Στρατιώτες, αμέτρητοι, μια θάλασσα χακί, τρέχουν.
Λοχίες, ανθυπασπιστές, οπλίτες, δεκανείς, ταγματάρχες, όλοι τρέχουν, ανάκατα. Κοιτά βαθμούς ο θάνατος;
Πάνε όλοι στη θάλασσα. Από κάπου μακριά έρχεται ο ήχος των αρμάτων, που τους έχουν βάλει στόχο. Κάποιοι όλμοι σκάνε δίπλα τους. Τώρα είναι που πρέπει να τρέξουν πιο γρήγορα.
Η αμμουδιά! Να τη! Θάλαττα! Θάλαττα! Να και τα πλοία τα μεταγωγικά. Εκεί πρέπει να πάνε.
Αυτή είναι η διαταγή, αυτό και το σχέδιο. Τα μεταγωγικά θα τους πάρουν από αυτήν την καταραμένη γη στην οποία τόσο πολύ είχαν πολεμήσει πριν χάσουν και θα τους πάνε απέναντι, στην γη των φίλων, των συμμάχων.
Κι αν γλιτώσουν από τα κανόνια, τους όλμους, τα τουφέκια και τα πολυβόλα των εχθρών, μπορεί και να πάνε σπίτι τους. Πρώτα όμως πρέπει να μπουν στα μεταγωγικά. Και γρήγορα.
Πρέπει να μπουν συντεταγμένα στα πλοία. Υποχώρηση μεν, όχι άτακτη δε. Παρατάσσονται στην ακτή. Διμοιρίες, λόχοι, τάγματα, συντάγματα. Ίσια γραμμή. Φωνές, παραγγέλματα. Προχωρούν. Αρχίζουν να μπαίνουν. Ο εχθρός ολοένα και πλησιάζει.
Κι αυτά τα άλογα εκεί δίπλα, τι είναι; Το ιππικό. Όσοι γλίτωσαν δηλαδή, δεν πρέπει να είναι πάνω από τριάντα. Εκείνοι έφθασαν πρώτοι στην παραλία, πιο γρήγορα πάνω στ’ άλογα. Οι στρατιώτες έχουν ξεπεζέψει, έχουν αφήσει τα ζώα κι έχουν φύγει κι αυτοί πια προς τα πλοία. Οι εχθροί καταφτάνουν.
Μόνο ένας υπίλαρχος μένει πίσω. Στέκεται μπροστά στα άλογα. Δεν υπάρχει χρόνος. Βγάζει το πιστόλι του, το γεμίζει και αρχίζει να σκοτώνει τα ζώα. Ένα ένα. Με μια σφαίρα στο κεφάλι, εξ επαφής.
Σε λίγο όλα έχουν τελειώσει. Βάζει το πιστόλι στη θήκη και τρέχει κι αυτός να μπει στα πλοία. Στον ορίζοντα εμφανίζονται τα πρώτα άρματα του εχθρού. Αλλά, τώρα, πλέον, δεν τους προλαβαίνουν. «Σαλπάρουμε!», ακούγεται κάποιος να φωνάζει.
Ένας στρατιώτης, πολύ νέος, κοιτά έξω από το μικρό φινιστρίνι του μεταγωγικού την έρημη παραλία. Μάλλον (όχι μάλλον, σίγουρα) σκέφτεται ότι τα κατάφεραν. Του λείπει το σπίτι του.
Το βλέμμα του, όπως τριγυρνά στην αμμουδιά, πέφτει πάνω στα νεκρά άλογα (περίπου τριάντα, όχι παραπάνω). Κάνει έναν μορφασμό, ίσως δυσπιστίας. Παραξενεύεται. Ρωτάει δίπλα του τον ανθυπασπιστή του:
«Τα άλογα. Γιατί τα σκότωσαν;»
«Έπρεπε. Δεν έχουμε χώρο.»
«Δεν μπορούσαν να τ’ αφήσουν στους αγρούς που περάσαμε;»
«Και να πέσουν στα χέρια των Άλλων; Κι αυτά όπλα δεν είναι; Πιο καλά έτσι.»
Ο στρατιώτης σκέπτεται: «Ε, βέβαια. Λογικό».
Στον ορίζοντα φαίνονται οι πρώτες κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες των συμμάχων. Έχουν σωθεί.
Ή μήπως δεν υπάρχει σωτηρία;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Σέργης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Αυτό είναι Το blog ενός Γιώργου https://stokegeo.wordpress.com/
Η φωτογραφία είναι του μεγάλου Robert Capa