Εκείνο με τη διακοπή ρεύματος

0
530

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Χωρίς-τίτλο.png

Χτυπάει το τηλέφωνο. Η Βαλέρια.

“Έλα βρε Λένα. Πού είσαι; Είμαι μέσα και σε περιμένω! Θα μπεις να παίξουμε;”
“Τώρα βρε παιδί μου! Να φάω τα μακαρόνια μου και μπαίνω! Φιλιά!”

Η Βαλέρια. Η κολλητή μου. Μαζί στο θρανίο. Μαζί στο pc. Τετάρτη τάξη. Πολύχρωμα στιλό, μοδάτα μπλουζάκια, να’ ναι καλά οι ιν μαμάδες μας που συχνά πυκνά πήγαιναν για σόπινγκ.

Εκείνη με μαύρο ίσιο μαλλί πρόκα και χαριτωμένες αφέλειες, αδύνατη, κοντούλα. Αγαπημένο χρώμα το λιλά. (Πώς να μην το αγαπάς αυτό το χρώμα;) Αγαπημένο αξεσουάρ οι στέκες των μαλλιών. Κι όχι όποιες κι όποιες. Με αυτάκια, με αστεράκια, ζωάκια, ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Εγώ με καστανά σπαστά μαλλιά, όχι με καμιά ωραία μπούκλα. Με αυτή την σπαστική, σαν να μην έχει αποφασίσει η φύση αν είναι σγουρή ή ίσια -κληρονομιά της μαμάς μου, μη χάσει κι αυτή! Με λίγα κιλάκια παραπάνω, χάρη στις υπέροχες μακαρονάδες που τιμούσαμε συχνά. Με γατίσια πράσινα μάτια, του μπαμπά. Ευτυχώς! Αγαπημένο χρώμα το πετρόλ. Πετρόλ τετράδια, μολύβια, μπλούζες, αυτοκόλλητα. Την περνούσα στο ύψος τη Βαλέρια, αλλά με τις στέκες της με έφτανε και χαζεύαμε τις σκιές μας, κάνοντας τις διδυμούλες.

~~

Ήταν Κυριακή και κλασικά ξύπνησα μεσημέρι. Όλοι ήδη στο τραπέζι. Μακαρονάδα με κόκορα, η Κυριακάτικη. Ο μεγάλος μου αδερφός, ο Σίμος -δε χρειάζονται συστάσεις, το πρόβλημα της ζωής μου- με το κινητό προέκταση του χεριού του, παρών και απών στο τραπέζι. Ο μπαμπάς χωμένος στο κινητό, στα ποδοσφαιρικά του και στα “πολιτικοοικονομικά τεκταινόμενα” όπως έλεγε.

Η μαμά σέρβιρε μουρμουρίζοντας κάθε τόσο που κανείς δεν τη βοηθούσε -ως συνήθως. Αφού ακούμπησε το τελευταίο πιάτο, έκατσε κι έπιασε το σμαρτφον. Μέχρι να κρυώσει λιγάκι το φαγητό, τσέκαρε τη σελίδα της στο ίνσταγκραμ κι ύστερα καμιά τάση στη διακόσμηση και κανένα νέο λάιφσταιλ. Έπειτα πολιτικά κι εκείνη, «ενημερωμένοι πολίτες πάνω απ’ όλα». Και κοινωνικά, ευαισθητοποιημένοι και ενεργοί. Εγώ ρίχτηκα με τα μούτρα στο φαγητό, το αγαπημένο μου πάντα.

Τους κοιτούσα κάθε τόσο και έπλαθα με το νου μου σενάρια. Πως ήμασταν λέει ξένοι και μοιραζόμασταν ένα κοινό τραπέζι. Πως βρισκόμασταν σε κάποια χώρα του εξωτερικού κι έτσι το ‘χουν κει, να βάζουν σε κοινά τραπέζια πελάτες που δε γνωρίζονται και δε μιλάνε μεταξύ τους. Προσπαθούσα να φτιάξω την ιστορία που θα μπορούσε να έχει ο καθένας. Από πού προερχόταν, τι συνήθειες είχε, τι μυστικά κουβαλούσε, το όνομα, τη δουλειά του.

Λίγα λεπτά μετά το παιχνίδι στο μυαλό μου και λίγα εκατοστά πιο φουσκωμένης κοιλιάς, έπιασα κι εγώ το τάμπλετ και ξεκίνησα το παιχνίδι. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως έφαγαν και οι άλλοι. Ο αδερφός μου μεταφέρθηκε στον καναπέ και άρχισε το playstation και οι γονείς μου βρήκαν πιο αναπαυτική θέση για την ανάγνωσή τους στην κούνια του μπαλκονιού μας.

~~

Τότε ένιωσα σαν να σταμάτησαν όλα. Όλο αυτό που ζούσα κάθε Κυριακή, κάθε μέρα, αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, με ταρακούνησε. Για λίγο έφυγα από το σώμα μου, μας κοίταξα από ψηλά. Τέσσερις διαφορετικοί κόσμοι, ψηφιακοί. Καμιά σύνδεση, κανένα κοινό σημείο. Προσπάθησα να σκεφτώ πότε ήταν η τελευταία φορά που κάναμε κάτι όλοι μαζί. Που διασκεδάσαμε αφήνοντας στην άκρη τα κινητά μας.

Είχαμε δει κάποια στιγμή στο σχολείο ένα ωραίο παιδικό, την ώρα της Ευέλικτης Ζώνης. Αντιδράσαμε όλοι στην αρχή φωνάζοντας πως δεν είμαστε πια μωρά να βλέπουμε παιδικά. Έχουμε τους λογαριασμούς μας στο νετφλιξ και βλέπουμε ξένες σειρές και ταινίες (μεταγλωττισμένες τις περισσότερες φορές για να είμαστε ειλικρινείς) ή το πολύ-πολύ κάποιο άνιμε. Μεγαλίστικα θέλουμε, όχι καρτούν.

Παρ’ όλ’ αυτά η δασκάλα μας επέμεινε, δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Μετά από λίγο δεν ακουγόταν κιχ. Έλεγε για τη βραχύχρονη και μακρόχρονη μνήμη, φυσικά και συγκράτησα τις λέξεις! Μιλούσε ακόμα για τα συναισθήματα και για τα νησιά της προσωπικότητας. Αυτό μου έκανε περισσότερη εντύπωση απ’ όλα. Οι αναμνήσεις μας ταξινομούνται και με βάση αυτές οικοδομούμε την προσωπικότητά μας. Όσο πιο ισχυρές και ουσιαστικές, τόσο πιο στέρεοι και μεις μεγαλώνοντας.

Xάζευα για ώρα το νησί της οικογένειας με όλες εκείνες τις αναμνήσεις της Ράιλι, της βασικής πρωταγωνίστριας, με την οικογένειά της. Τις εκδρομές τους, τα γέλια στο τραπέζι, τις καληνύχτες τα βράδια. Και σκεφτόμουν τις δικές μου αναμνήσεις και τη δική μου οικογένεια. Θυμάμαι τις μέρες να περνάνε και να χάνονται. Σχολείο, φαγητό, pc, φροντιστήριο, pc, διάβασμα, ύπνος. Πού είναι οι συζητήσεις μας; Οι εκδρομές; Τα πειράγματα, οι τσακωμοί; Όλοι καλοκουρδισμένοι στο ρόλο μας μ’ ένα κινητό στο χέρι.

Γιατί έπρεπε να με πειράζει; Είμαι απλά ένα παιδί. Θα έπρεπε να ζω το θαύμα. Αυτό νόμιζα για την ακρίβεια μέχρι πριν από λίγο. Κι όμως υπάρχουν στιγμές διαύγειας. Σαν να παγώνουν όλα και μόνο τότε μπορείς να δεις καθαρά. Μόνο τότε, όταν κάνεις pause τους εξωτερικούς θορύβους, μπορείς να ακούσεις τους εσωτερικούς. Τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου.

Και ένιωθα πως μου μου λείπει η οικογένειά μου. Όσο σπαστική κι αν την ένιωθα ώρες-ώρες. Μου λείπει ακόμα και το βλέμμα τους, όχι το φευγαλέο πριν αποχωριστούμε. Αλλά εκείνο το διερευνητικό, εκείνο που νιώθεις να σε περνάει ακτινογραφία, εκείνο το βαθύ και αληθινό. Μου λείπει το χάδι, το άγγιγμα. Αυτό το γονεϊκό που αποφεύγουμε γιατί νιώθουμε πως μεγαλώσαμε. Το γαργάλημα, οι αγκαλιές, οι ψίθυροι. Ακόμα και οι διαπληκτισμοί, οι διαφορές, οι αντιρρήσεις. Ο  κοινός χρόνος. Να παίξουμε επιτραπέζιο χωρίς να το ποστάρουμε για να δείξουμε ευτυχισμένη οικογένεια. Να φάμε έξω χωρίς φωτογραφίες για να θυμόμαστε τη στιγμή. Να εξερευνήσουμε νέα μέρη χωρίς να ρωτήσουμε για wifi και να ενημερωθούμε για τυχόν εξελίξεις. Και ένα απλό μεσημεριανό, που ρωτάς για τη μέρα του άλλου, αληθινά όχι τυπικά, που τον κοιτάς, τον πειράζεις, του μιλάς.

Όλα αυτά τα μοιράστηκα την επόμενη μέρα με την κολλητή μου. Άργησε να καταλάβει και να νιώσει το δικό μου συναίσθημα. Ίσως δεν είχε τύχει να της συμβεί αυτή η έκλαμψη της αλήθειας. Αλλά μετά από λίγο συμφώνησε μαζί μου και καταλήξαμε να λέμε τον πόνο μας παρηγορώντας η μία την άλλη. Ακόμα κι εμείς που μοιραζόμασταν τόσα και μιλούσαμε τόσο πολύ, ο υπολογιστής ήταν το ισχυρότερο μέσο επικοινωνίας μας και η κύρια διασκέδασή μας. ‘Έτσι είπαμε ότι δεν πήγαινε άλλο. Ως άλλες επαναστάτριες θα πάρουμε τις οικογένειές μας και τη ζωή μας πίσω. Και ενώ καταστρώναμε σχέδια, καταγράφαμε ιδέες και στρατηγικές, το σύμπαν, που όλα τα ακούει, μας πρόλαβε και άνοιξε το δρόμο για την πραγματοποίηση των στόχων μας.

~~

Ήταν βράδυ Παρασκευής και ο καθένας στο πόστο του σαν ένας άλλος υπάλληλος που ξεκινά τη βάρδια του. Λες και οι διαδικτυακές μας κινήσεις καταγράφονται και οι απουσίες μας θα έχουν συνέπειες. Εγώ στο σαλόνι να παρακολουθώ το θέαμα απογοητευμένη και ταυτόχρονα να γράφω και να σβήνω ιδέες στο πετρόλ μου τετράδιο.

Και ξαφνικά… διακοπή! Διακοπή αληθινή, διακοπή ρεύματος. Όλοι πάγωσαν. Ένιωσαν αδύναμοι και απροετοίμαστοι μπροστά στο άγνωστο.

Η διακοπή δεν ήταν από εκείνες τις σύντομες, αλλά κράτησε όλο το βράδυ. Επιστρατεύσαμε ό,τι κεριά με ευφάνταστα λογότυπα είχε αγοράσει η μαμά για να διακοσμήσει το σπίτι και κάνα δυο λαμπάδες που είχαν μείνει από το Πάσχα. Τα ακουμπήσαμε όλα στο τραπεζάκι το χαμηλό στο κέντρο του σαλονιού και κάτσαμε τριγύρω λες και θα ξεκινούσαμε κάποια σεάνς με πνεύματα.

«Οκ…θα κάνουμε λίγη υπομονή, δεν έγινε τίποτα. Δεν είναι ακόμα ώρα για ύπνο, οπότε ας κάτσουμε εδώ που έχουμε φως και όπου να’ ναι θα έρθει», καθησύχασε η μαμά.

Ο Σίμος γκρίνιαζε και έμεινε με σταυρωμένα χέρια να μουρμουράει πίσω από τη φλόγα της λαμπάδας του που τρεμόπαιζε στο ξεφύσημά του. Ο μπαμπάς είχε πάρει μια μεγάλη μαξιλάρα και καθόταν απέναντί του.

«Έχουμε κάτσει σε ιδανικές θέσεις για παιχνίδι!», πήρα την απόφαση να εξωτερικεύσω τις σκέψεις μου και να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου με αυτή την τέλεια αφορμή που μου δόθηκε. Οι υπόλοιποι με κοίταξαν παραξενεμένοι. «Τι με κοιτάτε; Παρασκευή βράδυ, έχουμε χρόνο, δεν έχουμε ρεύμα, καθόμαστε γύρω από το τραπέζι, φέρνω γρήγορα το καινούριο επιτραπέζιο που μου έφερε ο νονός για να παίξουμε!»

Πριν προλάβουν να το σκεφτούν και να απαντήσουν εγώ είχα γυρίσει με το επιτραπέζιο στα χέρια. Άρχισα να ξετυλίγω τη συσκευασία, ενώ έδινα εντολές στον αδερφό μου να διαβάσει δυνατά τις οδηγίες στο πίσω μέρος του κουτιού.

Εκείνος σαν από θαύμα ακολούθησε την προτροπή μου και άρχισε διστακτικά στην αρχή και με περισσότερο ενδιαφέρον στη συνέχεια να διαβάζει τους κανονισμούς.

Οι γονείς μπήκαν και αυτοί στο χορό. Χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να παίζουμε, να κοροϊδευόμαστε, να γελάμε, να περνάμε καλά Δεν καταλάβαμε καν πως πέρασε η ώρα, πώς αφήσαμε πίσω τους διαδικτυακούς εαυτούς μας και πόσο όμορφα μπορούσαμε να περάσουμε μαζί. Φέραμε και κάτι ποπκόρν που είχαμε ξεχασμένα στο ντουλάπι και παίζαμε, τρώγαμε, κάναμε αστείες γκριμάτσες, κερδίζαμε, χάναμε.

Πήγε η ώρα μία και είπαμε να πάμε για ύπνο. Πονούσε η κοιλιά μας από τα γέλια και υπήρχε ένα χαρούμενο αίσθημα στην ατμόσφαιρα.

Πρόσθεσα σίγουρα ένα λιθαράκι στο νησί της οικογένειας, σκέφτηκα.

Τότε πήρα μια βαθιά ανάσα και τους αράδιασα όλες τις σκέψεις που είχα τις μέρες που πέρασαν. Αποσβολωμένοι έμειναν να με κοιτάζουν να περιγράφω την κατάστασή μας, ενώ άρχισαν να δείχνουν πως συνειδητοποιούν το τέλμα, τα αρνητικά της συνήθειας που είχαμε. Και τότε είχα μια ιδέα. Όχι μόνο να ορίζαμε κανόνες χρήσης των κινητών και των ηλεκτρονικών μας, αλλά κάθε Παρασκευή να σβήναμε τα φώτα. Να κατεβάζουμε τον διακόπτη και να περνάμε χρόνο μαζί. Χωρίς καμία άλλη παρεμβολή. Ακόμα και ο αδερφός μου που ήμουν σίγουρη πως θα αντιδρούσε, δέχτηκε. Απ’ ότι φαίνεται ήθελε κι εκείνος να χτίσει κι άλλο το δικό του νησί της οικογένειας, ήθελε το γέλιο, το χάδι, το δέσιμο όσο σκληρό καρύδι κι αν το παριστάνει.

Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και μετά από τα δύο πιο γλυκά φιλιά που μου ‘χε δώσει ποτέ η μαμά κι ο μπαμπάς σκεφτόμουν πως εκείνο το βράδυ αγάπησα τη ΔΕΗ. Όχι για τις υπηρεσίες που μας παρέχει αλλά γ’ αυτές που διέκοψε. Και αγάπησα λίγο περισσότερο και την οικογένειά μου. Ποιος να φανταζόταν πως αυτά τα δύο θα συνδέονταν με τέτοιο τρόπο. Χαμογέλασα και έκλεισα τα μάτια. Το σχέδιό μου είχε ξεκινήσει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Χαρά Κουλοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής