Τα ξύλινα πόδια

0
977

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι d8d047cb981dd72bd41201ce232e8084.jpg

Κάποτε, πολύ πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να έχουν ανάγκη τους χάρτες για να γνωρίσουν τον κόσμο,  υπήρχε κάπου στο βορρά μια μικρή χώρα με κατοίκους που έμοιαζαν αρκετά στους ανθρώπους που ξέρουμε και σήμερα, μόνο που διέφεραν πολύ στο ύψος. Ήταν περίπου μια φορά ψηλότεροι.

Η χώρα αυτή που λέτε, είχε έναν κυβερνήτη δίκαιο και σοφό. Τούτος ο κυβερνήτης ήταν κάπως περίεργος. Ούτε σε πλούσιο σπίτι έμενε, ούτε υπηρέτες του άρεσε να έχει, ούτε και οι πολλές κολακείες τον έκαναν χαρούμενο.

Αγαπούσε το καλό φαγητό, το ψάρεμα και τη μουσική που έπαιζαν δυο γέροι φίλοι του με όργανα φτιαγμένα με τα χέρια τους από δέρματα ζώων περασμένα στο ξύλο. Οι άνθρωποι τον αγαπούσαν πολύ. Τον σεβόντουσαν, του έφερναν δώρα και τον τιμούσαν οργανώνοντας αγώνες τραγουδιού για χάρη του.

Η ζωή κυλούσε όμορφα, τίποτα δεν τάραζε την ηρεμία των κατοίκων που περνούσαν τις μέρες τους δουλεύοντας, κυνηγώντας, ψαρεύοντας ή παίζοντας με τα παιδιά τους.

~~

Μια μέρα λοιπόν, ο κυβερνήτης, τους μάζεψε όλους και τους ανακοίνωσε ότι εκείνος και η γυναίκα του θα αποκτούσαν σύντομα παιδί.

Μεγάλες γιορτές γίνονταν από τότε στη χώρα. Τραγούδια, αγώνες ψαρέματος και άφθονο κρασί και φαγητό για όλους.

Το παιδί λοιπόν γεννήθηκε και δεν άργησε να φανεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά.  Τόσο οι γυναίκες που βοήθησαν στη γέννα,  όσο κυρίως ο μάγος το είπε καθαρά. Το παιδί ήταν πολύ κοντό. Μια φορά κοντύτερο από έναν σημερινό άνθρωπο.

Ο κυβερνήτης μόλις το έμαθε φώναξε αμέσως το συμβούλιο του. Έστειλε τον αγγελιοφόρο του να μαζέψει τους καλύτερους γιατρούς των γειτονικών χωρών, ζήτησε από τον μάγο και τους γεροντότερους της  χώρας να θυμηθούν αν είχε ποτέ συμβεί κάτι ανάλογο. Φοβήθηκε ακόμη και μήπως είχε ο ίδιος κάνει κάτι κακό και τιμωρούνταν τώρα έτσι σκληρά από τη θεά Χρυσέλλα, τη θεά της δικαιοσύνης, αλλά και της εκδίκησης.

Τίποτα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ούτε οι γιατροί, ούτε ο μάγος, ούτε οι προσευχές βοήθησαν. Οι κάτοικοι, λυπήθηκαν πολύ τον κυβερνήτη τους για το κακό που βρήκε την οικογένειά του.

Ήταν πρώτη η μητέρα που με την αγάπη και τη στοργή της για το παιδί βοήθησε τον άντρα της να αρχίσει να αποδέχεται αυτό που είχε συμβεί. Το νανούριζε κάθε βράδυ με τη γλυκιά φωνή της, το πήγαινε βόλτα στη μεγάλη λίμνη και το έπλενε στα κρυστάλλινα της νερά. Του μιλούσε για τα αστέρια και τον μάθαινε να ξεχωρίζει τα πουλιά από το κελάηδημά τους. Με τον καιρό λοιπόν ο κυβερνήτης μας έπαψε να κοιτά με λύπη τον γιο του και άρχισε να είναι χαρούμενος, να παίζει μαζί του και να του μιλά με τις ώρες για τα πάντα.

Του έλεγε ιστορίες, παραμύθια, του διηγούνταν την ιστορία της οικογένειάς τους.

~~

Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο, φώναξε τους πιο σοφούς της χώρας και τους ανέθεσε να αρχίσουν να μαθαίνουν στον γιό του μουσική και γλώσσα. Αργότερα οι σοφοί συμβούλεψαν τον κυβερνήτη , πως θα έκανε καλό στο παιδί να πηγαίνει να παρακολουθεί μαθήματα μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά.

Στην αρχή εκείνος φοβήθηκε πολύ και δεν ήθελε ούτε να το ακούσει.  «Και αν το κοροϊδεύουν; Αν πάθει κάτι κακό;» Αυτά έλεγε και οι σοφοί έξυναν το κεφάλι τους συλλογισμένοι.

Μια μέρα ο πιο πιστός σύμβουλος του κυβερνήτη ζήτησε να τον δει προσωπικά.

«Σκέφτηκα κάτι. Έχω ακούσει πως σε μια καλύβα στην άκρη της χώρας, ζει κάποιος τρομερός τεχνίτης που μπορεί να φτιάξει ό,τι του ζητήσει κανείς. Σκέφτηκα λοιπόν να τον φωνάξεις και να του ζητήσεις να φτιάξει για τον γιο σου ψεύτικα πόδια».

Ο  κυβερνήτης  τον κοίταξε με απορία.

«Και πως θα βοηθήσει αυτό;»
«Είναι απλό. Θα τα φοράει όταν πηγαίνει στα μαθήματά με τα άλλα παιδιά και έτσι θα είναι στο ίδιο ύψος.  Δεν θα κινδυνεύει λοιπόν  να τον πατήσουν και θα αισθάνεται ασφαλής».

Οι γονείς του μικρού το σκέφτηκαν πολύ για αρκετές μέρες  και αποφάσισαν πως μπορούσαν να το δοκιμάσουν. Έστειλαν λοιπόν άνθρωπο να φέρει τον τεχνίτη αυτόν στο σπίτι. Τα συζήτησαν και η δουλειά έκλεισε. Μέρες και νύχτες πολλές δούλεψε ο τεχνίτης το ξύλο και ένα πρωί τα πόδια για το αγόρι ήταν έτοιμα.

Χαρούμενος ο πατέρας  φώναξε το γιο του και του μίλησε για το σχέδιο. Το παιδί που ως τότε ντρεπόταν πολύ να παίζει με τα άλλα παιδιά, χάρηκε πολύ και άρπαξε τα ξύλινα πόδια από τα χέρια του πατέρα του για να τα φορέσει.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε, αλλά γρήγορα συνήθισε να περπατά πάνω τους.

~~

Άρχισε λοιπόν να πηγαίνει μαζί με τα άλλα παιδιά στα μαθήματα. Γρήγορα κατάλαβαν όλοι πως ήταν πολύ έξυπνος και χαριτωμένος. Μιλούσε όμορφα και τραγουδούσε με πολύ γλυκιά φωνή. Του άρεσε να ψαρεύει και συμμετείχε ευχάριστα στα περισσότερα παιχνίδια. Τα παιδιά τον αγαπούσαν.

Είχαν συνηθίσει τα ξύλινα πόδια του και δεν τους έκανε πια εντύπωση που είχαν κοντά τους κάποιον τόσο πιο κοντό από εκείνα. Φυσικά οι γονείς τους τα είχαν προειδοποιήσει  να μην κάνουν καμία απροσεξία και κακοκαρδίσουν τον γιο του κυβερνήτη, αλλά πλέον δεν χρειαζόταν να είναι απλώς προσεκτικοί. Ήθελαν να παίζουν μαζί του, να τον ακούν να τραγουδάει και να τους διηγείται τις όμορφες  ιστορίες που ήξερε από τον πατέρα του.

