Τρεις μονόλογοι για μια αβίωτη ζωή

0
974

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1024x826.jpg

– Σήκω! 7 η ώρα! Πάει και η σημερινή!
– Τι λες ρε μάνα; Πες μια καλημέρα! Τώρα ξημέρωσε!
– Καλημέρα να πω; Άλλη μια χαμένη μέρα να πω καλύτερα! Ο ένας σου ξινίζει, ο άλλος σου βρωμάει!
– Ναι μου βρωμάει! Ας μην παντρευτώ και καθόλου! Σκοτίστηκα!
– Έτσι όπως το πας αυτό θα γίνει!
˷ ˷

Εσωτερικός μονόλογος

Χαμένη μέρα χαμένη μέρα έναν καλό λόγο ποτέ μια γλυκιά κουβέντα στην κόρη της τι ζητάω; που ανοίγω τα μάτια μου και μου μαυρίζει την ψυχή η μάνα μου είμαι ζωντανή είμαι καλά είμαι το παιδί σου τι με ξεπουλάς δε με θες να με διώξεις μόνο έχεις στο νου σου έτσι έμαθες έτσι κάνεις η γυναίκα να παντρεύεται νωρίς να βρει άντρα να κάνει παιδιά γρήγορα τρέξε χαμογέλα μη ρωτάς μη μιλάς μόνο ναι μόνο σκύψε το κεφάλι δείξε πόσο καλή νοικοκυρά είσαι που να μην έμπαινε στο δωμάτιο καλύτερα να μην την έβλεπα καλύτερα που δεν τη βλέπω που είναι όλη μέρα στα χτήματα 28 είμαι ρε μάνα 28 νέα κοπέλα στύβω την πέτρα άξια είμαι δεν το βλέπει; δεν το βλέπει κανένας; πρωί πρωί μουρμούρα τι είμαι να με ξεπουλάνε έτσι; πού είναι η αγάπη τους; τι είναι αυτός; πού τον ξέρω; γιατί; γιατί; εγώ, μεγάλωσα; αλλά έπρεπε να έχω φύγε χαζή ούτε τις εξετάσεις δεν κατάφερες να περάσεις αν είχα σπουδάσει, αν είχα δουλειά θα με μετρούσαν αλλιώς τα λεφτά μετράνε αλλιώς έπρεπε να είχα δώσει πάλι έπρεπε να προσπαθήσω πάλι εγώ που σου μεγάλωσα το παιδί που το σπίτι μας το έχω να αστράφτει που ήμουν το κοριτσάκι σου ρε μάνα γιατί; καλημέρα δεν άκουσα από τα χείλη σου ποια χείλη σου πότε μου μιλούσες; έφευγες πάντα έφευγες γιατί είχατε στόματα να θρέψετε έτσι είχες μάθει κι εσύ ρε μάνα δουλειά μόνο από τα 18 μόνη σου έννοια να φύγω
˷ ˷

Προφορικός / θεατρικός μονόλογος

Ήρθε ο πατέρας στο σπίτι το απόγευμα και με βρήκε κλαμένη.
Κλαις; Γιατί παιδί μου; Τι έγινε; μου λέει.

Γιατί πατέρα; του λέω. Γιατί βιάζεται η μάνα να με ξεφορτωθεί; Σε όποιον τύχει θέλει να με δώσει; Εκείνη ήταν τυχερή. Βρήκε εσένα. Μια ζωή, από μικρό κοριτσάκι δουλειά. Δουλειά και οικογένεια. Κανείς δεν τη ρώτησε ποτέ τι θέλει. Αυτό θέλει και για μένα;

Κι όταν της τα λέω, μου λέει σταμάτα να κλαις. Ποιος θα σε πάρει με τόση γκρίνια και αντίδραση; Έτσι μου λέει. Να μάθω να υποχωρώ, να είμαι σεβαστική. Το στεφάνι μου πάνω απ’ όλα και τα παιδιά μου. Αν μ’ αξιώσει ο Θεός να κάνω. Ο Θεός της. Που κανονίζει τις τύχες μας.

Και μου λέει για το Γιωργιό μας, πατέρα. Δεν πρόλαβα, μου λέει, να το βαστάξω στα χέρια μου. Ήμουν γριά, το ‘χασα το πουλάκι μας. Θες να περάσεις τόσο πόνο; Θα μπορείς για πολύ ακόμα να κάνεις παιδιά; Έτσι μου λέει… και μου σκίζει την καρδιά.

Περιμένει τους γάμους, τα πανηγύρια να με δει κανάς άνθρωπος. Να’ ρθει κανα προξενιό ν’ αγαλλιάσει η καρδιά της. Όλες οι καπάτσες πήραν τα καλύτερα παλικάρια και γω βγάζω μεζούρα να μετρήσω το ύψος τους. Αυτά είναι τα λόγια της. Κοντό θα πάρω, ρε πατέρα; 1,75 σαν τα κρύα τα νερά με έκανες. Κοντό να πάρω; Ή άσχημο να φοβάμαι να τον κοιτάξω; Κι αν έχει κουσούρια; Να μην ξέρω τα χούγια του; Τις παραξενιές του; Να τα βγάλει πάνω μου μετά; Να κακοπεράσω;

Νοικοκυρά και μάνα. Αυτό θέλει να είμαι. Χωρίς φωνή και γνώμη. Θηλυκό είμαι, έπρεπε να το ‘χω πάρει χαμπάρι. Έχω δουλειά; Έχω σπουδές; Ποιος με μετράει;

Δεν είμαι καμιά πριγκιπέσσα. Έτσι λέει. Η πριγκιπέσσα σου δεν ήμουν πατέρα; Έτσι δε με έλεγες; Τι άλλαξε; Άλλωστε πρέπει να ‘μαι πριγκίπισσα για να θέλω να έχω δίπλα μου έναν άνθρωπο που θα αγαπήσω και θα με αγαπήσει; Που θα μου αρέσει και δε θα φοβάμαι να τον αντικρίσω; Δε θα ‘πρεπε να παντρεύονται απ’ αγάπη οι άνθρωποι, πατέρα;

Θα βγω έξω. Να βρω δουλειά. Δε φοβάμαι τη δουλειά. Δε φοβάμαι τον κόσμο. Θα τα καταφέρω. Να έχω λόγο. Δύναμη. Ξέρω, δεν έχεις προίκα να μου δώσεις. Μόνο την ευχή σου θέλω.

Μα και με αυτό αντίρρηση έχει… Θα βγω έξω, θα αρχίσουν τις κουβέντες τους. Απάντρευτη να γυρίζω στην πόλη, να μας βγει το όνομα. Αχ ρε μάνα, με τρυπάνε οι λέξεις σου… Σε σένα βασίζομαι πατέρα. Εσύ με ακούς καλύτερα

˷ ˷

Αφηγηματικός μονόλογος

Κάθε μου μέρα ήταν μια χαμένη μέρα. Μια ακόμα μέρα που δεν κατάφερα να παντρευτώ. Αυτός ήταν ο πόνος της. Το πρωί καλημέρα δεν έλεγε. Πάει και η σημερινή μοιρολογούσε. Αυτό έκανε πάντα. Αυτή ήταν ουσιαστικά η επαφή που είχα μαζί της. Κοριτσάκι, κοπέλα, γυναίκα, πάντα σηκωνόμουν με τα μούτρα κατεβασμένα και ξεκινούσα τη μέρα μου.

Η μάνα έφευγε για τα χτήματα με τον πατέρα μέχρι αργά το απόγευμα. Γυρνούσαν κατάκοποι, έτρωγαν μια μπουκιά φαΐ και έπεφταν με τις κότες. Δεν υπήρχε χώρος για χάδια και τρυφερότητες.

Και γω χάρη στα νιάτα μου, μετά από λίγο ξεχνούσα τα λόγια της μάνας. Προσπαθούσα τουλάχιστον. Με περίμεναν τόσες δουλειές, άλλωστε, που δεν είχα την πολυτέλεια για κλάματα. Ο μεγάλος μου αδερφός στην Αθήνα για σπουδές. Ένα παιδί σπούδαζε τότε. Χρήματα πολλά δεν υπήρχαν. Εγώ έμεινα πίσω να φροντίσω το σπίτι και το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Του έμαθα να γράφει, να διαβάζει. Μεράκι το είχα το δασκαλιλίκι, πάντα. Το ήθελα να γίνω δασκάλα. Μα δεν τα κατάφερα.

Κι έβαζα την ποδιά, άνοιγα τέρμα το ραδιόφωνο και ξεσπούσα χορεύοντας και τραγουδώντας. Κοριτσάκι με ευθύνες μεγάλης γυναίκας. Κι έδενα μια πετσέτα στην πόρτα του ψυγείου, στριφογύριζα στο ρυθμό της μουσικής και δώστου τα νησιώτικα! Σήκωνα τη γειτονιά στο πόδι! Μα κάθε πρωί το ίδιο τροπάρι. Και αν ερχόταν κάποιος γαμπρός και τολμούσε να πει όχι; Ποιος την άκουγε μετά τη μάνα μου.

Ήμουν για εκείνη μια εν δυνάμει γυναίκα κάποιου. Αυτό ήταν το πεπρωμένο και το καθήκον μου. Κι όσο αργούσα, τόσο οι μέρες μου μετρούσαν σαν ενδείξεις της αποτυχίας μου. Οι χαμένες μέρες της ζωής μου. Σε μια κοινωνία που χρέος της γυναίκας ήταν να γίνει μάνα. Και ανάθεμα αν αργούσε και δεν την ήθελαν οι γαμπροί.

Με πλήγωσε πολύ η μάνα μου. Με θύμωνε, με έκανε να χάνω το κουράγιο μου, να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου, για την αξία μου.

Κι έρχονταν οι γαμπροί. Και κοιτούσαν επικριτικά τις λαδωμένες μου ποδιές, το χιλιοφορεμένο μου φουστάνι, φτώχια πολλή υπήρχε τότε. Μα έβλεπαν την κορμοστασιά, τα γαλανά μου μάτια, τα δυνατά χέρια μου από τις δουλειές και φάνταζα καλή μάνα των παιδιών τους. Και απαιτούσαν. Δε ζητούσαν την αποδοχή, δε ρωτούσαν τη γνώμη μου. Ποια ήμουν εγώ, μ’ αυτή την ηλικία, χωρίς δουλειά και μόρφωση που θα’ χα και γνώμη; Και βροντοφώναζα όχι σαν άλλος Μεταξάς. Επαναστατούσα και έφευγα, έτρεχα μακριά…

Και η μάνα μου… μικρό κορίτσι, άφησε το σπίτι της και άνοιξε δικό της. Δεν τη ρωτήσανε. Πού να ‘ξερε, ποιος να της μάθει; Δεν της κάκιωσα… Οι αμαρτίες όμως των γονιών ακολουθούν τα παιδιά. Το πώς μεγάλωσε η μάνα μου, το πώς με τη σειρά μου μεγάλωσα την κόρη μου. Έπρεπε να σπάσει αυτός ο κύκλος.

Μαράζωσα. Λούφαξα. Στα μάτια μου μπορούσες να δεις το γιατί που φώναζα στη μάνα μου. Μετά τα όχι μου, ήρθε το ναι. Δεν έβγαινε από τα δικά μου χείλια μα δεν μπορούσα άλλο να αντιστέκομαι στις προτροπές της. Δεν κακόπεσα, δε βασανίστηκα, μα την αγάπη την πραγματική δεν κατάφερα να τη γνωρίσω. Ελεύθερη, ο εαυτός μου, δεν ένιωσα ποτέ. Μόνο όταν κράτησα στην αγκαλιά μου την κόρη μου ζεστάθηκε η καρδιά μου και ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα μου. Αχ ρε μάνα…

Και το ‘βαλα σκοπό μου. Ο κύκλος αυτός έπρεπε να σπάσει.
Όση τρυφερότητα μου έλειψε την έδωσα στην κόρη μου. Και της έμαθα όσα βάραιναν την ψυχή μου. Όταν έγινε κοριτσάκι και μπορούσε να καταλαβαίνει τα λόγια μου, της είπα όσα θα ήθελα να είχα ακούσει κι εγώ από τον άνθρωπο που με γέννησε. Δεν πρέπει να αφήσει κανέναν να ορίσει τη ζωή της. Δική της είναι και η ίδια πρέπει να αποφασίσει για το μέλλον της. Να έχει εφόδια να μπορεί να ανοίξει τα φτερά της να πετάξει. Οι φόβοι και τα πρέπει να μην την καθηλώσουν στη γη.

Η αβίωτη ζωή είναι το μεγαλύτερο βάρος που κουβαλά ο άνθρωπος. Αυτό ψιθύριζα στις κουβέντες μας τα βράδια. Χρέος δεν είχε ούτε στην κοινωνία, ούτε σε μένα. Είσαι ό,τι θες εσύ να είσαι, παιδί μου, της έλεγα γλυκά κάθε πρωί. Και καλημέρα. Μόνο καλημέρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~`

Τους τρεις μονόλογους έγραψε η Χαρά Κουλοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής