Δυο τζούρες

0
1201

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι karampina.jpg

Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, πολύ πρωί, έφτασε αλαφιασμένος ο Μπάμπης, κυνηγός από το διπλανό χωριό, σωριάστηκε σε μια καρέκλα του καφενείου και με τρεμάμενη φωνή άρχισε να διηγείται όσα αντίκρισε.

Καλέσανε την αστυνομία και μέσα σε λίγα λεπτά όλοι οι χωριανοί είχανε μάθει τα μαύρα μαντάτα και τρέξανε στο καφενείο.

Μεσημέρι έφτασε το τηλεοπτικό συνεργείο. Ο φούρναρης, ο χασάπης, ο καφετζής, οι θαμώνες, οι γείτονες, λίγοι ξένοι εργάτες που δουλεύανε στα κτήματα, όλοι οι καλοθελητές κι οι γυρνοφερτζήδες του χωριού ήταν εκεί.

Ο δημοσιογράφος του κρατικού καναλιού με το ζόρι κράταγε το μικρόφωνο.  Έσπρωχναν, τραβούσαν, στριμώχνονταν για να μιλήσουν. Όλοι λαχταρούσαν ν’ αρπάξουν την ευκαιρία να δουν τον εαυτό τους στις κεντρικές ειδήσεις του μεγάλου καναλιού.

«Σοβαρός άνθρωπος ο κυρ Παντελής. Ποτέ δεν ακούστηκε το παραμικρό γι’ αυτόν. Οικογενειάρχης, κύριος, μ’ ολόκληρη περιουσία. Δεν το χωράει ο νους μου. Αδιανόητο», κατέληξε με έμφαση η κυρία Αντιγόνη, συνταξιούχος δασκάλα του χωριού.

«Δεν έδινε δικαιώματα, μπεσαλής και ξηγημένος. Κάθε Κυριακή βόλτα με την κερά στην πλατεία, αριστοκράτισσα η κερά Λένη, αλλά κι αυτός σωστός μπέης, με τα κεράσματά του, με τα ωραία του. Εδωνά πίναμε τις ρακές μας και τα λέγαμε», πετάχτηκε ο Νικήτας που άφησε σύξυλο το χασάπικο για να τρέξει κι αυτός στην πλατεία.

«Θεοσεβούμενος και καλόψυχος, βοηθούσε όλους τους αναξιοπαθούντες», τόνισε ο επίτροπος του Αη Γιώργη με το λεπτό τριγωνικό πρόσωπο της νυφίτσας.

Σαν βόμβα είχε σκάσει στο νησί. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο πια. Για χρόνια θα το συζητούσαν κι ο καθένας θα έδινε τη δική του εκδοχή, με ηδονή, φίλε μου, με ηδονή.

Μία εκδοχή, η δική μου, ξεκινάει κάπως έτσι.

~~{}~~

Δύσκολα παιδικά χρόνια ο Παντελής. Πέθανε ξαφνικά ο πατέρας του, ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονώ, μα με δύναμη αντρίκια, ανέλαβε τα πάντα αυτός.

Σταμάτησε το σχολείο, μα επέμενε να συνεχίσει ο μικρός του αδελφός. Ο Βάγγος ήταν δώδεκα χρονών παλικαράκι τότε, λίγο αδύναμο και φοβισμένο αγόρι. Τα παίρνει τα γράμματα έλεγε η μάνα κι είχε δίκιο.

Κι έτσι ο Παντέλας, όπως τον φώναζε ο πατέρας, ανέλαβε τα κτήματα, δυο κακορίζικα με αμπέλια και το μικρό τους ταβερνάκι στην πλατεία του χωριού.

Δούλεψε σκληρά, πολύ σκληρά, μα τα ‘φερε βόλτα. Και με το παραπάνω, θα’ λεγε κανείς. Τα κτήματα τ’ αυγάτισε, έφτιαξε κι ελαιώνα, τον πιο μεγάλο του χωριού, κι ένα όμορφο αγροτόσπιτο τριγυρισμένο από ελιές.

Όσο για το ταβερνάκι το ανάστησε. Πήρε και το παλιό ταχυδρομείο, μεσοτοιχία με το μαγαζί και το μεγάλωσε. Ύστερα ήρθε κι η προίκα της γυναίκας του και το κομπόδεμα βάρυνε για τα καλά.

Όλοι τονε σέβονταν.

~~{}~~

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Παντελής πενηντάρισε, γκριζάρισε, μα κρατιότανε ακόμα, γερό σερνικό, παλιάς κοπής. Ιδιοκτήτης της μεγάλης πια ταβέρνας του χωριού που το καλοκαίρι έσφυζε από ζωή. Χαμός από τουρίστες. Κι από γκαρσόνια χαμός.

Μα η πιο ωραία στιγμή της ημέρας του ήταν όταν πήγαινε το πρωί ν’ ανοίξει το μαγαζί για να πιει τον πρώτο καφέ μονάχος του στο ακριανό τραπεζάκι. Να καμαρώνει από τη μια τις πήλινες γλάστρες με τα λουλούδια του και τις πέργκολες με τα κλήματα -κι από την άλλη  ν’ αγναντεύει το πέλαγος.

Όλη του τη ζωή την έζησε στην καρδιά του νησιού, δεν την ήξερε καλά τη θάλασσα, μα την αγάπαγε. Κι όπως έκανε το τσιγάρο του, έτρεχε στα πίσω το μυαλό του και σκεφτότανε.  «Ό,τι μπορούσα έκανα κι ό,τι δεν μπορούσα πάλι το έκανα.»

Τη μάνα την είχε αρχόντισσα, μέχρι που’ κλεισε τα μάτια της. Τα παιδιά του τα’ χε ταχτοποιημένα. Ο μεγάλος σπούδαζε δικηγόρος, ο μικρός λογιστής. Αυτός θ’ αναλάμβανε μια μέρα το μαγαζί.

Τον αδερφό του τον στήριξε, τον σπούδασε, μα δε βαριέσαι, ένα χαμένο κορμί. Χωρισμένος, όλο με κάτι ξετσίπωτες γυρνούσε, έτσι μάθαινε. Κι αυτός όλο του έστελνε λεφτά. Δανεικά κι αγύριστα. Μα ο Παντελής δεν τονε παρατούσε, αδερφός του βλέπεις, αίμα του.

Κι ύστερα ήταν η γυναίκα του, η Ελένη, μοναχοκόρη του μακροβιότερου προέδρου στο χωριό. Την πίεσε ο πατέρας της να τον πάρει, δεν τον ήθελε, πολύ χωριάτης της έπεφτε.

Το πήρε για μεγάλη τύχη, αλλά δεν ήξερε. Αδύνατη γυναίκα και στεγνή, μα πιο στεγνή ήτανε η καρδιά της. Ποτέ δεν του’ δωσε ένα χάδι, ένα λόγο γλυκό, ποτέ δεν τονε πόνεσε. Του φτιαξε δυο παλήκαρους ίσαμε εκεί πάνω, αλλά μέχρι εκεί. Παγωνιά στο σπιτικό τους.

Κι όσο να πεις για κρεβάτι, μόνο όταν δεν ήταν παραμονή κανενός αγίου (οι περισσότερες μέρες του χρόνου παραμονές αγίων είναι) και πάλι κι αυτό πέντε λεπτά, πόδια ανοιχτά, μάτια κλειστά.

Μα δε βαριέσαι, έτσι είναι αυτά, Θεού θελήματα. Ο Παντελής υπομόνευε κι όλο υπομόνευε κι έδιωχνε τους πειρασμούς μακριά.

Ευχαριστημένος από τη ζωή του. Τέλος.

~~

Ήτανε δέκα του Ιούνη. Ακόμα δεν έκαιγε καλά καλά ο ήλιος. Παίζανε μαζί του κάτι σύννεφα ταξιδιάρικα κι όλο μετακινούσε τις καρέκλες.
«Θες να βρέξει; Με τούτο τον κουζουλό καιρό δεν ξέρει κανείς», μονολογούσε.

«Παντέλα!»

Μόνο ένας εκτός απ’ τον πατέρα τον φώναζε έτσι. Έστριψε απότομα το κεφάλι κι άσπρισε από την έκπληξη.

«Βάγγο, ρε Βάγγο, εσύ είσαι;»

Δεν είχε αλλάξει ο άτιμος ο Βάγγος. Λεπτός, κομψός, μόνο πιο ψηλός απ’ ότι τον θυμόταν. Σκέτος Αθηναίος, στην τρίχα. Έπεσε στην αγκαλιά του, πριν προλάβει ν’ αντιδράσει ο Παντελής.

«Δεν τηλεφώνησες.»

«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη, ρε μπαγάσα!»

Το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπο του Παντελή και σιγά σιγά ζέστανε και το χαμόγελό του. Χρόνια είχε να τον δει κι όσο να το πεις, αδερφός του ήτανε, τον πόναγε. Πολύ χάρηκε που τον είδε.

«Κάτσε, κάτσε να πιούμε ένα καφέ, προτού πάμε τα πράγματά σου στο σπίτι. Να στείλω και τον μπιστικό μου να ειδοποιήσει την κυρα Λένη να σου τοιμάσει το καλό δωμάτιο. Βρε τον Βάγγο!»

«Όχι, περίμενε πρώτα. Πάω στ’ αμάξι να φέρω τα πράγματα. Και πού ‘σαι; Σου’ χω κι άλλη έκπληξη», φώναξε όπως ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά της πλατείας.

Και κάθισε κι έστριψε το τσιγάρο του και πρόλαβε δυο τζούρες, τις τελευταίες δυο τζούρες του Παντελή που ήξερε.

Άραγε καταλαβαίνει κανείς πότε μια κίνηση καθημερινή, που την κάνει χωρίς να σκέφτεται, θα’ ναι η τελευταία του; Πριν ανοίξει μια πόρτα κι εξαφανιστεί από μπροστά του ό,τι ήξερε, ό,τι σκεφτόταν κι ό,τι ένιωθε μέχρι τότε; Κυρίως ό,τι ένιωθε.

Κι όμως, φίλε μου, έρχεται και σε βρίσκει το αναπάντεχο και κανείς δεν σε ειδοποιεί πρωτύτερα γι’ αυτό. Μα και να σου το λέγανε τι θα μπορούσες να κάνεις;

~~

Άκουσε κάτι ψιθύρους, σήκωσε το κεφάλι και την είδε. Και δεν την είδε μόνο αυτός, την είδαν και τα σύννεφα και μέριασαν για να περάσει. Την είδε και ο ήλιος και τυφλώθηκε απ’ το φως της.

Κι όπως κατέβαινε αργά αργά τα σκαλιά, έμοιαζε σαν Παναγιά με τα χρυσά μαλλιά της φωτοστέφανο, σαν Νεράιδα που βγήκε από τη θάλασσα, σαν τη βασίλισσα που έπρεπε να προσκυνήσει, να γονατίσει μπροστά της και να φιλήσει τα πόδια της.

Και τάκα τάκα τα τακουνάκια της  και κάθε τακ του μπηγόταν, θαρρείς, μες στην καρδιά, όλο και πιο βαθιά, του καρφωνότανε στο μυαλό, μέχρι που να ξεχάσει τ’ όνομά του.

Είχε μείνει μαρμαρωμένος στο κάθισμα μέχρι που φτάσανε στο τραπέζι του.

«Αδερφέ, να σου γνωρίσω τη γυναίκα μου, τη Στέλλα.»

«Χαίρω πολύ», είπε και του δωσε το χέρι της και το βαλε μες στο δικό του και το κράτησε απαλά για να μη σπάσει. Και σήκωσε τα μάτια του κι άφησε να τον πνίξουν δυο φουρτουνιασμένες θάλασσες.

Μέσα σ’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα ανακάλυψε τον λόγο που’ ρθε στη γη. Όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε τα’ χε ζήσει για να φτάσει εδώ.

Α, ρε Παντελή κατακαημένε.

Γέλασε ο Βάγγος με την αμηχανία του και του τα’ πε όλα. Έρωτας ξαφνικός, έχει στρώσει όμως η ζωή του κι ένα σωρό άλλα, που ο Παντελής μήτε τ’ άκουγε, μήτε ήθελε να τ’ ακούσει.  Με το ζόρι κατάφερνε να μην την κοιτάει, να μην την μυρίζει, να μην την αγγίζει.

~~

«Πολύ μπογιατισμένη μου φαίνεται, σαν φρεγάτα πηγαινοφέρνει τον κώλο της, παστρικιά θα’ ναι σίγουρα», σχολίασε πικρόχολα η κυρα Λένη, σαν γείρανε να ξαπλώσουνε εκείνο το βράδυ.

«Εμένα δε μου φαίνεται.»

«Και πώς να σου φανεί εσένα τέτοιος χοντράνθρωπος που είσαι; Μπας και σου γυάλισε κιόλας;»

«Μα τι λες τώρα, τριάντα χρονών κορίτσι.»

«Τέλος πάντων. Και για πόσο θα τους ανεχτούμε;»

«Άκου να σου πω, γυναίκα», γύρισε να την κοιτάξει αγριεμένος, «αδερφός μου είναι και θα μείνει όσο θέλει.»

Κουβέντα η κυρά Λένη άμα αγριεύει ο άντρας της.

Και οι μέρες περνούσαν και την είχε μες στα πόδια του. Κι αυτός πιο καψούρης δε γινότανε, όλο τη Στέλλα σκεφτότανε. Να σφίξει το κορμί της, να ρουφήξει τα κατακόκκινα χείλια της, μα πάνω απ’ όλα εκείνα τα δάχτυλα των ποδιών της, βαμμένα κι αυθάδικα μες στα πεδιλάκια της.

Όλο φανταζόταν πως κάθεται γονατιστός μπροστά της, και τα πιπιλάει ένα ένα, αργά για να την βασανίσει.

Ονειρευόταν τη Στέλλα και ξαλάφρωνε στη γυναίκα του. Τέτοια χαρά στα σκέλια της δεν είχε ξαναδεί η φουκαριάρα και πού να’ξερε.

«Καλοκρατιέται ο Παντελής», σκεφτότανε, «σκέτος ταύρος για την ηλικία του.»

Μαλάκωσε η κυρα Λένη κι ούτε που ξανασκέφτηκε να διώξει τους επισκέπτες.

~~

Μέσα Ιουλίου θα’ τανε που ο Βάγγος ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγουνε για την Αθήνα, κάτι μπλεξίματα με τη δουλειά. Του γύρισε το μάτι του Παντελή.

«Θα χρειαστείς πολλές μέρες;»

«Καμιά βδομάδα, ίσως και παραπάνω, γιατί ρωτάς;»

«Ε, να έλεγα, εμάς δεν μας γίνεται βάρος, μήπως ν’ άφηνες τη Στέλλα εδώ. Να κάνει κι αυτή τις διακοπές της, κρίμα είναι κι ύστερα γυρνάς κι εσύ.»

Και του’ σκασε ο Βάγγος το παραμύθι να τον διευκολύνει με ρευστό, αλλιώς δεν ξέρει, μήπως να τα μαζέψουνε και να φύγουνε από τώρα. Κι ο Παντελής μήτε που ρώτησε τίποτα. Του’ δωσε όσα ζήτησε, που δεν ήτανε λίγα, κι ακόμα παραπάνω.

Ο Βάγγος έφυγε. Η Στέλλα έμεινε. Για να τον βασανίζει. Γλυκό βασανιστήριο.

~~

Κι ήρθε το βράδυ που ‘λειψε η κυρα Λένη να πάει στη μάνα της. Την πήγε ο ίδιος στη Χώρα και την άφησε για να’ ναι σίγουρος.

Ήταν το βράδυ που ζωντάνεψαν όλα τα όνειρα που έβλεπε με ανοιχτά μάτια τόσο καιρό κι άλλα τόσα που δεν είχε προφτάσει να δει. Και της έκανε πράγματα που δεν ήξερε ότι γίνονται και ρούφηξε το ποτήρι της ηδονής άσπρο πάτο. Και την έκανε δική του ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Το σίγουρο είναι πως αυτός έγινε δικός της.

Οριστικά και αμετάκλητα.

Κι οι μέρες κύλησαν κι οι δυο εραστές έβρισκαν τα πιο απίθανα μέρη να ζουν τον έρωτά τους. Μέχρι που σκέφτηκε ο Παντελής κι έδιωξε τον Αλβανό από το αγροτόσπιτο κι έτσι απέκτησαν ερωτική φωλιά, μακριά απ’ τον κόσμο.  Πραγματικότητα και φαντασία είχανε γίνει ένα.

Κι ο Βάγγος αργούσε, είχε μπλεξίματα. Του ξανάστειλε λεφτά, πιο πολλά τώρα. Ήτανε κι οι τύψεις, βλέπεις.

«Σώπα καημένε, με τον μπουνταλά τον Βάγγο», του ψιθύριζε καθησυχαστικά η Στέλλα.

Κουβέντες, πολλές κουβέντες. Όχι, είπανε, δεν κάνουνε κάτι κακό. Κι η κυρα Λένη ποτέ δεν τον αγάπησε. Όλη του τη ζωή να γίνει χαλί να τον πατήσουνε. Νισάφι πια. Χρώσταγε και στον εαυτό του. Κι έκανε πως στενοχωριότανε η Στέλλα, για το μέλλον της μόνο, μη θαρρείς.

«Κι άμα μείνω μόνη μου, Παντελή, εγώ τι θα κάνω;»

Και να τα λεφτά ο Παντελής για την μπουτίκ που ονειρευότανε η Στελλίτσα κι άλλα για τη δύσκολη ώρα. Μόνο μην κακοκαρδίσει το κορίτσι του. Τυφλωμένος απ’ τον έρωτα, μόνο να του γελάει και να τον τρελαίνει.

~~

Με τούτα και μ’ εκείνα, μπήκε ο Αύγουστος κι ήρθε ο Βάγγος από την Αθήνα.

«Μετά τον Δεκαπενταύγουστο θα φύγουμε, σας φορτωθήκαμε για τα καλά.»

«Όπως νομίζετε», είπε η κυρα Λένη μες στη ξινίλα. Είχαν κοπεί καιρό οι ξαφνικές κάψες του άντρα της.

Του’ρθε ο ουρανός σφοντύλι του Παντελή. Ασήκωτος έγινε. Ούτε να ξεμοναχιάσει τη Στελλίτσα του μπορούσε, ούτε να δουλέψει, ούτε να ζήσει μπορούσε.

~~

Κι έφτασε 13 ο Αύγουστος και του Παντελή γυάλισε το μάτι του.

«Πες ότι θα βγεις το βράδυ για περπάτημα. Κι έλα εκεί που ξέρεις, για λίγο, να μιλήσουμε.»

Και συναντήθηκαν και τα’ πανε. Τα κανονίσαν όλα. Θα το σκάγανε. Δεν μπορούσανε να ζήσουν χώρια.

Κι ήταν τόση η λαχτάρα του να ζήσει μαζί της που τον πνίξανε οι τοίχοι, τη σήκωσε στα χέρια του και την έβγαλε έξω. Την έγδυσε. Τον έγδυσε.

Η Στέλλα, ο Παντελής και το φεγγάρι. Κι έπεσε πάνω της, μ’ όλη την καταπιεσμένη επιθυμία του και μπήκε μέσα της.

Στην αρχή την τρόμαξε το πάθος του, μα μετά αφέθηκε. Κι οι ώρες περνούσαν κι όλο σηκωνότανε να φύγει κι ο Παντελής δεν την άφηνε.

Και κόντευε να ξημερώσει, αλλά ο Παντελής δεν την άφηνε.

Και μέσα στον ιδρώτα, τα λαχανιάσματα και τις κοφτές ανάσες τους, κανείς δεν άκουσε το αμάξι που σταμάτησε στον επαρχιακό δρόμο, στην άκρη του κτήματος. Κανείς δεν άκουσε τα ελαφρά πατήματα στο αφράτο χώμα γύρω απ’ τις ελιές.

Κι εμφανίστηκε ο Βάγγος από το πουθενά, κατακόκκινος, φουντωμένος και κούναγε τα χέρια του πέρα δώθε. Άλλοτε απειλητικά προς το μέρος του Παντελή κι άλλοτε τα’ σφιγγε σε μπουνιές που με το ζόρι συγκρατούσε προς το μέρος της Στέλλας. Κι όλο φώναζε.

Ο Παντελής ασάλευτος, δεν έφευγε από πάνω της. Γύριζε ο κόσμος. Πίεζε τον εαυτό του να μαζέψει το μυαλό του, να σκεφτεί γρήγορα. Και τότε άρχισε να καταλαβαίνει τι ακούει.

«Τι κοιτάς, ρε μαλάκα; Τη γυναίκα μου; Τώρα θα σε σκοτώσω. Αυτά συμφωνήσαμε, μωρή; Να του τα φάμε δεν είπαμε μόνο; Γιατί ήρθες απόψε εδώ; Έτσι ήτανε το σχέδιο; Δεν σου ‘φτασε τόσο πήδημα;»

Και τότε ξαφνικά, ο Παντελής τα κατάλαβε όλα. Συμφωνήσαμε, σχέδιο.

Πώς μπορούν δυο μονάχα λέξεις να σκίσουν την ψυχή σου από τη μια άκρη ως την άλλη, να σε πετάξουν μέσα στη φωτιά, να γίνεις ένα με τη φλόγα, να χυθείς και να τα κάψεις όλα;

Χωρίς καν να σηκωθεί από το σώμα της Στέλλας, έσκυψε απότομα μπροστά κι έπιασε τον λαιμό της, τύλιξε τα δυο του χέρια γύρω από τον απαλό λαιμό της και τον έσφιξε.

Έπεσε πάνω του ο Βάγγος και τον τράβαγε. Μάταια. Ο Παντελής έσφιγγε όλο και πιο πολύ και την κοίταζε ίσα στα μάτια. Είδε τη φρίκη, την τρέλα, την απόγνωση, όλα τα είδε.

Μόλις έμεινε ασάλευτη και στράγγιξε όλη τη ζωή από μέσα της, και μαζί και τη δική του, τότε μόνο γύρισε κι είδε τον αδερφό του. Τα μάτια του γυάλιζαν, καρφωμένα στο κενό. Αδυνατούσε να καταλάβει, πόσο μάλλον να πιστέψει αυτό που είχε γίνει εδώ.

Με αργές κινήσεις, ο Παντελής σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι κι επέστρεψε με μια καραμπίνα στα χέρια του.

« Όχι, αδερφέ, συγχώρα με, όχι, κι έκανε να φύγει.»

Ο Παντελής με μάτια νεκρού, άδεια από συναισθήματα, λύπη, αγάπη, οίκτο, οτιδήποτε μπορούν να νιώσουν τα μάτια ενός ζωντανού, έδωσε απλά εντολή στα χέρια του κι εκείνα υπάκουσαν.

Το άψυχο σώμα του αδερφού του έπεσε λίγα μέτρα πιο πέρα.

Σήκωσε τα μάτια, χάραζε.

Πήγε μέσα, ξεκρέμασε το χοντρό σκοινί που’ χε πίσω από την πόρτα, πήρε και τον καπνό του. Έκατσε σε μια πέτρα και τράβηξε δυο τζούρες. Διάλεξε με τα μάτια του ένα δέντρο και σηκώθηκε.

Από μακριά ακούστηκαν γαβγίσματα. Κάποιος κυνηγός περνούσε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αλεξάνδρα Στυλιανοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Περισσότερες ιστορίες φόνων μπορείς να διαβάσεις εδώ Murder Ballads https://sanejoker.info/category/murder-ballads

Προηγούμενο άρθροGame Over?
Επόμενο άρθροΚλέφτες κι αστυνόμοι
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).