Εκείνος όμως, δεν ένιωθε ευτυχισμένος. Κοιτούσε πότε πότε με ζήλια στα κρυφά τα άλλα παιδιά που έτρεχαν να σκαρφαλώσουν σε κάποιο δέντρο, ή πάλι παρατηρούσε με λύπη  τα ξύλινα πόδια του, που του φαινόντουσαν τόσο άσχημα. Λυπόταν που ήταν τόσο κοντός και αναγκαζόταν να τα φοράει για να φαίνεται στο ίδιο ύψος με τους άλλους.

Αν πάλι τα έβγαζε, τότε θα έμοιαζε γελοίος. Ένας νάνος μέσα στους γίγαντες. Αυτή η φοβερή εικόνα είχε σφηνωθεί στο μυαλό του και δεν μπορούσε να την βγάλει από εκεί όσο και αν προσπαθούσε.

~~

Μια μέρα όλα τα παιδιά με το δάσκαλό τους πήγαν να κολυμπήσουν στη μεγάλη λίμνη. Ο δάσκαλος είπε στο παιδί  πως τα ξύλινα πόδια του θα το εμπόδιζαν να κολυμπήσει άνετα και έτσι εκείνο τα έβγαλε κατσούφικα και τα άφησε κοντά στα ρούχα του στην άκρη της λίμνης.

Ένας μικρούλης που ήθελε να διασκεδάσει λίγο πειράζοντας τον γιο του κυβερνήτη,  βγήκε γρήγορα από το νερό και πήρε τα ξύλινα πόδια. Χωρίς να τον δει κανείς, τα έκρυψε κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο και μπήκε ξανά στη λίμνη.

Όταν ο δάσκαλος είπε στα παιδιά να βγουν, το αγόρι  πάγωσε μόλις  κατάλαβε πως τα πόδια του δεν ήταν εκεί που τα είχε αφήσει. Άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Όλοι έτρεξαν γρήγορα κοντά του. Άλλοι τον παρηγορούσαν και άλλοι έψαχναν για τα ξύλινα πόδια.

Μέσα στη φασαρία, το πειραχτήρι έβγαλε τα πόδια από την κρυψώνα τους και τα άφησε ξανά εκεί που έπρεπε να είναι. Βλέποντας τη στεναχώρια που η μικρή του πλάκα είχε προκαλέσει στο φίλο του, τον λυπήθηκε πολύ.

Ζήτησε συγνώμη για αυτό  που είχε σκαρώσει και δέχτηκε πρόθυμα την τιμωρία που του επέβαλε ο δάσκαλος, να μείνει για πέντε μέρες μακριά από το ψάρεμα που ήταν η μεγαλύτερη διασκέδαση των παιδιών.

~~

Η νύχτα εκείνη ήταν πολύ δύσκολη για τον μικρό μας φίλο . Σκεφτόταν συνέχεια πόσο γελοίος είχε νιώσει χωρίς τα ψεύτικα πόδια του μπροστά σε όλους. Είχε γίνει αδύναμος, έκλαιγε και φάνταζε τόσο απροστάτευτος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν άντεχε να δει ξανά τα άλλα παιδιά. Δεν μπορούσε να ξεχάσει με πόση λύπη τον κοιτούσαν και προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν.

Του φαινόταν αδύνατο να συνεχίσει να ζει μαζί τους. Δεν άντεχε να σκέφτεται τη λύπη των γονιών του εξαιτίας του. Δεν μπορούσε να δει τίποτα όμορφο στη ζωή κοντά σε ανθρώπους από τους οποίους εκείνος ήταν τόσο διαφορετικός. Έπρεπε να κάνει κάτι για να πάψει να πονάει τόσο.

Σηκώθηκε ήσυχα από το κρεβάτι του, φόρεσε τα ρούχα του και βγήκε αθόρυβα από το  σπίτι. Άρχισε να περπατά μες τη νύχτα χωρίς να ξέρει που ήθελε να πάει.

Ύστερα από ώρες πολλές σταμάτησε να ξεκουραστεί. Είχε φτάσει στο μεγάλο δάσος λίγο έξω από τη μικρή του χώρα. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο, σκεπάστηκε με φύλλα και προσπάθησε να κοιμηθεί.

Όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο του να τον ξυπνήσει για τα μαθήματα, βρήκε μόνο τα ξύλινα πόδια του κάτω από το κρεβάτι. Τρελή από ανησυχία φώναξε τον άντρα της και οι δυο μαζί άρχισαν να τον ψάχνουν παντού. Γρήγορα τα άσχημα νέα μαθεύτηκαν σε όλη τη χώρα που έπεσε σε μεγάλη στεναχώρια.

Ο κυβερνήτης είπε πως θα πλήρωνε μεγάλο θησαυρό σε όποιον του έβρισκε το παιδί του. Και οι κάτοικοι όμως ήταν ανάστατοι και οργάνωσαν ομάδες αναζήτησης του χαμένου παιδιού.

Δέκα μερόνυχτα έψαχναν σε κάθε γωνιά χωρίς αποτέλεσμα.

~~

Εκείνο  κρυβόταν καλά μέσα στο δάσος. Τρεφόταν με καρπούς που έπεφταν από τα δέντρα, κοιμόταν στις κουφάλες τους και ξυπνούσε από τα πρώτα τραγούδια των πουλιών. Πρόσεχε πολύ να μην το πατήσουν τα μεγάλα ζώα του δάσους. Κάθε που σκεφτόταν τους γονείς και τους φίλους που είχε αφήσει πίσω του, τους φανταζόταν ανακουφισμένους και ξεκούραστους τώρα που αυτός ήταν μακριά.

«Έτσι είναι καλύτερα για όλους», μονολογούσε με παράπονο.

Την ενδέκατη μέρα και ενώ έκανε βόλτα κοντά σε μια μικρή όμορφη λίμνη μέσα στο δάσος, είδε να τον πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές   ένας βάτραχος.

«Γεια σου ξένε. Τι γυρεύεις μόνος σου εδώ μέσα στο δάσος;»

«Είμαι ο γιος του κυβερνήτη  της μικρής χώρας δίπλα σε αυτό το δάσος. Αποφάσισα να φύγω από το σπίτι μου και να ζήσω μόνος μου εδώ.»
«Αλήθεια;» Έκανε ο βάτραχος γελώντας. «Πώς αυτό;»

«Είμαι ο πιο κοντός που γεννήθηκε ποτέ στη χώρα μου. Όλοι με λυπούνται και γελούν μαζί μου. Δεν μπορώ να ζήσω άλλο κοντά τους. Ακόμη και οι γονείς μου που με αγαπάνε, λυπούνται που έτυχε να είμαι εγώ ο γιος τους.  Δεν αντέχω να τους στεναχωρώ τόσο».

Ο βάτραχος τον κοιτούσε για πολλή ώρα χωρίς να μιλά. Ύστερα του είπε: «Προσπαθώ τόση ώρα να καταλάβω τι με μπερδεύει πιο πολύ με σένα φίλε μου. Πως είναι δυνατόν να χωράει τόση ανοησία στο μικρό σου κεφάλι, ή τόση κακία στην καρδιά σου;»

Ο μικρός  τα ‘χασε.

«Γιατί μου μιλάς έτσι; Τι σου έκανα;»
«Σε μένα τίποτα. Μόνο που γέμισες με πόνο τη χώρα σου άμυαλε. Όλο το δάσος μέρες τώρα έχει γεμίσει από τις φωνές αυτών που σε ψάχνουν παντού. Δεν τους ακούς εσύ; Τα πουλιά παύουν να κελαηδούν ακούγοντας τις λυπημένες φωνές τους που σε ζητούν, τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους και μόνο εσύ περνάς τις μέρες σου στο δάσος αδιάφορος για το κακό που τους έχεις προκαλέσει. Ο πατέρας σου, η μητέρα σου και όλη σου η χώρα ψάχνει να βρει έναν ανόητο νάνο που δε βλέπει πέρα από τη μύτη του.»

Αυτά είπε ο βάτραχος και χάθηκε μ’ ένα πήδημα μέσα στο νερό γελώντας δυνατά.

Το αγόρι  έμεινε εκεί ακίνητο  για ώρα πολλή και ύστερα ένιωσε μοναξιά και θλίψη. Άρχισε να κλαίει και τα δάκρυα του έπεφταν πάνω στα φύλλα. Όταν έπεσε το βράδυ, κατάκοπο  από το κλάμα, έριξε στο πρόσωπό του νερό από τη λίμνη και άρχισε να τραγουδά το τραγούδι που του έλεγε η μητέρα του για να κοιμηθεί. Μέσα στην γαλήνη του δάσους η φωνή του αντιλάλησε γλυκιά και όμορφη. Ένιωθε  σαν να την άκουγε πρώτη φορά.

Ένα κύμα αγάπης  πλημμύρισε  την καρδιά του. Αγάπη για τους γονείς του, για το σπίτι του, τη χώρα και τους ανθρώπους της που τον αναζητούσαν, αλλά και μια άλλη αγάπη πρωτόγνωρη. Αγάπη για τον ίδιο του τον εαυτό.

Για πρώτη φορά άκουγε το τραγούδι του και χαιρόταν. Τραγουδούσε μόνο για κείνον και όχι για να τον αγαπούν οι άλλοι όπως παλιά. Σηκώθηκε γρήγορα, πήρε τα ρούχα του από την κουφάλα του δέντρου που τα είχε αφήσει και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

~~

Περπάτησε πολύ χωρίς σταματημό και όταν ο ήλιος φώτισε τη χώρα του έφτασε έξω από το πατρικό του. Μπήκε δειλά στο σπίτι φοβούμενος πως θα τον τιμωρούσαν πολύ σκληρά για αυτό που έκανε. Μόλις όμως οι γονείς τον είδαν να μπαίνει τον αγκάλιασαν και άρχισαν να κλαίνε από χαρά.

«Μην μας ξανά αφήσεις ποτέ αγόρι μου», του είπε συγκινημένος ο κυβερνήτης  και έτρεξε να πει ο ίδιος τα νέα σε όλους όσους είχαν μαζευτεί ήδη έξω από την πόρτα του σπιτιού.

Από εκείνη τη μέρα, ο φίλος μας ζει ευτυχισμένος στη μικρή του χώρα, κοντά στους γονείς και τους φίλους του. Φορά τα ξύλινα πόδια του μόνο για να μην κινδυνέψει να τον πατήσει κανείς στο κυνήγι, ή στους αγώνες και δεν έχει κανένα πρόβλημα να τον βλέπουν και χωρίς αυτά.

Όταν νιώθει λυπημένος, πηγαίνει ξανά στη μικρή λίμνη μέσα στο δάσος και τραγουδά το νανούρισμα της μαμάς του κι ύστερα γυρνά γαληνεμένος στους δικούς του. Ξέρει πια πως τον χρειάζονται, όσο και εκείνος.

Αν ποτέ καθώς περιπλανιέστε αμέριμνοι, τύχει να μπείτε σ’ ένα μεγάλο δάσος, ίσως ακούσετε μια γλυκιά φωνή να τραγουδά μέσα  στην ησυχία ένα αρχαίο γλυκό τραγούδι. Αφήστε το να σας οδηγήσει στον μικρό αγόρι και ζητήστε του να σας πει κάποια από τις ιστορίες του. Ίσως διαλέξει κάποια που έχει να μάθει κάτι και σε εσάς!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το παραμύθι έγραψε ο Θοδωρής Τσάτσος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής