Samsonite και Chesterfield

0
367

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι κατάλογος-copy.jpg

Ο Στέλιος άνοιξε την εξώπορτα και μπαίνοντας στο σπίτι πέταξε τα κλειδιά μέσα στο γυάλινο μπολ, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα.

«Καλημέρα Πένη».

«Καλημέρα.  Καλά θα κάνεις να μην ξαναπάρεις τα κλειδιά φεύγοντας. Δεν μου αρέσει που μπαίνεις έτσι στο σπίτι μου».

Εκείνος δεν μίλησε, πήγε κατ΄ευθείαν στην κρεβατοκάμαρα κατέβασε την μεγάλη Samsonite βαλίτσα από το πάνω μέρος της ντουλάπας, άνοιξε το μεσαίο φύλλο της και άρχισε να βάζει προσεκτικά τα κουστούμια του πάνω στο ξέστρωτο κρεββάτι.

Μια έντονη διάθεση να ξαπλώσει στα τσαλακωμένα αλλά πεντακάθαρα σεντόνια τον πλημμύρισε.  Είχε καύσωνα έξω, ο κλιματισμός στο σπίτι ήταν ευλογία και ο ίδιος ένιωθε απίστευτα κουρασμένος προσπαθώντας όλο το βράδυ να τακτοποιήσει και κατατάξει τα εκατοντάδες βιβλία στην βιβλιοθήκη του καινούργιου του σπιτιού.

Η μεγάλη τους κόντρα μια ζωή ήταν αυτή.  Εκείνος να τα θέλει όλα στην απόλυτη τάξη, εκείνη τσαπατσούλα να γεμίζει το σπίτι πράγματα και να τα ξεχνάει εκεί που τα άφησε για μέρες, ίσως και βδομάδες, αν εκείνος δεν τα μάζευε.

Η Πένη ακούμπησε στην κάσα της πόρτας κρατώντας μια κούπα καφέ.

«Και την Samsonite;», τον ρώτησε

«Εγώ την αγόρασα από το Λονδίνο, δική μου είναι».

Την είδε να φεύγει νευριασμένη κι άρχισε να τακτοποιεί τα κουστούμια του και κάποιες δερμάτινες ζώνες στην βαλίτσα.  Κάποια στιγμή κοίταξε στην ντουλάπα και βλέποντας το καλό της μαύρο φόρεμα το πήρε και το έχωσε κι αυτό ανάμεσα στα κουστούμια, άλλωστε της το είχε αγοράσει εκείνος σε μια επέτειό τους.  Ήξερε πόσο θα στενοχωριόταν και θα θύμωνε και αυτό τον έκανε να νιώσει μια υπέροχη εκδικητική αγαλλίαση.

Αφού έλεγξε τη ντουλάπα, τα συρτάρια και το κομοδίνο που βρισκόταν από την δική του μεριά και δεν βρήκε τίποτα άλλο δικό του, έκλεισε τη βαλίτσα και πήγε στο σαλόνι.

Η Πένη καθόταν στον Chesterfield καναπέ που είχαν αγοράσει μόλις πριν από πέντε μήνες.  Φορούσε το πορτοκαλί σορτσάκι και το αγαπημένο της μαύρο μπλουζάκι.  Ακουμπώντας νωχελικά τα πόδια πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι του σαλονιού άφηνε ένα μεγάλο μέρος από το κορμί της να φαίνεται.

Ο Στέλιος κοίταξε πρώτα την Πένη, μετά τον καναπέ και μετά το τραπεζάκι που ήταν γεμάτο με διάφορα πράγματα -δύο κούπες με ξεραμένο καφέ, μια καράφα νερού αδειανή, τρία κρυστάλλινα ποτήρια με το γνωστό αποτύπωμα του κόκκινου κραγιόν της πάνω τους, ένα κουτί από μια μισοφαγωμένη πίτσα, ένα ζευγάρι αθλητικές κάλτσες, τρία βιβλία, ένα περιοδικό, μια χτένα, ένα σαμπουάν, ένα βαμβάκι ανοιγμένο και χυμένο το μισό έξω, δύο κουτάκια σπίρτα και μία άδεια τσαλακωμένη συσκευασία από κάποιο ρούχο-.

Η Πένη τον κοίταξε με ανασηκωμένα τα φρύδια αφήνοντας επίτηδες μια σταγόνα καφέ να πέσει πάνω στον δερμάτινο καναπέ.

«Ουπς», είπε και άπλωσε τον λεκέ με το χέρι της σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια να τον σκουπίσει.

Ο Στέλιος ένιωσε μέσα του να φουντώνει η οργή.  Τον καναπέ αυτόν τον ονειρευόντουσαν αφότου παντρεύτηκαν.  Μετά από πολλές οικονομίες κατάφεραν και τον αγόρασαν λίγο καιρό πριν αρχίσουν τα πράγματα να μην είναι και τόσο ευοίωνα μεταξύ τους.

Ήταν η πολλοστή φορά που η Πένη έχυνε κάτι από αυτό που έπινε πάνω του και όσο ακόμα έμεναν μαζί εκείνος ήταν που έτρεχε να φέρει τα υγρά μαντιλάκια για να τον καθαρίσει και στην συνέχεια να τον περάσει με το ειδικό λάδι για το δέρμα.

«Αύριο θα έρθει μια μεταφορική να πάρει τον καναπέ», της είπε δύσθυμα.

«Και γιατί παρακαλώ να τον πάρεις εσύ τον καναπέ;»

«Γιατί εσύ δεν είσαι άξια να τον έχεις».

«Αυτό Α-ΠΟ-ΚΛΕΙ-Ε-ΤΑΙ.  Ξέχνα το.  Τον καναπέ θα τον κρατήσω εγώ, άλλωστε μαζί τον αγοράσαμε και δεν καταλαβαίνω τον λόγο που θέλεις να τον πάρεις εσύ.  Πάρε το σεκρετέρ που είναι αντίκα και αξίζει πολλά λεφτά.  Πολλά περισσότερα από τον καναπέ.  Εγώ δεν το χρησιμοποιώ.  Εσύ είσαι ο αλλοπαρμένος που καθόσουν με τις ώρες εκεί και έγραφες τις αηδίες σου, αντί να βρεις μια κανονική δουλειά. Που θα μου πεις εμένα ότι δεν είμαι άξια!»

Ο Στέλιος πλησίασε με την οργή του να μεγαλώνει, βούτηξε ένα κρυστάλλινο ποτήρι από αυτά που ήταν αφημένα πάνω στο τραπεζάκι, δώρο του αδελφού του στον γάμο τους -ολόκληρο σετ- και το έριξε με δύναμη στο πάτωμα.

Η Πένη σηκώθηκε όρθια και άρχισε να φωνάζει.

«Μαλάκα, ε μαλάκα, κοίτα τι έκανες τώρα».

«Ρε δε πας στο διάολο λέω γω;  Δεν κοιτάς τα χάλια τα δικά σου που μέσα σε μια βδομάδα έχεις καταντήσει το σπίτι αχούρι;  Μόνο τα σουτιέν σου και τα βρακιά σου δεν έχεις φέρει να κρύψεις κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ.  Αν και είμαι σίγουρος ότι αν σηκώσω κάποιο, κάτι βρωμερό θα βρω από κάτω».

«Να μην σε νιάζει πως είναι το σπίτι μου».

«Τον καναπέ θα τον πάρω εγώ που να χτυπιέσαι».

«Τον καναπέ θα τον κρατήσω εγώ, γύφτε, ε γύφτε».

Την κοίταξε με σκοτινιασμένα μάτια και έριξε μια ματιά γύρω του με έντονη την ανάγκη να βρει κάτι πολύ βαρύ να της πετάξει στο κεφάλι.  Η Πένη χαμογέλασε με εκείνο το ειρωνικό της χαμόγελο που έσκαγε όποτε εκείνος γινόταν μπαρούτι με την ακαταστασία της και κάθισε ξανά στον καναπέ παίρνοντας το προσποιητό απαθές ύφος της που τον εκνεύριζε.

Έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος της, κοντοστάθηκε για ένα λεπτό και στη συνέχεια πήγε στην κουζίνα. ‘Ανοιξε την πόρτα που έβγαινε στην πίσω αυλή και γύρισε κρατώντας το ηλεκτρικό πριόνι.

Προχωρώντας προς την Πένη, η οποία έντρομη πλέον έχυσε όλο τον υπόλοιπο καφέ πάνω στον καναπέ, πράγμα που τον εξόργισε ακόμα περισσότερο, της είπε: «Μαζί τον αγοράσαμε ε;  Εντάξει λοιπόν. Ας τον μοιραστούμε».-

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής