Η Ελένη παρατηρούσε τις κόρες της, που έτρεχαν χαρούμενες από παιχνίδι σε παιχνίδι. Κάθε απόγευμα, έκαναν την καθιερωμένη τους βόλτα στην παιδική χαρά της γειτονιάς τους. Άρχισε ν’ αναπολεί τα δικά της παιδικά χρόνια και συνειδητοποίησε πως δεν είχαν καμία σχέση με αυτά των σημερινών παιδιών.
Μεγάλωσε σ’ ένα όμορφο επαρχιακό μέρος. Ήταν το προτελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας. Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν όλα αγόρια κι όταν έκλειναν τα σχολεία για τις καλοκαιρινές διακοπές, ακολουθούσαν τους γονείς τους στα χωράφια. Η Ελένη με την μικρότερη αδερφή της, την Ειρήνη, μένανε στο σπίτι με τη γιαγιά. Τη βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και το μαγείρεμα κι έτσι συνέβαλαν κι αυτές στην καθημερινότητα της οικογένειας.
Τα απογεύματά τους όμως, ήταν γεμάτα παιχνίδι. Από την ώρα που έβγαιναν από το σπίτι και μέχρι αργά το βράδυ, είτε σε κάποια αλάνα θα ήτανε, είτε στην αυλή κάποιου σπιτιού. Αμέτρητα ήταν τα παιχνίδια και όλα αυτοσχέδια. Μήλα, λάστιχο, στρατιωτάκια, κουτσό, κρυφτό. Και μόλις έπεφτε για τα καλά το σκοτάδι, το αγαπημένο παιχνίδι όλων: Κλέφτες κι αστυνόμοι. Κρυβότανε στα πιο απίθανα μέρη, σε κήπους, σ’ ερημωμένα σπίτια, πίσω από μεγάλα αντικείμενα, ο καθένας μόνος του ή κάποιες φορές περισσότερα παιδιά. Η ακτίνα δράσης τους ήταν συγκεκριμένη και μέσα σ’ αυτήν έπρεπε να κινηθούν. Συγκεκριμένες ήταν και οι κρυψώνες τους. Μετά από λίγο καιρό, εξαντλούσαν όλα τα πιθανά σημεία που θα μπορούσαν να κρυφτούν. Το παιχνίδι κατέληγε τότε να είναι μονότονο και χωρίς ενδιαφέρον.
Ήταν το καλοκαίρι που η Ελένη τελείωσε το δημοτικό, όταν άρχισε να σκέφτεται πως μπορούσαν να κάνουν το αγαπημένο τους παιχνίδι πιο διασκεδαστικό, να ανακαλύψουν νέες κρυψώνες ή ακόμα και να διευρύνουν το πεδίο δράσης τους και να πηγαίνουν λίγο πιο μακριά. Το πρότεινε στην παρέα και αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα διαγωνισμό. Όποιος έβρισκε την καλύτερη κρυψώνα, θα ήταν ο νικητής. Το έπαθλο θα ήταν ένα μεγάλο παγωτό.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να κερδίσει το έπαθλο. Έτσι θα κέρδιζε την εκτίμηση όλων των παιδιών. Έπρεπε να βρει ένα μέρος, που κανένας άλλος δε θα μπορούσε να σκεφτεί. Ξαφνικά της ήρθε μια φαεινή, αλλά ταυτόχρονα τρομακτική ιδέα. Άρχισε να την επεξεργάζεται. Ήταν παράτολμη, αλλά και πολύ πρωτότυπη. Δεν μπορούσε όμως να την υλοποιήσει μόνη της. Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που είχε σκεφτεί. Χρειαζόταν συνεργούς σ’ αυτό το εγχείρημα. Κανένας όμως λογικός άνθρωπος δεν θα συμφωνούσε να την ακολουθήσει νυχτιάτικα σ’ ένα τόσο σκοτεινό και τρομακτικό μέρος.
Όλο το βράδυ πάλευε με τους δισταγμούς και τους φόβους της. Το ξημέρωμα την βρήκε ξάγρυπνη, να γυρνάει και να ξαναγυρνάει στην αρχική της ιδέα, ψάχνοντας να βρει τρόπο για να την υλοποιήσει. Θα το επιχειρούσε είτε μόνη της, είτε με παρέα. Είχε πάρει πλέον την απόφασή της κι έτσι αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Αργά το επόμενο πρωί, ξύπνησε από χαρούμενες φωνές παιδιών. Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε στην αυλή για να δει από πού έρχονταν τα γέλια και οι ομιλίες. Χάρηκε πολύ όταν αντίκρισε τους αγαπημένους της φίλους, τον Αλέξανδρο και τη Νεφέλη. Ήταν τα εγγόνια της κυρίας Μαρίας, της γειτόνισσάς τους. Ζούσαν στην πόλη και μόλις κλείνανε τα σχολεία, μετακομίζανε στο χωριό για να περάσουν το καλοκαίρι με τη γιαγιά τους. Περίμεναν με μεγάλη λαχτάρα την ώρα που θα έβλεπαν τους φίλους τους. Τα καλοκαίρια στο χωριό ήταν γεμάτα ελευθερία και ανεμελιά. Δεν χόρταιναν το ατελείωτο παιχνίδι, την ησυχία, τον καθαρό ουρανό και τα υπέροχα μεθυστικά αρώματα που αναδύονταν από τις τριανταφυλλιές και τα νυχτολούλουδα.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ψηλό, γεροδεμένο αγόρι με γυμνασμένο σώμα, καθώς ασχολούνταν με τον αθλητισμό. Ήταν μελαχρινός, με όμορφα πράσινα μάτια. Η Ελένη, ήταν ερωτευμένη μαζί του, από τότε που πήγαινε στο νηπιαγωγείο. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός της και στα μάτια της φάνταζε ο ήρωας της. Αλλά και ο Αλέξανδρος ήταν ερωτευμένος μ’ αυτό το κορίτσι με τα γαλανά, σαν δυο λιμνοθάλασσες μάτια, που το πρόσωπό του πλαισίωνε ένας χείμαρρος από κατάξανθα μαλλιά. Είχε μεγαλώσει πολύ γρήγορα από την τελευταία φορά που την είχε δει πριν λίγους μήνες. Είχε ψηλώσει και είχε ομορφύνει κι άλλο. Αυτό το καλοκαίρι, θα της εξομολογούνταν τον έρωτά του, πριν κερδίσει κάποιος άλλος την καρδιά της.
Η Νεφέλη, είχε την ίδια ηλικία με την Ελένη. Ήταν μια λεπτεπίλεπτη και ντελικάτη κοπέλα, με πολύ λεπτά χαρακτηριστικά, που η μεγάλη της αγάπη ήταν ο χορός. Παρόλο όμως που ήταν λεπτοκαμωμένη, ενσωματωνόταν γρήγορα στο περιβάλλον και γινόταν ένα με τα παιδιά του χωριού.
Οι τρεις τους, κάνανε πολύ παρέα και ανυπομονούσαν να έρθει το καλοκαίρι, για να περνάνε ατελείωτες ώρες μαζί, παίζοντας και συζητώντας. Τη φιλία τους λες και δεν την άγγιζε η φθορά του χρόνου. Όταν συναντιόταν, αισθανόταν ότι δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα που είχανε χωριστεί. Συνεχίζανε από εκεί που είχαν σταματήσει.
Έτσι η Ελένη μπήκε κατευθείαν στο θέμα χωρίς χρονοτριβές. Τους είπε για τον διαγωνισμό και για το σχέδιο που είχε στο μυαλό της. Όταν ξεκινούσε το παιχνίδι, θα κρυβότανε στο νεκροταφείο. Αποκλείεται να τους έβρισκαν εκεί. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει την ημέρα, πόσο μάλλον τη νύχτα. Αυτή δεν πίστευε ούτε λέξη απ’ τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Ένα μέρος ήταν, όπως όλα τ’ άλλα. Κανείς δεν θα τους πείραζε. Εξάλλου, θα ήτανε και οι τρεις μαζί. Δεν είχανε να φοβηθούνε τίποτα. Και μετά, θα απολάμβαναν το σεβασμό όχι μόνο των παιδιών της γειτονιάς, αλλά όλου του χωριού.
Η Νεφέλη αντέδρασε κατευθείαν. Δεν ήθελε ούτε να το συζητήσει. Δεν την ενδιέφερε τι σκέφτονταν τ’ άλλα παιδιά γι’ αυτούς. Αυτή, δεν επρόκειτο να τους ακολουθήσει. Ήταν ριψοκίνδυνο και επικίνδυνο όλο αυτό που συζητούσαν. Μόνο ένας τρελός θα τολμούσε να κάνει κάτι τόσο μακάβριο.
Όση ώρα παραληρούσε η Νεφέλη, ο Αλέξανδρος έμενε σιωπηλός και σκεφτόταν. Αντικρουόμενα συναισθήματα τον είχαν κατακλύσει. Από τη μια, ένιωθε έντονο φόβο και μόνο που σκεφτόταν ότι θα προχωρήσουν σε κάτι τόσο παρακινδυνευμένο. Από την άλλη, δεν ήθελε να απογοητεύσει την Ελένη. Αν έκανε πίσω και φανέρωνε τη δειλία του θα την έχανε για πάντα. Η λογική, τον συμβούλευε να αρνηθεί και να προσπαθήσει να πείσει και την Ελένη να αφήσει το ριψοκίνδυνο αυτό σχέδιο. Ο έρωτας όμως, τον έσπρωχνε να συμφωνήσει μαζί της και να καταστρώσουν μαζί ένα σχέδιο.
Αποφάσισαν εκείνο κιόλας το βράδυ, να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους. Όλο το απόγευμα, τους πλημμύριζε η αγωνία και η ανυπομονησία. Όταν επιτέλους νύχτωσε για τα καλά, άρχισε να τους διακατέχει ο φόβος, η νευρικότητα, η ανησυχία. Όμως κανένας δεν εκμυστηρεύτηκε στον άλλο, αυτά που αισθανόταν .
Το παιχνίδι επιτέλους ξεκίνησε κι αυτοί έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να μην προλάβει κάποιος και τους δει. Κούρνιασαν σε μια γωνιά κοντά στην είσοδο και αγκαλιάστηκαν. Αισθανόταν σαν να είχαν βυθιστεί στο έρεβος. Άκουγαν μια νεκρική σιγή γύρω τους να τους περικυκλώνει. Σε λίγο άρχισαν ν’ ακούνε και πάλι τις γνώριμες φωνές των φίλων τους. Το παιχνίδι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Οι αστυνόμοι είχαν πιάσει τους περισσότερους κλέφτες. Έψαχναν να βρουν κι αυτούς που ήταν ακόμα χωμένοι στο κρησφύγετο τους.
Τα παιδιά είχαν γυρισμένη την πλάτη τους στο εσωτερικό του χώρου. Το μόνο που μπορούσαν να δουν ήταν το τοιχάκι που περιέβαλε το νεκροταφείο. Πάνω σ’ αυτό το τοιχάκι, αντίκρισαν μια τεράστια μαύρη σκιά, που κινούνταν. Μια σκιά, που δεν ήταν της φαντασίας τους, καθώς συνοδευόταν από ένα μακρόσυρτο γρύλισμα.
Ο τρόμος, εισέβαλε μέσα τους και τους διέλυσε. Ο φόβος, τους παρέλυσε και τους ακινητοποίησε. Θέλανε να τρέξουνε μακριά, αλλά τα μέλη τους είχαν μουδιάσει. Θέλανε να φωνάξουν, αλλά τα χείλη τους είχαν παγώσει. Είχαν μείνει σαν πέτρινα αγάλματα , μη μπορώντας να αντιδράσουν. Η σκέψη της Ελένης πλημμύρισε από τις τύψεις. Ήταν βεβήλωση αυτό που έκαναν. Πρόσβαλαν τους νεκρούς. Τώρα θα πλήρωναν γι’ αυτή τους την ασέβεια. Αυτή ήταν υπεύθυνη για όλα και παρέσυρε και τον Αλέξανδρο. Αυτή έπρεπε να πληρώσει μόνο. Δική της ήταν η ιδέα.
Το μυαλό της κατέκλυζαν αρνητικές σκέψεις. Ότι και να τους συνέβαινε, το άξιζαν. Όλες οι ιστορίες που άκουγε για τα νεκροταφεία, δεν ήταν απλά ιστορίες τρόμου, αλλά αληθινές. Το μόνο που αποζητούσε τώρα, ήταν η λύτρωση. Να γλυτώσει απ’ τον εφιάλτη και θα φρόντιζε να επανορθώσει, για την ασέβεια που επέδειξε.
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, άκουσε φωνές γύρω της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε γύρω της γνώριμα πρόσωπα. Είδε τους γονείς της, τα αδέρφια και τους φίλους της. Νόμιζε ότι ονειρευόταν. Πριν λίγο βίωνε τον απόλυτο τρόμο. Δεν μπορεί να ήταν πραγματικότητα αυτό που ζούσε. Όμως ο Αλέξανδρος την τραβούσε να σηκωθεί από το χώμα. Τη βοήθησε να σταθεί όρθια και να περπατήσει. Δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι συνέβη.
Οι γονείς της, αγκάλιασαν τα δυο παιδιά και τα οδήγησαν έξω από το χώρο του νεκροταφείου. Δεν χρειαζόταν να τους εξηγήσουν τίποτα. Η Νεφέλη, φοβισμένη μήπως τους συνέβη κάτι, όταν είδε ότι άργησαν πολύ να εμφανιστούν, έτρεξε και τα είπε όλα στους γονείς της Ελένης. Αυτοί έτρεξαν κατευθείαν, για να βγάλουν τα παιδιά από κει. Παρά τις φωνές όμως, τα παιδιά δεν απαντούσαν. Τότε, ένα σκυλάκι τους οδήγησε αμέσως στα παιδιά που ήταν ακίνητα και παγωμένα από το φόβο.
Η Ελένη ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη, τόσο για τη Νεφέλη, όσο και για το πανέμορφο σκυλάκι που από εκείνη τη στιγμή έγινε ο καλύτερός της φίλος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ευαγγελία Σκανδύλα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής