Καθόταν στον καναπέ, ψάχνοντας να βρει κάτι να κάνει για να περάσει η ώρα. Την τηλεόραση ώρα τώρα, μέρες, χρόνια, την είχε στο αθόρυβο. Όσο προσπαθούσε να συγκεντρωθεί τόσο του διέφευγαν οι εικόνες. Το βιβλίο δίπλα του, τα τετράδια, οι φωτογραφικές μηχανές, είχαν γεμίσει σκόνη.
Σηκώθηκε να ξεπιαστεί. Η γούβα στον καναπέ τον ατένιζε περιπαικτικά. Σκέφτηκε να ξανακαθίσει.
Πήγε στην τουαλέτα, κατούρησε, τράβηξε το καζανάκι. Πλένοντας τα χέρια του κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως γερνάει. Κάπως αδιάφορα, από συνήθεια, πλησίασε στο παράθυρο. Πάντα η θέα του θύμιζε ράντζο στο Μεξικό, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Ίσως το φως, ίσως ο κάκτος που δέσποζε στην απέναντι ταράτσα.
Η μουσική της πόλης είχε πάψει να τον συγκινεί από παλιά, έπειτα από ένα ταξίδι που έκανε στην εξοχή. Του κρατούσε παρέα όμως και για αυτό την ανεχόταν.
Έτσι το κατάλαβε. Ξαφνικά ένιωσε μόνος με τρόπο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Μια εκκωφαντική σιωπή είχε κυριεύσει τα πάντα, όπως όταν όλα τα έχει καλύψει χιόνι. Τίποτα δεν ακουγόταν από πουθενά. Μόνο ένας συνεχής βόμβος σαν στατικός ηλεκτρισμός, στη θέση των ατελείωτων κορναρισμάτων των εργατών που βιαζόταν να επιστρέψουν ή να πάνε στην δουλειά. Και η ανάσα του.
Πήγε στο σαλόνι και έλεγξε την ώρα. Είχε ακόμα ένα τέταρτο μέχρι να έρθει η ώρα να βγει. Κοίταξε έξω, κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα. Κανείς. Στην γειτονιά βέβαια σπάνια θα έβλεπες κάποιον να περπατά εκτός του ωραρίου του. Είχαν σταθερά κυλιόμενο πρόγραμμα, αλλά ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Ευτυχώς, στην γειτονιά τους τουλάχιστον, ήταν όλοι νομοταγείς, με σεβασμό προς τον συνάνθρωπο. Δεν θα ήταν ευγενικό την ώρα που κλείνεις την πόρτα σου και κατεβαίνεις το πεζοδρόμιο, να βγαίνει και ο γείτονας. Θα κινδύνευε όλη η γειτονιά με στέρηση ωραρίου.
Ετοίμασε το σακίδιό του, πήρε τις μάσκες από τον αποστειρωτή, μια ομπρέλα και τα γάντια, το αντιηλιακό και το καπέλο του. Τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα μπορούσαν να χτυπήσουν οποιαδήποτε στιγμή και σε περίπτωση ελέγχου έπρεπε να είναι προετοιμασμένος δια παν ενδεχόμενο. Οποιαδήποτε έλλειψη τιμωρείται με στέρηση ίντερνετ. Δεν το διακινδύνευε ποτέ.
Ξανακοίταξε το ρολόι. Τρία λεπτά απέμεναν. Έβαλε τη φόρμα, διπλή φούτερ και το μπουφάν, γιατί παλτό δεν επιτρεπόταν πια παρά μόνο αν πήγαινες στον γιατρό ή ίσως αν παντρευόσουν. Βγήκε στην σκάλα, έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του και κατέβηκε. Πριν ανοίξει την εξώπορτα, βεβαιώθηκε από το παραθυράκι πως ο απέναντι είχε βάλει στην πόρτα την σήμανση επιστροφής. Κρέμασε την σήμανση εξόδου και βγήκε στον δρόμο.
Η ησυχία ήταν ανησυχητική. Σκέφτηκε πως η κατάσταση ήταν πολύ περίεργη. Τις προηγούμενες μέρες κάπου διάβαζε πως οι επιστήμονες ήταν ενθουσιασμένοι με ένα καινούριο μηχάνημα που μέσω υπερήχων σκότωνε τον ιό. Δεν ήταν σίγουρος αλλά ίσως και να είπαν πως θα το δοκίμαζαν σε πιο ευρύ φάσμα. Δεν συγκρατούσε πλέον τέτοιες πληροφορίες.
Όταν έφτασε στον κεντρικό η ανησυχία του κορυφώθηκε. Τα αυτοκίνητα κινούνταν κανονικά. Οι κούριερ, μέσα στα κουβούκλια τους, πάνω στα μηχανάκια τους, πηγαινοέρχονταν φορτωμένοι με πακέτα. Τα φορτηγά ξεφόρτωναν εμπορεύματα στα πρακτορεία σπορ ειδών. Ακόμα και στο πρακτορείο κουστουμιών ο προϊστάμενος έκανε παραλαβή. Αλλά δεν ακουγόταν τίποτα.
Πέρασε τον δρόμο, είχε δικαιολογία το άλσος απέναντι και λίγο πριν ανέβει στο πεζοδρόμιο ένα μηχανάκι παραλίγο να τον χτυπήσει. Του έκανε ένα ελαφρώς θυμωμένο νόημα, αλλά ο κούριερ δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε πως μάλλον ήταν αγενής και πήγε να το διορθώσει. Ο άλλος έφυγε πριν προλάβει να ζητήσει συγνώμη. Μάλλον θα βιαζόταν να κάνει κάποια επείγουσα παράδοση. Ίσως και να πήγαινε θεραπείες σε κάποιο ιατρικό κέντρο. Τώρα που το σκεφτόταν μπορεί και να είχε ιατρικό σήμα. Δεν ήταν σίγουρος.
Στην αρχή, για λόγους υγείας, οι ομιλίες διεξαγόντουσαν με την προϋπόθεση να μην ξεπερνούν το μέγιστο όριο σε διασπορά σωματιδίων, αλλά ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος για την ένταση. Για κάποιο χρονικό διάστημα μιλούσανε ψιθυριστά, αλλά αυτό δε ήταν πρακτικό. Έτσι αρχίσανε να μιλάνε με χειρονομίες. Αυτή ναι, ήταν μια φυσιολογική σιωπή. Αλλά ούτε κόρνες, ούτε εξατμίσεις, ούτε οι μηχανές των αυτοκινήτων!
Στο πρακτορείο κουστουμιών ο προϊστάμενος, κουστουμαρισμένος και ο ίδιος, ακόμα έκανε παραλαβές. Με έντονες χειρονομίες μοίραζε τις δουλειές στους υπαλλήλους που έτρεχαν δεξιά αριστερά. Κανείς δεν φαινόταν να έχει αντιληφθεί κάτι περίεργο. Πήγε στον κοντινότερο υπάλληλο, ήταν ευκαιρία να πιάσει κουβέντα μήπως και καταλάβαινε τι τρέχει. Προσπάθησε να τον ρωτήσει αλλά εκείνος δεν του έδωσε σημασία. Πήγε στον προϊστάμενο. Καμία αντίδραση. Άρχισε να θορυβείται.
Στις μαρκεταποθήκες παραδίπλα η τροφοδοσία γινόταν πλέον αυτοματοποιημένα, οι ανάγκες ήταν τεράστιες και υπήρχε κίνδυνος διασποράς από την ανθρώπινη παρουσία. Τα τεράστια μηχανήματα ανεβοκατέβαζαν παλέτες με τρόφιμα και αντισηπτικά. Σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα του υπεύθυνου βάρδιας, αλλά κάτι τον σταμάτησε. Φοβήθηκε πως έχει γίνει αόρατος.
Γύρισε γρήγορα στο σπίτι, σχεδόν τρέχοντας, χωρίς να έχει εξαντλήσει τον χρόνο που δικαιούνταν. Έβγαλε τα ρούχα και τα παπούτσια του στην είσοδο, τα έβαλε στον κλίβανο, φόρεσε την ρόμπα του και πήγε στον καναπέ. Έψαξε να βρει κάτι να κάνει. Η τηλεόραση ώρα τώρα, μέρες, χρόνια, ήταν στο αθόρυβο. Όσο προσπαθούσε να συγκεντρωθεί τόσο έχανε τις εικόνες. Το βιβλίο δίπλα του, τα τετράδια, οι φωτογραφικές μηχανές, είχαν γεμίσει σκόνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Έλενα Γαλάνη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Josef Koudelka