Μόλις άρχισε να χαράζει όταν το καΐκι, πλησίαζε στο μικρό νησάκι, λίγο έξω από το Λαύριο. Ο ένας από τους άντρες ήταν ο καπετάνιος, που καθημερινά έκανε αυτήν τη διαδρομή, κουβαλώντας ψυχές στην κόλαση. Δεν του άρεσε αυτό που έκανε, αλλά δεν είχε κι άλλη επιλογή. Καθημερινά ευγνωμονούσε τον Πανάγαθο, που μπορούσε να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό και ένα ξερό κομμάτι ψωμί για την οικογένειά του.
Οι υπόλοιποι άντρες ήταν στρατιώτες του Ειδικού Τάγματος Οπλιτών, που είχε αναλάβει την αναμόρφωση των αντιφρονούντων, μέσα από φριχτά βασανιστήρια. Και στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη, δεκάδες γυναίκες, ηλικιωμένες, μανάδες με μωρά στον κόρφο τους, νέα κορίτσια σαν τα μπουμπούκια, που αντί να χαίρονται τα νιάτα τους, οδηγούνταν στο άγνωστο με σκοπό τη σωτηρία τους, τη αναμόρφωση, την υπογραφή της δήλωσης μετανοίας.
Μία απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν η Μαρίνα. Πρώτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας από ένα επαρχιακό χωριό της Θεσσαλονίκης. Οι γονείς της αγρότες, μετά βίας μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Αυτή η ανέχεια οδήγησε τη Μαρίνα από πολύ μικρή ηλικία να βγει στη βιοπάλη.
Από μικρή και πάλι, ένιωσε στο πετσί της την φασιστική βία. Σήκωσε το ανάστημά της κι αγωνίστηκε για τα ιδανικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Εντάχθηκε σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση, για να προσφέρει στον αγώνα εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων. Εκεί γνώρισε τον Γιώργο, ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης, που τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά κι έμελλε να γίνει ο ένας και μοναδικός άντρας στη ζωή της. Με τον Γιώργο ένωσαν τις ζωές τους ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο μεσημέρι, σ’ ένα ξωκλήσι, με μόνο μάρτυρα τον ιερέα που τους πάντρεψε. Εκεί, στη γαλήνη της φύσης, έδωσαν όρκο: Θα ήταν μαζί στη ζωή. Θα ήταν μαζί και στο θάνατο.
~~
Το Γιώργο σκεφτόταν η Μαρίνα, για να αντέξει όλες αυτές τις ώρες που θαλασσοπνιγόταν με τις άλλες γυναίκες. Ζούσε; Κι αν ναι, σε ποια Κόλαση; Είχε καιρό να συναντήσει κάποιον που να τον γνωρίζει και να μάθει νέα του. Παρακαλούσε το Θεό να τον ανταμώσει εκεί που τις πάνε, αν και είχε πάψει πια να πιστεύει σ’ Αυτόν.
Χαμένη στις σκέψεις της, άργησε να αντιληφθεί ότι είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Ζαλισμένη, σηκώθηκε να δει τον καινούριο τόπο που θα την φιλοξενούσε, άγνωστο για πόσο διάστημα. Τρόμαξε. Ένας βράχος γυμνός, χωρίς ίχνος πράσινο, χωρίς ένα πουλί να πετάει από πάνω του.
Κατέβηκε με μεγάλη δυσκολία από το πλεούμενο, μετά από τόσες ώρες ακινησίας. Το κορμί της ήταν τόσο μουδιασμένο, έκανε μεγάλη προσπάθεια για κάθε βήμα. Ο τσουχτερός χειμωνιάτικος αέρας περόνιαζε το σώμα της. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν διαρκώς συνθήματα, που προέτρεπαν σε μετάνοια και άρνηση όλων αυτών που πίστευαν και για τα οποία αγωνίστηκαν.
~~
Καθώς τις οδηγούσαν στο μέρος όπου θα περνούσαν ένα μέρος της ζωής τους, κανείς δεν ήξερε πόσο μεγάλο, έβλεπαν πλήθος αντρών σε άθλια κατάσταση, να ψάχνουν ανάμεσα τους, μήπως δουν κάποιο γνωστό τους πρόσωπο, τη μάνα τους, τη γυναίκα τους, την κόρη τους, την αγαπημένη τους. Στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένος ο πόνος, ο πόνος της γνώσης για όσα θα πάθαιναν κι εκείνες, συμπόνοια.
Κάποια στιγμή, οι στρατιώτες σταμάτησαν μπροστά σε κάτι καφετιές, βρωμερές, γεμάτες τρύπες σκηνές και τις είπαν να χωθούν εκεί. Οι σκηνές χωρούσαν γύρω στα είκοσι άτομα η κάθε μία. Μέσα ήταν άδειες. Δεν υπήρχε τίποτα. Θα ήταν αναγκασμένες να κοιμούνται καταγής στο κρύο και την υγρασία. Το φαγητό που τους πέταξαν ήταν ένα κρύο νεροζούμι με ένα μικρό κομμάτι ψωμιού, και δεν στάθηκε ικανό να καταλαγιάσει την πείνα τους.
Οι περισσότερες κούρνιασαν στις σκηνές τους και προσπάθησαν να κοιμηθούν λιγάκι, μπας και ξεχάσουν την πείνα που τους ξέσκιζε τα σωθικά. Η Μαρίνα ξάπλωσε κι αυτή πάνω στο σκληρό έδαφος και σκεφτόταν με πιο τρόπο θα μάθαινε αν βρισκόταν κι ο άντρας της σ’ αυτόν τον άγριο και φρικτό τόπο. Ούτε που κατάλαβε πως την πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε τρομαγμένη από σπαρακτικές κραυγές πόνου, που ερχόταν από κάποια κοντινή σκηνή. Τα ουρλιαχτά έσκιζαν τη νύχτα και προκαλούσαν φόβο και τρόμο σε όλες.
~~
Όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα οι νεοφερμένες ήξεραν τι θα πάθουν. Τις συγκεντρώσανε στο κέντρο του στρατοπέδου κι αρχίσανε την Αναμόρφωση. Σκοπός τους ήταν να σπάσουν το φρόνημά τους, ώστε να μπορέσουν να πάρουν τη δήλωση μετανοίας τους. Τα ψυχολογικά βασανιστήρια ήταν πολύ σκληρά. Αρκετές γυναίκες δεν άντεξαν και υπέκυψαν στην προπαγάνδα των βασανιστών.
Για τις υπόλοιπες, τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν την επόμενη μέρα πιο σκληρά. Σωματικά αυτή τη φορά. Οι άντρες του Τάγματος χτυπούσαν ανελέητα. Όπου έβρισκαν. Στα πόδια, στην πλάτη, στο κεφάλι. Πολλές έπεσαν λιπόθυμες. Πολλές δεν άντεξαν και υπέγραψαν. Όμως, πολλές ήταν κι αυτές που παρά βασανιστήρια, δε δεχόταν με τίποτα να πουλήσουν τα πιστεύω τους.
Η Μαρίνα, μετά από αρκετές μέρες ξυλοδαρμού και ακραίων βασανιστηρίων, αρνιόταν να υπογράψει. Όσο και να προσπαθούσαν οι δήμιοι της, δε θα τα κατάφερναν.
~~
Ένα βράδυ, μπήκαν δύο άντρες στη σκηνή της. Την άρπαξαν και την έσυραν έξω. Την οδήγησαν στο διοικητή του Τάγματος. Την κάθισαν σε μια καρέκλα. Ο διοικητής τους διέταξε να βγουν έξω. Άρχισε να της μιλάει ήρεμα και σχεδόν με γλυκύτητα. Της είπε ότι τη θαυμάζει για το θάρρος και το δυναμισμό της, αλλά αν δεχόταν να υπογράψει τη δήλωση, την άλλη μέρα θα έφευγε για το σπίτι της. Η Μαρίνα δεν απαντούσε, το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, ατάραχο. Μετά από πολλές προσπάθειες που έκανε, ο διοικητής έχασε την υπομονή του και φώναξε τους άντρες που περίμεναν.
Αυτοί άρχισαν να τη χτυπάνε με μανία. Κάποια στιγμή λιποθύμησε. Της έριξαν νερό στο πρόσωπο και συνέχισαν να τη χτυπάνε. Όταν σταμάτησε να αντιδράει, την γράπωσαν κι άρχισαν να τη σέρνουν. Η Μαρίνα δεν είχε ιδέα που την πήγαιναν, μα δεν την ενδιέφερε καθόλου. Την τραβούσαν για αρκετή ώρα μέσα στο σκοτάδι. Σταμάτησαν μπροστά από ένα συρματόπλεγμα. Φώναξαν άγρια ένα όνομα, που μέσα στη ζάλη της δεν το κατάλαβε. Μια σκιά εμφανίστηκε πίσω από το συρματόπλεγμα. Μια σκιά που της φάνηκε γνωστή. Μέσα από τη θολούρα των ματιών της νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις. Νόμιζε ότι έβλεπε το Γιώργο. Το δικό της Γιώργο. Μήπως ήταν όλα ένα κακό όνειρο;
Πίσω της άκουσε τη φωνή του διοικητή.
“Μια υπογραφή. Και είστε ελεύθεροι να συνεχίσετε τη ζωή σας.”
Στηρίχτηκε στο συρματόπλεγμα για να μπορέσει να σηκωθεί, άπλωσε να τον ακουμπήσει.
“Μην τους δώσεις τίποτα”, άκουσε τη φωνή του Γιώργου.
“Δεν πρόκειται”, άκουσε τη δική της φωνή.
Σαν σε όνειρο, αλλά ήταν εφιάλτης, είδε να παίρνουν τον αγαπημένο της, να τον στήνουν μπροστά σε έναν ψηλό βράχο, είδε το διοικητή να κάνει νόημα. Ένα πολυβόλο μπροστά του.
Σαν σε όνειρο, αλλά ήταν εφιάλτης, έτρεξε κοντά του, με όση δύναμη είχε μέσα της, τον αγκάλιασε κι έπεσαν κάτω από τις σφαίρες. Έπρεπε να κρατήσουν τον όρκο τους, να είναι μαζί και στο θάνατο.
Πέφτοντας η Μαρίνα σιγοψιθύρισε: “Η αγάπη είναι πιο ακριβή από τη ζωή”.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ευαγγελία Σκανδύλα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Josef Koudelka
Περισσότερους τόπους εξορίας μπορείτε να βρείτε εδώ Τόποι εξορίας https://sanejoker.info/category/%cf%84%cf%8c%cf%80%ce%bf%ce%b9-%ce%b5%ce%be%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82