Κι αν σε κοιτάξω, εικόνα τρόμου είναι η εικόνα σου
Κι αν σε αγγίξω, φόβο θα μου γεμίσεις την ψυχή
Κι αν σε χαϊδέψω, κομμάτια θα γίνει το σώμα σου
Κι αν σε καλέσω, ο αντίλαλος του ουρλιαχτού θα φέρει
μοναξιά, μοναξιά, μοναξιά.
Horror Vacui, Εγκέφαλος
Η μοναξιά, η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει.
Κατερίνα Γώγου, Η Μοναξιά
Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς
Ηλεκτρικός Θησέας, Παύλος Σιδηρόπουλος
Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ τότε η μοναξιά είναι το μοναδικό σύμπαν που μπορεί να συνωμοτήσει μαζί σου για να το καταφέρεις -και μόνο μέσα σε αυτό το σύμπαν θα μπορέσεις να βρεις τι θέλεις αληθινά.
(Θα μπορούσε να το έχει πει ο Ουμπέρτο Έκο, αλλά δεν αξιώθηκε)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η μοναξιά έχει γεύση γκρέιπφρουτ.
Είναι στυφή και πικρή, αλλά κάνει καλό στην υγεία. Γεννιέσαι και γίνεσαι μες τη μοναξιά αλλιώς συντηρείς την ύπαρξη σου τρέχοντας να προλάβεις. Να προλάβεις τη ζωή. Αλλά δεν την προλαβαίνεις, γιατί τρέχει χέρι χέρι με τον εαυτό σου. Και συ μένεις πίσω στο σπίτι, στην τηλεόραση, στη δουλειά, στη βαρετή συζυγική σου εστία, στο “δε βαριέσαι”, στο “να περάσει η ώρα”. Είναι πολυτέλεια η μοναξιά. Μα είναι η μόνη πολυτέλεια που θα ‘πρεπε να κυνηγάς. Και δεν αγοράζεται με φράγκα. Κερδίζεται με πειθαρχία, θέληση και αγάπη.
Δεν δίνεις σημασία στον εαυτό σου, γιατί νομίζεις πως έχει περισσότερη αξία τι άποψη έχουν οι διπλανοί σου για σένα. Πώς γίνεται να είναι το μόνο που σου χρειάζεται για να μπορέσεις να ξαναδείς τον κόσμο όπως όταν ήσουν παιδί -και είναι το μόνο που δεν κάνεις.
Γιατί όταν ήσουν παιδί έβλεπες τον κόσμο χωρίς γυαλιά.
Έβλεπες τον κόσμο ως έχει.
Ως έχει.
Πώς έχει ο κόσμος αλήθεια;
Είναι βαρύ να τον κοιτάς κατάματα, μα σκέψου πόσο γοητευτικό μπορεί να είναι να κοιτάξεις και την ίδια την γοητεία της ζωής κατάματα.
Τρομακτικό!
Η μοναξιά δίνει χρόνο, δίνει χώρο, δίνει μια νέα αρχή, δίνει εκείνη τη μικρή ανεπαίσθητη ώθηση στο βήμα που τόσο καιρό ήθελες να κάνεις.
Δίνει το ύψος που σου πήρε η συνήθεια.
Δίνει τον αέρα που ζήλεψες στην έφηβη κόρη σου λίγο πριν βγει ένα τυχαίο Σαββατόβραδο.
Αγκαλιάζει με αγκαλιά γεμάτη καρφιά από αλήθεια.
Σου πλένει τα μάτια να μπορείς να δεις καλύτερα, αυτά που σου κρύβει η ρουτίνα.
Σου κάνει μασάζ στη πλάτη και δεν είναι βαρύ φορτίο πια το πως έχεις καταντήσει.
Είναι γριά μάγισσα και θελκτική σειρήνα η μοναξιά, μα κρατά το φρούτο της αιώνιας νεότητας. Σου ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί, σχεδόν ερωτικά, έχει κι άλλο, θες να δεις;
Θες να δεις;
Θες αλλά διστάζεις.
Θες, αλλά ξέρεις πως η πικρή γεύση που αφήνει όταν την γεύεσαι πάει κόντρα σ’ αυτό που σου λένε πως είναι καλό. Θες αλλά φοβάσαι τι υπάρχει εκεί έξω.
Θες, αλλά θυμάσαι εκείνη τη φορά που γύρισες μόνος το βράδυ, το “εκεί έξω” έμοιαζε τρομακτικό, και εσύ δεν ήσουν δα τόσο γενναίος.
Θες, γιατί κατά βάθος το παράνομο έχει μια γλύκα κάτω από τη πικράδα.
Θες γιατί έχεις ξεχάσει ποιος ήσουν και ποιος ήθελες να γίνεις.
Θες αλλά έχεις ξεχάσει πως είναι να έχεις χώρο να αναπνέεις ελεύθερα.
Θες, αλλά λιγοψυχάς και μόνο στην ιδέα ότι αν μείνεις μόνος και δεις τον εαυτό σου, μπορεί τελικά να μην σου αρέσει.
Όμως τις μικρές εκείνες στιγμές, ανάμεσα από το σούπερ μάρκετ και τη δουλειά, συνωμοτείς και κλέβεις στιγμές μοναξιάς. Εισπνέεις λαίμαργα την ησυχία σου. Την κρύβεις κάτω από το τάμπλετ κοιτώντας στην αρχική σου, αδιάφορα τις ζωές των άλλων. Κατά βάθος αυτή είναι η γιορτή της δικιάς σου μοναξιάς. Της δικιάς σου μοναξιάς που την φυλάς ως ιερό. Ως ιερό που είναι ότι σου έχει απομείνει από την προσωπικότητα σου. Την προσωπικότητα που σε άφησε η κοινωνία, η δικιά σου κοινωνία να κρατήσεις, ώστε να κρατιέσαι. Να κρατιέσαι και να μην πέφτεις, γιατί πεσμένος της είσαι άχρηστος. Άχρηστος όπως σε έλεγε η μάνα σου. Και η μάνα σου δεν θα ήθελε να γίνεις διαφορετικός.
Ε; Κάνω λάθος;
Όμως τις μικρές εκείνες στιγμές, ανάμεσα από το σούπερ μάρκετ και τη δουλειά είναι ό,τι σου έχει απομείνει. Τις υπερασπίζεσαι με σθένος σαν να είναι το τελευταίο σου οχυρό. Δεν τη θυμάσαι πια την πριγκιπέσα που μένει μέσα στο φρούριο σου, αλλά αν σε ρωτήσω, ανακαλείς αχνά ότι είναι όμορφη -και τυφλά, πειθήνια, αυτοματικά την προστατεύεις.
Είναι η κόκκινη γραμμή σου και ξεχνάς πως όλη σου η ζωή έχει γίνει μια κόκκινη γραμμή. Δεν υπάρχει πριν και μετά. Όλα είναι μόνο ένα χρώμα.
Πού πήγε το πρίσμα σου που έβλεπε όλα τα χρώματα;
Όμως τις μικρές εκείνες στιγμές, ανάμεσα από το σούπερ μάρκετ και τη δουλειά είναι ό,τι με κάνει να ελπίζω σε σένα. Αν καταφέρεις και σταματήσεις να κοιτάς αδιάφορα, παθητικά την αρχική του κοινωνικού δικτύου που είσαι γαντζωμένος, και καθίσεις σιωπηλός και δεις, και ακούσεις, και μυρίσεις.
Ίσως τότε να θυμηθείς πως η μοναξιά, η πραγματική μοναξιά, μπορεί και να σε βοηθήσει να βγεις απ’ τον φαύλο κύκλο του διχασμένου σου εαυτού.
Του εαυτού που θέλεις να είσαι, και του εαυτού που σε θέλουν να είσαι.
Διάλεξε!
Πότε είναι αργά;
~~~~~~~~~~~~
Η πραγματική μοναξιά δεν περιορίζεται απαραίτητα στις στιγμές που είσαι μόνος. Μπουκόφκσι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Άλικη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.