Σήμερα ήταν μια δύσκολη μέρα στη χώρα των μη-προνομιούχων ανθρώπων. Ήταν Δευτέρα.
Κάθε Δευτέρα έχει χρώμα καφετί σκούρο. Σίγουρα δεν είναι μπλε οι Δευτέρες, το μπλε είναι όμορφο, μπλε είναι οι φάλαινες.
Απ’ το πρωί της καφέ Δευτέρας διαρκές τρέξιμο μέσα στη ζέστη, ανακατωσούρα και άγχος. καλύτερα να είχα μείνει στο κρεβάτι. Αλλά δεν επιτρέπεται, είναι Δευτέρα. Αλλά το βράδυ έπεσα σ’ ένα βίντεο που έκανε τη Δευτέρα λιγάκι τιρκουάζ.
Είδα έναν παλιό φίλο απ’ τη Νάξο να παρουσιάζει αυτό που αγαπάει να κάνει: Να συλλέγει και να φτιάχνει παλιές μοτοσικλέτες.
Τον κοιτούσα να μιλάει για τις αντίκες μηχανές, κι ενώ δεν ξέρω τίποτα από μηχανοκίνητα, χαμογελούσε, ένιωθα όμορφα.
Γιατί; Επειδή είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει αυτό που κάνει, χαϊδεύει τις σέλες, μιλάει για τις πατίνες, λέει: «Μου αρέσει η φθορά.» Εξηγεί πότε φτιάχτηκε κάθε μοντέλο, ποιος το οδηγούσε, περνάει όμορφα με αυτό που κάνει και μας το δείχνει.
Κατάλαβα γιατί χαμογελούσα.
Πέρα απ’ αυτά που κάνουμε για να επιβιώσουμε πρέπει να κρατάμε κάποια πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους.
Όχι παθητικά χαρούμενους, σαν να βλέπουμε μια ταινία στο Netflix. Πρέπει να δημιουργούμε. Είτε είναι τέχνη, μαγειρική, μηχανές, αθλητισμός, οριγκάμι, καταδύσεις, πρέπει να είμαστε ενεργητικοί στην ευτυχία μας.
Δεν το κάνουμε για να βγάλουμε χρήματα ή για να γίνουμε διάσημοι ifluencer. Το κάνουμε γιατί θέλουμε να αγαπάμε κάτι απ’ όσα κάνουμε.
Κοιτάζω το βίντεο. Με τον Κωστή κάναμε πρόβες σ’ εκείνη την αποθήκη, προτού γίνει μουσείο αλλοπρόσαλλων μηχανών, παλιά, είκοσι χρόνια πριν. Είχαμε τη δουλειά μας, αλλά είχαμε και τη μουσική.
Κάναμε πρόβες ένα μήνα, για να παίξουμε σ’ ένα καφενέ στην Απείρανθο, οι δυο μας, κιθάρες, φωνές και νταούλια. Μας είπαν να παίξουμε για δυο ώρες. Ξεκινήσαμε στις δέκα και παίζαμε ως τις πέντε το πρωί, όταν άρχιζε να χαράζει κι οι πελάτες είχαν φύγει.
Κάποιος Απεραθίτης γέρος που καθόταν στην μπάρα και μας άκουγε είχε πει: «Ήντα αργάτες είν’ αυτοί!»
Περάσανε όλοι ωραία, σίγουρα περάσαμε ωραία κι εμείς. Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, χωρίς να έχουμε πει κάτι τέτοιο, μας έδωσε από πενήντα ευρώ.
Ήταν η πρώτη φορά που με πληρώσανε για την τέχνη μου –και η τελευταία που με πληρώσανε για τη μουσική μου. Το επόμενο πρωινό έδωσα το πενηντάριο στην Action Aid –ή κάποια άλλη οργάνωση, δεν θυμάμαι, ήμουν ακόμα μεθυσμένος.
Είναι ωραίο να κερδίζεις τα προς το ζην απ’ αυτό που αγαπάς, αλλά για πολύ λίγους συμβαίνει. Οι υπόλοιποι πρέπει να σηκωνόμαστε τις καφετί Δευτέρες κι επειδή χρειαζόμαστε τα χρήματα να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν.
Αλλά είναι ανάγκη να θυμόμαστε:
Κράτα κάτι που αγαπάς.
Δεν μιλώ για τα παιδιά σου, το σύντροφο σου ή τους φίλους σου.
Κράτα κάτι δικό σου. Κάτι που κάνεις γιατί σου αρέσει να το κάνεις.
Κάν’ το και κράτα το. Αυτό το λίγο και μικρό, αυτό το δικό σου.
Γιατί όλα τ’ άλλα μπορεί να χαθούν –κι όλα θα χαθούν τελικά μαζί κι εσύ.
Αλλά θα σου μείνει –προτού χαθείς κι εσύ- μια νύχτα στην Απείρανθο, που τραγουδούσατε ντουέτο με τον Κώστα, μεθυσμένοι και σε μέθεξη:
«Να μας πάρεις μακριά,
να μας πας σε πέρα μέρη,
φύσα θάλασσα πλατιά,
φύσα αγέρι, φύσα αγέρι.»
Ό,τι αγάπησες, κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~