[Ο κόσμος μαζεύεται στη πλατεία του χωριού Σέλιανη. Τα μέλη του λαϊκού δικαστηρίου παίρνουν τις θέσεις τους δίπλα στα μεγάλα πλατάνια. Δυο γεροδεμένοι άνδρες φέρνουν μια γυναίκα αναμαλλιασμένη. Φοράει γκρι ρούχα, βρώμικα, κουρελιασμένα. Το πρόσωπο της είναι σκαμμένο απ’ το χρόνο. Τα μάτια της λαμπυρίζουν σαν της γάτας στο σκοτάδι. Ο επίτροπος σηκώνει το χέρι στον αέρα, για να σταματήσει η οχλαγωγία. Κοιτάζει τη γυναίκα, ανοίγει το Malleus Maleficarum και απαγγέλει το κατηγορητήριο.
“Χλόη, κατηγορείσαι για άσκηση μαγείας και συνεργεία με τον Σατανά. Ας μιλήσουν οι μάρτυρες.”]
~~
Μαρτυρία της γειτόνισσας
Την είδα να βγαίνει λίγο πριν τη δύση του ηλίου. Άνοιξε τη πόρτα της και σύρθηκε όπως τα φίδια προς το δάσος. Την ακολούθησα. Το ήξερα ότι κάτι κρύβει! Είναι σίγουρα μάγισσα! Μπήκε πιο βαθιά μες το δάσος, και την είδα να σταματάει στο κέντρο ενός ξέφωτου. Μόλις είχε βγει η πανσέληνος. Έβγαλε τα ρούχα της κι άρχισε να λικνίζεται αργά και έπειτα γρηγορότερα.
Τότε εμφανίστηκε ο πάτερ Υάκινθος. Προχώρησε προς το μέρος της σαν μαγεμένος. Εκείνη μόλις τον αντιλήφθηκε του χίμηξε. Κάθισε πάνω στην κοιλιά του και ξανάρχισε να λικνίζεται. Ο πάτερ έμενε ακίνητος. Σίγουρα του είχε κάνει ξόρκια και τον είχε καταντήσει έτσι. Άρχισε να κραυγάζει ανάρμοστα και να επικαλείται τον Βεελζεβούλ.
Φοβόμουν τόσο, μα πήγα για να τον σώσω. Την είδα να κουνάει τα χέρια της κυκλικά και απ’ τα μάγια της έπεσα στο έδαφος. Ανέβηκε πάνω μου σαν την Μόρα, και συνέχισε να ψέλνει ακαταλαβίστικα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, σας λέω. Ήμουν υπό την επήρεια των σκοτεινών δυνάμεων της.
Ο πάτερ Υάκινθος δίπλα μου, σηκώθηκε και σαν χωρίς ψυχή ανέβηκε πάνω μου και έκανε ανάρμοστες πράξεις. Και τότε εμφανίστηκε εκείνος! Ο ίδιος ο Βεελζεβούλ είχε έρθει και χόρευε γύρω μας. Αυτό κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, που την είδα να εξαφανίζεται μπρος τα μάτια μου. Αν δεν είναι αυτό μαγεία τότε τι είναι; Είναι επικίνδυνη!
[Αποχωρεί συντετριμμένη προς το πίσω μέρος της πλατείας]
~~
Μαρτυρία του πάτερ Υάκινθου
Ήταν μετά τον εσπερινό. Περπάτησα όπως κάθε μέρα από την εκκλησία προς το σπίτι μου και είδα την Χλόη να βγαίνει απ’ την αυλή της. Ένα λεπτό αργότερα, είδα τη γειτόνισσα της, να την ακολουθεί στο δάσος. Φαινόταν να είναι συνεννοημένες, καθώς η μια πήγαινε πίσω από την άλλη συνωμοτικά. Δεν είναι διόλου ασφαλές και πρέπων για δυο γυναίκες να βρίσκονται έξω, τέτοια ώρα. Τις ακολούθησα για να βεβαιωθώ δια την ασφάλειά τους. Άλλωστε ο καλός ποιμένας φυλάει το ποίμνιο του.
Σταθήκανε σ’ ένα ξέφωτο κι άρχισαν να χορεύουν πότε κυκλικά και πότε αντικριστά. Η Χλόη ξεκίνησε να τραγουδάει λόγια παράξενα σε γλώσσα που δεν γνωρίζω και η γειτόνισσα της έμοιαζε μαγεμένη. Με μένος, έσκισε τα ρούχα της και κυλίστηκε στο πάτωμα σαν να ‘ταν κάποιο ακάθαρτο ζώο. Η Χλόη πήρε τα σκισμένα ιμάτια και τα ύψωσε στον αέρα και τότε με την άκρη του ματιού της με είδε.
Η γειτόνισσα της ούρλιαζε σε κατάσταση μανίας. Προσπάθησα να τρέξω μα τα πόδια μου ήταν καρφωμένα στη γη, δεν μπορούσα να πάω ούτε μπρος ούτε πίσω. Άρχισα να απαγγέλλω το Πάτερ Ημών καθότι είχα καταλάβει ότι ήταν δουλειά του Εξαποδώ. Με άρπαξε από το σβέρκο και με πέταξε στο πάτωμα. Είχε τη δύναμη που της έδινε ο αφέντης της, δύναμη δέκα ανδρών!
Εκείνη συνέχισε τα τελετουργικά της ξόρκια στην γειτόνισσα και τότε είδα καθαρά τον ίδιο τον Εξαποδώ. Έκανε ανίερες πράξεις με την Χλόη χλευάζοντας τον Κύριο μας. Με πίστη και σθένος απήγγειλα το Πάτερ Ημών και πάλι. Και τότε τράπηκαν σε φυγή. Λύθηκαν τα μάγια και μαζί με την γειτόνισσα επιστρέψαμε στο χωριό.
Είναι μια μάγισσα! Της πρέπει να καεί στο πυρ το εξώτερων!
[Να καεί! Να καεί!]
[Ο πάτερ αποσύρεται, με ένα ελαφρύ και σίγουρο βήμα δίπλα στους δικαστές]
~~
Μαρτυρία της μάγισσας
Δεν είμαι μάγισσα! Είμαι αθώα! Και μπορώ να σας το αποδείξω αυτό! Με συκοφαντούν, αλλά ο Κύριος ξέρει τις λερωμένες ψυχές των δύστυχων αυτών πλασμάτων.
[Ακούγονται αποδοκιμασίες από το πλήθος]
Ακούστε με! Έχω κάθε δικαίωμα να σας πω τι πραγματικά έγινε!
Είχε πανσέληνο κι ο καιρός ήταν μαλακός. Λίγο μετά το απόγευμα είναι η ιδανική ώρα να μαζέψει κανείς μελισσοβότανο. Το γνωρίζω από τη γιαγιά μου, τη μαία της Σέλιανης. Βγήκα και περπάτησα προς το δάσος, ώστε να πάω στο ξέφωτο που γνωρίζω ότι φυτρώνει το βοτάνι.
Και σας ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό: Εκείνοι ήταν εκεί. Η γειτόνισσα γυμνή ξαπλωμένη στο έδαφος πλάι στα μελισσοβότανα, κι ο πάτερ Υάκινθος πάνω της, να φιλιούνται μανιασμένα. Πάγωσα στο θέαμα και προσπαθώντας να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν, παραπάτησα και έπεσα πάνω στους θάμνους. Με άκουσαν!
Ο πάτερ Υάκινθος έτρεξε κατά πάνω μου κι άρχισε να με χτυπάει και να ξεστομίζει βλαστήμιες. Η γειτόνισσα μου, ωρυόταν και χίμηξε κατά πάνω μου με μένος και μου τραβούσε τα μαλλιά. Έπεσα λιπόθυμη. Όταν συνήλθα ήταν ήδη πρωί.
Είναι ένοχοι γι’ αυτό με κατηγορούν! Ακούτε τι σας λέω; Είναι μοιχοί! Μάρτυς μου ο Θεός, θα καείτε στη κόλαση!
[Κάψτε τη μάγισσα! Ιερόσυλη! Βλάσφημη! Κάψτε την!]
[Τους βγάζει τη γλώσσα και τους κοροϊδεύει με τα χέρια της, ενώ δύο άνδρες την σέρνουν προς το κέντρο της πλατείας]
~~
Μαρτυρία του πνεύματος του δάσους
Λίγο πριν βραδιάσει η Χλόη, ο πάτερ Υάκινθος και η γειτόνισσα εμφανίστηκαν, στο ξέφωτο που συναπαντιούνται οι Λεύκες, τα Αγριοκούμαρα και τα Μελισσοβότανα. Ήρθαν ο καθένας με απόκλιση τριών φυσημάτων του Βορρέα. Η Χλόη έρχεται συχνά, μα ήταν προς μεγάλη μου έκπληξη όταν ακολούθησαν ξωπίσω της οι άλλοι δύο συγχωριανοί σας. Τους είδα να πέφτουν πάνω στην Χλόη και να την ρίχνουν στο γρασίδι, το νοτισμένο από την εσπερινή υγρασία. Αφού την έδεσαν άρχισαν να χορεύουν γύρω της. Έψαλαν λόγια από άλλη εποχή και τόπο, που παρ’ όλα τα χίλια χρόνια μου στην γη, δεν δύναμαι να σας τα ερμηνεύσω. Κάποιος υποτακτικός του Σκοτεινού Κυρίου, παρουσιάστηκε και μπρος τα μάτια μου τέλεσε γάμο. Η γειτόνισσα, με στιλέτο ασημοκεντημένο τρύπησε την Χλόη στο αριστερό της χέρι. Μπορείτε να το δείτε!
[Κεφάλια σηκώνονται ψηλότερα να δουν το χέρι της Χλόης. Όλο της το σώμα έχει δεκάδες πληγές]
Πήρε μικρό μεταλλικό δοχείο γεμάτο με κρασί φλογόμαυρο και έσταξε μέσα τις σταγόνες αίμα. Ο πάτερ Υάκινθος, ήπιε αχόρταγα και έπειτα της το πρόσφερε. Οι δυο τους έφυγαν μαζί με τον υποτακτικό και κατευθύνθηκαν προς το χωριό. Η Χλόη έμεινε αναίσθητη μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
~~
[Το πνεύμα κλείνει τα μάτια του και εξαφανίζεται. Ησυχία επικρατεί στη πλατεία]
Τα μέλη του λαϊκού δικαστηρίου, ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Ο επίτροπος ξεροβήχει.
“Με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής, καταδικάζουμε την κατηγορούμενη και τους τρεις μάρτυρες σε θάνατο δια της πυράς.”
[Σύσσωμο το χωριό, ζητωκραυγάζει τη νίκη του Θεού επί του Διαβόλου και στριμώχνεται προς τις πρώτες γραμμές για να χορτάσει το πεινασμένο μάτι του, με μπόλικο αγνό πόνο.]
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άλικη Τζέρυ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η δομή του είναι στηριγμένη στο Ρασομόν, του Ακίρα Κουροσάβα
Διαβάστε κι αυτό Το “φαινόμενο Ρασομόν” – Κινηματογράφος και ψυχολογία https://sanejoker.info/2016/10/rashomon-effect.html