστηκα από τον ήλιο. Ίσως ήταν η φαντασία μου.’. Τα μάτια του ήταν πιο συνηθισμένα να κοιτούν χαμηλά, κι έτσι παρατήρησε κατευθείαν ένα χαρτονόμισμα που βρισκόταν τσαλακωμένο λίγο παραπέρα. Ένα χαρτονόμισμα; Κι όμως. Ένα δολάριο. Τί δουλειά είχε ένα δολάριο σε ένα έρημο νησί; Τότε άκουσε κάτι μέσα στους θάμνους.

 Πλησίασε. Είδε κάτι να κινείται αυτή τη φορά. Ήταν ο παπαγάλος; Και τα δολάρια; Μήπως ήταν παγίδα; Όμως η ελπίδα του δεν τον εγκατέλειψε. Έβγαλε αργά έναν χουρμά από το σακίδιό του, και τον πέταξε απαλά δίπλα στον θάμνο. Κόκκινοι και μπλε παπαγάλοι άρχισαν να μαζεύονται τριγύρω με ενδιαφέρον. Πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, ο χουρμάς εξαφανίστηκε! Πέταξε τον επόμενο χουρμά πιο κοντά, και τον επόμενο λίγο πιο κοντά. Τότε το είδε. Πέντε. Πέντε δάχτυλα.

 Ένα χέρι. Ένα μικροσκοπικό χεράκι απλώθηκε και πήρε τον χουρμά. Ο καθηγητής πάγωσε. Πέταξε κι άλλον χουρμά, κι άλλον ένα. Κάθε φορά λίγο πιο κοντά. Προτελευταίος χουρμάς, κι ένα αγοράκι ξεπρόβαλε από τον θάμνο. Το αγοράκι έμεινε να κοιτάει τον καθηγητή, έτοιμο να τρέξει. Ένας μπλε παπαγάλος έκατσε πάνω στο κεφάλι του. Τα μαλλιά του ήταν μακριά κι ανακατεμένα. Ήταν ξυπόλυτο, βρόμικο. Ένα άγριο ζωάκι. Όμως φορούσε μια πολύχρωμη μπέρτα, σαν υπερήρωας. Μια μπέρτα πλουμιστή με φτερά παπαγάλων. Και χαρτονομίσματα. Δολάρια, δηνάρια, μάρκα και λίρες.   Πολύχρωμα χαρτονομίσματα από όλον τον κόσμο.

 Ο καθηγητής δε μπορούσε να εξηγήσει τίποτα από όσα έβλεπε μπροστά του.

‘Πώς σε λένε;’, ρώτησε. ‘Πόσο χρονών είσαι;’

Το αγοράκι τον κοιτούσε σοβαρά. Δεν απαντούσε, αλλά έμοιαζε να είναι γύρω στα οκτώ.

‘Πού είναι οι γονείς σου;’.

Το αγοράκι σήκωσε το δάχτυλό του κι έδειξε τη θάλασσα. Βρίσκονταν στην παραλία. Αλλά ο καθηγητής δεν έβλεπε κανέναν. Δεν υπήρχε καράβι, καλύβα, ούτε σκηνή. Δεν υπήρχε ψυχή. Ο Τσίκο άρπαξε τον τελευταίο χουρμά από το χέρι του καθηγητή και τον χλούπωσε.

‘Μα-μά; Μπα-μπά;’, ρώτησε ο καθηγητής πιο απλά. Το αγοράκι γέλασε και τα μάτια του άστραψαν ξαφνικά. Επανέλαβε ‘Μα-μά!’ κι έβαλε το δάχτυλό του στη μύτη του καθηγητή. Ο καθηγητής δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήξερε μόνο πως το δάχτυλο δε μύριζε ιδιαίτερα ευχάριστα.

‘Εγώ είμαι ο καθηγητής Γκιρλατσίκο. Εσύ;’.

‘Τσικ, τσικ! Τσίκο!’, είπε το αγόρι. Γέλασε ξανά κι έβαλε το δάχτυλό του στη δική του μύτη αυτή τη φορά. ‘Τσικ, τσικ!’, έκανε γελώντας. Άρχισε να χοροπηδάει με την πλουμιστή του μπέρτα να ανεμίζει στον αέρα και χαρτονομίσματα να σκορπάνε παντού.

 ‘Είσαι μόνος σου;’, ρώτησε ο καθηγητής. Ο Τσίκο αμέσως τον πλησίασε, έσκυψε λίγο σα να υποκλίνεται και του έδειξε με προσοχή έναν κόκκινο παπαγάλο που καθόταν τώρα στο κεφάλι του. Ύστερα άρχισε να συστήνει έναν έναν όλους τους παπαγάλους που είχαν μαζευτεί. Πολύχρωμοι και ελεύθεροι.

Ο καθηγητής Γκιρλατσίκο έκατσε για λίγο σε μια πέτρα. Αισθανόταν χαμένος, χρειαζόταν μερικά λεπτά να σκεφτεί. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αποφάσισε να πάρει τον Τσίκο στη σκηνή του, και αύριο να προσπαθούσε να βρει τους δικούς του. Ο Τσίκο ακολούθησε χαρούμενος, σφυρίζοντας και κάνοντας τσικ-τσικ τακτικά. Μαζί του ακολούθησε ένα σμήνος παπαγάλων, πολλοί από τους οποίους είχαν επίσης ξεκινήσει να κάνουν τσικ-τσικ.

 Ο καθηγητής ετοίμασε για τον Τσίκο ένα ζεστό και εξονυχιστικό μπάνιο. Ύστερα τον κούρεψε και του έφτιαξε κοτόπουλο με πατάτες, από το οποίο ο Τσίκο, αν και πεινασμένος, έφαγε μόνο τις πατάτες κι έμεινε να κοιτάει το κοτόπουλο με καχυποψία.

~~{}~~

 27 Απριλίου, το έτος 1952. 0°03’14.8″N 6°32’34.8″E.

Το επόμενο πρωί, ο Τσίκο δεν ήταν εκεί. Μια ακατάσχετη φλυαρία ξύπνησε τον καθηγητή. Ακολούθησε τον ήχο, μέχρι την είσοδο της σκηνής. Σε ένα μεγάλο δέντρο βρισκόταν σκαρφαλωμένος ο Τσίκο. Ο καθηγητής αγουροξυπνημένος φόρεσε τα γυαλιά του, μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι αυτά που νόμιζε για φύλλα, ήταν στην πραγματικότητα δεκάδες μικροί πράσινοι παπαγάλοι. Είχαν γεμίσει το δέντρο και κάθονταν πάνω στον Τσίκο. Ούτε ένας όμως πάνω στο κεφάλι του.

Ο Τσίκο άρχισε να επικοινωνεί περισσότερο με νοήματα με τον καθηγητή. Προσπάθησε να του εξηγήσει ότι οι παπαγάλοι δεν κάθονταν πλέον στο κεφάλι του, γιατί τώρα ήταν πολύ κοντά τα μαλλιά του για να πιαστούν. Ο καθηγητής κατάλαβε ότι ο Τσίκο μάλλον έπεσε από το δέντρο και προσπαθούσε να του δείξει κάποιο καρούμπαλο, που ακόμα και με τα κοντά μαλλιά, ο καθηγητής δεν κατάφερε να το διακρίνει.

 Ο καθηγητής ανακοίνωσε στον Τσίκο πως πρέπει να βρουν τους γονείς του. Ο Τσίκο χαρούμενος τον πήρε από το χέρι. Έφτασαν στην παραλία, το αγόρι τέντωσε το δάχτυλό του κι έδειξε τη θάλασσα ξανά. Μόνο που τώρα ο καθηγητής Γκιρλατσίκο κατάλαβε. Όντως, δεν υπήρχε καμία σκηνή εκεί. Ούτε καλύβα.

Όμως αυτή τη φορά έβλεπε το καράβι καθαρά. Στον πάτο της θάλασσας.

Και τότε θυμήθηκε πως είχε διαβάσει γι’ αυτό. Το διάβασε πριν πέντε χρόνια, στην καθημερινή εφημερίδα του Κονγκό. Ναυάγιο στο Πόρτο Αλέγκρε, κανένας επιζών. Κι όμως το αγόρι βρισκόταν μπροστά του όλο σάρκα και οστά. Και πούπουλα.

 Το αγόρι με γλαφυρά σύμβολα άρχισε να εξιστορεί πώς έφτιαξε τη μπέρτα του. Έδειξε τους παπαγάλους πολλές φορές και εξήγησε πως εδώ η θάλασσα έφερνε χαρτονομίσματα κι άλλα αξιοπερίεργα αντικείμενα από το καράβι. Τα χαρτονομίσματα έκαναν εντύπωση στον Τσίκο. Χρωματιστά και γυαλιστερά. Άρχιζε να τα δείχνει στον καθηγητή, σαν παράσημα. Μερικά του τα έδινε να τα πιάσει με τα χέρια του. Άλλα τα κούναγε στον ήλιο για να γυαλίζουν.

 Ο Τσίκο συνέχισε εξηγώντας την ηλικία του. Εξήγησε πως το είδος του – οι παπαγάλοι δηλαδή – μετρούσαν την ηλικία σε μάνγκο, κι όχι σε χρόνια. Ένας παπαγάλος ενηλικιώνεται γύρω στα 4000 μάνγκο, κι ότι εκείνος είχε φάει 1500. Όμως ήταν πολύ κοντά στην εφηβεία. Τότε είναι που οι παπαγάλοι μαθαίνουν να πετάνε. Ο καθηγητής τότε αγκάλιασε τον Τσίκο για πρώτη φορά.

~~{}~~

Οι βδομάδες περνούσαν και ο καθηγητής είχε ήδη μάθει αρκετές λέξεις στον Τσίκο, όπως και σε δεκάδες παπαγάλους που τον ακολουθούσαν και επαναλάμβαναν ό,τι έλεγε. Κάθε βράδυ τον έβαζε για ύπνο, και κάθε πρωί ήταν εξαφανισμένος. Ο καθηγητής είχε συνηθίσει πια. Ακολουθούσε τα σμήνη των πολύχρωμων πουλιών, και έτσι πολύ γρήγορα εντόπιζε τον μικρό.

 Ο Τσίκο του έδειχνε πώς ζούσε στο νησί. Τον πήγε σε γωνιές της ζούγκλας που δεν είχε ξαναπατήσει άλλος άνθρωπος. Του έδειχνε πώς να πιάνει τα ψάρια με τα χέρια του. Ο καθηγητής δεν ήταν πολύ καλός σε αυτό, ήταν πολύ γλιστερά. Ο Τσίκο προσπαθούσε να μάθει επίσης παπαγαλλικά στον καθηγητή. Ούτε εκεί τα πήγαινε πολύ καλά ο καθηγητής, αλλά ο Τσίκο εκτιμούσε την προσπάθεια.

~~{}~~

 Ένα πρωί, ο καθηγητής σηκώθηκε και έφτιαξε τον καφέ του ζεστό, ως συνήθως. Είχε εδώ και καιρό σταματήσει να ενημερώνει το ημερολόγιό του, το είχε ξεχάσει. Ο Τσίκο έλειπε, ως συνήθως, κι οι παπαγάλοι σφύριζαν μόνοι τους έξω από τη σκηνή. Ο καθηγητής ξεκίνησε τον καθημερινό του περίπατο. Ακολουθούσε κάθε παπαγάλο που συναντούσε, κι έτσι ήξερε πως θα βρει και τον Τσίκο στην πορεία. Εστίασε στην αναζήτηση του μικροσκοπικού χαμαιλέοντα. Ο ήλιος άρχισε να δύει, αλλά ήταν σίγουρος πως ο Τσίκο θα είχε ήδη επιστρέψει στη σκηνή.

 Όμως ο Τσίκο δεν ήταν στη σκηνή. Ο καθηγητής ανησύχησε. Δε μπορούσε να βγει στη ζούγκλα μέσα στη νύχτα. Ο Τσίκο θα είχε πάει στη φωλιά του από νωρίτερα. Αλίμονο, το παιδί ήξερε τη ζούγκλα καλύτερα από τον ίδιο. Ο καθηγητής όμως δεν είχε ύπνο. Κι οι παπαγάλοι έξω δεν έλεγαν να ησυχάσουν, ίσως ούτε εκείνοι μπορούσαν να κοιμηθούν. Ο καθηγητής κοντοστάθηκε κοιτάζοντας το παπαγαλόδεντρο έξω από τη σκηνή του.

Κάποια στιγμή μέσα στην άτακτη συζήτηση το άκουσε.

‘Μάνγκο’. Μιλούσε ακόμα σπαστά παπαγαλλικά, αλλά ευτυχώς η λέξη μάνγκο είναι η ίδια σε πολλές γλώσσες.

‘Μάνγκο;’, ρώτησε ο καθηγητής.

Κι ένας μπλε παπαγάλος του απάντησε ‘1526 μάνγκο’.

 Ο καθηγητής σώπασε. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, ο Τσίκο είχε μεγαλώσει. Οι παπαγάλοι σώπασαν, σα να κατάλαβαν κι αυτοί. Ο Τσίκο είχε μεγαλώσει πια. Έπρεπε να μάθει να πετάει;

 Τα παπαγαλάκια ήταν η οικογένεια του Τσίκο. Δε μπορούσε να δαμαστεί, δε μπορούσε παρά να κοιτάζει το ψητό κοτόπουλο με καχυποψία. Έτσι, ένα πρωί ο Τσίκο έγινε έφηβος. Άστραψαν τα χαρτονομίσματά του στο φως του ήλιου. Κι έτσι, πέταξε πάνω από έναν βράχο μαζί με τους δικούς του. Πολύχρωμοι κι ελεύθεροι.

 ~~{}~~

Μέσα στις επόμενες μέρες ο καθηγητής Γκιρλατσίκο αποφάσισε πως αυτό ήταν το τέλος της εκστρατείας του. Μετά τον χαμό του καλού του φίλου Περποντίλι, του ήταν ήδη δύσκολο να συνεχίζει μόνος του. Τώρα όμως; Τώρα του ήταν αδύνατο.

Με τον Τσίκο έκλεισε ένας κύκλος. Σκέφτηκε πως δεν είχε κάτι άλλο να ψάξει. Ίσως τελικά ο καθηγητής Γκιρλατσίκο τα κατάφερε. Ίσως βρήκε τελικά αυτόν τον σπάνιο μικροσκοπικό χαμαιλέοντα που έψαχνε. Δεν είχε κανένα επιστημονικό άρθρο να δημοσιεύσει, αλλά είχε μια ιστορία. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία ιστορία που έγραψε. Μια ιστορία για τον Τσίκο.

Στον καλύτερο ορνιθολόγο που ξέρω.
Εμείς πάμε μαζί.
 Δρ. Γκιρλατσίκο –

12 Οκτωβρίου, το έτος 1952.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Γιοχάννα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής