Ο Τίμος παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην επιφάνεια. Παλεύει να μην πνιγεί στα κύματα μιας εποχής σάπιας που έχει πνίξει όσα γνωρίζουμε ως σήμερα. Στη διάρκεια αυτής της τρικυμίας δεν αρκεί το ένστικτο της επιβίωσης και ψάχνει για μια σανίδα σωτηρίας να τον κρατήσει ακόμα λίγο. Στην αγωνιώδη αναζήτηση βρίσκει το μόνο που μπορεί να του σταθεί, το μπαούλο του.
Τον Τίμο τον θυμάμαι ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, να μαστορεύει στην αποθήκη. Του άρεσε να μπαίνει εκεί, ένιωθε το χώρο δικό του, τα εργαλεία φίλους του. Μιλούσε με τα κατσαβίδια και τις πένσες. Ένας θεός ήξερε τι έλεγαν. Εκεί μέσα έβγαζε τα απωθημένα του με τέχνη, με μεράκι. Δεν ήταν ομιλητικός τύπος, όλοι το ήξεραν.Όταν όμως έπιανε στα χέρια του εργαλεία λυνόταν η γλώσσα του και γίνονταν τα λόγια έργα.
Ό,τι έπιανε το έντυνε με μεράκι και γούστο. Πρώτα το φανταζόταν και στη συνέχεια έκανε τα αδύνατα δυνατά για να δει την επιθυμία του να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του.
Φιλοτεχνούσε για βδομάδες ένα μπαούλο βαρύ και φτιαγμένο από τα πιο δυνατά υλικά με περιεχόμενο που φτάνει τόσο μακριά που το μυαλό δεν μπορεί να φανταστεί. Μια ιστορία μακραίωνη που ζει ακόμα. Η όψη του και μόνο σου δημιουργεί την βεβαιότητα της σωτηρίας.
Είναι αυτό που κοσμεί το σαλόνι του. Ένα δερμάτινο μπαούλο με μπρούτζινες γωνίες κι ένα μάνταλα στη μπροστινή μεριά φτιαγμένο με χρυσές πινέζες. Βαρύ πράμα, το καταλάβαινες από την εμφάνισή του. Το δέρμα που το έντυνε σε χρώμα μπορντώ του έδινε μια αρχοντιά και μια αίγλη. Μια κλειδαριά μεγάλη το έκανε να μοιάζει με μπαούλο θησαυρού.Το κλειδί μικρό, σκαλιστό, μπρούτζινο κι αυτό, απλά κρέμονταν από την κλειδαριά με μια φούντα κόκκινη.Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για να κλειδώνει ό,τι υπήρχε εκεί μέσα.
«Εδώ βάζουμε τα έργα μας», μου είχε πει. «Εγώ το φτιάχνω για να μπουν τα χρήσιμα, αυτά που δεν θα τα πάρει ο χρόνος μαζί του.»
«Παίρνει τα χρήσιμα ο χρόνος;»
«Αν τα παίρνει λέει!Όλα τα παίρνει ο χρόνος, αν δεν τα φυλάξεις γερά. Μα εδώ μέσα δεν θα τολμήσει να πειράξει τίποτα. Κι ας είναι το κλειδί για φιγούρα.»
Πέρασαν πολλά χρόνια για να το ανοίξω. Είχα μια περιέργεια να δω τα χρήσιμα, αυτά που δεν πήρε ο χρόνος,κι ας ήταν το κλειδί της φιγούρας.
«Θέλεις να μου δείξεις τι βάζεις μέσα;» τον ρώτησα κάποια φορά.
«Ανοίγει και χωρίς κλειδί, άνοιξέ το να το δεις, όλο και κάτι χρήσιμο θα βρεις», μου απάντησε.
Μυρωδιά καθαριότητας απλώθηκε στο χώρο μόλις σηκώθηκε το βαρύ καπάκι.Η καθαρότητα του χρόνου,σκέφτηκα. Αφήνει άθικτα τα χρήσιμα πράγματα.
Οι κόποι της γυναίκας του, της συντρόφου της ζωής του ήταν εκεί. Όλα τα εργόχειρα που εκείνη έφτιαξε για να ξεκουράζει το σώμα του, πλεκτές κουβέρτες που έστρωνε στο κρεββάτι, δαντελένια τραπεζομάντιλα και κεντημένα πετσετάκια , όλα διπλωμένα, σιδερωμένα και τακτοποιημένα μέσα στο μπαούλο.Τα χρήσιμα που δεν τα πειράζει ο χρόνος.
«Οι κόποι σου να μείνουν άθικτοι ό,τι κι αν σου φέρνει η ζωή» έλεγε.
«Η ζωή μας θέλει μεράκι,θέλει κέφι η κάθε μέρα και μια λαχτάρα να δεις το έργο σου να ζωντανεύει.»
Ψαχουλεύοντας τους κόπους μιας ζωής, κάτω κάτω θαμμένο λες μέσα στις δαντέλες ήταν κι ένα κουτάκι. Ξύλινο, μικρό, θα περνούσε απαρατήρητο με την πρώτη ματιά.
Είχε μέσα δυο τούφες μαλλιά. Ξανθιά η μια, μαύρη μελαχρινή η άλλη.
Το πρώτο πράγμα που έβαλε στο μπαούλο ήταν αυτό το μικρό ξύλινο κουτάκι.Η μια τούφα η ξανθιά ήταν του γιου του, από τη βάφτιση του. Η μεγάλη του αδυναμία, ο πρώτος του κόπος.
«Ο μεγαλύτερος κόπος του ανθρώπου είναι να φτιάξει άνθρωπο.»
Πενηντάρισε ο γιος του κι έφυγε από κοντά του, μα η αρχή, το ξεκίνημα της ζωής του ήταν εκεί φυλαγμένο στα χρήσιμα που δεν αγγίζει ο χρόνος.
Η δεύτερη τούφα μαλλιών ήταν της γυναίκας του, από την τελευταία τους συνάντηση.Έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων όταν ο Τίμος έφτιαχνε το μπαούλο.
«Το έφτιαξα για μας, για τη ζωή μας, για τα αγαπημένα μας, για τις αναμνήσεις που δεν θα ξεθωριάσουν όσα χρόνια κι αν περάσουν.»
Ο Τίμος έγινε ενενήντα χρόνων και κλεισμένος στο σπιτάκι του ζει με άνοια την καθημερινότητά του. Η μνήμη του θολή, δεν της δίνει μεγάλη σημασία. Φροντίζει το μπαούλο του με όσο μεράκι του έχει απομείνει.Το ανοίγει κάθε μέρα το κοιτάζει,το ξεσκονίζει και το έχει κοντά στο κρεβάτι του.
Είναι οι κόποι της ζωής του, είναι οι μνήμες που δεν πήρε ο χρόνος και η ασθένειά του, είναι τα χρήσιμα που τα φυλάει κρυμμένα από τη λήθη. Χωράει η ζωή του μέσα σε ένα μπαούλο.Έτσι είναι και το μυαλό του πια.Ένα μπαούλο αναμνήσεων με ένα κλειδί για φιγούρα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Λένα Κούτσικα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής