Tα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα στο χωριό με τη γιαγιά μου. Το σπίτι ήταν στην πλατεία του χωριού και συνήθιζαν να έρχονται συγγενείς για μια καλησπέρα ή γειτόνισσες για κανένα υποβρύχιο, πίνοντας το ρεβυθοκαφέ που έφτιαχνε η γιαγιά. Το κλειδί ήταν μέρα νύχτα πάνω στην πόρτα, συνήθεια για όλους στο χωριό – για μένα έμοιαζε σαν κέντρο διερχομένων.
Τα παιχνίδια μας ξεκινούσαν με το που έβγαινε ο ήλιος και τελείωναν όταν πια δεν αντέχαμε άλλο τα γέλια και τα τρεχάματα. Μου άρεσε η εξερεύνηση στα ρυάκια, που περνούσαν από τα δρομάκια και διέσχιζαν από παντού το χωριό, για να ποτίσουν τους οπωρώνες και να καταλήξουν στη λίμνη. Το χωριό μου ήταν θαρρείς περικυκλωμένο από το υγρό στοιχείο και από το βαθύ πράσινο των δέντρων.
Χανόμουνα ώρες προσπαθώντας να βρω την πηγή, πηγαίνοντας αντίθετα από τη φορά των νερών, πολλές φορές κλέβοντας και κανένα ροδάκινο, για την απόλαυση της γεύσης.
Η προειδοποίηση της γιαγιάς, με την οποία συμφωνούσαν και οι γειτόνισσες ήταν σαφής και ήταν ο μοναδικός περιορισμός που μου επέβαλε: «Πήγαινε σε όποιο ρυάκι θέλεις, πέρασε απ’ όποιο δρόμο σου αρέσει, αλλά στο σπίτι της Μουγγής να μην βρεθείς γιατί θα μαγευτείς»
Άκουγα για τη Μουγγή κάθε μέρα στο σπίτι της γιαγιάς. Για όλα τα παιδιά η Μουγγή ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Η παιδική μου φαντασία την είχε φτιάξει σκέτο τέρας. Πολύ ψηλή, άσχημη, με γαμψή μύτη, χωρίς στόμα (αφού ήταν μουγγή) και σχεδόν ανάπηρη να περπατάει με μπαστούνι (ίσως ήταν και τυφλή).
Τις λίγες φορές που έκανε την εμφάνισή της περνώντας από την πλατεία, οι φωνές των παιδιών και οι κοροϊδίες την ανάγκαζαν να περνάει από κει σχεδόν σαν αερικό και δεν προλάβαινα να δω παρά μόνο την πλάτη της.
Κάποτε σκέφτηκα να τρέξω να την προλάβω απλά για να δω το πρόσωπό της, αλλά λίγο ο φόβος, λίγο οι φήμες που κυκλοφορούσαν για την παραξενιά της με απέτρεψαν από το να το κάνω.
~~
Ένα μεσημέρι ακολουθώντας το ρυάκι είχα αφεθεί στην αίσθηση του δροσερού νερού που άγγιζε τα πόδια μου και βρέθηκα στο έβγα του χωριού. Εκεί διαπίστωσα πως όλα τα ρυάκια του χωριού ξεκινούσαν από ένα ορμητικό χείμαρρο στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα σπιτάκι διαφορετικό από τα υπόλοιπα του τόπου. Ήταν ένα μικρό πέτρινο σπίτι βαμμένο ολόκληρο λουλακί. Πόρτες, παράθυρα, παντζούρια, μέχρι και τα κεραμίδια του, ήταν σε αυτό το παράξενο, για τα μάτια μου χρώμα.
Θυμήθηκα την απαγόρευση και γυρνώντας για να φύγω έριξα μια τελευταία ματιά. Και τότε την είδα στο παράθυρο.
Ήταν μια αγγελική μορφή με μεγάλα πράσινα μάτια, λευκό δέρμα, καλοσχηματισμένα φρύδια, μεγάλα κόκκινα χείλια κι ένα χαμόγελο όλο γλύκα που άφηνε να φαίνονται τα κατάλευκα δόντια της. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω την ηλικία της, αφού δεν διέκρινα ρυτίδες στο πρόσωπό της, αλλά τα μάτια της ήταν τόσο σοφά.
Έμεινα να θαυμάζω αυτή τη γυναίκα που με κοιτούσε γαλήνια και ξεθώριασε το τέρας που είχα φτιάξει με τη φαντασία μου. Σήκωσε το χέρι της και έκανε ένα νόημα που αρχικά νόμιζα πως με χαιρετάει κι ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Μα η Μουγγή συνέχισε να κουνάει το χέρι της μέχρι που κατάλαβα πως μου έδειχνε να συνεχίσω το δρόμο μου προς την πηγή.
Δεν ήξερα αν ήταν ο φόβος ή η απορία που με έκανε να φύγω μεν, αλλά με μια απόφαση να μάθω περισσότερα για εκείνη. Γύρισα στη γιαγιά και άρχισα να τη ρωτάω να μου πει την ιστορία αυτής της αγγελικής μορφής.
«Σου είπα να μην περάσεις από κει και δε με άκουσες», με μάλωσε ήρεμα, όμως διέκρινα μια επιθυμία να μου πει περισσότερα. Ήθελε να μου αφηγηθεί την ιστορία, αυτό δεν κάνουν οι γιαγιάδες;
«Υπάρχει ένα μέρος στους πρόποδες του βουνού όπου πλατάνια μεγάλα σχηματίζουν ένα θεόρατο θόλο για να κυλάνε τα νερά του ποταμού σχηματίζοντας καταρράκτες, αλλά και ήρεμα μέρη για δροσιά. Είναι το φαράγγι της Λάφιστας γνωστό ως Σκεπασμένο. Αυτόν τον τόπο διάλεξαν να κάνουν δικό τους οι μούσες και οι νεράιδες των νερών. Αρχηγός τους ήταν η πανέμορφη Βενδώ που το σπιτικό της ήταν στις πηγές του ποταμού. Χάρισε στην περιοχή την ομορφιά της φύσης, τα νερά, και τα πλατάνια. Από αυτήν πήρε το όνομά του το χωριό, Βελβενδό.
Ο μόνος που μπορούσε να φτάσει ως εκεί ήταν άνθρωπος με μεγάλη θέληση, αλλά και αγάπη για όλη την πλάση. Ανοιχτόκαρδος, φιλεύσπλαχνος και καταδεκτικός. Όποιος το κατάφερνε θα μπορούσε να μείνει για πάντα εκεί κερδίζοντας την ευδαιμονία. Και θα είχε τη δυναμη να ελέγχει τα νερά του ποταμού και να τα στέλνει όπου αυτός ήθελε.
Η Φλουρίκα ήταν μια όμορφη κοπέλα γεννημένη από τότε που εμφανίστηκαν οι νεράιδες στο χωριό. Αέρινη μορφή, πού την έβρισκες και πού την έχανες πάντα ήταν στο Σκεπασμένο κι έκανε παρέα με τις μούσες των νερών. Κατάφερε κάποτε να φτάσει στην πηγή και να βρεθεί με τη Βενδώ. Δεν ήταν όμως έτοιμη να δεχτεί το δώρα της ευδαιμονίας κι ούτε ήθελε να έχει την εξουσία των νερών. Η Βενδώ κατάλαβε την επιθυμία της, απολάμβανε όμως την παρέα του όμορφου κοριτσιού. Την καλοδεχότανε κάθε φορά που την έβλεπε. Όμως όταν η Φλουρίκα αποφάσιζε να φύγει από το Σκεπασμένο έχανε τη φωνή της για να μην μπορεί να μεταφέρει στους ανθρώπους γύρω της τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν εκεί.
Ζει πάνω από εκατό χρόνια τώρα Μουγγή, μη μπορώντας πια να ανέβει στην πηγή. Έχτισε το σπιτάκι της εκεί που αρχίζουν τα νερά να μοιράζονται στα δρομάκια του χωριού. Οι περισσότεροι χωριανοί την πιστεύουν μαγεμένη από τη Βενδώ. Δεν ξέρω αν κέρδισε την ευδαιμονία, αλλά μοιάζει να μη μεγαλώνει καθόλου. Αυτά ξέρω, αυτά λέω.»
~~
Ξαναπέρασα από το λουλακί σπιτάκι θέλοντας να τη συναντήσω για να μου δείξει το δρόμο για την πηγή του Σκεπασμένου, αλλά δεν κατάφερα να τη δω άλλη φορά στο παράθυρο.
Τώρα πια μπορεί ο κάθε επισκέπτης να φτάσει στους καταρράκτες του Σκεπασμένου, αλλά δεν ξέρω κανέναν που να προσπάθησε να βρει την πηγή του ποταμού. Κανείς δεν θέλει την ευδαιμονία αν δεν μπορεί να την μοιραστεί με άλλους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Λένα Κούτσικα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η Βενδώ είναι η νεότερη εκδοχή της αρχαίας θρακικής θέαινας Βένδις.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AD%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CF%82